20 Οκτωβρίου 2010

Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ | Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 1999
Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί η ρητορική στην ποίηση ή αλλιώς: η ποιητική ρητορική. Σε προηγούμενη ανακοίνωσή μου εις μνήμην του Λίνου Πολίτη το 1986, η οποία αργότερα πήρε οριστικότερη γραπτή μορφή και ενσωματώθηκε στον τόμο «Πίσω - Μπρος», δοκίμασα να ανιχνεύσω σήματα της ποιητικής ρητορικής στους δύο κορυφαίους του νεοελληνικού υπερρεαλισμού, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο. Συγχρόνως υπέθεσα εκεί ότι νεοέλληνας γενάρχης της υπερρεαλιστικής αυτής ρητορικής θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Κάλβος, υπογραμμίζοντας όμως ότι η αρχική καταγωγή της θα πρέπει να αναζητηθεί στην αρχαιοελληνική υμνογραφική και υμνολογική ποίηση· λ.χ. στον Ησίοδο και στον Πίνδαρο.
Δεν πρόκειται να επαναλάβω εδώ τα όποια ευρήματα και πορίσματα εκείνης της μελέτης. Θυμίζω μόνον έξι χαρακτήρες ποιητικής ρητορικής, τους οποίους ενετόπισα, παραδειγμάτισα και συζήτησα: α) τη συχνή χρήση επιφωνηματικής κλητικής προσφώνησης στην αρχή του ποιήματος, η οποία κάποτε επαναλαμβάνεται και ενδιαμέσως· β) τη συνήθως θριαμβική κατάληξη του ποιήματος· γ) την πυκνή παρουσία διατακτικής και διδακτικής προστακτικής· δ) την προβεβλημένη επανάληψη στο εσωτερικό του ποιήματος της ίδιας λέξης ή έκφρασης· ε) την πληθωρική έξαρση του επιθέτου, σε βάρος κάποτε του ουσιαστικού και του ρήματος· στ) την αποτύπωση θαυμαστικών και αποσιωπητικών σε κομβικά σημεία του ποιήματος.
Υπενθυμίζω εδώ τους, εξωτερικούς έστω, αυτούς χαρακτήρες της ποιητικής ρητορικής, επειδή πιστεύω ότι προέχουν κατεξοχήν σε καθαρεύοντα ποιήματα, κυρίως της πρώτης αλλά ενίοτε και της δεύτερης κατηγορίας. Τούτο δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν παντελώς και σε ποιήματα γραμμένα στη δημοτική, όταν μάλιστα αυτά παρακολουθούν τον υμνογραφικό και υμνολογικό τύπο. Εντούτοις στο γλωσσικό περιβάλλον της καθαρεύουσας οι χαρακτήρες αυτοί αποκτούν μεγαλύτερη ρητορική ισχύ και εξέχουν στο σώμα της ποιητικής σύνθεσης.
Προχωρώ τώρα στο υπεσχημένο ζητούμενο: αν και πώς αναπληρώνεται το κενό που ευνοεί η επιλογή της καθαρεύουσας, διασπώντας, ενμέρει ή ενόλω, την ενότητα της βιογλωσσικής βάσης του ποιήματος. Ο χώρος δεν με παίρνει να δείξω ότι το κενό αυτό παραμένει συνήθως ακάλυπτο στους προγραμματικά καθαρεύοντες ποιητές της Αθηναϊκής Σχολής. Θα περάσω επομένως αμέσως στους τρεις άλλους ποιητές που ανέφερα, οι οποίοι επιλέγουν, περισσότερο ή λιγότερο, την καθαρεύουσα απρογραμμάτιστα. Αρχίζω με τον Κάλβο.
Παρατήρηση πρώτη: πιστεύω ότι δεν χωρεί εύκολη επιφύλαξη στην εκτίμηση ότι, συγκριτικά προς τον Καβάφη και τον Εμπειρίκο, η γλώσσα του Κάλβου εμφανίζει όχι μόνον μεγαλύτερη ομοιογένεια και γλωσσική συνέπεια, αλλά κατά κάποιον τρόπο σφραγίζεται από το λόγιο λεξιλόγιο, τη λόγια γραμματική και τη λόγια σύνταξή της.
Παρατήρηση δεύτερη: μετά τη δίκαιη αποκατάσταση της τιμής του Κάλβου, πρώτα από τον Παλαμά και στον αιώνα μας κυρίως από τον Σεφέρη και τον Ελύτη, το βάρος της αξίας του ποιητή ζυγίστηκε προπαντός με το ζύγι της ιδιόρρυθμης γλώσσας του. Αντίθετα, η υποκείμενη στις καλβικές Ωδές βιωματική εμπειρία, προσωπική και συλλογική, ελάχιστα σχολιάστηκε ­ εννοείται η θερμή φιλοπατρία σε συνδυασμό προς τον επαναστατικό φιλελευθερισμό.
Με τους όρους αυτούς προτείνονται εφεξής τέσσερις προφανείς τρόποι, οι οποίοι αναπληρώνουν κατά τη γνώμη μου το περί ου ο λόγος κενό:
1) Αναπληρωματικό λοιπόν ρόλο παίζει καταρχήν η ίδια η υψηλή θερμοκρασία της διάχυτης μέσα στις Ωδές του Κάλβου φιλελεύθερης φιλοπατρίας· θερμοκρασία που αναθερμαίνει και την ιδιόρρυθμη λόγια γλώσσα του. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, από τη στιγμή που οι ιστορικές συνθήκες ξεπέρασαν την αιχμή αυτής της φιλελεύθερης φιλοπατρίας, ο Κάλβος έκλεισε πρόωρα και οριστικά τον κύκλο των Ωδών του ­ θα έλεγε κάποιος ότι το βιωματικό απόθεμα είχε πλέον εκ των πραγμάτων εξαντληθεί. Σε τούτο το σημείο η σύγκριση Κάλβου και Σολωμού παρουσιάζει, πιστεύω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
2) Καθώς το σύνολο των καλβικών Ωδών έχει υμνολογικό χαρακτήρα, με επιδεικτικό και διδακτικό συνήθως απόβαρο, η καθαρεύουσα γλώσσα του ακούγεται και διαβάζεται δίχως δυσφορία, για να μην πω ότι δημιουργεί και ευφορία με τον υψηλόφωνο και θεσμικά επίσημο τόνο της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λόγια γλώσσα φαίνεται να υπηρετεί και να αναδεικνύει την αντικειμενική εμβέλεια των Ωδών, επισκιάζοντας στις εσοχές της τα υποκειμενικότερα στοιχεία.
3) Στην αναπλήρωση εξάλλου του κενού συντελεί αποφασιστικά και ο απροσδόκητα ανορθολογικός, κάποτε συνειρμικός τρόπος, με τον οποίο συντάσσονται στο εσωτερικό τους οι Ωδές του Κάλβου· γεγονός που δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, τον θαυμασμό των δικών μας υπερρεαλιστών για την καλβική ποίηση.
4) Τέλος και κυρίως: το επίμαχο κενό τείνει συχνά να εξαφανιστεί εξαιτίας της τολμηρής σύζευξης κυριολεξίας και μεταφοράς, που ο Κάλβος επιχειρεί και κατορθώνει με μεταφορικό καταλύτη προπάντων τα επίθετά του. Και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι ο έπαινος του Σεφέρη για συγκεκριμένα μόνον μέρη των καλβικών Ωδών συγκεντρώνεται σε τέτοιου είδους μεταφορικούς θυλάκους.
Πρέπει όμως να μιλήσω αμέσως και για τη γλωσσική αλχημεία του Καβάφη, όπου συμπλέκονται στοιχεία της δικής του καθαρεύουσας και της δικής του δημοτικής. Και η περίπτωση όμως του Καβάφη απαιτεί πρώτα κάποιες περιφερειακές διαπιστώσεις, οι οποίες αφορούν τόσο την επιλογή όσο και την υποδοχή της μεικτής γλώσσας του.
Θυμίζω λοιπόν ότι το καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα σαφώς εξελίσσεται: στην πρώιμη περίοδο η καβαφική καθαρεύουσα ανακαλεί την προγραμματική καθαρεύουσα της Αθηναϊκής Σχολής· στη συμβολική περίοδο εμφανίζεται και εξέχει το χαρακτηριστικό καβαφικό μείγμα λόγιας και δημοτικής γλώσσας· το μείγμα ωστόσο αυτό υποχωρεί, υπέρ της δημοτικής, στην ώριμη και όψιμη πια περίοδο, όταν σαφώς ο Καβάφης ορίζει και ασκεί τον δικό του ιστορικό και ερωτικό ρεαλισμό.
Προκειμένου εξάλλου να εξηγηθεί το μεικτό καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα, που διαστίζεται από καθαρεύοντα στοιχεία, νομίζω ότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη την αναγνωστική προσήλωση του αλεξανδρινού ποιητή σε κείμενα της ελληνιστικής και όψιμης αρχαιότητας. Προφανώς η αναγνωστική αυτή τριβή του Καβάφη με την αρχαία ελληνική γλώσσα αφήνει τα ίχνη της στην εξελισσόμενη γλώσσα του.
Τέλος, η λόγια καθαρεύουσα επιλέγεται από τον Καβάφη ειδικότερα σε ποιήματα με επιγραμματικό χαρακτήρα. Παράδειγμα το πασίγνωστο ποίημα «Θερμοπύλες» αλλά και το διασημότερο «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Σ' αυτόν τον τύπο ποιήματος το λόγιο γλωσσικό ιδίωμα εξασφαλίζει πράγματι έναν ποιητικό λόγο θεσμοθετημένης σεμνότητας και τελετουργικής αυστηρότητας.
Οπως κι αν έχει το πράγμα, πρέπει να ομολογηθεί ότι η ανεπιφύλακτη υποδοχή της καβαφικής γλώσσας εμφανίζεται μάλλον αργά. Στον μεσοπόλεμο πάντως δημιουργεί ακόμη είτε βίαιες αντιδράσεις των δημοτικιστών (ο Βλαστός λ.χ. χαρακτηρίζει τον Καβάφη, εξαιτίας της γλώσσας του, καραγκιόζη) ή έστω ανομολόγητη αμηχανία (ευδιάκριτη στην πρώτη επαφή του Σεφέρη με την καβαφική ποίηση και τα καβαφικά ποιήματα).
Ειδικότερα τώρα η καβαφική αναπλήρωση του κενού, όπως το όρισα, πραγματοποιείται με τρεις τουλάχιστον τρόπους:
1) Ο Καβάφης φαίνεται να διαπιστώνει εγκαίρως την απροκάλυπτη κάποτε αισθηματικότητα ή και αισθηματολογία της δημοτικής γλώσσας· για να την αποφύγει μετασχηματίζει, με στοιχεία της καθαρεύουσας, το άμεσο αίσθημα σε ιστορικό, ερωτικό ή και καθαρώς νοητικό είδωλο. Ετσι επιτυγχάνεται η επικάλυψη της βιωματικής παθολογίας.
2) Τούτο σημαίνει ότι η λόγια γλώσσα στον Καβάφη λειτουργεί συγχρόνως ως φίλτρο υπόκρισης και ειρωνείας· τον βοηθεί δηλ. να μεταβάλει τα πρόσωπα των ποιημάτων του σε προσωπεία και, κυρίως, να καταστήσει τη δική του persona διφορούμενη.
3) Αναπληρωματικό επίσης ρόλο του ενδιάμεσου κενού μεταξύ βιωματικής και γλωσσικής εμπειρίας αναλαμβάνει η επιλεκτική καθαρεύουσα του Καβάφη, στον βαθμό που βοηθεί στη σκόπιμα πεζολογική προσγείωση του ποιητικού λόγου. Υπενθυμίζεται ότι ο Αλεξανδρινός συνθέτει τα ποιήματά του, προτού ακόμη ανθίσει ο δικός μας μοντερνισμός, ο οποίος, εκτός των άλλων, επιφέρει δραστικές αλλαγές στο προηγούμενο ποιητικό λεξιλόγιο. Προδρομικά λοιπόν ο Καβάφης, αντιδρώντας και σε τούτο το κεφάλαιο στην παλαμική παράδοση, σπάζει το φράγμα του παραδοσιακού ποιητικού λεξιλογίου, με τη βοήθεια της τρέχουσας καθαρεύουσας, ως γλώσσας της καθημερινής συναλλαγής. Και τούτο συμβαίνει, όπου και όταν το ποίημα απαιτεί ένα είδος δραστικής πεζολογίας, για να δηλώσει επαρκώς τη ρεαλιστική του σκηνοθεσία.
Θα κλείσω τη διάκενη αυτή πρόταση, επιβάλλοντας ελάχιστα μόνο σχόλια και για την αναπληρωματική καθαρεύουσα του Εμπειρίκου, η καμπύλη της οποίας αποδεικνύεται μάλλον κατιούσα από συλλογή σε συλλογή.
Εχω λοιπόν την αίσθηση ότι τα καθαρεύοντα στοιχεία στο λεξιλόγιο, στο τυπικό και στη σύνταξη, που απαντούν σε ποιήματα του Εμπειρίκου, επιλέγονται και λειτουργούν ως δείχτες της γενικότερης υπερρεαλιστικής του ανταρσίας. Πρόκειται, επομένως, για ένα είδος γλωσσικής πρόκλησης, στην οποία υπολογίζει ο υπερρεαλιστής ποιητής, ελπίζοντας ότι θα συμπαρασύρει τον αναγνώστη-ακροατή στον ούτως ή άλλως ρηξικέλευθο δρόμο του.
Με δεδομένη μάλιστα την οιστρήλατη συχνά ερωτική ιδεολογία, την οποία ο Εμπειρίκος εμφανώς ευαγγελίζεται, η επιλεκτική καθαρεύουσα κατοχυρώνει, κατά κάποιον τρόπο, τον κηρυγματικό τόνο των ποιημάτων του, καθώς του προσφέρει άφθονα τεχνήματα ρητορικής πειθούς. Ετσι, ο ιδεολογικός οίστρος, με τη συνδρομή και της καθαρεύουσας, μεταφράζεται σε γλωσσικό οίστρο, ο οποίος κάνει τον ποιητικό λόγο να παφλάζει στην ευρύχωρη κοίτη του, προτού ορμητικά εκβάλει στο μεταγλωσσικό πέλαγος.


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=108333&dt=21/02/1999#ixzz12uJ9oKTI

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου