Αυτή την Κυριακή η καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο και συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου διαβάζει τις νουβέλες του Θέμου Κορνάρου «Σπιναλόγκα» και της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Η άρρωστη πολιτεία», που κυκλοφορούν σε έναν τόμο με θέμα τη λέπρα και το κοινωνικό στίγμα
Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010 Οι τόποι εξορίας χρειάζονται για να εστιάζεται πάνω τους το Κακό. Η σκέψη αυτή σε συντροφεύει όσο διαβάζεις το συγκλονιστικό αυτό βιβλίο. «Σπιναλόγκα». Το άκουσμα και μόνο της λέξης γεννά ρίγος, φόβο, αποτροπιασμό. Αλλά και μια κρυφή έλξη. Η έλξη του αποτρόπαιου.
Το 1957, ύστερα από μισό αιώνα «ζωής», οι τελευταίοι κάτοικοι μεταφέρονται στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και το λεπροκομείο κλείνει. Ομως ο εξοστρακισμός, το «εκεί- έξω- μακριά» δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το συλλογικό φαντασιακό. Είναι μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι από ξεχασμένους χρόνους που ατέρμονα συνεχίζεται. Στην καρδιά του κακού πρέπει να φωλιάζει το «άλλο», το «ξένο». Ετσι το Κακό αποκτά μια πηγή. Εστιάζεται. Δεν κυκλοφορεί έωλο μέσα στο σώμα, στην ψυχή, στον οικείο τόπο. Οχι εδώ. Αλλά εκεί- έξω- εντοπισμένο- εκτοπισμένο- οριοθετημένο- μακρινό. Η Σπιναλόγκα, ένας εμβληματικός χώρος υποδοχής ενός τέτοιου Κακού. Ενός Κακού που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δύναμη έτσι καθώς διανθίζεται από καθημερινές ιστορίες ζωής μέσα από τη στενή διαπλοκή του έρωτα και του θανάτου.
Σενάρια οδύνης και ηδονής εμπνέουν σήμερα μπεστ σέλερ (πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα πούλησε σε όλον τον κόσμο το βιβλίο της Χίσλοπ) και τηλεοπτικές υπερπαραγωγές. Μια παράδοξη επικαιρότητα μεταμορφώνει το νησί των απόκληρων σε μια σημερινή επικράτεια σημείων μεστή σημασιών και μεταφορικών σχημάτων.
Μακριά από την κοινωνία του θεάματος, το 1913 η Καζαντζάκη και είκοσι χρόνια αργότερα ο Κορνάρος αποτύπωσαν σε δύο τολμηρές νουβέλες το δικό τους βλέμμα για το νησί των καταραμένων. Για πρώτη φορά τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό μαζί. Εύστοχα συνδεδεμένα και πλαισιωμένα από ένα εξαιρετικά ποιητικό και στοχαστικό επίμετρο του Μάνου Λουκάκη. Ενα βιωματικό κείμενο που τροφοδοτήθηκε από προσωπικές μνήμες και λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος, μια αναπάντεχη γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες των δύο άλλων κειμένων. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τρία ερεθιστικά για τη σκέψη και το συναίσθημα κείμενα.
Η Αρρωστη πολιτεία πρωτοδημοσιεύεται το 1914 από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη. Και είναι η πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία που αναδεικνύεται το θέμα της λέπρας μέσα από μια ερωτική ιστορία. Ενα κείμενο ρεαλιστικό και συνάμα συμβολιστικό, με έντονη την επιρροή του Καζαντζάκη και τα στοιχεία της νιτσεϊκής γοητείας. Ενα «ρομάντζο», όπως η ίδια το αποκάλεσε, γραμμένο λίγο προτού χρονικά στραφεί ενεργά στη μαχόμενη αριστερή ιδεολογία.
Με τον Κορνάρο περνάμε στο πεδίο της άγριας καταγγελίας. Ενα κείμενο-ουρλιαχτό. Ενα βιβλίο μάχης, γραμμένο μαζί με το Αγιον Ορος το 1933 με μια γλώσσα ωμού νατουραλισμού. Ο λόγος ενός εκ των πλέον στρατευμένων πεζογράφων του Μεσοπολέμου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Οταν το διακύβευμα είναι η εξαπάτηση, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, η «κοινωνία των εμπόρων» ή, αν θέλετε, των δουλεμπόρων, ο λόγος θα είναι οξύς, ανυποχώρητος, αγριευτικός ή δεν θα είναι.
Αν και με πιο ήπιο τρόπο, το κυρίαρχο σύστημα και στην Καζαντζάκη βάλλεται από τις πρώτες κιόλας γραμμές (βλέπε και το εμπεριστατωμένο κείμενο της Κέλυ Δασκαλά στην Αρρωστη πολιτεία των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα). Τονίζεται η υποκρισία, ο κοινωνικός έλεγχος, η βαρβαρότητα των υγιών. Η ευκολία με την οποία αδειάζει ο άνθρωπος από ό,τι το ανθρώπινο κατά λάθος τον κατοικεί. Ο υγιής, πιο λεπρός από τον λεπρό. «Η σχέση του πολιτισμού με το μαδημένο πετσί τ΄ ανθρώπου». Ιδού η μεγάλη όσο και επίκαιρη ανατροπή που κομίζουν τα δύο κείμενα. Η υγεία τελικά αποβαίνει μια ύποπτη και για τους δύο συγγραφείς έννοια. Οι κάτοικοι στο νησί ζουν με έναν διπλό καταναγκασμό: από τη μια η φριχτή νόσος με το ροκάνισμα του σώματος, και από την άλλη ένα κοινωνικό σύστημα που απορρίπτει, αποβάλλει, ποινικοποιεί προκειμένου να κρατηθεί αμόλυντο, να διατηρήσει την ευταξία και τον ευπρεπισμό του. Η ασθένεια, το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, αποκτά εδώ μια ιδιότυπη σκληρότητα.
Ο λεπρός μπορεί να μην έχει το σαλεμένο μυαλό του τρελού, έχει όμως τη σαλεμένη όψη ενός αποκρουστικά δύσμορφου πλάσματος. «Πρόσωπο δεν ξεχώριζες απ΄ τα πρηξίματα και τις πράσινες κλιτσανισμένες πληγές», «σάπιο στόμα που βρωμάει και με το λουβιασμένο λαρύγγι».
Η εμβληματική φιγούρα της παραμόρφωσης εκτοπισμένης εκεί-έξω καθησυχάζει όλους εμάς ως προς την αρτιμέλεια και την ευμορφία μας.
Ο καθημερινός αγώνας που δίνουν οι λεπροί, οι αμυντικοί μηχανισμοί επιβίωσης, η στενή διαπλοκή του έρωτα με τον θάνατο, του λογικού με το παράλογο, του εφησυχαστικού με το τρομαχτικό συνθέτουν ένα πολύτιμο υλικό «ανθρωπογνωσίας». Η ακραία συνθήκη αποτελεί έναν μεγεθυντικό, αποκαλυπτικό της ύπαρξης φακό. Η παρούσα έκδοση προσφέρει μια συγκλονιστική μαρτυρία ύπαρξης και αξίζει ειδικά σήμερα να διαβαστεί από όλους.
Η επικαιρότητα εν τέλει της Σπιναλόγκα έχει να κάνει με μια κοινωνία που εξακολουθεί να καλλιεργεί στο σύγχρονο άτομο το αίσθημα του εξόριστου από τον εαυτό του και την ιστορία του. Τα σημαίνοντα της εξορίας πολλαπλασιάζονται σήμερα στον αδειασμένο από νόημα και έμπλεο αγωνίας για το σήμερα και τρόμο για το αύριο ανελεύθερο κόσμο μας. Αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα για την ταυτότητα και τους όρους λειτουργίας της, για την παθολογία και τη δυσμορφία της ευρύτερης ομάδας, για την ηθική της ζωής που κατακλύζει τα παραμορφωμένα μελλοθάνατα πλάσματα του καταραμένου νησιού που και στα δύο κείμενα ερωτεύονται, ζουν, υπάρχουν, στήνουν έναν ανέλπιδο αλλά ταυτόχρονα γενναίο και θαρρετό αγώνα ζωής. Στον νου μού έρχεται ο Παβέζε «Μία μόνο ηδονή υπάρχει, να είσαι ζωντανός, όλα τα άλλα είναι αθλιότητες».
Το 1957, ύστερα από μισό αιώνα «ζωής», οι τελευταίοι κάτοικοι μεταφέρονται στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και το λεπροκομείο κλείνει. Ομως ο εξοστρακισμός, το «εκεί- έξω- μακριά» δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το συλλογικό φαντασιακό. Είναι μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι από ξεχασμένους χρόνους που ατέρμονα συνεχίζεται. Στην καρδιά του κακού πρέπει να φωλιάζει το «άλλο», το «ξένο». Ετσι το Κακό αποκτά μια πηγή. Εστιάζεται. Δεν κυκλοφορεί έωλο μέσα στο σώμα, στην ψυχή, στον οικείο τόπο. Οχι εδώ. Αλλά εκεί- έξω- εντοπισμένο- εκτοπισμένο- οριοθετημένο- μακρινό. Η Σπιναλόγκα, ένας εμβληματικός χώρος υποδοχής ενός τέτοιου Κακού. Ενός Κακού που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δύναμη έτσι καθώς διανθίζεται από καθημερινές ιστορίες ζωής μέσα από τη στενή διαπλοκή του έρωτα και του θανάτου.
Σενάρια οδύνης και ηδονής εμπνέουν σήμερα μπεστ σέλερ (πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα πούλησε σε όλον τον κόσμο το βιβλίο της Χίσλοπ) και τηλεοπτικές υπερπαραγωγές. Μια παράδοξη επικαιρότητα μεταμορφώνει το νησί των απόκληρων σε μια σημερινή επικράτεια σημείων μεστή σημασιών και μεταφορικών σχημάτων.
Μακριά από την κοινωνία του θεάματος, το 1913 η Καζαντζάκη και είκοσι χρόνια αργότερα ο Κορνάρος αποτύπωσαν σε δύο τολμηρές νουβέλες το δικό τους βλέμμα για το νησί των καταραμένων. Για πρώτη φορά τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό μαζί. Εύστοχα συνδεδεμένα και πλαισιωμένα από ένα εξαιρετικά ποιητικό και στοχαστικό επίμετρο του Μάνου Λουκάκη. Ενα βιωματικό κείμενο που τροφοδοτήθηκε από προσωπικές μνήμες και λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος, μια αναπάντεχη γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες των δύο άλλων κειμένων. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τρία ερεθιστικά για τη σκέψη και το συναίσθημα κείμενα.
Η Αρρωστη πολιτεία πρωτοδημοσιεύεται το 1914 από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη. Και είναι η πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία που αναδεικνύεται το θέμα της λέπρας μέσα από μια ερωτική ιστορία. Ενα κείμενο ρεαλιστικό και συνάμα συμβολιστικό, με έντονη την επιρροή του Καζαντζάκη και τα στοιχεία της νιτσεϊκής γοητείας. Ενα «ρομάντζο», όπως η ίδια το αποκάλεσε, γραμμένο λίγο προτού χρονικά στραφεί ενεργά στη μαχόμενη αριστερή ιδεολογία.
Με τον Κορνάρο περνάμε στο πεδίο της άγριας καταγγελίας. Ενα κείμενο-ουρλιαχτό. Ενα βιβλίο μάχης, γραμμένο μαζί με το Αγιον Ορος το 1933 με μια γλώσσα ωμού νατουραλισμού. Ο λόγος ενός εκ των πλέον στρατευμένων πεζογράφων του Μεσοπολέμου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Οταν το διακύβευμα είναι η εξαπάτηση, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, η «κοινωνία των εμπόρων» ή, αν θέλετε, των δουλεμπόρων, ο λόγος θα είναι οξύς, ανυποχώρητος, αγριευτικός ή δεν θα είναι.
Αν και με πιο ήπιο τρόπο, το κυρίαρχο σύστημα και στην Καζαντζάκη βάλλεται από τις πρώτες κιόλας γραμμές (βλέπε και το εμπεριστατωμένο κείμενο της Κέλυ Δασκαλά στην Αρρωστη πολιτεία των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα). Τονίζεται η υποκρισία, ο κοινωνικός έλεγχος, η βαρβαρότητα των υγιών. Η ευκολία με την οποία αδειάζει ο άνθρωπος από ό,τι το ανθρώπινο κατά λάθος τον κατοικεί. Ο υγιής, πιο λεπρός από τον λεπρό. «Η σχέση του πολιτισμού με το μαδημένο πετσί τ΄ ανθρώπου». Ιδού η μεγάλη όσο και επίκαιρη ανατροπή που κομίζουν τα δύο κείμενα. Η υγεία τελικά αποβαίνει μια ύποπτη και για τους δύο συγγραφείς έννοια. Οι κάτοικοι στο νησί ζουν με έναν διπλό καταναγκασμό: από τη μια η φριχτή νόσος με το ροκάνισμα του σώματος, και από την άλλη ένα κοινωνικό σύστημα που απορρίπτει, αποβάλλει, ποινικοποιεί προκειμένου να κρατηθεί αμόλυντο, να διατηρήσει την ευταξία και τον ευπρεπισμό του. Η ασθένεια, το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, αποκτά εδώ μια ιδιότυπη σκληρότητα.
Ο λεπρός μπορεί να μην έχει το σαλεμένο μυαλό του τρελού, έχει όμως τη σαλεμένη όψη ενός αποκρουστικά δύσμορφου πλάσματος. «Πρόσωπο δεν ξεχώριζες απ΄ τα πρηξίματα και τις πράσινες κλιτσανισμένες πληγές», «σάπιο στόμα που βρωμάει και με το λουβιασμένο λαρύγγι».
Η εμβληματική φιγούρα της παραμόρφωσης εκτοπισμένης εκεί-έξω καθησυχάζει όλους εμάς ως προς την αρτιμέλεια και την ευμορφία μας.
Ο καθημερινός αγώνας που δίνουν οι λεπροί, οι αμυντικοί μηχανισμοί επιβίωσης, η στενή διαπλοκή του έρωτα με τον θάνατο, του λογικού με το παράλογο, του εφησυχαστικού με το τρομαχτικό συνθέτουν ένα πολύτιμο υλικό «ανθρωπογνωσίας». Η ακραία συνθήκη αποτελεί έναν μεγεθυντικό, αποκαλυπτικό της ύπαρξης φακό. Η παρούσα έκδοση προσφέρει μια συγκλονιστική μαρτυρία ύπαρξης και αξίζει ειδικά σήμερα να διαβαστεί από όλους.
Η επικαιρότητα εν τέλει της Σπιναλόγκα έχει να κάνει με μια κοινωνία που εξακολουθεί να καλλιεργεί στο σύγχρονο άτομο το αίσθημα του εξόριστου από τον εαυτό του και την ιστορία του. Τα σημαίνοντα της εξορίας πολλαπλασιάζονται σήμερα στον αδειασμένο από νόημα και έμπλεο αγωνίας για το σήμερα και τρόμο για το αύριο ανελεύθερο κόσμο μας. Αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα για την ταυτότητα και τους όρους λειτουργίας της, για την παθολογία και τη δυσμορφία της ευρύτερης ομάδας, για την ηθική της ζωής που κατακλύζει τα παραμορφωμένα μελλοθάνατα πλάσματα του καταραμένου νησιού που και στα δύο κείμενα ερωτεύονται, ζουν, υπάρχουν, στήνουν έναν ανέλπιδο αλλά ταυτόχρονα γενναίο και θαρρετό αγώνα ζωής. Στον νου μού έρχεται ο Παβέζε «Μία μόνο ηδονή υπάρχει, να είσαι ζωντανός, όλα τα άλλα είναι αθλιότητες».
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=356846&dt=26/09/2010#ixzz14Wz6oiTS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου