6 Νοεμβρίου 2010

Ανθούλα Δανιήλ: Η γλώσσα μας

Προφορικός (και γραπτός) λόγος
Η γλώσσα είναι αξία
Η γλώσσα είναι αξία, είναι το μέσον για την μελέτη της ανθρώπινης φύσης και επιπλέον είναι, κατά την άποψη του Noam Tchomsky, «καίριος παράγοντας για τη νόηση, τις πράξεις και τις κοινωνικές σχέσεις του ανθρώπου» . Κατά την άποψη του Οδυσσέα Ελύτη «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα …ένα ορισμένο ήθος…και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις» .
Η γλώσσα μέσον μετάδοσης πληροφοριών
Με φόντο τις ανωτέρω απόψεις επιφανών ερχόμαστε σ’ αυτό που μας ενδιαφέρει πρωτίστως σ’ αυτή τη συνάντηση. Πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα- αξία, η οποία στην καθημερινή ζωή προβάλλεται κυρίως με την πρακτική και μόνο διάστασή της, ως μέσον επικοινωνίας και ειδικότερα μέσον μετάδοσης πληροφοριών. Κι εδώ είναι που η μία παράμετρός της (η επικοινωνία) καταργεί ή εκβαρβαρίζει την άλλη (την μαγεία).
Λειτουργίες
Η γλώσσα ως μέσο συνεννόησης επιτελεί μια λειτουργία μεγάλης σημασίας που την εξισώνει με αξίες, όπως είναι η ελευθερία, η δημοκρατία, η μόρφωση, η ίδια η ζωή. Ας θυμηθούμε τον Διονύσιο Σολωμό που διακήρυττε το γνωστό «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα » και το σχεδόν ταυτόσημο του Ελύτη, «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου» .
Μέρος αυτής της ζωής είναι η πληροφορία, η οποία, από το γεγονός στον πομπό της είδησης και από τον πομπό στον δέκτη ή αποδέκτη έχει υποστεί μια διεργασία που αφήνει πίσω της πολύ την αντικειμενικότητα, ενδίδει στην υποκειμενικότητα, υποχωρεί στη λογοκρισία, ναρκισσεύεται
με την θεατρικότητα. Και θα φανεί ευθύς αμέσως τι εννοώ.
Τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα μπορεί να είναι εργαστήρια πρότυπου λόγου και να επηρεάσουν το γλωσσικό αίσθημα των ομιλητών μιας γλώσσας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις όμως ο λόγος των περισσότερων δημοσιογράφων αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν.
Στην εποχή μας η τηλεθέαση ή τα φύλλα που θα πουλήσει μια εφημερίδα αποτελούν την είδηση και όχι η είδηση καθ’ εαυτή. Έτσι η πληθώρα των τηλεοπτικών καναλιών, ραδιοφωνικών σταθμών και εντύπων προβάλλουν τη μετάδοση της πληροφορίας, συχνά μέσα από έναν δραματικό αγώνα για την πρωτιά της τηλεθέασης. Κι εδώ είναι που επιστρατεύεται η γλώσσα, μεταμφιέζεται για να υπηρετήσει, κατά πρώτο λόγο τα συμφέροντα του καναλιού και κατά δεύτερο λόγο την επιτυχία, της κάθε εκπομπής.
Η μετάδοση της γραπτής πληροφορίας, κατ’ ανάγκην, ελέγχεται εν πρώτοις γραμματικά και ορθογραφικά και, ευτυχώς διαβάζουμε χωρίς την εξεζητημένη εκφορά ή το επίπλαστο ύφος, του εκφωνούντος. Έτσι είναι αδύνατον ένα κείμενο να δοθεί τουλάχιστον ανορθόγραφο στη δημοσιότητα. Και επειδή είναι γνωστό ότι η γλώσσα καλύπτει και αποκαλύπτει, ο προφορικός λόγος καλύπτει πολλών ειδών αδυναμίες που αποκαλύπτει ο γραπτός. Ο προφορικός όμως αποκαλύπτει άλλες ουσιωδέστερες.
Aνάλογα με την περίσταση
Όπως είναι φυσικό κάθε εκπομπή, ανάλογα με το στόχο της και τον σκοπό της, ανάλογα με τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη διαδικασία, ποιος μιλάει / σε ποιον απευθύνεται / ποιος ακούει/ ποιο είναι το θέμα του, έχει και τον δικό της γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας Ο εκφερόμενος λόγος (επιστημονικός, δημοσιογραφικός, καλλιτεχνικός, διαφημιστικός κλπ.) διαφοροποιείται κατά περίπτωση. Έτσι, με ελάχιστες εξαιρέσεις στις οποίες ανήκουν κυρίως τα κρατικά κανάλια, οι ειδήσεις προβάλλονται ως θέαμα, με έμφαση στο σκανδαλώδες, στην ερεθιστική λεπτομέρεια, στην εξαντλητική αναφορά σε περιττές «καταναλωτικές» λεπτομέρειες, όπου μπορεί τα ορθογραφικά λάθη να μη φαίνονται υπάρχουν όμως «μαργαριτάρια» που δεν παραμένουν «κρυμμένα στο βυθό» της άγνοιας, αλλά επιπλέουν. Μερικά από αυτά είναι το απαράδεκτο «διαρρέουν την είδηση» (όπου το αμετάβατο ρήμα έγινε μεταβατικό και απέκτησε αντικείμενο), και δυστυχέστατα έχει γίνει πλέον κανόνας. Όλοι σχεδόν οι δημοσιογράφοι, καθημερινά «διαρρέουν την είδηση». Άλλο «των υπαρχόντων προβλέψεων», «των αναληφθέντων πρωτοβουλιών» (όπου έγινε συμφυρμός του αρσενικού τύπου της μετοχής με το θηλυκό, προσδιοριζόμενο, ουσιαστικό). Επίσης «ρώτησα πληροφορίες» αντί «ζήτησα» («ζητώ και παίρνω πληροφορίες», λέει ο κανόνας).
Στα λάθη που ενοχλούν είναι αυτά που γίνονται με τα επιρρήματα. Με στόχο την απλοποίηση όλα τα επιρρήματα λήγουν σε –α. Ωστόσο θεωρώ λάθος να λέμε «πιθανά» ή «ενδεχόμενα», όπως λέμε «καλά» κλπ. Όπως δεν λέμε «σαφά», «ακριβά», «ευτυχά», «διεθνά», αλλά λέμε «σαφώς», «ακριβώς», «ευτυχώς», «διεθνώς», έτσι πρέπει να λέμε και «πιθανώς», «ενδεχομένως», κλπ. πολλές φορές άλλωστε προκαλείται σύγχυση, όταν χρησιμοποιούμε το επίρρημα «απλώς» ως «απλά», «αμέσως» ως «άμεσα», «αδιακρίτως» ως «αδιάκριτα» κλπ. Θα έλεγα ότι κακόηχη καταλήγει να είναι η εκφορά της λέξης «ά-δει-α» –με τρεις συλλαβές- όταν ακούγεται δισύλλαβη, οπότε η «ά-δεια διακοπών» όπου η «άδεια» ακούγεται σαν κενή περιεχομένου. Να πούμε επίσης ότι εκείνο το π.Χ. (προ Χριστού) διαφοροποιείται από το μ.Χ. (μετά Χριστόν) αφού και στις δύο περιπτώσεις ο στόχος μας είναι ο χρόνος πριν ή μετά τον Χριστό. Ωστόσο συχνά ακούμε το μ.Χ ως «μετά Χριστού», ως εάν ο στόχος μας είναι να δείξουμε συνοδεία.
Στα «μαργαριτάρια» θα πρέπει να κατατάξουμε το κακόηχο παρεπόμενο της τηλεοπτικής μόδας που απαιτεί την κατάργηση της γενικής των θηλυκών ονομάτων. Έτσι συχνά θα ακούσουμε: «της Μαρία .. .», «της Ελένη…» κλπ., όπως συχνά η γενική του θηλυκού επωνύμου ακούγεται ως ονομαστική αρσενικού: «της Βουγιουκλάκης». Ο νέος πια κανόνας της κατάργησης της γενικής συμπαρέσυρε χώρες και πόλεις. Έτσι συχνά θα ακούσουμε: της Ουραγουάη, αλλά όχι της Αγγλία, της Γουατεμάλα, αλλά όχι της Γαλλία κ.λ.π. Βεβαίως με αυτή την επιλεκτική χρήση της γενικής καταργούμε τον ελληνικό κανόνα που, τουλάχιστον τον καιρό που σπουδάζαμε, ίσχυε και δίδασκε ότι κάθε λέξη που εντάσσεται στο ελληνικό κλητικό σύστημα κλίνεται σαν ελληνική. Μπορεί να είναι ξένη λέξη το «πιάνο» κλίνεται όμως κανονικά: το πιάνο, του πιάνου, τα πιάνα. Πιστεύω ότι το ίδιο ισχύει και για το φλάουτο και το κονσέρτο. Όμως συχνά από το Τρίτο Πρόγραμμα στο Ραδιόφωνο ακούμε την εξεζητημένη ανακοίνωση που αφορά το τάδε μουσικό κομμάτι για «δύο flauti», «δύο κονσέρτι», ενώ δεν ακούμε ποτέ «δύο πιάνι», αλλά δύο πιάνα. Εκζήτηση θεωρώ και την εκφορά των ξένων ονομάτων όπως: «Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ» (Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ), ενώ δεν ακούγεται ποτέ ο Ιωάννης Στράους, αλλά ο Γιόχαν Στράους. Δηλαδή ο ένας «Γιόχαν» εξελληνίζεται ο άλλος όχι, πράγμα που καθιστά ενοχλητικό τον ειδικό παρουσιαστή με την ανεπίτρεπτη γλωσσική του εκζήτηση.
Ξένες λέξεις που δεν εμπίπτουν στο ελληνικό κλητικό σύστημα προφέρονται, όπως είναι, άκλιτες. Ωστόσο συχνά ακούμε για το «τανκ» που μπήκε στο Πολυτεχνείο, αντί τανξ, για τα «ρεσιτάλς», για τα «κοκτέιλς». Όσο για το «σορτ», αντί «σόρτς», θα λέγαμε ότι διαφεύγει του αγγλομαθούς εκφωνητή ότι η συγκεκριμένη λέξη απαντά μόνο στον πληθυντικό αριθμό επειδή το «σορτς» έχει δύο σκέλη, όπως και το παντελόνι, «τράουζερς» και το ψαλίδι «σίζορς». Κακόηχη επίσης ακούγεται, στο Μέγαρο Μουσικής ή στη Λυρική, η ιαχή «bravi» που συνοδεύει το χειροκρότημα και η οποία είναι φορτισμένη με αρνητικό νόημα, αντί της αποδεκτής διεθνώς «bravo».
Σε ξενομανία θα αποδίδαμε επομένως την ξενόγλωσση εκφορά μιας λέξης ή τη χρήση μιας ξένης λέξης μέσα στο ελληνικό συγκείμενο, έτσι για να δείξουμε εξευρωπαϊσμένοι ή καλύτερα εξαμερικανισμένοι. Το παράδειγμα «πάμε clubing». Συνηθίσαμε πια το «μπητς» και το «σούπερ μάρκετ» αντί της παραλίας και της υπεραγοράς. Βεβαίως δεν μας ξενίζουν καθόλου τα κανάλια μας που όλα έχουν ξενόγλωσσους τίτλους: chanel, star, sky, alter, mad. Κάτι όμως που επίσης δημιουργεί εντύπωση είναι ότι οι δημοσιογράφοι μας κατάφεραν να εξοβελίσουν τις ωραίες ελληνικές λέξεις «καλημέρα», «καλησπέρα», «καληνύχτα», «χαίρετε», «γειά σας», προτιμώντας αντ’ αυτών το «καλό πρωινό» (μήπως εννοούν το μπρέκφαστ;), «καλό μεσημέρι», «καλό απόγευμα», «καλό βράδυ», «τα λέμε». Στις 12, 5΄ τη νύχτα λέμε «καλημέρα». Μας διαφεύγει ότι πρέπει να φύγει η νύχτα και να ανατείλει η νέα μέρα για να πούμε «καλημέρα». Και η νύχτα εν πάση περιπτώσει, πότε είναι;
Τρόπος εκφοράς –παραγλωσσικά στοιχεία
Μια άλλη ενοχλητική, στο ακουστικό αίσθημα, προφορά αφορά τις ξένες λέξεις, που ούτως ή άλλως, έχουμε εντάξει στο λεξιλόγιό μας. Το πολιτογραφημένο πια στην ελληνική «φλας» ακούγεται (από τον αγαπητό μας, κατά τα άλλα, Αλέξη Κωστάλα «φλαsh». Κοροϊδεύοντας ο Ταχτσής κάτι ανάλογο πρόφερε το αγγλικό ξενοδοχείο Κάβεντιsh, ενώ ο Νίκος Εγγονόπουλος στο ποίημα «ίσως» προφέρει «σhήμερις»). Kατά τον ίδιο τρόπο ακούμε από νεοφώτιστους αγγλομαθείς το «ζζαμμπόν» με μια περίεργη έμφαση στο «ζ» και στο «μ», που δεν μεταγράφεται στην ελληνική. Παλιότερα που η γαλλική γλώσσα ήταν περισσότερο της μόδας ακούγαμε τη διαφήμιση «Astor μπλου, Astor κόκκινη». Σήμερα το «μπλου» έχει πάρει πλέον την ελληνική υπηκοότητα και έγινε «μπλε». Υπάρχει όμως το «μπεζζζ» με έμφαση στο «ζ» για να επιδειχθεί η γλωσσομάθεια.
Ο Ελύτης, ο Σεφέρης και πολλοί άλλοι, κάνουν λόγο στα γραπτά τους για τον γάλλο ποιητή Ρεμπώ. Πολλοί Νεοέλληνες όμως επιμένουν στον «Ραμμπώ».
Η βαρβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η γλώσσα αφορά και μια άλλη πλευρά της ενημέρωσης. Δημοσιογράφοι- παρουσιαστές- ρεπόρτερς, ευτυχώς όχι όλοι, φορτίζουν την ατμόσφαιρα με τον τρόπο παρουσίασης των ειδήσεων προσπαθώντας να δείξουν σοβαρότερη τη δική τους εκδοχή της είδησης. Έτσι συχνά νεαρές δημοσιογράφοι, με ένα μικρόφωνο στο χέρι περιδιαβάζουν, και χωρίς καμία αίσθηση της σημασίας εκείνου που μεταδίδουν, απαγγέλλουν το «ποίημά» τους ή «αφηγούνται» μελοδραματικά το «μυθιστόρημα» της είδησης. Δίνουν θεατρικούς τόνους στη φωνή τους, αφύσικους και εντελώς ενοχλητικούς υποβιβάζοντας, προσβάλλοντας, και αηδιάζοντας τον τηλεθεατή.
Η είδηση και το σχόλιο
Άλλες φορές παθιάζονται τόσο, ώστε ο τηλεθεατής να νομίζει πως ο αναμεταδότης θα πάθει έμφραγμα. Λείπει δηλαδή, από τον τρόπο μετάδοσης της είδησης, η διακριτική απόσταση από το γεγονός. Εσκεμμένως άλλωστε η είδηση διαπλέκει το γεγονός με το σχόλιο, το χρωματίζει με πληθώρα επιθέτων, υποβάλλει την προσωπική άποψη ως αντικειμενική, και γενικά λειτουργεί έτσι, ώστε να χάνεται το μέτρο και το σοβαρό να μην διαφοροποιείται από το σοβαρότερο.
Σε διαπλοκή είδησης και σχολίου, με στόχο την απόπειρα αποπροσανατολισμού, θα αποδίδαμε την μετάδοση της εικόνας των γεγονότων που προκάλεσαν ορισμένοι νεαροί, στην αντιπολεμική πορεία στην Αθήνα, την οποία μετέδιδαν τα κρατικά, ενώ τα ιδιωτικά μετέδιδαν κανονικά το πρόγραμμά τους και το διέκοψαν μόνο για μεταδώσουν τα επεισόδια. Το ίδιο συμβαίνει συχνά και στην επέτειο του Πολυτεχνείου.
Η εξαντλητική παρουσίαση ενός τροχαίου, η εμμονή σε επαναλαμβανόμενα «δραματικά» πλάνα είναι τα μέσα παραπλάνησης για το τι είναι τελικά είδηση.
Η γλώσσα και το ύφος
Η αντινομία βεβαίως είναι μέσα στη φύση των ανθρωπίνων, με αποτέλεσμα η αντικειμενικότητα να διαπλέκεται με την υποκειμενικότητα, η κοινωνικότητα με την ατομικότητα. Η γλώσσα δηλαδή είναι το όργανο της κοινότητας, αλλά και προσωπική κατάκτηση του καθενός. Υπάρχει η κοινή γλώσσα – η δημόσια γλώσσα- αλλά υπάρχει και η ιδιωτική. Ανάλογα με την παιδεία του καθένας διαμορφώνει το γλωσσικό του όργανο. Με τη δημόσια επικοινωνεί με τους άλλους με την ιδιωτική εκφράζεται προσωπικά, και στην προκειμένη περίπτωση προσωπικά εννοώ τον ιδιωτικό χώρο του καθενός. Στην τηλεόραση όμως φαίνεται συχνά ότι καταργείται η απόσταση και η ιδιωτική γλώσσα προβάλλεται ως δημόσια. Να επισημάνουμε πως στην τηλεόραση τίποτε δεν απαγορεύεται. Τίποτε δεν είναι «ακατάλληλο». Αντίθετα όλα είναι κατάλληλα με την ένδειξη «κατάλληλο» για ορισμένες ηλικίες με «επιθυμητή» ή «απαραίτητη» «τη γονική συναίνεση». Τα μέσα μπορούν να λένε και να δείχνουν ό,τιδήποτε. Η ευθύνη δική μας.
Αν κάνουμε τον κόπο να παρακολουθήσουμε μια αθλητική εκπομπή τότε θα διαπιστώσουμε την ποιότητα του λόγου των ομιλούντων. Πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, πέρα από αυτές όλα τα φαινόμενα βίας, ο φανατισμός και ο χουλιγκανισμός προπαγανδίζονται έντεχνα.
Το παιχνίδι είναι καλά στημένο και ο τηλεθεατής είναι «ντοπαρισμένος», ανά πάσα στιγμή ελεγχόμενος ή επιρρεπής στην πρόκληση.
Μη καταναλώσιμες εκπομπές
Κι επειδή τα ντοκιμαντέρ δεν είναι «καταναλώσιμα» τηλεοπτικά είδη προβάλλονται μόνο από τα κρατικά κανάλια. Τα ιδιωτικά δεν θυσιάζουν ώρες για τέτοια θεάματα. Αντιθέτως δίνεται έμφαση σε πρόσωπα που μπορούν να «πουλήσουν», και αν, κατά τύχη, εκφέρουν λόγο αποκλίνοντα από την κοινή γλώσσα, τότε έχουν επιτυχία. Εκπομπές του τύπου «ενώπιος ενωπίω», «τετ α τετ», «με τα μάτια» της τάδε φιλοξενούν αδιακρίτως πρόσωπα της πολιτικής ή της τέχνης. Η φιλοξενία μπορεί να αποβλέπει απλώς στην θεαματικότητα, οπότε τα κριτήρια είναι ύποπτα (π.χ. η Έλλη Στάη καλεί τον Πάγκαλο και στην επόμενη εκπομπή την Άντζελα Δημητρίου… με παρεπόμενο τα ανέκδοτα για το τι και πώς είπε, ό, τι είπε).
Η προβολή σκανδαλοθηρικών ρεπορτάζ (π.χ. η οδοντίατρος, που συμπεριφέρεται σαν «μοντέλο» ή κάτι άλλο, είναι συχνά προσκεκλημένη ορισμένων καναλιών, όπου τίποτα από ό,τι λέει δεν «λογοκρίνεται», έτσι ώστε να αφήνονται πολλά υπονοούμενα εναντίον προσώπων του χώρου που εκείνη κινείται).
Το βίνετο κλιπ είναι κατά κανόνα μια μικρή κινηματογραφική ταινία με έντονη την ερωτική πρόκληση.
Τα κινηματογραφικά έργα σπανίως είναι ποιοτικά, συνήθως ανήκουν σε πακέτα αμερικάνικης υποκουλτούρας. Αστυνομικά (σειρήνες κυνηγητά), θρίλερ (άγρια εγκλήματα), λόγος βάρβαρος, υποβαθμισμένος, περιθωριακός.
Το σεξ στη νυχτερινή ζώνη είναι κανόνας. Εδώ δεν κακοποιείται η γλώσσα, διότι ο στόχος είναι η διέγερση των ηδονοβλεπτικών τάσεων του τηλεθεατή.
Οι συζητήσεις – τα τραπέζια- είναι τόσες πολλές, ώστε ο τηλεθεατής να μην έχει άλλη επιλογή από το να κλείσει την τηλεόραση, αν δεν επιθυμεί να παρακολουθήσει τη συζήτηση.
Πλήρως υποβαθμισμένος είναι ο λόγος βεβαίως στα κανάλια των μαντισσών, των διαφημίσεων επίπλων, χαλιών, κοσμημάτων, κατσαρολικών, κουβερτών, όπου άνθρωποι, με τη δυνατότητα να πληρώνουν τον τηλεοπτικό χρόνο, καθόλα αντιτηλεοπτικοί έχουν και αυτοί «δικαίωμα» στην βάρβαρη χρησιμοποίηση του λόγου, «Τρισβάρβαρα τα ελληνικά των, οι άθλιοι» για να θυμηθούμε τον Καβάφη.
Και τελειώνοντας θα λέγαμε ότι κανείς πια δεν έχει «κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του» μήπως μιλήσει «με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά», όπως εκείνος ο «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» του Καβάφη, εφόσον ο βαρβαρισμός, όσο δεινός κι αν είναι, θεωρείται πλέον μόδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου