"Είμαι γενικά πολύ επιφυλακτική με όσα βιβλία...αυτοδιαφημίζονται. Οι δυο πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος της Victoria Hislop "Το νησί"Διόπτρα, 2007), είναι γεμάτες από το τι "έγραψαν...είπαν" διάφοροι, γνωστοί και άγνωστοι, για το βιβλίο. Γιατί με προκαταλαμβάνει; Γιατί δεν με αφήνει να κρίνω μόνη μου; Κι έπειτα, αυτό το "15η έκδοση" στο εξώφυλλο τι σημαίνει; Πότε έγινε η πρώτη έκδοση; Στο εσώφυλλο δεν βλέπω άλλη χρονολογία από το 2007. Μπορούμε να μιλάμε για καινούριες εκδόσεις, όταν πρόκειται απλώς για ανατυπώσεις; Και πόσα αντίτυπα εκδίδονταν σε κάθε έκδοση; Πουθενά δεν το λέει.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτά τα εμπορικά τεχνάσματα δεν έχουν σημασία, αν το ίδιο το βιβλίο αξίζει. Μήπως όμως ακριβώς αυτά τα διαφημιστικά ευρήματα φανερώνουν μια φοβία των εκδοτών και μια προσπάθεια προσέλκυσης αναγνωστών με τεχνητά μέσα;
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που βρήκα στο βιβλίο της Hislop (που σημειωτέον απέσπασε το βρετανικό βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2007) είναι οι πληροφορίες που μας δίνει για το νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί στα ανατολικά της Κρήτης, καθώς και οι γνώσεις γύρω από την ίδια την αρρώστια και οι προσπάθειες για τη θεραπεία της. Η συγγραφέας θα πρέπει να έχει μελετήσει πολύ το θέμα της λέπρας, να έχει επισκεφθεί την Κρήτη και πολύ να την έχει αγαπήσει.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που βρήκα στο βιβλίο της Hislop (που σημειωτέον απέσπασε το βρετανικό βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2007) είναι οι πληροφορίες που μας δίνει για το νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί στα ανατολικά της Κρήτης, καθώς και οι γνώσεις γύρω από την ίδια την αρρώστια και οι προσπάθειες για τη θεραπεία της. Η συγγραφέας θα πρέπει να έχει μελετήσει πολύ το θέμα της λέπρας, να έχει επισκεφθεί την Κρήτη και πολύ να την έχει αγαπήσει.
Η υπόθεση με λίγα λόγια είναι η εξής: Μια νεαρή κοπέλα, η Αλέξις, στην πρσπάθειά της να ανακαλύψει τις ρίζες της, την ιστορία του παρελθόντος της Ελληνίδας μητέρας της, που με σχολαστική μυστικοπάθεια εκείνη απέκρυβε, ξεκινά από το Λονδίνο για την Κρήτη.
Εκεί, σε μια μακροσκελέστατη αφήγηση (σχεδόν όλο το βιβλίο) μιας παλιάς γνωστής της μητέρας της, θα μάθει όλο το παρελθόν, μια δραματική ιστορία που ξεκίνησε το 1939 και τελειώνει το 2001.
Εκεί, σε μια μακροσκελέστατη αφήγηση (σχεδόν όλο το βιβλίο) μιας παλιάς γνωστής της μητέρας της, θα μάθει όλο το παρελθόν, μια δραματική ιστορία που ξεκίνησε το 1939 και τελειώνει το 2001.
