

Ένα γνήσιο
αθηναϊκό μυθιστόρημα που άφησε εποχή. Ο ύμνος και το δράμα μιας Αθήνας που
χάνει την όψη της ειδυλλιακής πόλης, ενόσω τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου
αρχίζουν να συνθέτουν το νέο τοπίο από την παλαιότερη εκείνη εποχή η
«Μενεξεδένια Πολιτεία» διατήρησε τη γοητεία των περασμένων καιρών, τη
νοσταλγία, την αφέλεια, την αρχοντιά τους. Χαρακτηριστικά που προσωποποιούνται
στον Μελέτη Μαλβή, παλιό δικηγόρο, που η γυναίκα του τον άφησε λίγο μετά το
γάμο τους για να ακολουθήσει τον τυχοδιώκτη εραστή της. Η ευγενική μορφή της
κόρης του Σοφίας, ο υπερευαίσθητος Γιάννης Μαρούκης, αλλά και τα δευτερεύοντα
πρόσωπα του μυθιστορήματος, περιγράφονται όλα με την ιδιαίτερη διεισδυτικότητα
του Τερζάκη και μένουν για πάντα στη μνήμη του αναγνώστη. Ορισμένες σελίδες της
«Μενεξεδένιας Πολιτείας», όπως η περιφορά του Επιταφίου της Μεγάλη Παρασκευή
στην Πλάκα, η ερωτική σκηνή στο Δαφνί, η περιγραφή της Αθήνας ιδωμένης από
εκείνο το δάσος, ο θάνατος του πατέρα, θεωρούνται κλασικές.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Αναλυτικές πληροφορίες για την υπόθεση και τους χαρακτήρες μπορείτε να πάρετε στον ιστότοπο που ακολουθεί εδώ
Η ιστορία εκτυλίσσεται με ιστορικό
φόντο την Αθήνα κάπου στη δεκαετία του ‘ 30. Οι ήρωες του Τερζάκη είναι οι μικροαστοί, οι αδύναμοι, οι ανήμποροι άνθρωποι
που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με το περιβάλλον και τον ίδιο τον εαυτό τους. Είναι τραγικοί και δρουν μέσα στα πλαίσια της ρουτίνας, της καθημερινότητας και της μικροαστικής αθλιότητας. Πάσχουν
και υποφέρουν όπως δικηγόρος ο Μελέτης Μαλβής, ο κεντρικός ήρωας που τον εγκατέλειψε
η γυναίκα του μετά τον γάμο τους. Ο Ι.Μ Παναγιωτόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά: "Mέσα από το δέρμα των ανθρώπων του Τερζάκη υπάρχει ένα πηχτό στρώμα στονοχώριας: σπασμένα φτερά, ανικανοποίητοι πόθοι, περιστατικά που μαραίνουν την ύπαρξη". Κυρίαρχα θέματα ο έρωτας, η φιλία και οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, οι κοινωνικές συμβατικότητες και μέσω σ΄όλα αυτά αποτελεί ο χώρος η Αθήνα και οι νοσταλγικές περιγραφές του Τερζάκη. Μια Αθήνα διαφορετική από τη σημερινή, πολύβουη και πολυπρόσωπη. "Από δω, το τέρμα, μπροστά στα σιδερένια κάγκελα που καθορίζουν τον "ιερό χώρο" στεκότανε και, πισωστρέφοντας, αγνάντευε την Αθήνα. Την κοίταζε απλωμένη ανάερα, απέραντη και άσπρη, μέσα σε χνώτο χρυσαφί, να τεντώνει με χάρη νωχελική νεαρής εταίρας". (σελ. 97)
Διαφωτιστικό είναι το άρθρο Tο μυθιστορηματικό σύμπαν του Aγγελου Tερζάκη
Oπως σημειώνει ο
Mάριο Bίτι στην «Iστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (εκδ.
Oδυσσέας): «Mέσα από τη διερεύνηση που κατατείνει στον πιο
ζωτικό πυρήνα της αστικής κοινωνίας, με καταστάσεις ανώμαλες, αντλημένες από
κοινωνικά στρώματα όπου τα συμπτώματα της κρίσης προβάλλουν οξύτερα και
περισσότερο καίρια, ο Tερζάκης χαράσσει το πλαίσιο που αντανακλά την καθολικότερη
κρίση από την οποία μαστίζονται όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί στα χρόνια του
Mεσοπολέμου».
Αξιοσημέιωτα αποσπάσματα
"Κατά
τούτο διαφέρει, παιδί μου, ο άνθρωπος από το ζώο΄ότι το ζώο έχει συνήθειες και
δεν το ξέρει, ενώ ο άνθρωπος έχει συνήθειες, το ξέρει, και νιώθει κιόλας πως
απέναντί τους είναι ανίσχυρος." (σελ.9)
"Από τους δέκα ανρθρώπους που σου ζητάνε τη γνώμη σου γι ακάτι, οι εννέα το κα΄νουνε μονάχα για να σου πούνε τη δική τους" (σελ.16)
"Αργά, ανεπαίσθητα, κι όμως σταθερά, η ζωή αλλάζει όψη. Στάλα τη στάλα το κάθε περιστατικό έρχεται ν' αλλοιώσει τη μορφή της, κι ακόμα οι πιο ήρεμες, οι πιο ασάλευτες στιγμές, δουλεύουνε βουβά για το ξανάπλασμά της."
"Όμως η επαφή με τη θύμηση, του κρατούσε ανοιχτά τα χείλη της πληγής του. Έτρεχε αίμα και νερό, νύχτα μέρα, ίσαμε τη στερνή εξάντληση. Ο πόνος που φτάνει στο τελευταίο σύνορο της αντοχής, σέρνει μια φοβερή ανακούφιση μαζί του και παραλύει την αίσθηση."
"Αργά, ανεπαίσθητα, κι όμως σταθερά, η ζωή αλλάζει όψη. Στάλα τη στάλα το κάθε περιστατικό έρχεται ν' αλλοιώσει τη μορφή της, κι ακόμα οι πιο ήρεμες, οι πιο ασάλευτες στιγμές, δουλεύουνε βουβά για το ξανάπλασμά της."
"Όμως η επαφή με τη θύμηση, του κρατούσε ανοιχτά τα χείλη της πληγής του. Έτρεχε αίμα και νερό, νύχτα μέρα, ίσαμε τη στερνή εξάντληση. Ο πόνος που φτάνει στο τελευταίο σύνορο της αντοχής, σέρνει μια φοβερή ανακούφιση μαζί του και παραλύει την αίσθηση."
"ούτε τα μάνταλα ούτε κι η αγκαλιά κρατάνε κοντά σου τους ανθρώπους" (σελ. 186)
επιμέλεια: Βέρα Δακανάλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου