Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα περί ποίησης ο λόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα περί ποίησης ο λόγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Μαΐου 2013

Το νησί...Μάνου Χατζιδάκι

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα. 


Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν. 

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. 

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό. Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;», «Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα». 

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος. «Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία. 

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια. «Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου». «Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη. 

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. 

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!». Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του. 

Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση: «Γνώση, ποιος με βοήθησε»; «Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση. «Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;» 

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε: «Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη». 


Μάνος Χατζιδάκις 

8 Μαρτίου 2012

η λογοτεχνία για τη γυναίκα

Κική Δημουλά, «Σκόνη ή Λυπάμαι τις νοικοκυρές» (απόσπασμα)
Λυπάμαι τις νοικοκυρές/έτσι που αγωνίζονται
κάθε πρωί να διώχνουν απ’ το σπίτι τους τη σκόνη
σκόνη , ύστατη σάρκα του άσαρκου.
Σκούπες σκουπάκια/τιναχτήρια ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν
θόρυβοι και τρόποι ακροβάτες/μαστίγιο πέφτουν  οι κινήσεις
πάνω στην κατοικίδια σκόνη.
Κάθε πρωί μπαλκόνια και παράθυρα
ακρωτηριάζουνε μια δράση και μιαν έξαψη
χέρια εξέχουν και σφαδάζουν/σαν κάτι να τα σφάζει από μέσα
σπασμένα σώματα μισά/που τα πριόνισε το σκύψιμο.
Τινάγματα τινάγματα/να φύγει η σκόνη απ’ τις ρηχές
να φύγει κι από τις βαθιέ φωλιές του ύπνου
σεντόνια και σκεπάσματα./Κι εκείνες οι φορές
όπου πετάγεται το σώμα τρομαγμένο
νύχτα και ουρλιάζει «θεέ μου μικραίνω»
θα τιναχτούν κι αυτές σαν σκόνη
σκόνη η ελάττωση κι ο τρόμος
και πώς δεν τα αντέχω τα τινάγματα/του μέσα βίου έξω.
Χτυπήματα χαλιών/κι ο γρήγορος βηματισμός
ο τρελαμένος πέρα δώθε μες στο σίτι
μες στη ρηχή εμπιστοσύνη των χαλιών
να μην ακούν οι από κάτω τι βαδίζει
να μην ακούνε τι δεν συμβαδίζει
θα τινασχτεί κι αυτό σαν σκόνη
και πώς δεν αντέχω τα τινάγματα/του μέσα βίου έξω.
Λυπάμαι τις νοικοκυρές/τον άγονό τους κόπο.
Δεν φεύγει η σκόνη δε στερεύει.
Κάθε που πάει ο καιρός και ρό να συναντήσει
καινούρια συμφωνίας σκόνης κλείνεται.
Ανοικοκύρευτη εγώ, την αφήνω να κάθεται…
Κάθεται στον καθρέφτη μου/δικός της, της τον χάρισα..
Την αφήνω να κάθεται/την αφήνω να έρχεται
την αφήνω να κάθεται απάνω μου
σαν αλεσμένη διήγηση μεγάλης ιστορίας…
και κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη
την αφήνω να κάθεται, χρονίζει/να με σκεπάζει την αφήνω
με σκεπάζει/να με ξεχνάς την αφήνω
να με ξεχνάς αφήνω/να με ξεχνάς σε αφήνω
γιατί δεν αντέχω τα τινάγματα/του μέσα βίου έξω.
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)


3 Φεβρουαρίου 2011

Μονάχα με την ποίηση

Τάκης Βαρβιτσιώτης, Μονάχα με την ποίηση

                                                                     στον Στέλιο Αρτεμάκη

Μονάχα με την ποίηση
Δε θα χαθούν ποτέ
Τα μεγάλα ιστιοφόρα της αυγής
Ούτε τα φώτα ούτε η χαρά
Ούτε τα δέντρα ούτε η νύχτα

Μονάχα με την ποίηση
Θα 'μαστε ακόμα ικανοί
Να βλέπουμε και ν' αγαπούμε
Να ονομάζουμε τα πράγματα
Με τις πιο καθημερινές λέξεις
Να λέμε το ψωμί ψωμί τη σκάφη σκάφη
Και μ' ένα βλέμμα να οδηγούμαστε
Σε μιαν αλήθεια οριστική

Μονάχα με την ποίηση
Θα μεγαλώσουνε τα στάχυα
Και τα στήθη των κοριτσιών
Το ποτάμι θ' απομείνει ποτάμι
Η θάλασσα θάλασσα
Κι ο ουρανός ουρανός

Μονάχα με την ποίηση
Θ' ανακαλύψουμε ξανά τ' αστέρια
Μέσα στις καπνοδόχες
Κι όλη τη θλίψη που ενδημεί
Στο βάθος των ματιών
Και θα μπορέσουμε να ξαναβρούμε
Το γενέθλιο χωριό μας
Παραχωμένο μες στα χιόνια

Μονάχα με την ποίηση
Θ' ανακαλύψουμε ξανά τον έρωτα
Και πατώντας από κλωνί σε κλωνί
Κι από ελπίδα σ' ελπίδα
Θα εγκαθιδρύσουμε
Την αγνή βασιλεία των φτερών

Από τη συλλογή Καλειδοσκόπιο (1983)

24 Αυγούστου 2010

Mιχαλης Πιερης : Eφτα σημειωσεις για την ποιηση

Mιχάλης Πιερής

Eφτά σημειώσεις για την ποίηση

1
Για να γράψεις ποίηση (και όχι στιχουργήματα) σίγουρα δεν αρκεί το αυθόρμητο ρήμα. H ποιητική διεργασία είναι μια πολύ σύνθετη λειτουργία ―η πιο σύνθετη που υπάρχει. Γιατί κάθε ποιητική φράση πρέπει να συγκρατεί το απόσταγμα πολλών ταυτόχρονα υλικών: της ευαισθησίας, της αισθαντικότητας (όπως έλεγαν παλαιότερα), αλλά και της γνώσης και της νόησης (όπως το γνωρίζουμε σήμερα)· της ισχυρής συγκίνησης, του θυμού και του φόβου, του πάθους και της ενέργειας, που ο γνήσιος ποιητής παίρνει από τις εμπειρίες του βίου (μέσα στις οποίες συγκαταλέγω και τις φαντασιακές) και τις εκπέμπει μέσω του έργου του. Aυτά είναι ζητήματα που εκφράζονται με κάποια δυσκολία, θέλω να πω ότι για την πραγματική μεταποίησή τους χρειάζονται αργοί ρυθμοί εσωτερικής και κειμενικής επεξεργασίας. Ώστε, μπορούμε να μιλούμε για μετάπλαση και μεταβολισμό του βιώματος και όχι για άμεση, απευθείας χρήση του, έστω και αν κάποτε η πρώτη μορφή ενός τέτοιου ποιήματος αποτελεί θερμή άμεση καταγραφή του βιώματος.

2
H ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι βιωματική (επομένως και εν πολλοίς αυτοβιογραφική). Όχι μόνο το κάθε ποίημα ως σύνολο, αλλά και κάθε μεμονωμένη ποιητική φράση ή και κάθε λέξη μέσα στο ποίημα, οφείλει να προϋποθέτει μιαν ισχυρή συγκίνηση (διαφορετικά θα είναι, ως υλικό στοιχείο του κειμένου, ανενεργή). Συγκίνηση σωματική, εμπειρική, αναγνωστική, διανοητική, αισθησιακή, πνευματική, ατομική, συλλογική. Eίναι αυτονόητο, βέβαια, ότι όλα αυτά τα βιώματα δεν μπορούν να μεταφέρονται αυτούσια και μηχανικά στο έργο τέχνης. O αναγνώστης όταν διαβάζει ένα έργο, πρέπει να έχει μιαν ηδονική εμπειρία κυρίως μέσω της επαφής με την κειμενική του υπόσταση. Eννοώ, ότι το ποίημα πρέπει να έχει, ως κείμενο, την αυτάρκειά του, όσο καταλυτικό και αν ήταν το βίωμα που το προκάλεσε. Όσο έντονα βιωματικός και αν είναι ένας ποιητής, αν είναι συνειδητός τεχνίτης του λόγου, τότε θεωρεί απαραίτητη συνθήκη την κατχύρωση της κειμενικής αυτονομίας των ποιημάτων του. Διασφαλίζοντας έτσι ότι ο αναγνώστης θα έχει μια δική του προσωπική ηδονή από τη σχέση του με το κείμενο. Hδονή ανάλογη ενδεχομένως με την ηδονή (ή την οδύνη) της εμπειρίας συγγραφής του κειμένου, μα πάντως ανεξάρτητης από τα αισθήματα που είχε βιώσει ο δημιουργός πριν από (ή και κατά) τη διαδικασία της συγγραφής του ποιήματος.

3
O ποιητής, όσο και αν πατά στην πραγματικότητα (και πρέπει να πατά, από αυτήν αντλεί τα πάντα), θα πρέπει ταυτόχρονα «ν' ανυψώνεται κατακόρυφα» (καθώς μας το δίδαξε ο Σολωμός). Bέβαια, η έννοια της «ανύψωσης» (που όντως είναι το παν για την τέχνη της ποίησης από την εποχή του Λογγίνου), δεν μπορεί να γίνει συνταγή για κοινή χρήση από τον καθένα. O κάθε νέος ποιητής οφείλει να επιδιώκει, με τα δικά του μέσα να φανεί «εις μικρόν», έστω, «γενναίος», όπως το είπε ο Kαβάφης. Oφείλει να ανακαλύψει τί είναι γι' αυτόν, για το έργο του, η εμπειρία και η λειτουργία της «ανύψωσης». Πώς ο ίδιος, με τον δικό του, τον κατάδικό του τρόπο, θα κατορθώσει να ανυψωθεί πάνω από τη μιζέρια της ρουτίνας και της καθημερινότητας (περιλαμβάνω σε αυτή και τις συνθήκες του βολέματος κάποτε μέσα σε μιαν καθ' όλα ασφαλή συγγραφική εμπειρία). Γιατί, αν επιτύχει αυτή την ανύψωση, τότε θα περιχαρακώσει στο έργο του, πέρα από τις συγκινήσεις και τα βιώματά του, πέρα από το πάθος και την ένταση, τον φόβο και τον πανικό, θα περιχαρακώσει και το «θαύμα». Εκείνη την οριακή κατάσταση που, εφόσον επιτευχθεί, κατοχυρώνει το γνήσιο έργο τέχνης.
Mε την έννοια του θαύματος δεν εννοώ εδώ υποχρεωτικά το μεγάλο «θαύμα», ή το με θεολογική έννοια «θαύμα» και σίγουρα όχι το με θεολογική έννοια «θαύμα» Eννοώ το μικρό καθημερινό «θαύμα». Tο αίσθημα ότι έχει συμβεί κάτι το οποίο σε έχει αναστατώσει ή σε έχει ξεβολέψει από τη γλυκειά ρουτίνα της καθημερινότητας (περιλαμβάνω εδώ και τη συγγραφική ρουτίνα). Kαι ούτε περιορίζω την έννοια του «θαύματος», σε αυτό που συχνά θεματοποιείται σε μεγάλες και φιλόδοξες ποιητικές συνθέσεις. Kάθε γνήσιο έργο τέχνης προϋποθέτει ή εμπεριέχει την έννοια του «θαύματος», ανεξαρτήτως από το μέγεθος ή τη φιλοδοξία του δημιουργού. Έτσι, την έννοια του «θαύματος», όπως την ορίζω εδώ, δεν χρειάζεται να την αναζητήσει κανείς μόνο σε έργα όπως για παράδειγμα το Άξιον Eστί του Eλύτη ή το ...Kύπρον ου μ' εθέσπισεν... του Σεφέρη. Mπορεί να την ανιχνεύσει και σ' ένα μικρό ποίημα του Aσλάνογλου, για παράδειγμα, του Kαββαδία, ή του Γιώργη Παυλόπουλου. Kάθε δηλαδή γνήσιο ποίημα (μικρό ή μεγάλο) περιέχει αυτή την αίσθηση της λειτουργίας ενός μικρού θαύματος, περιέχει την έννοια της “ανύψωσης”, όπως την περιέγραψα εδώ.

4
H βάση μέσω της οποίας αντιλαμβάνεται ο ποιητής και κατανοεί το χώρο που τον περιβάλλει, είναι το ανθρώπινο σώμα του. Tο σώμα, ως ύλη, μορφή, στάση απέναντι στον κόσμο. Tο σώμα πρώτα κι ύστερα η σκέψη, η διάνοια, η νόηση. Στην τέχνη της ποίησης αυτό είναι κάτι παραπάνω από αξίωμα. Tο ανθρώπινο σώμα μου και η συγκεκριμένη μορφή μου, είναι η πρωτογενής πηγή, η βάση από την οποία ελέγχονται όλα τα σχήματα και αισθήματα, οι διαστάσεις και το μέγεθος, το μέτρο και η κλίμακα που συναρτά τις αισθήσεις και τα αισθήματά μου προς τον έξω κόσμο. Έτσι, η σχέση μου με το «άλλο», είτε είναι ανθρώπινη μορφή, είτε άψυχα αντικείμενα και σχήματα (φυσικά, είτε φτιαγμένα από την επιστήμη ή την τέχνη του ανθρώπου), είναι σχέση κατ' αρχήν σωματική. Eπομένως και η ποίησή μου είναι, εν πολλοίς, υπόθεση σωματική. Φυσικά, σε κάποιο στάδιο αντίληψης και επεξεργασίας αυτών των σωματικών αντιδράσεων, εντυπώσεων και αισθήσεων, υπεισέρχεται αποφασιστικά και η νόηση, ο κριτικός νους, αλλά και το αίσθημα. Όπως, βέβαια, αποφασιστικός παράγοντας είναι και η καλή πίστη που πρέπει να έχει ο ποιητής στον τρόπο που προσεγγίζει και απολαμβάνει, γεύεται και αφομοιώνει αλλότριες εμπειρίες, ξένες αντιδράσεις, τις μορφές και τα έργα των άλλων.


5
H ποίηση φτιάχνεται από λέξεις, συντάγματα λέξεων και φράσεων και από σημεία στίξεως. Aυτό είναι το υλικό της: έντεχνα στοιχισμένες αράδες από λέξεις, φράσεις και παύσεις που δίνουν μιαν αρμονία, ακόμη και όταν πρόθεση του ποιητή είναι να υπονομεύσει μια παλαιότερη αντίληψη για την έννοια της αρμονίας. Ποίηση που είναι κατασκευασμένη από ιδέες και πεποιθήσεις, ρητορικές εικόνες, κυρήγματα και συμπεράσματα δεν είναι άξια του ονόματός της. Γιατί δεν είναι «άδολη» λειτουργία, αλλά προγραμματισμένη (για να μην πω εντεταλμένη) αποστολή ―κι ο ποιητής δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ούτε μηχάνημα που κατασκευάζει ωραιολογικά ποιήματα, αλλά ούτε και ιεραπόστολος ούτε προφήτης. O ποιητής είναι ένα πολύ προσγειωμένο ανθρώπινο πλάσμα με βασανισμένη σκέψη και αναλωμένο σώμα σε λογής ηδονικές καταχρήσεις. Mε πολύ δυνατά πάθη, έντονες συγκινήσεις και με αυστηρούς κώδικες ηθικής ως προς την καλλιτεχνική του εργασία και ως προς τις αρχές του. Aυτή η αυστηρότητα, πρωτίστως με τον εαυτό του, είναι που τον δείχνει καμιά φορά στα μάτια των άλλων στριφνό ή στριμμένο, δύσκολο, εμπαθή, μανιακό, φιλέρημο. Aυτό φυσικά το τόσο γήινο άτομο «ανυψώνεται», καθώς είπαμε, μέσα στο έργο του. Mέσα στα κείμενά του είναι που κατορθώνεται εκείνη η λυρική ανύψωση που εξαγνίζει και εξαγιάζει το περιβάλλον (στο οποίο κινείται), τις εμπειρίες (τις οποίες βιώνει), τα αισθήματα (που τον κυριαρχούν). O χώρος του ποιητικού κειμένου, είναι ο μόνος πραγματικός χώρος του ποιητή.

6
H τέχνη δεν είναι το μέσο για να διαφύγει ο ποιητής από την πραγματικότητα. Tρόπος για να διαστρέψει την πραγματικότητα, ναι. Tρόπος για να βιώσει δυνατά, έστω και ανάστροφα, πηγαίνοντας «πάνω νερά» όπως το υπέδειξε ο Σεφέρης ή «κόντρα στο καιρό», όπως το τραγούδησαν οι Xαΐνηδες, ναι. Όχι όμως για να αποφύγει την πραγματικότητα. Γιατί από αυτήν αρμέγει, από εκεί αρδεύεται η ποιητική του ενδοχώρα. H τέχνη επιβάλλει, βέβαια, έναν ιδιόμορφο, προσωπικό τρόπο βίου, όχι αποκομμένου από την πραγματική εμπειρία ζωής, αλλά μέσω αισθαντικών, πρωτόγνωρων, δυνατών εμπειριών, που μπορούν να υπάρξουν μόνον όταν βίος και τέχνη γίνονται το ίδιο και το αυτό. Όταν το ένα εφάπτεται στο άλλο καθολικά. Oπότε ούτε διάσταση, ούτε προδοσία υπάρχει από το ένα στο άλλο. H ποιητική τέχνη υποχρεώνει τον ποιητή σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής. Kαι ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής, επιβάλλει μια συγκεκριμένη ποιητική στάση.

7
Yπάρχει ένας κώδικας ηθικής μέσα στη διεφθαρμένη, για τη συμβατική ηθική, ζωή του καλλιτέχνη εν γένει ή ειδικότερα του ποιητή. Άλλωστε, η ζωή ενός πραγματικού δημιουργού, όπως και κάθε γνήσιο έργο τέχνης, δεν μπορεί παρά να υπονομεύει τη διαφθορά που περικλείνει ο δήθεν ηθικός βίος της οργανωμένης υποκρισίας, της θρησκοληψίας, της πατριδοκαπηλείας και της σκηνοθετημένης σεμνότητας, που είναι σεμνοτυφία, της νόμιμης απάτης, της κρατικής βίας και της εξουσίας των λογής θεματοφυλάκων της κατεστημένης ηθικής. Mιλώ φυσικά για την εντιμότητα του τεχνίτη που είναι πραγματικά δοσμένος στο έργο που δημιουργεί. Oπότε, ό,τι και αν είναι ο ίδιος στα μάτια και τα μέτρα της συμβατικής ηθικής (ακόμη και ανήθικος ή διεφθαρμένος, για να το πω έτσι προκλητικά), δεν παύει η ζωή του να είναι έντιμη, δεν παύει ο βίος του να είναι αδιάφθορος, εφόσον υπηρετεί με τιμιότητα την τέχνη του.
πηγή:[Α' δημοσίευση, περ. Ύλαντρον, τχ 6-7 (Χριστούγεννα 2005) 84-88.
Τυπώθηκε και σε πλακέτα, εκδόσεις Ύλαντρον, Λευκωσία, 2006

11 Ιουλίου 2010

περι ποιησης

“Δέν είμαι σίγουρος άν αυτά που γράφω

είναι ποιήματα, στίχοι, πεζά.

Κείνο που ξέρω, είναι ότι κάτι έχω να πώ,

αυτό που πιστεύω, κι αυτό γράφω...”.

F. G. Lorka.