Ενώ όμως η συγγραφέας είχε στα χέρια της ένα ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα, δεν κατάφερε, πέρα από το πληροφοριακό στοιχείο, να το αξιοποιήσει και λογοτεχνικά. Βρίσκω ότι το βιβλίο αυτό μεγαλύτερο ενδιαφέρον μπορεί να δημιουργήσει στους ξένους αναγνώστες παρά στους Έλληνες. Είναι εμφανής η προσπάθειά της να περιγράψει τη ζωή στην Κρήτη. Για παράδειγμα, η αναφορά στα πιατάκια με τους μεζέδες, η περιγραφή της νύχτας της Ανάστασης, ενός γλεντιού ή του χορού σε πανηγύρι, του γάμου, του τρύγου ή του μαζέματος των ελιών, μπορεί να δημιουργούν μια εξωτική ατμόσφαιρα για τους μη Έλληνες αναγνώστες, όχι όμως και για μας που όλα αυτά αποτελούν καθημερινές και αυτονόητες συνήθειες.
Έπειτα, στην όλη ιστορία λείπει η ένταση και το πάθος, λείπει το βάθος και η συγκίνηση. Είναι μια "φλατ" αφήγηση, θα έλεγα, που εξελίσσεται στο ίδιο ύφος, είτε μας περιγράφει εξωτερικά ένα τοπίο είτε τη συγκλονιστική στιγμή που μια νέα, όμορφη, αρραβωνιασμένη κοπέλα ανακαλύπτει στο σώμα της τα πρώτα σημάδια της λέπρας.
Ασφαλώς, για να τελειώσω το 500 σελίδων μυθιστόρημα (με αρκετό κόπο, ομολογώ) κάποιο ενδιαφέρον βρήκα σ' αυτό. Όχι όμως τόσο όσο θα μπορούσε και θα έπρεπε να προσδώσει στο θέμα της η συγγραφέας."πηγή:anagnostria.blogspot.com
"Ο έλληνας αναγνώστης της Βικτόρια Χίσλοπ έχει πρόβλημα. Με τους αφύσικους διαλόγους. Σταχυολογώ ορισμένες ατάκες, που αποδίδονται σε χωρικούς της Κρήτης, στην Κατοχή και λίγο αργότερα. Η ταβερνιάρισσα λέει για κάποια απιστία: «Κατά γενική ομολογία, το κτήμα βουίζει από τις εικασίες εδώ και εβδομάδες». Ο ψαράς στην κόρη του: «Αν όλοι αμφέβαλλαν για το ότι πρέπει να κάνουν πράγματα ο ένας για τον άλλον, ο κόσμος θα σταματούσε να γυρίζει». Η πάμπλουτη, λαϊκής καταγωγής συμπεθέρα: «Ολοι έχουμε συναίσθηση της ανισότητας αυτής της πιθανής ένωσης». Ετσι ομιλούσαν στην Κρήτη; Οι εκλεπτυσμένες στιχομυθίες μεταφρασμένες από τα αγγλικά μόνο ιλαρότητα μπορούν να προκαλέσουν. Εν τούτοις το βιβλίο έχει επιτυχία. Στα ελληνικά πούλησε 10.000 αντίτυπα σε 2 μήνες. Τίποτε δηλαδή μπροστά στην απήχηση στο αγγλόφωνο κοινό. Η πρωτοεμφανιζόμενη Βρετανή ξεπέρασε τις 850.000. Μεταφράστηκε σε 17 χώρες. Δεν είναι δύσκολο να ερμηνευτεί το φαινόμενο. Το βιβλίο έχει υπόθεση, έχει ήρωες και δυο δυνατά θέματα: τον αποκλεισμό, όπως τον βιώνουν οι λεπροί, και τη διατήρηση των οικογενειακών μυστικών. Εκτυλίσσεται δε στο εξωτικό περιβάλλον της Μεσογείου.
Απόγονοι ασθενών
Το «νησί» του τίτλου είναι η Σπιναλόγκα, όπου από το 1903 ως το 1957 λειτουργούσε λεπροκομείο. Ως αφηγηματικό πρόσχημα χρησιμοποιείται μια απόγονη ασθενών, γεννημένη στην Αγγλία, η οποία σκαλίζει το παρελθόν της μητέρας της. Φτάνει στην Κρήτη για διακοπές με τον φίλο της και τον αφήνει για μερικές μέρες για να επισκεφτεί μόνη της την Πλάκα, το ψαροχώρι απέναντι από τη Σπιναλόγκα, τόπο καταγωγής της. Η Βικτόρια Χίσλοπ, όταν επισκέφτηκε το μέρος, το βρήκε τόσο φορτισμένο ώστε να τοποθετήσει εκεί το πρώτο βιβλίο της. Επισκέφτηκε την Κρήτη περί τις 30 φορές και πρόσφατα απέκτησε εκεί δικό της σπίτι. Εχει γνωρίσει πολλούς ντόπιους και μάλιστα εκφράζει την επιθυμία να μάθει τη γλώσσα. Είναι παράξενο που την προσήλκυσε με τέτοιο εμμονικό τρόπο η Ελλάδα, καθώς έχει περιδιαβεί τον πλανήτη γράφοντας ταξιδιωτικά άρθρα. Στο βιογραφικό της αναφέρει ότι συνεργάζεται με τις εφημερίδες Sunday Telegraph και Daily Telegraph καθώς και με το περιοδικό Woman & Home. Ο σύζυγός της είναι εκδότης της σατιρικής εφημερίδας Private Eye. Συμπτωματικά και στη Σπιναλόγκα οι έγκλειστοι εξέδιδαν το δικό τους σατιρικό έντυπο αλλά η Χίσλοπ το περνάει στην αφήγηση ως απλή εφημερίδα, για να μη θεωρηθεί έμμεση παραπομπή στον άντρα της.
Καθώς πρόκειται για μυθιστόρημα, υπάρχουν ελευθερίες. Το χωριό Πλάκα για παράδειγμα είχε εκκενωθεί στη διάρκεια της Κατοχής καθώς υπήρχε ο φόβος απόβασης των Αγγλων. Η περιοχή ήταν γεμάτη ναρκοπέδια και πολυβολεία. Στο βιβλίο υπάρχουν μεν γερμανοί στρατιώτες, που περιπολούν κάθε απόγευμα αλλά η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Κατά τα άλλα, είναι μάλλον πειστική η απεικόνιση ενός χωριού της εποχής. Τα επαγγέλματα, οι καθημερινές συνήθειες, οι κοινωνικοί διαχωρισμοί, οι προσωπικές σχέσεις έχουν ρεαλιστική βάση. Κεντρική φιγούρα του βιβλίου ο βαρκάρης που μεταφέρει προμήθειες και ανθρώπους προς τη Σπιναλόγκα. Ο Γιώργης Πετράκης είναι άνθρωπος που υπομένει τη μοίρα σχεδόν αδιαμαρτύρητα: προσπαθεί σε κάθε περίσταση να τα βγάλει πέρα. Δέχεται το πρώτο χτύπημα της μοίρας όταν η γυναίκα του αρρωσταίνει και πηγαίνει υποχρεωτικά απέναντι, στο «νησί». Του αφήνει δυο ανήλικα κορίτσια να τα μεγαλώσει. Η ίδια είναι δασκάλα και φεύγει μαζί με έναν μαθητή της, ο οποίος ίσως να την κόλλησε, ίσως όχι. Αναλαμβάνει πάντως την ανατροφή του και λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή της στον οικισμό των χανσενικών αναλαμβάνει τη διδασκαλία των μικρών κατοίκων. Στη Σπιναλόγκα υπήρχαν τόσα παιδιά ώστε να λειτουργεί σχολείο. Στο νησί γίνονταν και γάμοι και μάλιστα υπήρξαν περιπτώσεις γέννησης υγιών παιδιών (το βακτήριο δεν προσβάλλει ηλικίες κάτω των 3 ετών). Το απέφευγαν πάντως γιατί ήταν υποχρεωμένοι να τα δώσουν για υιοθεσία.
Οργανωμένη κοινωνία
Στη Σπιναλόγκα λειτούργησε μια οργανωμένη κοινωνία, η οποία ζωντανεύει με πολλές παραστάσεις στο μυθιστόρημα. Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τη γη, υπήρχε υποτυπώδες εμπόριο, άνοιξε καφενείο, κουρείο και ασφαλώς νοσοκομείο, εκκλησία. Το νησί απέκτησε γεννήτρια και ηλεκτροδοτήθηκε προτού πάρει ρεύμα η απέναντι παραλία. Στο μυθιστόρημα μία από τις σημαντικές προσωπικότητες είναι ένας δικηγόρος από την Αθήνα, ο οποίος ενθάρρυνε τους χανσενικούς σε ένα είδος συνδικαλισμού που βελτίωσε κατά πολύ τις συνθήκες διαβίωσης. Τέτοια προσωπικότητα υπήρξε και στην πραγματικότητα ονομάζεται Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, ήταν πράγματι δικηγόρος και υπήρξε ιδρυτής της Αδελφότητας Ασθενών Σπιναλόγκας. Αυτός και κάποιοι άλλοι που παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην ιατρική έρευνα ενέπνευσαν τους συγκατοίκους του να κρατηθούν στη ζωή. Στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτυλίσσεται το κυρίως μέρος του βιβλίου (1939-1957) η ψυχολογία αλλάζει. Ανακαλύπτεται φάρμακο. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την ανάρρωση των πρώτων ασθενών. Ανατροπή αντιλήψεων που πηγάζουν από τις Γραφές: οι λεπροί τελικά δεν είναι καταραμένοι. Η Χίσλοπ φέρεται με σεβασμό απέναντί τους - υπάρχουν επιζώντες που το επιβεβαιώνουν. Το βιβλίο αντί προμετωπίδας χρησιμοποιεί δήλωση του Εμμανουήλ Φουντουκάκη, ο οποίος έζησε όσα περιγράφονται στο βιβλίο. Λέει ότι η συγγραφέας χειρίστηκε το ζήτημα με λεπτότητα.
Ανάμεσα στους θεραπευθέντες είναι και η κόρη του Γιώργη Πετράκη - η σύζυγος-δασκάλα πέθανε και στο νησί ακολούθησε το δεύτερο μέλος της ίδιας οικογένειας. Η ατυχής νέα ερωτεύεται τον γιατρό της και τα αισθήματα είναι, παραδόξως, αμοιβαία. Η ιστορία του βιβλίου δεν περιορίζεται στο πηγαινέλα ασθενών στη Σπιναλόγκα, ούτε επικεντρώνει αποκλειστικά στα της θεραπείας ή της κοινότητας της λεπρών. Η Μαρία Πετράκη με τον έρωτα για τον γιατρό ξεχνά εύκολα τον πρώην αρραβωνιαστικό, τον πιο ωραίο άντρα της περιοχής, που αναστατώνει τους πάντες με τις επιπολαιότητές του. Ενα μεγάλο μέρος του βιβλίου εκτυλίσσεται στην απέναντι όχθη, των υγιών. Η υπόθεση περιλαμβάνει ερωτικά δράματα, αντιζηλίες, οικογενειακές συγκρούσεις, ανατροπές. Η οικογένεια του βαρκάρη μέσω της άλλης κόρης του συνδέεται με τους Βανδουλάκηδες, τους προύχοντες της περιοχής. Αν η Χίσλοπ επιτυγχάνει κάτι είναι να καταγράψει τις διαστρωματώσεις και τα ήθη της εποχής χωρίς να γίνεται κουραστική με λεπτομέρειες. Και αν για τους Ελληνες τα στιβάνια και τα τσεμπέρια ακούγονται φολκλορικά, για τους ξένους έχουν τη γοητεία της couleur local. Το νησί άρεσε ίσως επειδή περιλαμβάνει χρώματα κι αρώματα κάπως εξωτικά. Δεν είναι τυχαίο το ότι μίλησαν για το νέο Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι. Δεν είναι τυχαίο ότι παρέχονται στον αναγνώστη πλουσιοπάροχα σκηνές από τις παραδόσεις της Κρήτης: γάμος, αρραβώνας, βάφτιση, κηδεία. Ο,τι πρέπει για να γίνει ταινία.
Το βάρος του στίγματος
Κάποια στιγμή έρχεται η ίαση και οι ασθενείς φεύγουν από το νησί. Οι είκοσι βαριά άρρωστοι που δεν έχουν ελπίδα μεταφέρονται στην Αθήνα - κάτι που έγινε στην πραγματικότητα. Πέρα από τα γεγονότα, λιγότερο ή περισσότερο αληθινά, καταγράφεται στο βιβλίο και το ζήτημα του στίγματος. Δεν πρόκειται για την κακή υποδοχή των θεραπευμένων αλλά για την ντροπή που νιώθουν οι οικογένειες των «βρώμικων». Η λέπρα είναι ασθένεια που όλοι ήθελαν να αποκρύψουν από το γενεαλογικό δέντρο τους. Αντιμετωπιζόταν ως θεόσταλτη τιμωρία. Η Χίσλοπ περιγράφει τον επιδέξιο τρόπο με τον οποίο οι Πετράκηδες αποσιωπούν την ασθένεια της δασκάλας αλλά και το σκάνδαλο στην αποκάλυψη ότι έχει μολυνθεί και η κόρη. Το άλλο σόι, των Βανδουλάκηδων, διακόπτει κάθε σχέση με τους εξ αγχιστείας συγγενείς όταν γίνεται γνωστό ότι πήραν νύφη από μολυσμένο σπίτι. Η καλοπαντρεμένη κόρη κρατά σκληρή στάση απέναντι στον πατέρα και την άρρωστη αδελφή της. Πάντως όλα τα πρόσωπα, πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, παρουσιάζονται πλήρως ως προσωπικότητες, οι πράξεις έχουν συνέπεια αληθινών προσώπων. Αν λοιπόν η Χίσλοπ πρέπει να επαινεθεί για κάτι είναι για τη σκιαγράφηση ανθρώπων: δεν κάνει καρικατούρες.
Από άποψη δομής το βιβλίο ξεκινά με την Αγγλοελληνίδα που αναζητεί τις ρίζες της. Βρίσκει την καλύτερη φίλη της γιαγιάς της η οποία αφηγείται τα πάντα. Ακόμη και περιστατικά που δεν είχαν μάρτυρες. Ενώ δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος αποκαλύπτονται τα γεγονότα μέσα από τις αναμνήσεις, τις φημολογίες και τα κουτσομπολιά, υπάρχουν σημεία όπου αποκαλύπτονται λεπτομέρειες ή αποκαθίστανται διάλογοι που δεν υπήρχε τρόπος να μεταφερθούν ή τουλάχιστον δεν μαθαίνουμε από ποιο κανάλι έγιναν όλα αυτά γνωστά. Η εξιστόρηση αρχίζει με μια σύμβαση «η Φωτεινή είπε στην Αλέξις όλα όσα ήξερε για την ιστορία της οικογένειάς της, χωρίς να αφήσει τίποτα κρυφό», όμως μαθαίνουμε πολύ περισσότερα από αυτά που θα μπορούσε να ξέρει η Φωτεινή. Στο τελευταίο, τέταρτο μέρος του βιβλίου, γίνεται επαναφορά στο παρόν (στο 2001) και το βιβλίο κλείνει με την απροσδόκητη επίσκεψη της μητέρας της Αλέξις στην Πλάκα. Οι τελευταίες ψηφίδες θα μπουν στη θέση τους. Δεν υπάρχουν πλέον οικογενειακά μυστικά."
πηγή: tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου