Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα η γλώσσα μας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα η γλώσσα μας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

31 Οκτωβρίου 2014

Την γλώσσα μου έδωσαν ποιητική

Δήμος Χλωπτσιούδης
Οι ερμηνείες και οι ορισμοί της λογοτεχνίας και της ποίησης ειδικότερα σχεδόν πάντα τείνουν να περικλείουν την έννοια ή τη χρήση της γλώσσας. Κατά τον Tzvetan Todorov είναι η τέχνη των λέξεων, καθώς βασικό της εργαλείο είναι η γλώσσα. Η ποίηση, λοιπόν, μπορεί να εκμεταλλευτεί τη διττή λειτουργία της γλώσσας (αναφορική και ποιητική, κυριολεκτική και μεταφορική) σε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο επικοινωνίας και τέρψης. Σχηματίζει εικόνες, σκέψεις, συμβουλεύει, μεταφέρει μηνύματα υπαρξιακά, αγωνίες, περιγράφει, διηγείται… Η γλώσσα στην ποίηση κατέχει, λοιπόν, κομβικό ρόλο.
Ήδη οι ποιητές της Επτανησιακής Σχολής αντιλαμβανόμενοι ακριβώς αυτό και δρώντες μέσα σε ένα δίγλωσσο ποιητικό περιβάλλον (συχνά χωρίς βαθιά γνώση της επίσημης γλώσσας) αναζήτησαν τρόπους έκφρασης στη ζωντανή γλώσσα της εποχής. Έτσι ανέδειξαν τη λαϊκή γλώσσα και καθιέρωσαν τη δημοτική στον ποιητικό λόγο (σε αντίθεση με την πιο συντηρητική γλωσσικά πεζογραφία της εποχής). Κάποια στιγμή όμως ο Ροΐδης εγκαλεί τους σύγχρονούς του ποιητές για γλωσσική αδυναμία, καθώς οι περισσότεροι απλά ακολουθούσαν τον προφορικό λόγο χωρίς καμία προσπάθεια καλλιέργειας της ποιητικής γλώσσας.
Τούτη την αδυναμία εντόπισε -πολύ μακριά από το κέντρο και άρα ανεξάρτητος κι ελεύθερος καλλιτεχνικά και γλωσσικά- ο Καβάφης. Εμπλούτισε γλωσσικά τη νεοελληνική ποίηση με τέτοιο τρόπο ώστε καμία από τις δύο γλωσσικές τάσεις της εποχής να μην τον αποδεχτούν στους κόλπους της. Ένα κεντρικό ζήτημα σε τούτη τη γλωσσική καινοτομία του Καβάφη δεν ήταν η αρχαιολατρεία του αυτή καθεαυτή, αλλά η βαθιά γνώση της ελληνικής και η αναγνώριση της στενότητας στην οποία είχε περιέλθει η ποιητική στην εποχή του.
Στην ουσία ο Καβάφης όχι μόνο ανέδειξε την ανάγκη γλωσσικής καινοτομίας μέσα από τον πλούτο της ελληνικής (αρχαΐζουσες λέξεις, όροι αμιγώς λαϊκοί και τοπικοί, επιβιωμένες λέξεις με άλλη σημασία) και προσέγγισε διαφορετικά τη σημειολογία της μέσα στη στιχουργική του χωρίς να υστερούν ρυθμικά και νοηματικά. Ταυτόχρονα όμως έδειξε και την αναγκαιότητα της γλωσσικής μελέτης.
Οι δημιουργοί της γενιάς του 1920 και εκείνοι της γενιάς του 1930 και οι μεταπολεμικοί ποιητές. Μελέτησαν ξένα ρεύματα και μετέφρασαν δημιουργώντας νέες γλωσσικές αναζητήσεις. Μελέτησαν τη λαϊκή γλώσσα, έχοντας και το οπλοστάσιο των δημοτικιστών και της ελληνικής ηθογραφίας, και την προσάρμοσαν στα νέα ρεύματα.
Ανάλογη ήταν και η καινοτομία του Ελύτη με την ανάδειξη της πλούσιας εκκλησιαστικής γλώσσας. Μάλιστα τούτη ήταν εγγύτερα στο λαό καθώς η θρησκευτική αποτελούσε τμήμα της λαϊκής γλώσσας και άρα συγκροτούσε μέρος του προφορικού λόγου. Η ελύτικη γλωσσική ανανέωση παρατηρείται στον ένα ή άλλο βαθμό μέχρι σήμερα έως το Λειβαδίτη και τους εκπροσώπους της γενιάς του 1970 (γενιά της Μεταπολίτευσης).
Οι μοντερνιστές κατέδειξαν ότι η ποιητική γλώσσα πρέπει να έχει μέσα της την ομορφιά και τη χάρη της προφορικής γλώσσας χωρίς να την ακολουθούν πιστά. Κατέδειξαν ότι πηγές γλωσσικής έμπνευσης υπάρχουν παντού. Στην εκκλησιαστική ορολογία, στην Ψυχολογία, στα λαϊκά ιδιώματα, στην αργκό και το νεανικό ιδιόλεκτο.
Ο προφορικός λόγος δε διακρίνεται απλά για τη ζωντάνια αλλά και ως το καλύτερο μέσο μετάδοσης νοημάτων σύνθετων, σαν αυτών που απασχολούν την ποίηση. Διαθέτει ρυθμό και την ίδια στιγμή διακρίνεται για την πεζολογική και ποιητική του δυναμική. Η διάταξή του, η τοποθέτησή του είναι εκείνη που διαμορφώνει το συναίσθημα και τονίζει τη λέξη που κρίνει αναγκαία ο δημιουργός.
Ο ποιητής οφείλει να γράφει λαμβάνοντας υπόψη όλες τις γλωσσικές ποικιλίες της εποχής του (διαφημιστικός λόγος, sms, τηλεοπτική γλώσσα, διάλεκτοι και ιδιώματα, συνθηματική και αποφθεγματική γλώσσα) και να αξιοποιεί εκείνες τις ποικιλίες που εξυπηρετούν περισσότερο την τέχνη και το μήνυμά του. Άλλωστε, ο ποιητής είναι σκλάβος της τέχνης, υπηρέτης του δημιούργηματός του. Στην αντίθετη περίπτωση απλά κάνει ποιητικό τουρισμό.
Σήμερα που όλοι μιλάνε για γλωσσική πενία είναι ανάγκη οι υπηρέτες της ρηματικής αυτής τέχνης να αξιοποιήσουν όλο το γλωσσικό θησαυροφυλάκιο του τόπου. Η επιστροφή σε παλαιότερες γλωσσικές επιρροές (καθαρεύουσα και αρχαΐζουσα κατά το πρότυπο των πεζογράφων του ΙΘ΄ αιώνα) όχι μόνο δεν υπηρετεί την τέχνη, αλλά αδυνατίζει και το ίδιο το έργο. Οι γλωσσικές επιλογές του ποιητή μπορούν να καταστήσουν ένα ποίημα όχι μόνο δυσνόητο, αλλά και απροσπέλαστο. Τούτο όμως καθιστά την ποίηση κρυπτική και εξοστρακίζει το ρυθμό του στίχου προς όφελος του δύσληπτου και του φτιαχτού. Ο ποιητής απεμπολεί τη φυσικότητα από το λόγο του.
Οι σύγχρονες συνθέσεις απαιτούν σύγχρονη γλώσσα, γλώσσα λαϊκή. Ο εμπλουτισμός δε θα έρθει από το παρελθόν, μα μόνο από το παρόν. Από τα κοινωνικά βιώματα που διαμορφώνουν τη γλώσσα και από τη συνθετική δύναμη του ποιητή να τις συνδυάζει με ευαισθησία και γνώση. Η μαγεία της ποιητικής γλώσσας δε λανθάνει στα μέσα του παρελθόντος, αλλά στο σύγχρονο ποιητικό τρόπο που συνδέεται με το συναίσθημα και τις αξίες της εποχής. Και τούτο θα γίνει με μία γλώσσα που θεραπεύει το ποιητικό υλικό. Τα παλαιότερα γλωσσικά εργαλεία αδυνατούν να αποδώσουν το συναίσθημα και το περιεχόμενο της σύγχρονης περιόδου (ειδικά εν μέσω κρίσης αξιών, οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης).
Η εμπειρία των μοντερνιστών (ήδη από την εποχή του Παλαμά) αναδεικνύει και την ανάγκη της μελέτης. Το σύγχρονο ποιητικό αδιέξοδο -που πολλοί παρατηρούν- δεν οφείλεται στο διαδίκτυο ή την ελευθεροστιχία και τη γλωσσική πενία, αλλά στην αδυναμία παρακολούθησης των νέων τάσεων του εξωτερικού και στην απουσία μελέτης της ποίησης.
Χωρίς το υπόβαθρο και την αξιοποίηση της ποιητικής παράδοσης (από το δημοτικό άσμα, το Σολωμό και τον Κάλβο έως το Λειβαδίτη και τη λεγόμενη γενιά της κρίσης), δίχως τη μελέτη παλαιότερων και σύγχρονων ποιητικών δοκιμών, ο ποιητής δεν είναι υπηρέτης της τέχνης.
Παράλληλα, η απουσία επαφής των σύγχρονων ποιητών με συνομήλικους εκπροσώπους άλλων Τεχνών τους περιορίζει και γλωσσικά και ως προς το περιεχόμενο. Η επαφή με τη μουσική και τα νέα ρεύματα θα εμπλουτίσει και τη μελωδικότητα και τη γλώσσα της ποίησης και θα ενισχύσει την ποιητική σύνθεση της μελωδίας με τον άμετρο στίχο. Η δε επαφή με τη ζωγραφική θα ενισχύει την εικονοπλαστική δύναμη του στίχου.

4 Φεβρουαρίου 2014

Μητρικής γλώσσης εγκώμιον

Μπαμπινιώτης Γεώργιος                                                                 http://www.tovima.gr/
Η Διεθνής Ημέρα για τη μητρική γλώσσα που θα εορτασθεί σε λίγες μέρες δίνει ευκαιρία για μερικές σκέψεις πάνω σ' αυτό το καίριο θέμα. Κάθε άνθρωπος όπου γης διαθέτει ένα κοινό γνώρισμα: μαθαίνει εξ απαλών ονύχων τη μητρική του γλώσσα. Πρόκειται για ένα προνόμιο τού ανθρώπινου είδους που συμβαδίζει και ανατροφοδοτείται από το έτερο μεγάλο χάρισμα τού ανθρώπου, τον νου. Νόηση και μητρική γλώσσα ξεχωρίζουν τον άνθρωπο και μέσα από τη συγκρότηση κοινωνιών τού εξασφαλίζουν «ποιότητα ζωής». Αυτό το διπλό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι, άλλωστε, αυτό που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από όλα τα λοιπά έμβια όντα. Γιατί με τη μητρική του γλώσσα ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τον κόσμο, αφού πρώτα τον συλλάβει με τον νου του. Το υπαρξιακό τρίπτυχο όντα τού κόσμου, έννοιες τού νου (με τις οποίες υπάρχουν για μας τα όντα) και σημασίες / λέξεις τής μητρικής γλώσσας (με τις οποίες δηλώνονται οι έννοιες) περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο συστατικό τη γλώσσα.

Μιλώντας για γλώσσα αναφερόμαστε πρωτίστως στη μητρική γλώσσα που είναι κτήμα όλων. Αυτό δε που διακρίνει τη μητρική γλώσσα από οποιαδήποτε άλλη, από μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες που μαθαίνει κανείς, είναι ότι μόνο τη μητρική γλώσσα κατακτά εις βάθος, τόσο σε λογικό επίπεδο (γραμματική και συντακτική δομή - λεξιλόγιο) όσο και σε βιωματικό (συνθήκες πραγματικής χρήσης στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα). Γι' αυτό οι γλωσσολόγοι επιφυλάσσουν για τη μητρική γλώσσα τον όρο κατάκτηση (acquisition), ενώ για τη γνώση μιας ξένης γλώσσας χρησιμοποιούν σκόπιμα έναν πιο «ήπιο» όρο, τον όρο (εκ) μάθηση (learning). Κατακτάς μόνο τη μητρική σου γλώσσα, ενώ κάθε άλλη απλώς την μαθαίνεις, περισσότερο ή λιγότερο καλά. Για τη συνέχεια του άρθρου δείτε εδώ

11 Νοεμβρίου 2013

Ελληνική: μία και ενιαία γλώσσα


Η ελληνική γλώσσα είναι, ως γνωστόν, από τις ελάχιστες γλώσσες του κόσμου που διατηρήθηκε ενιαία και αδιάσπαστη χιλιετίες. Πράγματι η Ελληνική είναι η μόνη ευρωπαϊκή γλώσσα που μιλιέται χωρίς διακοπή επί 4.000 χρόνια και γράφεται επί 3.500 χρόνια. Είναι γεγονός επίσης ότι, όπως και όλες οι άλλες γλώσσες της οικουμένης, υπέστη και αυτή σημαντικές αλλαγές και διαφοροποιήσεις κατά τη μακραίωνη εξέλιξή της, καθώς αλλάζει αναπόδραστα καθετί το ζωντανό - διατήρησε ωστόσο αλώβητη την ιστορική της ενότητα και συνέπεια, παρέχοντας έτσι αδιαφιλονίκητες μαρτυρίες για την ιστορική συνέχεια και ενότητα συνάμα του ελληνικού πολιτισμού. Η άποψη εν προκειμένω του έγκριτου ελληνιστή Robert Browning είναι νομίζουμε απόλυτα εύλογη - ότι δηλαδή «δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηριχθεί πως η Ελληνική δεν είναι μια σειρά από ξεχωριστές γλώσσες αλλά μία και ενιαία γλώσσα, και ότι αν κάποιος επιθυμεί να μάθει Ελληνικά, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν θα αρχίσει από τον Ομηρο, τον Πλάτωνα, την Καινή Διαθήκη, το έπος του Διγενή Ακρίτα ή τον Καζαντζάκη». Παρόμοιες ή παρεμφερείς απόψεις για την ελληνική γλώσσα έχουν διατυπώσει και πολλοί άλλοι διακεκριμένοι ξένοι ελληνιστές, όπως οι G. Thomson, L. Palmer, A. Mirambel, P. Chantraine και F. Adrados.

Και ο ενιαίος χαρακτήρας της Ελληνικής μπορούμε να πούμε ότι εδράζεται σε τρεις κυρίως παράγοντες: στην ετυμολογική συνέπεια και συνέχεια του λεξιλογίου της, στη διαχρονική ομοιομορφία της γραφής της και στην οργανική, τη δομική θα λέγαμε, συνοχή της. Ετσι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι χιλιάδες λέξεις ή ετυμολογικές ρίζες, όπως και οι παραγωγικοσυνθετικοί μηχανισμοί τους - με άλλα λόγια το κύριο σώμα της Ελληνικής -, είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ολόιδιες και κοινές σε όλες τις ιστορικές περιόδους και φάσεις της μακραίωνης διαδρομής της. Οταν λόγου χάριν προφέρουμε τις λέξεις θάλασσα, ουρανός, δήμος, δημοκρατία, τραγωδία, κωμωδία, θάνατος, τέλος, μοίρα, τύχη κ.λπ., θα λέγαμε ότι κατά τινα τρόπον «επικοινωνούμε» νοερά με εκείνους τους κατοίκους αυτής της χώρας που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν από εμάς και χρησιμοποίησαν τις ίδιες αυτές λέξεις με την ίδια περίπου σημασία.

Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας - συγγραφέας.

25 Σεπτεμβρίου 2011

Το Λεξικό στη διδασκαλία τής γλώσσας

Το Λεξικό στη διδασκαλία τής γλώσσας

Δουλεύοντας τα τελευταία χρόνια σ' ένα λεξικό για το σχολείο (και το γραφείο), που άρχισε να κυκλοφορεί από τον περασμένο μήνα, είχα την ευκαιρία πολλές φορές να ξανασκεφθώ και να προβληματισθώ για ένα θέμα που θίγω συχνά και στα μαθήματά μου στο Πανεπιστήμιο: για το πώς μπορούν να αξιοποιηθούν τα λεξικά σε μια πραγματικά δημιουργική, ανα-καλυπτική και πιο απο-καλυπτική διδασκαλία τής γλώσσας.
Μεταξύ πολλών άλλων που μπορεί να σκεφθεί ο γλωσσικά και διδακτικά ευαισθητοποιημένος δάσκαλος/καθηγητής, διδάσκοντας τη γλώσσα στη Γενική Εκπαίδευση (Δημοτικό-Γυμνάσιο-Λύκειο), είναι οι εξής κύριες λεξικογραφικές προσεγγίσεις και χρήσεις λεξικού στην τάξη:
1. Εννοιολογική προσέγγιση. Κατάλληλα καθοδηγούμενος ο μαθητής μπορεί να ανακαλύψει τη δύσκολη αλλά ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την κατανόηση τής γλώσσας πορεία διατύπωσης τού ορισμού τής σημασίας μιας λέξης. Δεν υπάρχει δυσκολότερο πεδίο δοκιμασίας τής γνώσης αλλά συγχρόνως και πεδίο άσκησης στην γλώσσα από τη διατύπωση τού ορισμού τής σημασίας, δηλαδή τής εννοίας μιας λέξης. Στη διαδικασία αυτή αρετές και κατακτήσεις τής γλώσσας, όπως η ακριβολογία, η λιτότητα (οικονομία στην έκφραση), η δηλωτικότητα (σημασιολογική ευθυβολία), η επιλογή των εννοιολογικά καίριων και σημασιολογικά κύριων χαρακτηριστικών τής λέξης, καλλιεργούνται συγκρίνοντας και σχολιάζοντας τους ορισμούς των μαθητών τής τάξης με εκείνους των (ερμηνευτικών) λεξικών. Εκεί θα συνειδητοποιήσει ο μαθητής το περιττό και το χρήσιμο, το γενικόλογο και το συγκεκριμένο, το σκολιό και το ευθύβολο, το άκαιρο και το καίριο. Εκεί θα διδαχθεί «το μέγιστον μάθημα» τής σύνθετης δια-νοητικής διαδικασίας (γνωστικής, σημειολογικής, πραγματολογικής και, τελικά, γλωσσικής) που είναι ο ορισμός τής σημασίας μιας λέξης.
2. Σημασιολογική προσέγγιση. Ας ρωτήσει ο δάσκαλος τους μαθητές μέσα στην τάξη αν γνωρίζουν πόσες σημασίες έχει η τάδε λέξη και πόσες πάγιες φράσεις χρησιμοποιούμε στη γλώσσα μας μ' αυτή τη λέξη. Αυτό που θα ακολουθήσει προς μεγάλη έκπληξη (από την οποία αρχίζει πάντοτε η γνώση) μαθητών και δασκάλου είναι, για τις περισσότερες λέξεις, ο μεγάλος αριθμός των σημασιών που δηλώνει η λέξη και (για πολλές λέξεις) ο μεγάλος αριθμός των παγίων φράσεων που σχηματίζουμε στη γλώσσα μας μ' αυτές. Αναλογισθείτε λ.χ. και αναζητήστε πόσες σημασίες έχει η λέξη κόσμος (ο γύρος τού κόσμου η συντέλεια τού κόσμου υπάρχουν και άλλοι κόσμοι — ο κόσμος αλλάζει — τι θα πει ο κόσμος — ο μάταιος τούτος κόσμος — εγκατέλειψε τον κόσμο — ο εσωτερικός μας κόσμος — ο καλλιτεχνικός κόσμος — τα προβλήματα τού ισλαμικού κόσμου — είχε πολύ κόσμο κ.λπ.) και πόσες φράσεις σχηματίζουμε μ' αυτή τη λέξη με διαφορετικές πάλι σημασίες (έφαγα τον κόσμο — δεν χάλασε κι ο κόσμος — εδώ ο κόσμος καίγεται... — από καταβολής κόσμου — ο κόσμος τό 'χει τούμπανο... — για τα μάτια τού κόσμου — κόσμος και κοσμάκης — φέρνω στον κόσμο — ζει στον κόσμο του — Τρίτος Κόσμος — ο Νέος Κόσμος — τού κόσμου τα καλά/τις ανοησίες... κ.λπ.). Όλες αυτές τις σημασίες και, δι' αυτών, τον πλούτο και τις εκφραστικές δυνατότητες τής γλώσσας μπορεί να τις ανακαλύψει μόνος του ο μαθητής ανοίγοντας ένα καλό λεξικό και να νιώσει άμεσα τι δίνει μια γλώσσα και εν προκειμένω η μητρική του γλώσσα. Μ' αυτή την ευκαιρία ο δάσκαλος, ο ευαισθητοποιημένος και προετοιμασμένος για ένα τέτοιο μάθημα, θα οδηγήσει τους μαθητές του να καταλάβουν τι θα πει πολυσημία και, δι' αυτής, οικονομία στη γλώσσα (μία λέξη μπορεί να δηλώνει πολλές σημασίες κι έτσι να εστιάζουμε τη γνώση και την επικοινωνία μας στις σημασίες παρά στους τύπους που δηλώνουν αυτές τις σημασίες). Επίσης θα έχει την ευκαιρία —γιατί θα το παρατηρήσουν οι μαθητές— να εξηγήσει τι είναι σημασία και τι χρήση στη γλώσσα και πόσο (με τη γνωστή διδασκαλία τού Wittgenstein και άλλων) η σημασία μιας λέξης καθορίζεται από τις χρήσεις της στην επικοινωνία.
3. Συγκριτική προσέγγιση. Ο ευαισθητοποιημένος δάσκαλος, για να δείξει πόσο οι γλώσσες αλληλοεπηρεάζονται («επαφή/συνάντηση των γλωσσών», το λένε οι γλωσσολόγοι), θα υποδείξει στους μαθητές να ανοίξουν ένα καλό αγγλικό κι ένα καλό γαλλικό λεξικό στη λ. cosmo-. Εκεί θα διαπιστώσουν οι ίδιοι οι μαθητές ότι υπάρχουν λ.χ. στην Αγγλική οι λέξεις cosmic/ cosmical(ly), cosmochemi-stry/-cal/-ist, cosmogon-y/-ic/-ist, cosmograph-y/-er/-ist/-ic/-ical(ly), cosmolog-y/-er/-ist/-ic/-ical(ly), cosmonaut, cosmopolis, cosmopolitan/-ism, cosmopolit-e/-ism, cosmos (πληθ. cosmos και cosmoses), αλλά και ως β΄ συνθετικό όπως micro-cosm. Τις ίδιες λέξεις θα βρουν και στο γαλλικό λεξικό (π.χ. στο Larousse), όπου δίδεται επιπλέον και η λέξη cosmodrome. Στο Larousse μάλιστα θα βρει τη λέξη να περιλαμβάνεται στην αρχή, στον πίνακα των στοιχείων που προέρχονται από την Ελληνική και τη Λατινική, ως cosmo- και -cosme.
Παίρνοντας αφορμή ο δάσκαλος και από τις αγγλικές λέξεις όπως cosmetic, cosmetics, cosmetician, cosmeti(ci)ze, cosmetology και τις αντίστοιχες γαλλικές (όπου και cosmetologue), μπορεί να εξηγήσει στους μαθητές τη λειτουργία τής ετυμολογίας, τής καταγωγής των αρχικών τύπων και σημασιών, περνώντας στην:
4. Ετυμολογική προσέγγιση. Έτσι θα καταλάβει ο μαθητής ότι η αρχική και αρχαία ελληνική λέξη δήλωσε δύο βασικές σημασίες: τον «κόσμο» (τη Γη) και τον «διάκοσμο, στολισμό/στολίδι» (πβ. το ρήμα κοσμώ). Από την α΄ πλάστηκε το «αστρονομικό» cosmos των ξένων, από τη β΄ το «αισθητικό» cosmetics κ.λπ. Εδώ ο δάσκαλος —με αναδρομή πάλι σε κατάλληλα λεξικά— θα εξηγήσει πώς οι Έλληνες είδαν και δήλωσαν τον κόσμο ως «τάξη» (που ήταν η αρχική σημασία τού κόσμος αντίθετα προς το χάος) και πώς η τάξη, η κατάλληλη και αισθητική διάταξη των πραγμάτων, αποτελεί «στολισμό, διάκοσμο» που έδωσε το κοσμώ, ακόμη και τις συναφείς νεότερες ξένες λέξεις.
Μια προσέγγιση τής γλώσσας με αυτό το πνεύμα (που θα μπορούσε να επεκταθεί στη γραμματική και στη σύνταξη), δηλ. με τη χρήση λεξικών μέσα στην τάξη (και με εργασίες στη βιβλιοθήκη ή στο σπίτι), αποτελεί, πιστεύω, δημιουργική, ανα-καλυπτική («ανευρετική»), απο-καλυπτική και, κυρίως, ελκυστική για το παιδί (και γιατί όχι για τον δάσκαλο;) διδασκαλία και μάθηση τής γλώσσας.
 
Εφημερίδα το ΒΗΜΑ, 4 Ιουλίου 2005

Μια ή δυο λεξεις;

Μία ή δύο λέξεις;

Ο διορθωτής τού «Βήματος», που θα διορθώσει λ.χ. αυτό το κείμενο αφού «χτυπηθεί» στον υπολογιστή, ο διορθωτής τής «Καθημερινής», των «Νέων», τής «Ελευθεροτυπίας», ο διορθωτής κάθε εφημερίδας, περιοδικού ή έντυπου κειμένου (βιβλίου κ.λπ.) αλλά και κάθε Έλληνας, μαθητής, δάσκαλος, επιστήμονας, δημόσιος υπάλληλος κ.λπ. που γράφει Ελληνικά, όλοι θα σταθούν στο πρόβλημα αν θα γράψουν ως μία ή ως δύο λέξεις φράσεις όπως: απ' ευθείας - απευθείας, εν τούτοις - εντούτοις, επί μέρους - επιμέρους, κατ' εξοχήν - κατεξοχήν, εν πρώτοις - ενπρώτοις, εν τω μεταξύ - εντωμεταξύ, επί κεφαλής - επικεφαλής, εξ αφορμής - εξαφορμής, όλως διόλου - ολωσδιόλου, εις βάρος - εισβάρος, συν τω χρόνω - συντοχρόνω κ.τ.ό.
Σε προηγούμενο κείμενό μου στο «Βήμα» (10/1/1999) είχα θέσει το θέμα τής ανάγκης να υπάρξει ενιαία ορθογραφία μερικών «προβληματικών» λέξεων τής Ελληνικής με πρωτοβουλία τής Ακαδημίας ή διαπανεπιστημιακής επιτροπής γλωσσολόγων και άλλων ειδικών ή όποιου άλλου έγκυρου επιστημονικού οργάνου. Στο άρθρο μου εκείνο είχα θίξει το πρόβλημα τής ορθογραφίας τριακοσίων περίπου λέξεων τής σύγχρονης Ελληνικής που έχω συγκεντρώσει (σε ειδικό πίνακα) και σχολιάσει στο Λεξικό μου, λέξεων με διφορούμενη ορθογραφία. Υπάρχει ακόμη το πρόβλημα τής ορθογραφίας των κυρίων ονομάτων που προέρχονται από ξένες γλώσσες (Σαίξπηρ, Γκαίτε, Μονταίν, Τσώρτσιλ, Λυντς, Ουγκώ, Βατερλώ κ.ά.), τα οποία δεν επιδέχονται απλογράφηση, όπως συμβαίνει με τις απλές ξένες λέξεις (τα προσηγορικά ονόματα: γκολ, σοφέρ, ταμπλό, πορτρέτο κ.λπ.). Εξίσου (ή εξ ίσου;) οξύ όμως είναι το πρόβλημα τής ορθογραφίας των φράσεων που αναφέραμε αρχίζοντας αυτό το άρθρο, με το οποίο θα ασχοληθούμε εφεξής.
Οι φράσεις αυτές αποτελούνται, κατά κανόνα, από μία πρόθεση και ένα όνομα (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, αριθμητικό)· π.χ. εν αγνοία, εις μνήμην, παρ' όλο, αφ' υψηλού, με μιας, εξ αιτίας. Μπορεί επίσης να αποτελούνται από παρεμφερούς λειτουργίας στοιχεία: π.χ. έως ότου, τουτ' έστιν, κατά πως, απ' έξω, τω όντι. Ερωτήματα που προκύπτουν κατά την ορθογράφησή τους είναι: Θα γραφούν ως μία ή ως δύο λέξεις; Θα ισχύσει το ίδιο για όλες τις φράσεις αυτού τού τύπου; Υπάρχουν σταθερά κριτήρια για να προτιμηθεί η μία ή άλλη ορθογραφία; Μπορούν να υπάρξουν κανόνες για τη γραφή τους; Σ' αυτά τα ερωτήματα θα απαντήσουμε με μεγάλη συντομία, γιατί αυτά τα ζητήματα επιδέχονται μακρά συζήτηση και αντίστοιχης έκτασης χώρο που δεν διαθέτουμε εδώ.
Γλωσσολογικά ο απαραίτητος όρος, το κύριο κριτήριο για να γραφούν δύο λέξεις ως μία είναι να αποτελούν μία τονική ενότητα, να συμπεριφέρονται σαν να ήταν μία λέξη (αφενός, εξάλλου, εφόσον, αφότου, επιτέλους). Ένα δεύτερο κριτήριο είναι να δηλώνουν από κοινού μια σημασία, πέρα από τη σημασία των συστατικών μερών τής φράσης (μολονότι, προπάντων, τουτέστι, ωστόσο). Τρίτο κριτήριο είναι κατά πόσον και τα δύο συστατικά τής φράσης απαντούν αυτοτελώς στον λόγο (επ' ευκαιρία, εξ ολοκλήρου, εν αγνοία). Τα κριτήρια αυτά συνδυαστικώς εφαρμοζόμενα με συνεξέταση τής «ορθογραφικής συνήθειας», πώς δηλ. έχει καθιερωθεί να γράφονται αρκετές από αυτές τις φράσεις, οδηγούν στην ορθογράφηση που προτείνεται ακολούθως για τις πιο συχνές από αυτές τις φράσεις:
α) Φράσεις που γράφονται ή μπορούν να γραφούν ως μία λέξη: απαρχής, απεναντίας, απέξω, απευθείας, αφενός, αφετέρου, αφότου, διαμιάς, διόλου, ειδάλλως, ειδεμή, ενόσω, εντάξει, εντούτοις, εξαιτίας, εξάλλου, εξάπαντος, εξαπίνης, εξαρχής, εξίσου, εξού, επιπλέον, επιτέλους, εφάπαξ, εφεξής, εφόσον, καθαυτό, καθεξής, καθόλα (είναι καθόλα εντάξει), καθότι, καθόσον, κατευθείαν, καταγής, καταπώς, κατεξοχήν, μολαταύτα, μόλο (που), μεμιάς, μολονότι, μονομιάς, παρόλο (που), παρότι, προπάντων, προπαντός, τωόντι, τουτέστι(ν), υπόψη (αλλά: υπ' όψιν), φερειπείν, ωσότου, ωστόσο.
β) Φράσεις που γράφονται ή μπορούν να γραφούν ως δύο λέξεις: αφ' εαυτού, αφ' υψηλού, διά βίου, διά ζώσης, διά παντός, διά ταύτα, εις βάρος, εις μάτην, εις μνήμην, εκ μέρους, εκ νέου, εν αγνοία, εν ανάγκη, εν αντιθέσει, εν γένει, εν γνώσει, εν είδει, εν ενεργεία, εν κατακλείδι, εν λευκώ, εν λόγω, εν μέρει, εν μέσω, εν ολίγοις, εν ονόματι, εν πολλοίς, εν προκειμένω, εν συνεχεία, εν συντομία, εν σχέσει, εν τέλει, εν τω μεταξύ, εξ αδιαιρέτου, εξ αίματος, εξ ανάγκης, εξ αφορμής, εξ ολοκλήρου, εξ ορισμού, εξ όψεως, επ' αυτοφώρω, επ' ευκαιρία, επί κεφαλής (έτσι θα αποφεύγεται η κλίση της «τού επικεφαλή»! «τον επικεφαλή»!), επί μέρους, επί τούτω, επ' ωφελεία, έως ότου, κατ' ανάγκην, κατ' αρχάς, κατ' αρχήν, κατ' ιδίαν, όλως διόλου, παρ' ολ' αυτά, συν τοις άλλοις, συν τω χρόνω, τέλος πάντων, υπ' όψιν, ως εκ τούτου, ως επί το πλείστον.
Ας σημειωθεί, ωστόσο, με σαφήνεια και αίσθηση πραγματικότητας ότι απόλυτη συνέπεια στο ετερόκλιτο (όχι ετερόκλητο!) πλήθος των φράσεων δεν υφίσταται ούτε μπορεί να υπάρξει αφού —το είπαμε στην αρχή— ουδέποτε ένα σώμα ειδικών μελέτησε και ρύθμισε συστηματικά το θέμα στο σύνολό του.
 

Και ομως ειναι ελληνικες

Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
Κείμενα για τη γλώσσα και τα λεξικά

Και όμως είναι ελληνικές

Αν σας ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δίπλωμα», channel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.ά. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές, μη βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σας φαίνονται ελληνικές. Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα. Είναι δάνειες λέξεις τής Αγγλικής από την Ελληνική. Μια ματιά σε έγκυρα λεξικά τής Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.ά.) μπορεί να σας πείσει.
Το αρχ. ελληνικό βούτυρον / βούτυρος (βους + τυρός), μέσω τού λατιν. butyrum, έδωσε το αρχ. αγγλ. butere, απ' όπου το σύγχρονο αγγλ. butter (και τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.ά). Το αρχ. ελλην. πάπυρος, που δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. paper (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω τού λατιν. papyrum, απ' όπου το μεσαιων. γαλλ. papier και το μεσαιων. αγγλ. papir. Πιo σύνθετη είναι η προέλευση τής λέξης που δήλωσε στην Αγγλική «την εκκλησία», τής λ. church. Ξεκίνησε από το ελληνιστ. κυριακόν (δώμα) «ο οίκος τού Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω τού αρχ. γερμ. kirihha (απ' όπου το νέο γερμ. Kirche «εκκλησία») και των αρχ. αγγλ. cirice και μεσαιων. αγγλ. chirche, έδωσε το νέο αγγλ. church. Οι ίδιοι οι Έλληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία τού δήμου «η συγκέντρωση τού λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για να λατρεύσουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπου ναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).
Ενδιαφέρον έχει, για τις περιπέτειές της, η λέξη sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς». Ποιος το φαντάζεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προέρχεται από την ελλην. λ. σχέδιο; Η αρχαία ελλ. λ. σχέδιον (από το αρχ. σχέδιος που σήμαινε «προσωρινός, αυτοσχέδιος», προερχόμενη από τη λ. σχεδόν κι αυτή από το έχω), μέσω τού λατιν. schedium, έδωσε το ιταλ. schizzo, που πέρασε στα oλλανδικά ως schets, από όπου το αγγλ. sketch. Το περίεργο για τη ζωή των λέξεων είναι ότι το ελλην. σχέδιο επανήλθε στους νεότερους χρόνους στην Ελληνική, δηλ. ως «αντιδάνειο» (ως δάνειο δανείου!), μέσα από δύο ξένες γλώσσες: από την Ιταλική ως σκίτσο και από την Αγγλική ως σκετς. Ανάλογη είναι η περίπτωση τού αγγλ. scene «σκηνή». Προέρχεται από το ελλην. σκηνή, μέσω τού λατιν. scaena / scena. Από το υποκοριστικό τού λατιν. scena, από το scenarium, προήλθε το ιταλ. scenario που πέρασε σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. scenario, γαλλ. scenario κ.ά.) και επανήλθε στα Ελληνικά ως σενάριο (αντιδάνειο). Από το θέμα σχ- (τού έχω, πβ. κατά-σχ-ω, παρά-σχ-ω, σχ-εδόν), που είδαμε και στο σχέδιο, προήλθε και η λ. σχήμα που έδωσε, μέσω τού λατιν. schema, το αγγλ. scheme.
Μια λέξη που θα ξάφνιαζε ίσως όταν κανείς διαπιστώσει ότι είναι ελληνική είναι η αγγλική λ. pain «πόνος». Η λέξη αυτή προήλθε από την ελλην. λ. ποινή που σήμαινε αρχικά «τιμή αίματος, εκδίκηση (για έγκλημα)» και μετά «τιμωρία». Μέσω τού λατ. poena, που έδωσε το γαλλ. peine (αρχικά σήμαινε «τα βασανιστήρια των μαρτύρων τής πίστεως»), προήλθε το αγγλ. pain με τη σημ. «πόνος» ως απόρροια των πόνων από τα βασανιστήρια και ως επακόλουθο τής τιμωρίας γενικότερα. Εξίσου ίσως θα ξάφνιαζε και η αγγλική λ. calm «κάλμα, νηνεμία». Κι αυτή προήλθε από ελληνική λέξη, το αρχ. καύμα, που δήλωνε τον καύσωνα και το θέρος, οδηγώντας συνεκδοχικά στη σημ. τής ηρεμίας τής θάλασσας, τής έλλειψης δυνατών ανέμων. Στην Αγγλική έφτασε η λέξη από το ιταλ. calma που ανάγεται σε όψιμο λατιν. cauma από το καύμα. Ότι η λ. ξαναγύρισε στην Ελληνική μέσω τής Ιταλικής ως κάλμα, δηλ. ως αντιδάνειο, είδαμε ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο. Το αρχ. πειρώμαι «προσπαθώ, αποπειρώμαι, τολμώ» έδωσε στη μεταγενέστερη Ελληνική τη λ. πειρατής που προφανώς θα σήμαινε αρχικά αυτόν που αποτολμά παράτολμα και παράνομα εγχειρήματα. Μέσω τού λατιν. pirata η λ. έδωσε το αγγλ. pirate.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα μια σειρά από αγγλικές λέξεις προέρχονται από την Ελληνική, χωρίς αυτό να είναι αμέσως αισθητό στον μη ειδικό. Τέτοιες είναι οι αγγλικές λέξεις priest, clergy (και clerc), bishop, monk κ.ά. Συγκεκριμένα το ελλην. πρεσβύτερος (αρχική σημ. «γεροντότερος») έδωσε το όψιμο λατ. presbyter. Από αυτό, με ορισμένες μεταβολές, προήλθε το αρχ. αγγλ. preost και κατόπιν το μεσαιων. αγγλ. preist, που έδωσε το νεότ. αγγλ. priest. Το ελλην. κληρικός (από τη λ. κλήρος) «αυτός που τού πέφτει ο κλήρος, που τού ανατίθεται ένα έργο» έδωσε το όψιμο λατιν. clericus απ' όπου τα αρχ. αγγλ. cleric και clerc. Από αυτά προήλθε το αγγλ. clerk «λόγιος» - «υπάλληλος εξουσιοδοτημένος με συγκεκριμένο έργο» - «απλός υπάλληλος». Το αρχ. αγγλ. clerc έδωσε και τον εκκλησιαστικό όρο clergy «κληρικός, ιερωμένος». Το ελλην. επίσκοπος είναι η λέξη απ' όπου προήλθε το αγγλ. bishop «επίσκοπος», μέσω τού όψιμου λατιν. episcopus, απ' όπου τα αρχ. αγγλ. bisceop και μεσαιων. αγγλ. bishhop που προηγήθηκαν τού νεότερου αγγλικού bishop. Ως προς το αγγλ. monk «μοναχός» προήλθε από το μεταγεν. ελλην. μοναχός μέσω τού όψιμου λατιν. monachus, απ' όπου το αρχ. αγγλ. munuc και μετέπειτα το νεοτ. αγγλ. monk.
Το αγγλ. chart «χάρτης» αλλά και το card «κάρτα» προήλθαν από το ελλην. χάρτης. Το bomb «βόμβα» από το αρχ. ελλην. βόμβος. Το «πολύ αμερικάνικο» buffalo από το ελλην. βούβαλος. Το ελλην. δίπλωμα (από διπλώνω, διπλούς) με τη σημ. «επίσημο έγγραφο» έδωσε το diploma και από αυτό το diplomat «διπλωμάτης» κ.ο.κ.
Όπως έγινε, ελπίζω, φανερό, ένα πλήθος από ξένες λέξεις, εν προκειμένω αγγλικές, έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική γλώσσα, απευθείας ή, πιο συχνά, μέσω τής λατινικής γλώσσας. Όσα γράφονται εδώ δεν δίδονται για να αποτελέσουν αφορμή κομπασμού αλλά ως νύξεις για γλωσσική αυτογνωσία και περίσκεψη, για το πόσα έχει κανείς να κερδίσει από μια ετυμολογική περιδιάβαση στους δρόμους τής γλώσσας μας.
 
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 12 Μαρτίου 2000
Copyright © 2011 Lexicon.gr

16 Μαρτίου 2011

στα άκρα- Μπαμπινιώτης-νέμω-αριθμός

νέμω-αριθμός(αραρίσκω)
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΕΩΣ «ΑΡΙΘΜΟΣ»:
 ΕΚ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ «ΑΡΑΡΙΣΚΩ» ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ
«ΤΑΞΙΝΟΜΩ, ΣΥΜΠΥΚΝΩΝΩ, ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΩ, ΣΥΝΑΠΤΩ, ΤΑΙΡΙΑΖΩ, ΤΑΞΙΝΟΜΟΥΜΑΙ, ΣΥΜΠΥΚΝΟΥΜΑΙ» Κ.Λ.Π.. ΕΚ ΤΟΥ «ΑΡΑΡΙΣΚΩ» ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ «ΑΡΙΣΤΟΣ, ΑΡΕΤΗ, ΑΡΕΣΚΕΙΑ»
αρετή<αραρίσκω=συναρμόζω
άρθρον<αραρίσκω=αρμόζω, ταιριάζω
αριθμός< αραρίσκω=αρμόζω, ταιριάζω
 πηγή:
http://sites.google.com/site/thetidiolarisa/

  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΡΕΤΗ >
    • Η λ. πιθανώς να συνδέεται με το ρ. ἀραρίσκω (=συνδέω, συνταιριάζω, συνενώνω).
    πηγή:http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/lexicon/lemma.html?id=41

Στα άκρα- Μπαμπινιώτης- οι προθέσεις-δημιουργικότητα

Στα άκρα- Μπαμπινιώτης- οι προθέσεις-δημιουργικότητα-θέατρο-
χορηγός- δράμα- ορχήστρα- ηθοποιός- μουσική-
διαφάνεια-επαφή με τις πρώτες έννοιες και ρίζες

Στα άκρα- η αξία της ελληνικής γλώσσας - η λέξη "πολιτισμός- αστυνόμος"

Στα άκρα- η αξία της ελληνικής γλώσσας 

Στα άκρα- Γ. Μπαμπινιώτης


στα άκρα

στα άκρα- Γεώργιος Μπαμπινώτης


Στα άκρα - Γεώργιος Μπαμπινιώτης



23 Φεβρουαρίου 2011

Η δύναμη τής ελληνικής γλώσσας

Υπολογίζεται ότι ένας μορφωμένος ομιλητής μιας γλώσσας γνωρίζει περί τις 20.000 λεξικές οικογένειες τής μητρικής του γλώσσας. Αυτό σημαίνει ότι ο ομιλητής μιας γλώσσας όπως είναι η Ελληνική που κάθε λεξική της οικογένεια - από τη φύση, την παράδοση και την καλλιέργεια τής γλώσσας αυτής - έχει ένα πλήθος παραγώγων και συνθέτων λέξεων, δηλ. ο μέσος μορφωμένος Ελληνας, γνωρίζει (χρησιμοποιεί και καταλαβαίνει) τριπλάσιο τουλάχιστον αριθμό λέξεων. Ο,τι συνήθως αποκαλούμε «πλούτο» τής ελληνικής γλώσσας, δεν έχει μόνο να κάνει με την καλλιέργεια που ευτύχησε να έχει η Ελληνική λόγω τής μακραίωνης, αδιάκοπης και ποιοτικής για μεγάλα διαστήματα χρήσης της, αλλά και με την ίδια τη δομή της, με τους υψηλούς βαθμούς παραγωγής και σύνθεσης λέξεων που αυξάνουν τη συνοχή, τη διαφάνεια και τη δηλωτική της ικανότητα και αποτελούν κύρια πλευρά τής δύναμής της.
Θα εστιάσω τον λόγο σε ένα μόνο παράδειγμα γλωσσικής οικογένειας, το παράδειγμα τού (αρχαίου και νέου) οίκος. Ως πρώτο συνθετικό το οίκος έδωσε το αρχαίο οικογενής, «ο γεννημένος και αναθρεμμένος σε συγκεκριμένο οίκο», απ' όπου το αρχαίο και νεότερο (με άλλη, τη σημερινή σημασία) οικογένεια. Το νεότερο οικογένεια έδωσε παράγωγα και σύνθετα που δεν απαντούν στην αρχαία: οικογενειακός, οικογενειάρχης και οικογενειοκρατία. Ας σημειωθεί ότι η λέξη οικογένεια με τη σημερινή σημασία της αναβίωσε μόλις από τις αρχές τού 19ου αιώνα, για να αντικαταστήσει την ξενική λέξη φαμίλια, που ήταν η μόνη που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε. Από το οίκος προήλθαν και τα αρχαία και νέα οικοδεσπότης και οικοδέσποινα. Στην αρχαία χρησιμοποιήθηκαν και παράγωγα που δεν επιβίωσαν: οικοδεσποσύνη, οικοδεσποτεία, οικοδεσποτώ, οικοδεσπότησις και οικοδεσποτικός. Αρχαίο και νέο το οικοδίαιτος. Νεότερα μόνο το οικοδιδάσκαλος και οικοδιδασκάλισσα. Αρχαία και νέα τα οικοδόμος, οικοδομώ, οικοδομή, οικοδόμημα, οικοδόμηση και οικοδομικός. Νεότερο μόνο το οικοδομήσιμος και μόνο αρχαία τα οικοδομημάτιον, οικοδομητέον, οικοδομητικός, οικοδομία, οικοδομιστήριος και οικοδομεύς που όπως και το οικοδόμος σήμαιναν στην αρχαία ιδίως τον «αρχιτέκτονα». Τα σύνθετα οικοκυρά (απ' όπου το νοικοκυρά), νοικοκύρης, οικοκυρικός και οικοκυροσύνη (νοικοκυροσύνη) είναι μόνο νεότερα. Οπως μόνο νεότερα είναι όσα αναφέρονται στον χώρο όπου ζει ένα σύνολο οργανισμών, όπως η λέξη οικοσύστημα (και οικοσυστηματικός) και οικότυπος καθώς και η μελέτη τού οικοσυστήματος, η οικολογία μαζί με τα οικολόγος και οικολογικός. Διαφορετικό είναι το πρόσφατο οικοσελίδα τής πληροφορικής (homepage). Αρχαία και νέα είναι τα οικονόμος, οικονομία, οικονομικός και οικονομώ. Ωστόσο, έναντι δύο συνθέτων οικονόμημα και οικονόμισσα που δεν επιβίωσαν στη νεότερη Ελληνική, ένα πλήθος συνθέτων και παραγώγων πλουτίζουν τη Νέα Ελληνική: οικονομικά, οικονομολόγος, οικονομολογία, οικονομετρία, οικονομετρικός, οικονομισμός, οικονομικότητα, οικονομοτεχνικός, οικονομικοπολιτικός μαζί με τα αρνητικής σημασίας οικονομικιστικός και οικονομίστικος. Αρχαία και «χαρακτηριστικά» νεοελληνικά το οικόπεδο· το ίδιο και το οικοπεδικός. Οι Νεοέλληνες όμως προχωρήσαμε πολύ περισσότερο. Πλάσαμε το οικοπεδοφάγος, το οικοπεδούχος και το ρήμα οικοπεδοποιώ (απ' όπου και οικοπεδοποίηση)! Νεότερα και τα οικόσημο και οικοσημολογία. Αρχαία και νέα τα: οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος (αλλά μόνο νεότερο το οικοτροφείο). Νεότερο το οικοτεχνία και πολύ πρόσφατα τα οικοτουρισμός και οικοτουρίστας. Αρχαία και νέα τα οικουμένη και οικουμενικός, νεότερο το οικουμενισμός. Αρχαίο και νέο το οικουρώ, ενώ μόνο αρχαία τα οικουρός, οικουρία, οικουρικός, οικούριος.
Από το έξοχο «Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής» τού αείμνηστου καθηγητή τής Γλωσσολογίας Γ. Κουρμούλη που επανεκδόθηκε εφέτος φωτομηχανικώς στις εκδόσεις Παπαδήμα, λεξικό στο οποίο οι λέξεις είναι κατατεταγμένες αλφαβητικώς από το τέλος προς την αρχή, και από τα πολύτιμα στατιστικά στοιχεία που περιέχει, μαθαίνουμε (σελ. 746) ότι στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται 52 σύνθετα τού οίκος (τα βρίσκουμε συγκεντρωμένα στο Αντίστροφο Λεξικό τής αρχαίας Ελληνικής των Paul Kretschmer και Ernst Locker), από τα οποία 14 είναι νέα (12 από αυτά έχουν παραδοθεί και 2 είναι νεότερα). Πρόκειται για τα: οίκος, φερέοικος, περίοικος, ένοικος, σύνοικος, άποικος, έποικος, πάροικος, δουλοπάροικος, αγροίκος, κάτοικος, εγκάτοικος, συγκάτοικος και μέτοικος. Στην αρχαία μαρτυρούνται επιπλέον σύνθετα όπως άοικος, νέοικος, αερίοικος, ωλεσίοικος, ορεσίοικος, πλησίοικος, σωσίοικος, φιλίοικος, μόνοικος, ομόοικος, φθορόοικος, εύοικος, ουρανοκάτοικος κ.ά. Στη Νέα Ελληνική παραδίδονται 18 ρήματα σε -οικώ: διοικώ (συνδιοικώ, κακοδιοικώ), περιοικώ, ενοικώ, συνοικώ, αποικώ, εποικώ, παροικώ, αγροικώ (γροικώ, κρυφαγροικώ, καλογροικώ), κατοικώ (εγκατοικώ, συγκατοικώ, ιδιοκατοικώ), μετοικώ. Στην αρχαία μαρτυρούνται 32 τέτοια σύνθετα με τη μεγάλη ποικιλία προρρηματικών (προθέσεων σύνθετων με ρήματα), όπως λ.χ. διοικώ, παραδιοικώ, μεταδιοικώ, εκδιοικώ, συνδιοικώ, προδιοικώ, προσδιοικώ - κατοικώ, εγκατοικώ, συγκατοικώ, επικατοικώ, προκατοικώ, συνεισκατοικώ.
Ο κατάλογος θα γίνει πολύ μακρύς αν περάσουμε στα οικία (οικίσκος, οικιακός), οικείος (οικειότης, εξοικειώνομαι, οικειοποιούμαι), εποικίζω, οικιστής, οικισμός κ.ο.κ. μαζί με τα σύνθετα και τα παράγωγά τους.
Οπως είναι φανερό, γύρω από κάθε βασική ελληνική λέξη σχηματίζονται πολλοί ομόκεντροι λεξιλογικοί κύκλοι με πλήθος παραγώγων και συνθέτων που εκτείνονται σε μια μεγάλη κλίμακα εξειδίκευσης (τροποποίησης, διεύρυνσης, στένωσης κ.λπ.) τής κύριας σημασίας μιας λέξεως. Το πλήθος των μορφολογικών τύπων (κλιτικών και παραγωγικών καταλήξεων) και η ποικιλία ειδών συνθέσεως κατά σημασιολογικές κατηγορίες και μέρη τού λόγου συνιστούν τη μεγάλη εκφραστική δύναμη τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

6 Νοεμβρίου 2010

H μεγαλύτερη ελληνική λέξη!

ποτελείται από 170 γράμματα!
Η μεγαλύτερη ελληνική λέξη περιέχεται στις Εκκλησιάζουσες του  Αριστοφάνη και αποτελεί μία ολόκληρη μαγειρική συνταγή!

δριμυποτριμματοσιλφιοπαρομελιτοκατακε-
χυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστερα-
λεκτρυονοπτοπιφαλλιδοκιγκλοπελειολα-
γωοσιραιοβαφητραγανοπτερυγών

Ανθούλα Δανιήλ: Η γλώσσα μας

Προφορικός (και γραπτός) λόγος
Η γλώσσα είναι αξία
Η γλώσσα είναι αξία, είναι το μέσον για την μελέτη της ανθρώπινης φύσης και επιπλέον είναι, κατά την άποψη του Noam Tchomsky, «καίριος παράγοντας για τη νόηση, τις πράξεις και τις κοινωνικές σχέσεις του ανθρώπου» . Κατά την άποψη του Οδυσσέα Ελύτη «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα …ένα ορισμένο ήθος…και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις» .
Η γλώσσα μέσον μετάδοσης πληροφοριών
Με φόντο τις ανωτέρω απόψεις επιφανών ερχόμαστε σ’ αυτό που μας ενδιαφέρει πρωτίστως σ’ αυτή τη συνάντηση. Πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα- αξία, η οποία στην καθημερινή ζωή προβάλλεται κυρίως με την πρακτική και μόνο διάστασή της, ως μέσον επικοινωνίας και ειδικότερα μέσον μετάδοσης πληροφοριών. Κι εδώ είναι που η μία παράμετρός της (η επικοινωνία) καταργεί ή εκβαρβαρίζει την άλλη (την μαγεία).
Λειτουργίες
Η γλώσσα ως μέσο συνεννόησης επιτελεί μια λειτουργία μεγάλης σημασίας που την εξισώνει με αξίες, όπως είναι η ελευθερία, η δημοκρατία, η μόρφωση, η ίδια η ζωή. Ας θυμηθούμε τον Διονύσιο Σολωμό που διακήρυττε το γνωστό «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα » και το σχεδόν ταυτόσημο του Ελύτη, «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου» .
Μέρος αυτής της ζωής είναι η πληροφορία, η οποία, από το γεγονός στον πομπό της είδησης και από τον πομπό στον δέκτη ή αποδέκτη έχει υποστεί μια διεργασία που αφήνει πίσω της πολύ την αντικειμενικότητα, ενδίδει στην υποκειμενικότητα, υποχωρεί στη λογοκρισία, ναρκισσεύεται
με την θεατρικότητα. Και θα φανεί ευθύς αμέσως τι εννοώ.
Τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα μπορεί να είναι εργαστήρια πρότυπου λόγου και να επηρεάσουν το γλωσσικό αίσθημα των ομιλητών μιας γλώσσας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις όμως ο λόγος των περισσότερων δημοσιογράφων αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν.
Στην εποχή μας η τηλεθέαση ή τα φύλλα που θα πουλήσει μια εφημερίδα αποτελούν την είδηση και όχι η είδηση καθ’ εαυτή. Έτσι η πληθώρα των τηλεοπτικών καναλιών, ραδιοφωνικών σταθμών και εντύπων προβάλλουν τη μετάδοση της πληροφορίας, συχνά μέσα από έναν δραματικό αγώνα για την πρωτιά της τηλεθέασης. Κι εδώ είναι που επιστρατεύεται η γλώσσα, μεταμφιέζεται για να υπηρετήσει, κατά πρώτο λόγο τα συμφέροντα του καναλιού και κατά δεύτερο λόγο την επιτυχία, της κάθε εκπομπής.
Η μετάδοση της γραπτής πληροφορίας, κατ’ ανάγκην, ελέγχεται εν πρώτοις γραμματικά και ορθογραφικά και, ευτυχώς διαβάζουμε χωρίς την εξεζητημένη εκφορά ή το επίπλαστο ύφος, του εκφωνούντος. Έτσι είναι αδύνατον ένα κείμενο να δοθεί τουλάχιστον ανορθόγραφο στη δημοσιότητα. Και επειδή είναι γνωστό ότι η γλώσσα καλύπτει και αποκαλύπτει, ο προφορικός λόγος καλύπτει πολλών ειδών αδυναμίες που αποκαλύπτει ο γραπτός. Ο προφορικός όμως αποκαλύπτει άλλες ουσιωδέστερες.
Aνάλογα με την περίσταση
Όπως είναι φυσικό κάθε εκπομπή, ανάλογα με το στόχο της και τον σκοπό της, ανάλογα με τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη διαδικασία, ποιος μιλάει / σε ποιον απευθύνεται / ποιος ακούει/ ποιο είναι το θέμα του, έχει και τον δικό της γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας Ο εκφερόμενος λόγος (επιστημονικός, δημοσιογραφικός, καλλιτεχνικός, διαφημιστικός κλπ.) διαφοροποιείται κατά περίπτωση. Έτσι, με ελάχιστες εξαιρέσεις στις οποίες ανήκουν κυρίως τα κρατικά κανάλια, οι ειδήσεις προβάλλονται ως θέαμα, με έμφαση στο σκανδαλώδες, στην ερεθιστική λεπτομέρεια, στην εξαντλητική αναφορά σε περιττές «καταναλωτικές» λεπτομέρειες, όπου μπορεί τα ορθογραφικά λάθη να μη φαίνονται υπάρχουν όμως «μαργαριτάρια» που δεν παραμένουν «κρυμμένα στο βυθό» της άγνοιας, αλλά επιπλέουν. Μερικά από αυτά είναι το απαράδεκτο «διαρρέουν την είδηση» (όπου το αμετάβατο ρήμα έγινε μεταβατικό και απέκτησε αντικείμενο), και δυστυχέστατα έχει γίνει πλέον κανόνας. Όλοι σχεδόν οι δημοσιογράφοι, καθημερινά «διαρρέουν την είδηση». Άλλο «των υπαρχόντων προβλέψεων», «των αναληφθέντων πρωτοβουλιών» (όπου έγινε συμφυρμός του αρσενικού τύπου της μετοχής με το θηλυκό, προσδιοριζόμενο, ουσιαστικό). Επίσης «ρώτησα πληροφορίες» αντί «ζήτησα» («ζητώ και παίρνω πληροφορίες», λέει ο κανόνας).
Στα λάθη που ενοχλούν είναι αυτά που γίνονται με τα επιρρήματα. Με στόχο την απλοποίηση όλα τα επιρρήματα λήγουν σε –α. Ωστόσο θεωρώ λάθος να λέμε «πιθανά» ή «ενδεχόμενα», όπως λέμε «καλά» κλπ. Όπως δεν λέμε «σαφά», «ακριβά», «ευτυχά», «διεθνά», αλλά λέμε «σαφώς», «ακριβώς», «ευτυχώς», «διεθνώς», έτσι πρέπει να λέμε και «πιθανώς», «ενδεχομένως», κλπ. πολλές φορές άλλωστε προκαλείται σύγχυση, όταν χρησιμοποιούμε το επίρρημα «απλώς» ως «απλά», «αμέσως» ως «άμεσα», «αδιακρίτως» ως «αδιάκριτα» κλπ. Θα έλεγα ότι κακόηχη καταλήγει να είναι η εκφορά της λέξης «ά-δει-α» –με τρεις συλλαβές- όταν ακούγεται δισύλλαβη, οπότε η «ά-δεια διακοπών» όπου η «άδεια» ακούγεται σαν κενή περιεχομένου. Να πούμε επίσης ότι εκείνο το π.Χ. (προ Χριστού) διαφοροποιείται από το μ.Χ. (μετά Χριστόν) αφού και στις δύο περιπτώσεις ο στόχος μας είναι ο χρόνος πριν ή μετά τον Χριστό. Ωστόσο συχνά ακούμε το μ.Χ ως «μετά Χριστού», ως εάν ο στόχος μας είναι να δείξουμε συνοδεία.
Στα «μαργαριτάρια» θα πρέπει να κατατάξουμε το κακόηχο παρεπόμενο της τηλεοπτικής μόδας που απαιτεί την κατάργηση της γενικής των θηλυκών ονομάτων. Έτσι συχνά θα ακούσουμε: «της Μαρία .. .», «της Ελένη…» κλπ., όπως συχνά η γενική του θηλυκού επωνύμου ακούγεται ως ονομαστική αρσενικού: «της Βουγιουκλάκης». Ο νέος πια κανόνας της κατάργησης της γενικής συμπαρέσυρε χώρες και πόλεις. Έτσι συχνά θα ακούσουμε: της Ουραγουάη, αλλά όχι της Αγγλία, της Γουατεμάλα, αλλά όχι της Γαλλία κ.λ.π. Βεβαίως με αυτή την επιλεκτική χρήση της γενικής καταργούμε τον ελληνικό κανόνα που, τουλάχιστον τον καιρό που σπουδάζαμε, ίσχυε και δίδασκε ότι κάθε λέξη που εντάσσεται στο ελληνικό κλητικό σύστημα κλίνεται σαν ελληνική. Μπορεί να είναι ξένη λέξη το «πιάνο» κλίνεται όμως κανονικά: το πιάνο, του πιάνου, τα πιάνα. Πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και για το φλάουτο και το κονσέρτο. Όμως συχνά από το Τρίτο Πρόγραμμα στο Ραδιόφωνο ακούμε την εξεζητημένη ανακοίνωση που αφορά το τάδε μουσικό κομμάτι για «δύο flauti», «δύο κονσέρτι», ενώ δεν ακούμε ποτέ «δύο πιάνι», αλλά δύο πιάνα. Εκζήτηση θεωρώ και την εκφορά των ξένων ονομάτων όπως: «Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ» (Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ), ενώ δεν ακούγεται ποτέ ο Ιωάννης Στράους, αλλά ο Γιόχαν Στράους. Δηλαδή ο ένας «Γιόχαν» εξελληνίζεται ο άλλος όχι, πράγμα που καθιστά ενοχλητικό τον ειδικό παρουσιαστή με την ανεπίτρεπτη γλωσσική του εκζήτηση.
Ξένες λέξεις που δεν εμπίπτουν στο ελληνικό κλητικό σύστημα προφέρονται, όπως είναι, άκλιτες. Ωστόσο συχνά ακούμε για το «τανκ» που μπήκε στο Πολυτεχνείο, αντί τανξ, για τα «ρεσιτάλς», για τα «κοκτέιλς». Όσο για το «σορτ», αντί «σόρτς», θα λέγαμε ότι διαφεύγει του αγγλομαθούς εκφωνητή ότι η συγκεκριμένη λέξη απαντά μόνο στον πληθυντικό αριθμό επειδή το «σορτς» έχει δύο σκέλη, όπως και το παντελόνι, «τράουζερς» και το ψαλίδι «σίζορς». Κακόηχη επίσης ακούγεται, στο Μέγαρο Μουσικής ή στη Λυρική, η ιαχή «bravi» που συνοδεύει το χειροκρότημα και η οποία είναι φορτισμένη με αρνητικό νόημα, αντί της αποδεκτής διεθνώς «bravo».
Σε ξενομανία θα αποδίδαμε επομένως την ξενόγλωσση εκφορά μιας λέξης ή τη χρήση μιας ξένης λέξης μέσα στο ελληνικό συγκείμενο, έτσι για να δείξουμε εξευρωπαϊσμένοι ή καλύτερα εξαμερικανισμένοι. Το παράδειγμα «πάμε clubing». Συνηθίσαμε πια το «μπητς» και το «σούπερ μάρκετ» αντί της παραλίας και της υπεραγοράς. Βεβαίως δεν μας ξενίζουν καθόλου τα κανάλια μας που όλα έχουν ξενόγλωσσους τίτλους: chanel, star, sky, alter, mad. Κάτι όμως που επίσης δημιουργεί εντύπωση είναι ότι οι δημοσιογράφοι μας κατάφεραν να εξοβελίσουν τις ωραίες ελληνικές λέξεις «καλημέρα», «καλησπέρα», «καληνύχτα», «χαίρετε», «γειά σας», προτιμώντας αντ’ αυτών το «καλό πρωινό» (μήπως εννοούν το μπρέκφαστ;), «καλό μεσημέρι», «καλό απόγευμα», «καλό βράδυ», «τα λέμε». Στις 12, 5΄ τη νύχτα λέμε «καλημέρα». Μας διαφεύγει ότι πρέπει να φύγει η νύχτα και να ανατείλει η νέα μέρα για να πούμε «καλημέρα». Και η νύχτα εν πάση περιπτώσει, πότε είναι;
Τρόπος εκφοράς –παραγλωσσικά στοιχεία
Μια άλλη ενοχλητική, στο ακουστικό αίσθημα, προφορά αφορά τις ξένες λέξεις, που ούτως ή άλλως, έχουμε εντάξει στο λεξιλόγιό μας. Το πολιτογραφημένο πια στην ελληνική «φλας» ακούγεται (από τον αγαπητό μας, κατά τα άλλα, Αλέξη Κωστάλα «φλαsh». Κοροϊδεύοντας ο Ταχτσής κάτι ανάλογο πρόφερε το αγγλικό ξενοδοχείο Κάβεντιsh, ενώ ο Νίκος Εγγονόπουλος στο ποίημα «ίσως» προφέρει «σhήμερις»). Kατά τον ίδιο τρόπο ακούμε από νεοφώτιστους αγγλομαθείς το «ζζαμμπόν» με μια περίεργη έμφαση στο «ζ» και στο «μ», που δεν μεταγράφεται στην ελληνική. Παλιότερα που η γαλλική γλώσσα ήταν περισσότερο της μόδας ακούγαμε τη διαφήμιση «Astor μπλου, Astor κόκκινη». Σήμερα το «μπλου» έχει πάρει πλέον την ελληνική υπηκοότητα και έγινε «μπλε». Υπάρχει όμως το «μπεζζζ» με έμφαση στο «ζ» για να επιδειχθεί η γλωσσομάθεια.
Ο Ελύτης, ο Σεφέρης και πολλοί άλλοι, κάνουν λόγο στα γραπτά τους για τον γάλλο ποιητή Ρεμπώ. Πολλοί Νεοέλληνες όμως επιμένουν στον «Ραμμπώ».
Η βαρβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η γλώσσα αφορά και μια άλλη πλευρά της ενημέρωσης. Δημοσιογράφοι- παρουσιαστές- ρεπόρτερς, ευτυχώς όχι όλοι, φορτίζουν την ατμόσφαιρα με τον τρόπο παρουσίασης των ειδήσεων προσπαθώντας να δείξουν σοβαρότερη τη δική τους εκδοχή της είδησης. Έτσι συχνά νεαρές δημοσιογράφοι, με ένα μικρόφωνο στο χέρι περιδιαβάζουν, και χωρίς καμία αίσθηση της σημασίας εκείνου που μεταδίδουν, απαγγέλλουν το «ποίημά» τους ή «αφηγούνται» μελοδραματικά το «μυθιστόρημα» της είδησης. Δίνουν θεατρικούς τόνους στη φωνή τους, αφύσικους και εντελώς ενοχλητικούς υποβιβάζοντας, προσβάλλοντας, και αηδιάζοντας τον τηλεθεατή.
Η είδηση και το σχόλιο
Άλλες φορές παθιάζονται τόσο, ώστε ο τηλεθεατής να νομίζει πως ο αναμεταδότης θα πάθει έμφραγμα. Λείπει δηλαδή, από τον τρόπο μετάδοσης της είδησης, η διακριτική απόσταση από το γεγονός. Εσκεμμένως άλλωστε η είδηση διαπλέκει το γεγονός με το σχόλιο, το χρωματίζει με πληθώρα επιθέτων, υποβάλλει την προσωπική άποψη ως αντικειμενική, και γενικά λειτουργεί έτσι, ώστε να χάνεται το μέτρο και το σοβαρό να μην διαφοροποιείται από το σοβαρότερο.
Σε διαπλοκή είδησης και σχολίου, με στόχο την απόπειρα αποπροσανατολισμού, θα αποδίδαμε την μετάδοση της εικόνας των γεγονότων που προκάλεσαν ορισμένοι νεαροί, στην αντιπολεμική πορεία στην Αθήνα, την οποία μετέδιδαν τα κρατικά, ενώ τα ιδιωτικά μετέδιδαν κανονικά το πρόγραμμά τους και το διέκοψαν μόνο για μεταδώσουν τα επεισόδια. Το ίδιο συμβαίνει συχνά και στην επέτειο του Πολυτεχνείου.
Η εξαντλητική παρουσίαση ενός τροχαίου, η εμμονή σε επαναλαμβανόμενα «δραματικά» πλάνα είναι τα μέσα παραπλάνησης για το τι είναι τελικά είδηση.
Η γλώσσα και το ύφος
Η αντινομία βεβαίως είναι μέσα στη φύση των ανθρωπίνων, με αποτέλεσμα η αντικειμενικότητα να διαπλέκεται με την υποκειμενικότητα, η κοινωνικότητα με την ατομικότητα. Η γλώσσα δηλαδή είναι το όργανο της κοινότητας, αλλά και προσωπική κατάκτηση του καθενός. Υπάρχει η κοινή γλώσσα – η δημόσια γλώσσα- αλλά υπάρχει και η ιδιωτική. Ανάλογα με την παιδεία του καθένας διαμορφώνει το γλωσσικό του όργανο. Με τη δημόσια επικοινωνεί με τους άλλους με την ιδιωτική εκφράζεται προσωπικά, και στην προκειμένη περίπτωση προσωπικά εννοώ τον ιδιωτικό χώρο του καθενός. Στην τηλεόραση όμως φαίνεται συχνά ότι καταργείται η απόσταση και η ιδιωτική γλώσσα προβάλλεται ως δημόσια. Να επισημάνουμε πως στην τηλεόραση τίποτε δεν απαγορεύεται. Τίποτε δεν είναι «ακατάλληλο». Αντίθετα όλα είναι κατάλληλα με την ένδειξη «κατάλληλο» για ορισμένες ηλικίες με «επιθυμητή» ή «απαραίτητη» «τη γονική συναίνεση». Τα μέσα μπορούν να λένε και να δείχνουν ό,τιδήποτε. Η ευθύνη δική μας.
Αν κάνουμε τον κόπο να παρακολουθήσουμε μια αθλητική εκπομπή τότε θα διαπιστώσουμε την ποιότητα του λόγου των ομιλούντων. Πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, πέρα από αυτές όλα τα φαινόμενα βίας, ο φανατισμός και ο χουλιγκανισμός προπαγανδίζονται έντεχνα.
Το παιχνίδι είναι καλά στημένο και ο τηλεθεατής είναι «ντοπαρισμένος», ανά πάσα στιγμή ελεγχόμενος ή επιρρεπής στην πρόκληση.
Μη καταναλώσιμες εκπομπές
Κι επειδή τα ντοκιμαντέρ δεν είναι «καταναλώσιμα» τηλεοπτικά είδη προβάλλονται μόνο από τα κρατικά κανάλια. Τα ιδιωτικά δεν θυσιάζουν ώρες για τέτοια θεάματα. Αντιθέτως δίνεται έμφαση σε πρόσωπα που μπορούν να «πουλήσουν», και αν, κατά τύχη, εκφέρουν λόγο αποκλίνοντα από την κοινή γλώσσα, τότε έχουν επιτυχία. Εκπομπές του τύπου «ενώπιος ενωπίω», «τετ α τετ», «με τα μάτια» της τάδε φιλοξενούν αδιακρίτως πρόσωπα της πολιτικής ή της τέχνης. Η φιλοξενία μπορεί να αποβλέπει απλώς στην θεαματικότητα, οπότε τα κριτήρια είναι ύποπτα (π.χ. η Έλλη Στάη καλεί τον Πάγκαλο και στην επόμενη εκπομπή την Άντζελα Δημητρίου… με παρεπόμενο τα ανέκδοτα για το τι και πώς είπε, ό, τι είπε).
Η προβολή σκανδαλοθηρικών ρεπορτάζ (π.χ. η οδοντίατρος, που συμπεριφέρεται σαν «μοντέλο» ή κάτι άλλο, είναι συχνά προσκεκλημένη ορισμένων καναλιών, όπου τίποτα από ό,τι λέει δεν «λογοκρίνεται», έτσι ώστε να αφήνονται πολλά υπονοούμενα εναντίον προσώπων του χώρου που εκείνη κινείται).
Το βίνετο κλιπ είναι κατά κανόνα μια μικρή κινηματογραφική ταινία με έντονη την ερωτική πρόκληση.
Τα κινηματογραφικά έργα σπανίως είναι ποιοτικά, συνήθως ανήκουν σε πακέτα αμερικάνικης υποκουλτούρας. Αστυνομικά (σειρήνες κυνηγητά), θρίλερ (άγρια εγκλήματα), λόγος βάρβαρος, υποβαθμισμένος, περιθωριακός.
Το σεξ στη νυχτερινή ζώνη είναι κανόνας. Εδώ δεν κακοποιείται η γλώσσα, διότι ο στόχος είναι η διέγερση των ηδονοβλεπτικών τάσεων του τηλεθεατή.
Οι συζητήσεις – τα τραπέζια- είναι τόσες πολλές, ώστε ο τηλεθεατής να μην έχει άλλη επιλογή από το να κλείσει την τηλεόραση, αν δεν επιθυμεί να παρακολουθήσει τη συζήτηση.
Πλήρως υποβαθμισμένος είναι ο λόγος βεβαίως στα κανάλια των μαντισσών, των διαφημίσεων επίπλων, χαλιών, κοσμημάτων, κατσαρολικών, κουβερτών, όπου άνθρωποι, με τη δυνατότητα να πληρώνουν τον τηλεοπτικό χρόνο, καθόλα αντιτηλεοπτικοί έχουν και αυτοί «δικαίωμα» στην βάρβαρη χρησιμοποίηση του λόγου, «Τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι» για να θυμηθούμε τον Καβάφη.
Και τελειώνοντας θα λέγαμε ότι κανείς πια δεν έχει «κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του» μήπως μιλήσει «με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά», όπως εκείνος ο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» του Καβάφη, εφόσον ο βαρβαρισμός, όσο δεινός κι αν είναι, θεωρείται πλέον μόδα.

21 Οκτωβρίου 2010

Χρήσιμες οδηγίες για τη σωστή χρήση της Νεοελληνικής Γλώσσας

Γράφει ο Μιχ. Γ. Καβουλάκης, φιλόλογος, πρ. λυκειάρχης

Μέρος Ζ

1. Συχνά λέγεται εσφαλμένα: Δεν εκπληρείς τις υποσχέσεις σου, απαξιείς να απαντήσεις κλπ.

Το σωστό είναι: Δεν εκπληροίς τις υποσχέσεις του, απαξιοίς να απαντήσεις.

Τα ρ. πληρώ, εκπληρώ, αξιώ, απαξιώ, βεβαιώ, δικαιούμαι, υποχρεούμαι, καρπούμαι, ισούμαι, κλπ. κλίνονται σύμφωνα με τα ρ. σε -όω-ώ της αρχαίας. Πληρώ- πληροίς-πληρούμε-πληρούτε-πληρούν. Δικαιούμαι-δικαιούσαι-δικαιούται, δικαιούμεθα-δικαιούσθε-δικαιούνται.

2. Οι μετοχές με έρρινο θέμα που λήγει σε -μ-, -ν γράφονται με δύο -μ- π.χ. οξύνω, οξυμμένος (οξυμμένα προβλήματα), καταισχύνομαι-κατησχυμμένος κλπ.

Οι μετοχές διακεκριμένος, συγκεκριμένος, εγκεκριμένος γράφονται με ένα -μ-, διότι ο αόριστος και παρακείμενος του ρ. κρίνω σχηματίζεται με θέμα κρι-και όχι κριν- (εκρίθην-κριθώ-κέκριμαι).

3. Η λέξη αλιτήριος γράφεται με -ι-, γιατί προέρχεται από το αρχ. ρήμα: αλιταίνω (=βλάπτω), ενώ το ουσ. αλήτης γράφεται με -η-, γιατί προέρχεται από το ρ. αλώμαι (= περιπλανώμαι).

4. Συχνά λέγεται λανθασμένα: υπάρχει έλλειμμα εξουσίας.

Το σωστό είναι να πούμε: υπάρχει έλλειψη εξουσίας, διότι η λέξη έλλειμμα αναφέρεται σε οικονομικά μεγέθη, έλλειμμα του προϋπολογισμού, έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών.

5. Πολλοί δεν χρησιμοποιούν σωστά τα επιρρήματα τέως και πρώην.

Το επιρρ. τέως φανερώνει τον ακριβώς προηγούμενο του σημερινού π.χ. τέως δήμαρχους, ενώ το επίρρημα πρώην αναφέρεται γενικά στο παρελθόν.

6. Το ρ διπλασιάζεται:

α) Στις σύνθετες λέξεις στις οποίες το β’ συνθετικό αρχίζει από ρ και το α’ συνθετικό τελειώνει σε βραχύ φωνήεν, π.χ. αιμορραγία, απορρίπτω, απορροφώ, ετοιμόρροπος, ισόρροπος, ομόρρυθμος, αμφίρροπος, επιρρεπής, επιρροή, διάρρηξη, καταρρίπτω κλπ.

β) Στις λόγιες λέξεις στις οποίες το α’ συνθετικό είναι το α και ακολουθεί ρ, π.χ. άρρηκτος, άρρωστος, άρρητος, άρρυθμος κλπ.

γ) Στις σύνθετες λέξεις στις οποίες το α’ συνθετικό λήγει σε ν και το β’ συνθετικό αρχίζει από ρ, π.χ. έρρινος (εν-), παλίρροια (παλιν-), παρρησία (παν-), σύρραξη (συν-) συρραφή (συν-), συρροή (συν-).

δ) Με α’ συνθετικό την πρόθεση υπέρ και το β’ συνθετικό με λέξη που αρχίζει από ρ, π.χ. υπερρεαλισμός, υπερρομαντισμός.

7. Έχομε ρήματα που λήγουν σε:

- ύνω (διευθύνω, εκλεπτύνω, εκτραχύνω, καταισχύνω).

-είνω (κλείνω, ανοιγοκλείνω, τείνω), και τα συνώνυμά του:

παρατείνω, προεκτείνω, εντείνω, κατατείνω, κ.α.

ήνω (αργοσβήνω, αφήνω, τρεμοσβήνω, σβήνω, στήνω, συστήνω, ψήνω).

- ίνω (αποτίνω, δίνω, κλίνω, κρίνω, πίνω, φθίνω).

8. Τα περισσότερα αρσενικά ουσιαστικά που λήγουν σε -ητής γράφονται με -η- (αγορητής, μαθητής, περιηγητής, εκπορθητής κλπ.).

Με -ιτής γράφονται το ουσ. κριτής και τα σύνθετά του ανακριτής, επικριτής, υποκριτής κλπ.).

Με -υτής γράφονται τα: αναλυτής, ενισχυτής, επενδυτής, ιδρυτής, από ρ. σε -υω.

9. Από το ρ. άρχω-άρχομαι σχηματίζονται επίθετα σε -ικός από θέμα αρκτ.- και όχι αρτ.-, π.χ. αρκτ-ικός, προ-κατ-αρ κτ-ικός (όχι προκαταρτικός), αντ.-αρκτ-κός κλπ.

10. Η μετοχή παρακειμένου του ρ. βαρώ σχηματίζεται ως βεβαρημένος με -η- και όχι με -υ π.χ. το ποινικό του μητρώο είναι βεβαρημένο, η κατάσταση της υγείας του είναι βεβαρημένη.

11. Από τα τρία θέματα της αρχαίας λέξης ναυς (=πλοίο) ναυ, νηο, νεω, ως α’ συνθετικό, προέρχονται πολλές λέξεις, π.χ. ναύ-σταθμος, ναύ-αρχος, ναύ-κληρος, νηο-λόγιο, νηο-γνώμονας, νηο-πομπή, νεώ-ριο, νεώ-λκηση, νεώ-σοικος κ.α.

12. Γράφονται με ενωτικό (-) τα φραστικά σχήματα: νόμος-πλαίσιο, πόλη-φάντασμα, λέξη -κλειδί κλπ.

Με ενωτικό (-) γράφονται και τα προτακτικά: Αγια-Αϊ- γέρο-θεια-κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-π.χ.:

Αγια-Βαρβάρα, Αϊ-Νικόλας, γέρο-καπετάνιος, θεια-Νικολάκαινα, κυρα-Μαρία, μπάρμπα-Γιάννης κλπ.

13. Τα διαλυτικά (··) σημειώνονται πάνω από το ι ή το υ, για να δείξομε ότι το ι ή το υ πρέπει να τα προφέρομε χωριστά από το προηγούμενο φωνήεν α, ε, ο, υ, π.χ. Αγλαΐα, χαϊδεύω, αθεΐα, ναυσιπλοΐα, μυϊκός, καταπραϋνω κ.α.

Δεν βάζομε διαλυτικά (..)

α). Όταν πριν από το ι ή το υ υπάρχει δίψηφο φωνήεν (αι, ει, οι, υι, ου), π.χ. αλληλού-ια, πιγκου-ίνος, υι-ικός, αρτοποι-ία, παλαι-ικός κ.α.

β). Όταν ο τόνος φανερώνει τη χωριστή προσφορά του ι ή του υ από το φωνήεν που προηγείται, π.χ. Μάιος, πλάι, νεράιδα, κορόιδο κ.α.

γ). Όταν πριν από το ι και το υ υπάρχει άλλο φωνήεν, με το οποίο όμως το ι και το υ δεν σχηματίζουν δίψηφο φωνήεν, π.χ. πρωί, πρωινός, διυλιστήριο, Μωυσής κλπ.

14. Τα επίθετα τα δηλωτικά χρώματος λήγουν σε -ης, -ιά, -ί, π.χ. ο βυσσινής-ια-ί, μενεξεδής-ιά-ί κλπ.

14. Από τη λέξη: γη-γαία έχομε α’ συνθετικά λέξεων που παίρνουν τη μορφή: γαιο (γαιοκτήμονας), γεω (γεωργός), γη (γήπεδο).

Η λέξη χρησιμεύει και ως β’ συνθετικό με τη μορφή- γειος, π.χ. υπό-γειος, επί-γειος κλπ.

15. Το πρόθημα αλεξι γράφεται με ι και προέρχεται από το αρχαίο ρήμα: αλέξω (= αποκρούω, απομακρύνω).

Χρησιμοποιείται σε συσκευές προστασίαςαλεξι-κέραυνο, αλεξί-πτωτο, αλεξιβρόχιο (=ομπρέλα).

16. Τα παράγωγα του αριθμητικού δύο γράφονται με -υ, π.χ. δυάς, δυάρι, δυϊκός κλπ.

Τα σύνθετα που προέρχονται από το επίρρημα δις (=δυο φορές) γράφονται με -ι- και απαντούν με δύο μορφές ως -δι και δις π.χ. διμοιρία, δι-ώροφος, δί-τροχο, δισ-έγγονος, δισ-εκατομμύριο κλπ.

17. Υπάρχει όμως και το πρόθημα δυσ- ως α’ συνθετικό πολλών λέξεων που φανερώνει τη δυσκολία, π.χ. δυσ-ανάγνωστος, δυσ-αναπλήρωτος, και την κακή κατάσταση, π.χ. δυσ-αρέσκεια, δυσ-θυμία, δυσ-μένεια κλπ.

18. Το αποθετικό ρ. εντέλλομαι έχει ενεργητική διάθεση και συντάσσεται με αντικείμενο ως ενεργητικό. Έτσι πρέπει να πούμε: Το υπουργείο εντέλλεται την αστυνομία να φρουρήσει την πρεσβεία. Ο διευθυντής εντέλλεται τους μαθητές να επιδείξουν καλή συμπεριφορά κλπ.

19. Τα σύνθετα με β’ συνθετικό το-ωρύχος (από το ρ. ορύσσω= ανοίγω όρυγμα) γράφονται με ω, με έκταση του ο σε ω π.χ. ανθρακ-ωρύχος, μεταλλ-ωρύχος, τυμβ-ωρύχος κ.α.

20 Οκτωβρίου 2010

Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ | Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 1999
Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί η ρητορική στην ποίηση ή αλλιώς: η ποιητική ρητορική. Σε προηγούμενη ανακοίνωσή μου εις μνήμην του Λίνου Πολίτη το 1986, η οποία αργότερα πήρε οριστικότερη γραπτή μορφή και ενσωματώθηκε στον τόμο «Πίσω - Μπρος», δοκίμασα να ανιχνεύσω σήματα της ποιητικής ρητορικής στους δύο κορυφαίους του νεοελληνικού υπερρεαλισμού, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο. Συγχρόνως υπέθεσα εκεί ότι νεοέλληνας γενάρχης της υπερρεαλιστικής αυτής ρητορικής θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Κάλβος, υπογραμμίζοντας όμως ότι η αρχική καταγωγή της θα πρέπει να αναζητηθεί στην αρχαιοελληνική υμνογραφική και υμνολογική ποίηση· λ.χ. στον Ησίοδο και στον Πίνδαρο.
Δεν πρόκειται να επαναλάβω εδώ τα όποια ευρήματα και πορίσματα εκείνης της μελέτης. Θυμίζω μόνον έξι χαρακτήρες ποιητικής ρητορικής, τους οποίους ενετόπισα, παραδειγμάτισα και συζήτησα: α) τη συχνή χρήση επιφωνηματικής κλητικής προσφώνησης στην αρχή του ποιήματος, η οποία κάποτε επαναλαμβάνεται και ενδιαμέσως· β) τη συνήθως θριαμβική κατάληξη του ποιήματος· γ) την πυκνή παρουσία διατακτικής και διδακτικής προστακτικής· δ) την προβεβλημένη επανάληψη στο εσωτερικό του ποιήματος της ίδιας λέξης ή έκφρασης· ε) την πληθωρική έξαρση του επιθέτου, σε βάρος κάποτε του ουσιαστικού και του ρήματος· στ) την αποτύπωση θαυμαστικών και αποσιωπητικών σε κομβικά σημεία του ποιήματος.
Υπενθυμίζω εδώ τους, εξωτερικούς έστω, αυτούς χαρακτήρες της ποιητικής ρητορικής, επειδή πιστεύω ότι προέχουν κατεξοχήν σε καθαρεύοντα ποιήματα, κυρίως της πρώτης αλλά ενίοτε και της δεύτερης κατηγορίας. Τούτο δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν παντελώς και σε ποιήματα γραμμένα στη δημοτική, όταν μάλιστα αυτά παρακολουθούν τον υμνογραφικό και υμνολογικό τύπο. Εντούτοις στο γλωσσικό περιβάλλον της καθαρεύουσας οι χαρακτήρες αυτοί αποκτούν μεγαλύτερη ρητορική ισχύ και εξέχουν στο σώμα της ποιητικής σύνθεσης.
Προχωρώ τώρα στο υπεσχημένο ζητούμενο: αν και πώς αναπληρώνεται το κενό που ευνοεί η επιλογή της καθαρεύουσας, διασπώντας, ενμέρει ή ενόλω, την ενότητα της βιογλωσσικής βάσης του ποιήματος. Ο χώρος δεν με παίρνει να δείξω ότι το κενό αυτό παραμένει συνήθως ακάλυπτο στους προγραμματικά καθαρεύοντες ποιητές της Αθηναϊκής Σχολής. Θα περάσω επομένως αμέσως στους τρεις άλλους ποιητές που ανέφερα, οι οποίοι επιλέγουν, περισσότερο ή λιγότερο, την καθαρεύουσα απρογραμμάτιστα. Αρχίζω με τον Κάλβο.
Παρατήρηση πρώτη: πιστεύω ότι δεν χωρεί εύκολη επιφύλαξη στην εκτίμηση ότι, συγκριτικά προς τον Καβάφη και τον Εμπειρίκο, η γλώσσα του Κάλβου εμφανίζει όχι μόνον μεγαλύτερη ομοιογένεια και γλωσσική συνέπεια, αλλά κατά κάποιον τρόπο σφραγίζεται από το λόγιο λεξιλόγιο, τη λόγια γραμματική και τη λόγια σύνταξή της.
Παρατήρηση δεύτερη: μετά τη δίκαιη αποκατάσταση της τιμής του Κάλβου, πρώτα από τον Παλαμά και στον αιώνα μας κυρίως από τον Σεφέρη και τον Ελύτη, το βάρος της αξίας του ποιητή ζυγίστηκε προπαντός με το ζύγι της ιδιόρρυθμης γλώσσας του. Αντίθετα, η υποκείμενη στις καλβικές Ωδές βιωματική εμπειρία, προσωπική και συλλογική, ελάχιστα σχολιάστηκε ­ εννοείται η θερμή φιλοπατρία σε συνδυασμό προς τον επαναστατικό φιλελευθερισμό.
Με τους όρους αυτούς προτείνονται εφεξής τέσσερις προφανείς τρόποι, οι οποίοι αναπληρώνουν κατά τη γνώμη μου το περί ου ο λόγος κενό:
1) Αναπληρωματικό λοιπόν ρόλο παίζει καταρχήν η ίδια η υψηλή θερμοκρασία της διάχυτης μέσα στις Ωδές του Κάλβου φιλελεύθερης φιλοπατρίας· θερμοκρασία που αναθερμαίνει και την ιδιόρρυθμη λόγια γλώσσα του. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, από τη στιγμή που οι ιστορικές συνθήκες ξεπέρασαν την αιχμή αυτής της φιλελεύθερης φιλοπατρίας, ο Κάλβος έκλεισε πρόωρα και οριστικά τον κύκλο των Ωδών του ­ θα έλεγε κάποιος ότι το βιωματικό απόθεμα είχε πλέον εκ των πραγμάτων εξαντληθεί. Σε τούτο το σημείο η σύγκριση Κάλβου και Σολωμού παρουσιάζει, πιστεύω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
2) Καθώς το σύνολο των καλβικών Ωδών έχει υμνολογικό χαρακτήρα, με επιδεικτικό και διδακτικό συνήθως απόβαρο, η καθαρεύουσα γλώσσα του ακούγεται και διαβάζεται δίχως δυσφορία, για να μην πω ότι δημιουργεί και ευφορία με τον υψηλόφωνο και θεσμικά επίσημο τόνο της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λόγια γλώσσα φαίνεται να υπηρετεί και να αναδεικνύει την αντικειμενική εμβέλεια των Ωδών, επισκιάζοντας στις εσοχές της τα υποκειμενικότερα στοιχεία.
3) Στην αναπλήρωση εξάλλου του κενού συντελεί αποφασιστικά και ο απροσδόκητα ανορθολογικός, κάποτε συνειρμικός τρόπος, με τον οποίο συντάσσονται στο εσωτερικό τους οι Ωδές του Κάλβου· γεγονός που δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, τον θαυμασμό των δικών μας υπερρεαλιστών για την καλβική ποίηση.
4) Τέλος και κυρίως: το επίμαχο κενό τείνει συχνά να εξαφανιστεί εξαιτίας της τολμηρής σύζευξης κυριολεξίας και μεταφοράς, που ο Κάλβος επιχειρεί και κατορθώνει με μεταφορικό καταλύτη προπάντων τα επίθετά του. Και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι ο έπαινος του Σεφέρη για συγκεκριμένα μόνον μέρη των καλβικών Ωδών συγκεντρώνεται σε τέτοιου είδους μεταφορικούς θυλάκους.
Πρέπει όμως να μιλήσω αμέσως και για τη γλωσσική αλχημεία του Καβάφη, όπου συμπλέκονται στοιχεία της δικής του καθαρεύουσας και της δικής του δημοτικής. Και η περίπτωση όμως του Καβάφη απαιτεί πρώτα κάποιες περιφερειακές διαπιστώσεις, οι οποίες αφορούν τόσο την επιλογή όσο και την υποδοχή της μεικτής γλώσσας του.
Θυμίζω λοιπόν ότι το καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα σαφώς εξελίσσεται: στην πρώιμη περίοδο η καβαφική καθαρεύουσα ανακαλεί την προγραμματική καθαρεύουσα της Αθηναϊκής Σχολής· στη συμβολική περίοδο εμφανίζεται και εξέχει το χαρακτηριστικό καβαφικό μείγμα λόγιας και δημοτικής γλώσσας· το μείγμα ωστόσο αυτό υποχωρεί, υπέρ της δημοτικής, στην ώριμη και όψιμη πια περίοδο, όταν σαφώς ο Καβάφης ορίζει και ασκεί τον δικό του ιστορικό και ερωτικό ρεαλισμό.
Προκειμένου εξάλλου να εξηγηθεί το μεικτό καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα, που διαστίζεται από καθαρεύοντα στοιχεία, νομίζω ότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη την αναγνωστική προσήλωση του αλεξανδρινού ποιητή σε κείμενα της ελληνιστικής και όψιμης αρχαιότητας. Προφανώς η αναγνωστική αυτή τριβή του Καβάφη με την αρχαία ελληνική γλώσσα αφήνει τα ίχνη της στην εξελισσόμενη γλώσσα του.
Τέλος, η λόγια καθαρεύουσα επιλέγεται από τον Καβάφη ειδικότερα σε ποιήματα με επιγραμματικό χαρακτήρα. Παράδειγμα το πασίγνωστο ποίημα «Θερμοπύλες» αλλά και το διασημότερο «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Σ' αυτόν τον τύπο ποιήματος το λόγιο γλωσσικό ιδίωμα εξασφαλίζει πράγματι έναν ποιητικό λόγο θεσμοθετημένης σεμνότητας και τελετουργικής αυστηρότητας.
Οπως κι αν έχει το πράγμα, πρέπει να ομολογηθεί ότι η ανεπιφύλακτη υποδοχή της καβαφικής γλώσσας εμφανίζεται μάλλον αργά. Στον μεσοπόλεμο πάντως δημιουργεί ακόμη είτε βίαιες αντιδράσεις των δημοτικιστών (ο Βλαστός λ.χ. χαρακτηρίζει τον Καβάφη, εξαιτίας της γλώσσας του, καραγκιόζη) ή έστω ανομολόγητη αμηχανία (ευδιάκριτη στην πρώτη επαφή του Σεφέρη με την καβαφική ποίηση και τα καβαφικά ποιήματα).
Ειδικότερα τώρα η καβαφική αναπλήρωση του κενού, όπως το όρισα, πραγματοποιείται με τρεις τουλάχιστον τρόπους:
1) Ο Καβάφης φαίνεται να διαπιστώνει εγκαίρως την απροκάλυπτη κάποτε αισθηματικότητα ή και αισθηματολογία της δημοτικής γλώσσας· για να την αποφύγει μετασχηματίζει, με στοιχεία της καθαρεύουσας, το άμεσο αίσθημα σε ιστορικό, ερωτικό ή και καθαρώς νοητικό είδωλο. Ετσι επιτυγχάνεται η επικάλυψη της βιωματικής παθολογίας.
2) Τούτο σημαίνει ότι η λόγια γλώσσα στον Καβάφη λειτουργεί συγχρόνως ως φίλτρο υπόκρισης και ειρωνείας· τον βοηθεί δηλ. να μεταβάλει τα πρόσωπα των ποιημάτων του σε προσωπεία και, κυρίως, να καταστήσει τη δική του persona διφορούμενη.
3) Αναπληρωματικό επίσης ρόλο του ενδιάμεσου κενού μεταξύ βιωματικής και γλωσσικής εμπειρίας αναλαμβάνει η επιλεκτική καθαρεύουσα του Καβάφη, στον βαθμό που βοηθεί στη σκόπιμα πεζολογική προσγείωση του ποιητικού λόγου. Υπενθυμίζεται ότι ο Αλεξανδρινός συνθέτει τα ποιήματά του, προτού ακόμη ανθίσει ο δικός μας μοντερνισμός, ο οποίος, εκτός των άλλων, επιφέρει δραστικές αλλαγές στο προηγούμενο ποιητικό λεξιλόγιο. Προδρομικά λοιπόν ο Καβάφης, αντιδρώντας και σε τούτο το κεφάλαιο στην παλαμική παράδοση, σπάζει το φράγμα του παραδοσιακού ποιητικού λεξιλογίου, με τη βοήθεια της τρέχουσας καθαρεύουσας, ως γλώσσας της καθημερινής συναλλαγής. Και τούτο συμβαίνει, όπου και όταν το ποίημα απαιτεί ένα είδος δραστικής πεζολογίας, για να δηλώσει επαρκώς τη ρεαλιστική του σκηνοθεσία.
Θα κλείσω τη διάκενη αυτή πρόταση, επιβάλλοντας ελάχιστα μόνο σχόλια και για την αναπληρωματική καθαρεύουσα του Εμπειρίκου, η καμπύλη της οποίας αποδεικνύεται μάλλον κατιούσα από συλλογή σε συλλογή.
Εχω λοιπόν την αίσθηση ότι τα καθαρεύοντα στοιχεία στο λεξιλόγιο, στο τυπικό και στη σύνταξη, που απαντούν σε ποιήματα του Εμπειρίκου, επιλέγονται και λειτουργούν ως δείχτες της γενικότερης υπερρεαλιστικής του ανταρσίας. Πρόκειται, επομένως, για ένα είδος γλωσσικής πρόκλησης, στην οποία υπολογίζει ο υπερρεαλιστής ποιητής, ελπίζοντας ότι θα συμπαρασύρει τον αναγνώστη-ακροατή στον ούτως ή άλλως ρηξικέλευθο δρόμο του.
Με δεδομένη μάλιστα την οιστρήλατη συχνά ερωτική ιδεολογία, την οποία ο Εμπειρίκος εμφανώς ευαγγελίζεται, η επιλεκτική καθαρεύουσα κατοχυρώνει, κατά κάποιον τρόπο, τον κηρυγματικό τόνο των ποιημάτων του, καθώς του προσφέρει άφθονα τεχνήματα ρητορικής πειθούς. Ετσι, ο ιδεολογικός οίστρος, με τη συνδρομή και της καθαρεύουσας, μεταφράζεται σε γλωσσικό οίστρο, ο οποίος κάνει τον ποιητικό λόγο να παφλάζει στην ευρύχωρη κοίτη του, προτού ορμητικά εκβάλει στο μεταγλωσσικό πέλαγος.


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=108333&dt=21/02/1999#ixzz12uJ9oKTI

Προκλητικές ορθογραφίες λέξεων

Πολλοί, μιλώντας για την «κακοδαιμονία» ­ όπως την χαρακτηρίζουν ­ της σύγχρονης γλώσσας, της δημοτικής και συγχέοντας γλώσσα και ορθογραφία (πράγμα που είναι φυσικό για έναν μη ειδικό), αναφέρουν ως δείγματα αυτής της «κακοδαιμονίας» ορισμένες αδιανόητες ή εξωφρενικές, όπως τις χαρακτηρίζουν, ορθογραφίες λέξεων. «Τώρα στη δημοτική», λέει ένας, «γράφουν το αφτί με φ και το αβγό με β. Αντε να γράψεις σωστά!». «Εγώ είδα το εταιρεία με ει», λέει άλλος, «και το αλλοιώς που το μαθαίναμε στο σχολείο με -οι- το είδα αλλιώς με -ι-. Δεν ξέρω πια τι είναι σωστό και τι δεν είναι στη δημοτική!». Αλλος προσθέτει στη συζήτηση ως καινοφανές χαρακτηριστικό της ορθογραφίας της δημοτικής ότι είδε κάπου το παλιός με -ι- αντί του παληός με -η- που μάθαινε στο σχολείο, το βρομώ με -ο- και το γλείφω με -ει- αντί για -υ. «Εγώ», δηλώνει, «δεν ξέρω να γράψω τη δημοτική. Γράφω τις λέξεις όπως τις ήξερα στην καθαρεύουσα»! Τη χαριστική βολή στους απελπισμένους συνομιλητές δίνει ένας αρχιτέκτονας: «Αμ το κτήριο που το γράφουν με -η-, ενώ το κτίζω γράφεται με ι; Ναι, όπως σας το λέω! Ασε το πιρούνι που το έχω δει με -ι- και το καλύτερος με -υ- αντί του καλλίτερος που μαθαίναμε. Πρέπει να ξαναπάμε στο σχολείο, να μάθουμε να γράφουμε στη δημοτική»!
Όλοι, ιδίως όσοι ασχολούμαστε επαγγελματικά με τη γλώσσα (γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, δάσκαλοι κ.ά.), ακούμε συχνά τέτοιες παρατηρήσεις-καταγγελίες, οι οποίες στηρίζονται σε μία πλάνη: ότι αυτές οι ορθογραφήσεις οφείλονται στην καθιέρωση της νεοελληνικής ή δημοτικής. Πρόκειται για πλάνη, το επαναλαμβάνω, αφού η ορθογραφία δεν είναι ζήτημα δημοτικής και (παλιότερα) καθαρεύουσας, αλλά ζήτημα ετυμολογικής προέλευσης των λέξεων, αυτής που καθορίζει σε μια γλώσσα με ιστορική ορθογραφία όπως η Ελληνική και την ορθή γραφή κάθε λέξης.
Στην Ελληνική δηλ., όπως και στις περισσότερες άλλες εθνικές γλώσσες (Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική, Κινεζική, Ιαπωνική κ.ά.), γράφουμε τις λέξεις όχι ακριβώς όπως τις προφέρουμε σήμερα, αλλά όπως γράφονταν παραδοσιακά σύμφωνα με την ιστορία κάθε λέξης και την ορθογραφία της από τότε που εμφανίζεται στην ιστορία μιας γλώσσας. Στις περισσότερες περιπτώσεις η ιστορική ορθογραφία συμπίπτει με αυτό που ονομάζουμε ετυμολογία της λέξης, δηλ. με «την αληθή προέλευσή» της (έτυμος = αληθής). Ετσι όταν ο Αγγλος προφέρει «νάιτ» και γράφει knight «ιππότης», είναι γιατί γράφει τη λέξη με την ιστορική (και όχι τη φωνητική) ορθογραφία· την γράφει όπως προφερόταν παλιά (κνιχτ) στις γερμανικές γλώσσες σύμφωνα με την (ετυμολογική) προέλευσή της.
Η ιστορική, λοιπόν, ορθογραφία, που ακολουθούμε και στην Ελληνική, είναι αυτή που υπαγορεύει να γράφουμε το ποιητικός με τρία διαφορετικά i (οι, η και ι), το επώνυμο με -ω- και -υ- (τα σύνθετα της αρχαίας λέξης όνυμα, τύπου της αρχαίας θεσσαλικής διαλέκτου αντί του αττικού όνομα, γράφονται με -ω-· πρβλ. συνώνυμος, ανώνυμος, διώνυμο κλπ.), το ιστορία με -ι- (από το ίστωρ «γνώστης»· προέρχεται από το θέμα ιδ- του ιδ-είν, που συνδέεται ετυμολογικά με το οίδα «γνωρίζω») κ.ο.κ.
Αφού, λοιπόν, κύριο κριτήριο της ορθογραφίας των λέξεων είναι η ιστορική, δηλ. η ετυμολογική τους προέλευση, η ορθογραφία μιας λέξης καθορίζεται από την ετυμολογία της όπως προσδιορίζεται από τους ειδικούς μελετητές της ιστορίας της γλώσσας (κανονικά από γλωσσολόγους της ιστορικοσυγκριτικής, λεγόμενης, γλωσσολογίας, όπως ήταν παλιότερα ο Γ. Χατζιδάκις, ο Γιάννης Ψυχάρης, ο Γ. Αναγνωστόπουλος, ο Β. Φάβης, ο Μ. Τριανταφυλλίδης, ο Ν. Ανδριώτης, ο Αγ. Τσοπανάκης, ο Γ. Κουρμούλης, ο Α. Γεωργακάς, ο Αντ. Θαβώρης, οι κλασικοί φιλόλογοι Κ. Κόντος, Χ. Χαριτωνίδης, Ι. Κακριδής, Στ. Καψωμένος, ο σοφός Αδ. Κοραής, οι βυζαντινολόγοι Φ. Κουκουλές και Εμμ. Κριαράς, ο αυτοδίδακτος Μένιος Φιλήντας κ.ά.
Από αυτό φαίνεται, νομίζω, ότι η ορθογραφία μιας λέξης δεν είναι ζήτημα δημοτικής ή καθαρεύουσας, αλλά θέμα επιστημονικό, που συνδέεται με την ετυμολογία της λέξης κατά τις επιταγές της ιστορικής ορθογραφίας που εφαρμόζουμε στη γλώσσα μας. Ετσι ό,τι φαίνεται να ξενίζει, δεν είναι νεοτερισμός της γλώσσας (πέρα από μερικές ορθογραφικές απλοποιήσεις που καθιερώθηκαν και από την καθαρεύουσα παλιότερα και, κυρίως, από τη γραμματική της δημοτικής, όπως λ.χ. η ορθογραφία των -ότερος/-ότατος με -ο- σε όλες τις περιπτώσεις) αλλά προϊόν επιστημονικής διδασκαλίας.
Και χρωστάμε πολλά και στους επιστήμονες που εργάστηκαν στον χώρο της ετυμολογίας ­ σήμερα οι περισσότεροι γλωσσολόγοι έχουν στρέψει αλλού τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα ­ και, πολύ περισσότερα, στον αείμνηστο καθηγητή της Γλωσσολογίας Νικόλαο Ανδριώτη, του οποίου το «Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» (έκδ. Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη), όπου κωδικοποιούνται κριτικά οι ετυμολογήσεις και οι ορθογραφίες των λέξεων που προκύπτουν από αυτές, αποτελεί πολύτιμο βοήθημα.
Ας έλθουμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Το αβγό (όπως έδειξαν ο Χατζιδάκις και ο Τριανταφυλλίδης), έχοντας τους φθόγγους βγ από φωνητική εξέλιξη, γράφεται κανονικά με -β- (τα ωά > ταουα > ταγουά > ταουγά > ταβγά > τ' αβγό). Ομοια και το αφτί (τα ωτία > ταουτία > ταφτία > τ' αφτί). Το αβγό δηλ. συνδεόμενο με την αρχ. λ. ωόν, και το αφτί, συνδεόμενο με την αρχ. λ. ωτίον (υποκοριστικό του ους, ωτός), δεν δικαιολογούν αντιστοίχως γραφές με αυ (αυγό) και αυ (αυτί). Το αλλιώς έδειξε ο Στ. Ψάλτης ότι προέρχεται από το μεσαιωνικό αλλιώς (στο οποίο μεταβλήθηκε με συνίζηση το επίρρ. αλλέως από επίθ. αλλέος, παράλληλο τύπο του άλλος) και όχι από το επίθ. αλλοίος, που θα δικαιολογούσε τη γραφή αλλοιώς. Το παλιός γράφεται με -ι-, γιατί δεν είναι άλλο από το αρχ. παλαιός όπου το /e/ (αι) συμπροφέρθηκε ως ι με το τονούμενο φωνήεν που ακολουθεί.
Δεν πρόκειται δηλ. για τροπή του αι σε η, όπως νόμιζαν παλιά και έγραφαν παληός, προτού η γλωσσολογία διδάξει ότι όταν έγινε η συμπροφορά (συνίζηση) του αι σε ι σε νεότερους χρόνους ούτε το αι ήταν δίφθογγος (έγινε e ήδη στην αρχαία) ούτε το η ήταν μακρό! (έγινε παντού ι, «ιωτακίστηκε» όπως λέμε, στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες). Το ίδιο ισχύει και για το ελιά (από το ελαία), που παλιότερα γράφτηκε εσφαλμένα με -η- εληά (πρβλ. και μηλεά > μηλιά, νέος > νιος, πανωραία > πανώρια κ.λπ.).
Το εταιρεία γράφεται σωστά με -ει- ως θηλ. (εταιρεία) του αρχ. επιθέτου εταιρείος, και όχι ως παράγωγο του εταίρος, οπότε θα ήταν εταιρία (για θηλυκά από επίθετα πρβλ. φίλιος - φιλία, πλατύς - πλατεία κ.ά.). Το βρομώ γράφεται με -ο-, γιατί ο Χατζιδάκις έδειξε ότι παράγεται από το αρχ. βρομώ «κάνω κρότο» (επειδή ορισμένοι χαρακτηριστικοί κρότοι ακολουθούνται από δυσοσμία) και όχι από το βρώμα «φαγητό», γιατί τότε θα είναι βρωματίζω (πρβλ. χρώμα - χρωματίζω, θρύμμα - θρυμματίζω κ.λπ.). Το γλείφω γράφεται με -ει- (άλλο είναι το γλύφω με -υ- απ' όπου το γλύπτης), γιατί παράγεται από το αρχ. εκλείχω (λείχω σημαίνει «γλείφω») με -φ- αντί -χ- κατά το αλείφω. Το κτήριο γράφεται με -η-, γιατί είναι από το ευκτήριον (οίκημα) «οίκος προσευχής».
Το ρήμα κτίζω δεν μπορεί να δώσει παράγωγο σε -ριος που να δικαιολογεί γραφή με -ι- (κτίριο), η δε παρετυμολογική σύνδεση με το κτίζω ως εξήγηση θα αποτελούσε ερμηνευτικό τέχνασμα. Το πιρούνι γράφεται με -ι-, για να δηλωθεί με τον πιο απλό τρόπο η φωνητική τροπή του -ε- (περόνη - περόνιον) σε -ι- (πιρούνι)· πρβλ. και πιγούνι από μεσ. πουγούνι που προέρχεται από το αρχ. πωγώνιον, υποκορ. του πώγων. Το καλύτερος γράφεται με -υ- (όχι καλλίτερος), γιατί σχηματίζεται κατά τα συγκριτικά σε -ύτερος των επιθ. σε -ύς (πλατύς - πλατύτερος, παχύς - παχύτερος ταχύς - ταχύτερος κ.λπ. και καλός - καλύτερος, μεγάλος - μεγαλύτερος, πρώτος - πρωτύτερος/πρωτύτερα, κοντά - κοντύτερα κ.τ.ό.).
Απ' όσα είπαμε φαίνεται καθαρά ότι «προκλητικές ορθογραφίες» ελληνικών λέξεων, όπως αυτές που αναφέραμε, δεν είναι νεοτερισμοί της δημοτικής αλλά επιστημονικές αποκαταστάσεις της ορθής γραφής μέσω της διαδικασίας της ετυμολογίας. Και δεν χρειάζεται «να ξαναπάμε στο σχολείο» παρά να ανατρέχουμε συχνότερα σε έγκυρα λεξικά που περιέχουν τέτοιες πληροφορίες.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ
Το Βήμα: Νέες Εποχές, σ. 5, 20/7/1997

Πόση καθαρεύουσα επιτρέπει η δημοτική;

Σπύρος Α. Μοσχονάς
Δεν είναι καθαρευουσιάνικη η αντίληψη ότι η κοινή γλώσσα, βασίζεται βέβαια στη δημοτική, περιλαμβάνει όμως και κάποια "στοιχεία της καθαρεύουσας" ή, ορθότερα, στοιχεία λόγια ή Σπύρος Παπαλουκάς - Αγόρι με Tιράντες αρχαϊστικά. Την αντίληψη αυτή την υπερασπίστηκαν επιφανείς δημοτικιστές, και μάλιστα εκείνοι στους οποίους κυρίως οφείλεται η μερική έστω τυποποίηση της σημερινής κοινής γλώσσας (Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Αχιλλέας Τζάρτζανος). Καθαρευουσιάνοι δεν υπάρχουν πια΄ούτε καθαρεύουσα΄υπάρχει όμως και συντηρείται το αντίπαλο δέος της καθαρεύουσας. Οι "γλωσσικοί αγώνες" -πραγματικοί ή φανταστικοί, αδιάφορο- συνεχίζονται τώρα γύρω από το ασαφές ερώτημα «Πόση καθαρεύουσα επιτρέπεται;».
Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό με περιγραφικό μάλλον, παρά κανονιστικό τρόπο και να αναρωτηθούμε «πόσα και ποιά αρχαϊστικά στοιχεία περιλαμβάνει η σημερινή γλώσσα;». Ομως επαρκείς στατιστικές μελέτες της νεοελληνικής δεν έχουν γίνει΄και για να γίνουν, οι ειδικοί θα πρέπει πρώτα να αποφασίσουν ποιά κείμενα πρέπει να υποβληθούν σε στατιστική επεξεργασία (και ο Μακρυγιάννης και ο Παπαδιαμάντης;). Με κανονιστικό τρόπο αντιμετωπίζει το ζήτημα και η σύγχρονη λεξικογραφία, και της μιας και της άλλης τάσης΄τα λεξικά καταγράφουν εκείνα τα λόγια στοιχεία που εξαρχής θεωρούν απαραίτητα οι συντάκτες τους και όχι εκείνα που πράγματι χρησιμοποιούνται. Αλλωστε, η ίδια η έννοια της "κοινής γλώσσας" εξακολουθεί να είναι έννοια κανονιστική: αναφέρεται και στη γλωσσική συμπεριφορά και στα πρότυπά της. Και ειδικά μεταξύ ειδικών τα πρότυπα διαφέρουν.
'Εναν κατάλογο των λόγιων στοιχείων που ανέχεται ή επιζητεί το γλωσσικό αισθητήριο των εγγράμματων ομιλητών της κοινής γλώσσας παρουσιάζει ο Geoffrey Horrocks στο τέλος τής νηφάλιας και εμπεριστατωμένης Ιστορίας του τής ελληνικής (Greek: A History of the Language and its Speakers, Λονδίνο 1997). Οι σημαντικότερες επισημάνσεις του Horrocks είναι οι ακόλουθες: Πάγκοινες λέξεις όπως "ποιητής", "εχθρός", "παύση", "συμφωνώ", "ρεύμα" παραβιάζουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τους φωνολογικούς και φωνοτακτικούς κανόνες της δημοτικής. Η ονοματική μορφολογία σώζει πολλά παραδείγματα της λόγιας κλίσης: τα δευτερόκλιτα θηλυκά σε -ος ("η οδός", "η μέθοδος"), τα τριτόκλιτα ουδέτερα σε -ον/-οντος, -εν/-εντος, -αν/-αντος ("προίόν", "ενδιαφέρον", "φωνήεν", "γεγονός", "καθεστώς", "σύμπαν"), τα επίθετα σε -ης και -υς ("επιμελής", "ευρύς"). Γράφεται και λέγεται, έστω και υφολογικά χαρακτηρισμένη, έστω και ιδεολογικά στιγματισμένη, η γενική σε -εως ("της κυβερνήσεως"). Πολλά συναιρεμένα (ή "συνηρημένα";) ρήματα σε -εω και -άω κλίνονται μερικώς κατά το αρχαίο υπόδειγμα (π.χ. "επιχειρώ", "προηγούμε", "αντιδρώ", "εξαρτώμαι"). Διατηρούνται: αρκετοί μεσοπαθητικοί αόριστοι σε -θην (αντί για -θηκα: "συνελήφθησαν"), η λόγια μορφολογία σε -ευσα (αντί για -εψα: "συσσώρευσα"), η εσωτερική αύξηση πολλών εμπρόθετων ("εισέπραξα"). Γνωρίζουν αναγέννηση, καθώς λέγεται, οι επιθετικοποιημένες μετοχές σε -ων/-ουσα/-ον, -ομενος/-η/-ον, κάποτε και με αναδιπλασιασμό ("ο προκύπτων τόκος", "οι εργαζόμενες γυναίκες", "οι τεταμένες σχέσεις"). Είναι αισθητή η τάση για χρήση λόγιων τύπων στη σύνθεση ("μιλώ/μιλάς", αλλά "συνομιλώ/συνομιλείς"΄"διώχνω" αλλά "επιδιώκω").
Απολιθώματα της αρχαϊστικής σύνταξης (γενικές απόλυτοι, δοτικές, αρχαίες προθέσεις) διασώζονται σε εκατοντάδες στερεότυπες φράσεις ("Θεού θέλοντος", "προκειμένου να", "τοις εκατό(ν)", "υπόψη", "κατευθείαν", "εν αντιθέσει προς") - περισσότερες από 2.000 τις υπολογίζει η γλωσσολόγος Αννα Ιορδανίδου, με μετρήσεις στον καθημερινό Τύπο των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα σε εφημερίδες όπως "Η Καθημερινή" και "Το Βήμα". Τέλος, το πνεύμα της νεκρής καθαρεύουσας, επισημαίνει ο Horrocks, επιβιώνει στους νεολογισμούς που συνεχώς πλάθονται για να ονοματίσουν νέα πράγματα και ιδέες, κατά το υπόδειγμα ξένων λέξεων. Πολλοί δημοτικιστές εξακολουθούν να υποτιμούν τη συχνότητα χρήσης των λόγιων αυτών στοιχείων και να υποβαθμίζουν τη λειτουργικότητά τους. Θεωρούν ότι τα αρχαϊστικά στοιχεία συντηρούνται σε μία προσπάθεια μίμησης της καθαρεύουσας από νεότερους κυρίως συγγραφείς που προσβλέπουν σε κάποιο "συμβολικό κέρδος διάκρισης" (θέλουν, ας πούμε, να δείξουν "μορφωμένοι" ή αρχαιομαθείς). Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο δηλωμένοι δημοτικιστές να ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη διόρθωση της καθαρεύουσας, να επισημαίνουν δηλαδή, όχι χωρίς κάποια χαιρεκακία, τα λάθη που προκαλούνται από έλλειψη εξοικείωσης με την καθαρεύουσα (λ.χ. "την ακτίναν", "της εξαχθείσας"). Τα λάθη προδίδουν. Και στην προκειμένη περίπτωση προδίδουν εκείνη την παρωχημένη νοοτροπία που θεωρεί τη γνώση μιας γλώσσας τεχνητής πρόσφορο μέσο για να ξεχωρίζουν οι λίγοι και εκλεκτοί - οι λόγιοι. Οι δημοτικιστές εξακολουθούν να αρνούνται τα συμβολικά οφέλη που μπορεί να προσπορίσει μια τέτοια χρήση τής καθαρεύουσας και τονίζουν την εγγενή αδυναμία της να καταστεί κοινό γλωσσικό και πολιτισμικό πρότυπο - πρότυπο των πολλών.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια σύγχρονη εξέλιξη του δημοτικισμού που να αγκαλιάζει το σύνολο της κοινής γλώσσας, άρα κι εκείνο το κομμάτι της που είναι λόγιο ή "καθαρευουσιάνικο". Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τους δημοτικιστές να διορθώνουν τη λόγια γλώσσα, όχι για να τη στιγματίσουν αλλά επειδή θεωρούν τη διόρθωση εκπαιδευτική πρακτική που αποσκοπεί στη μάθηση. Μια τέτοια εξέλιξη όμως θα έμοιαζε με φάρσα: η καθαρεύουσα να επιβιώνει χωρίς καθαρευουσιάνους, με τη βοήθεια των δημοτικιστών.
Ο κ. Σπύρος Μοσχονάς είναι γλωσσολόγος, λέκτορας στο τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.