23 Ιουλίου 2010

Η ιδιωτικη ζωη των δημοσιων προσωπων

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artid=90839&dt=07/09/1997
ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ | Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 1997

Τα τελευταία χρόνια ­ στον τόπο μας και αλλού ­ μια σειρά περιστατικών έχει θέσει ξανά, με τρόπο ιδιαίτερα οξύ, το ερώτημα αν η ιδιωτική ζωή των δημόσιων προσώπων προστατεύεται ή όχι έναντι των μέσων ενημέρωσης.

Θυμίζω τον βασικό προβληματισμό επί του θέματος: σε αντίθεση προς τον ανώνυμο πολίτη, η ιδιωτική ζωή του οποίου είναι απαραβίαστη και γίνεται δεκτό ότι προστατεύεται από το μάτι όχι μόνον του περίεργου απλώς συμπολίτη του, αλλά και από τη γραφίδα ή την κάμερα του πολυμήχανου δημοσιογράφου, υποστηρίζεται ότι κάθε πρόσωπο που διεκδικεί ή αναδέχεται δημόσια αξιώματα οφείλει να εκτίθεται στην κριτική. Οχι μόνον για τις δημόσιες πράξεις ή παραλείψεις του, αλλά και για κάθε πτυχή της ζωής του, πρόσφατης ή απώτερης, προσωπικής, επαγγελματικής ή άλλης. Και τούτο, όπως δέχθηκε το ελληνικό δικαστήριο που δικαίωσε τηλεοπτικό κανάλι και συνεργάτη του στην υπόθεση Παπαθεμελή, «λόγω του δικαιολογημένου επαγγελματικού ενδιαφέροντος των δημοσιογράφων, που ασκούν δημόσια αποστολή, για τη δημοσίευση ή μετάδοση ειδήσεων (γεγονότων) και σχολίων σχετικά με τις πράξεις και τη συμπεριφορά προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την κοινή γνώμη. Γι' αυτό» συνέχιζε το ίδιο δικαστήριο συνοψίζοντας αρκετά ικανοποιητικά την κρατούσα νομολογία «μπορούν να δημοσιεύουν ή να μεταδίδουν ειδήσεις, εικόνες από την ιδιωτική ζωή και σχόλια, για τη σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού, με δριμεία κριτική ή δυσμενείς, ακόμη και σκωπτικούς ή ειρωνικούς χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα αυτά, χωρίς αυτό να συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς τους ή παραβίαση των [...] κανόνων δεοντολογίας» (ΔΠρωτΑθ 16280/1995).

Ετσι, για να υπενθυμίσω μερικά χτυπητά παραδείγματα των τελευταίων ετών, στις Ηνωμένες Πολιτείες θεωρήθηκε θεμιτή η αποκάλυψη παλαιού εξωσυζυγικού δεσμού υποψήφιου προέδρου η οποία τον εξαφάνισε πολιτικά, όπως και η αποκάλυψη ότι επιλεγείς για θέση ανώτατου δικαστή έπαιρνε ως φοιτητής μαριχουάνα, πληροφορία που χαντάκωσε την υποψηφιότητά του. Στη Γαλλία πάλι, η δημοσίευση φωτογραφίας της εξώγαμης κόρης του προέδρου Μιτεράν θεωρήθηκε απόλυτα φυσιολογική ενώ, αντίθετα, η δημοσίευση φωτογραφίας της συζύγου του πρωθυπουργού Φαμπιύς να κάνει ηλιοθεραπεία γυμνόστηθη προκάλεσε καταδίκη του εντύπου. Οσο για το φιλοναζιστικό παρελθόν των γερμανών πολιτικών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, θεωρήθηκε απόλυτα θεμιτό να ερευνάται, ακόμη και όταν αφορούσε λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές εκδηλώσεις της εφηβικής, ακόμη και της παιδικής ηλικίας. Στη χώρα μας, τέλος, μετά τη μεταπολίτευση του 1974, δεν γνωρίζω καμιά καταδίκη εντύπου για αποκάλυψη πτυχών της ιδιωτικής ζωής δημόσιων προσώπων, είτε πρόκειται για τις γνωστές φωτογραφίες της κυρίας Δ. Λιάνη - Παπανδρέου, που μάλλον ήταν γνήσιες, είτε πρόκειται για την άλλη γνωστή φωτογραφία του κ. Μητσοτάκη με στολή αξιωματικού των SS, που μάλλον ήταν πλαστή.


Λιγότερο, λοιπόν, ή περισσότερο αυστηρή προστασία της ιδιωτικής ζωής των ανωνύμων και πλήρης κατ' αρχήν ασυλία του Τύπου και των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης όταν αυτά αναφέρονται στον βίο και την πολιτεία των δημόσιων προσώπων: αυτός φαίνεται να είναι σήμερα ο κανόνας, όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά και σε όλες τις χώρες του δυτικού συνταγματικού πολιτισμού. Εκδήλωση της ελευθερίας της έκφρασης σε μια δημοκρατική κοινωνία, ο κανόνας αυτός φιλοδοξεί επιπλέον να πραγματώσει και μιαν άλλη μείζονα συνταγματική αρχή: την αρχή της διαφάνειας για το πώς και το γιατί παίρνονται οι πολιτικές αποφάσεις, είτε πρόκειται για επιλογές με σπουδαίες οικονομικές επιπτώσεις, όπως π.χ. η ίδρυση ενός καζίνου ή η κατακύρωση ενός μεγάλου δημόσιου έργου, είτε πρόκειται για υποθέσεις τρέχουσας διαχείρισης, όπως η δανειοδότηση ενός επιχειρηματία ή η επιδότηση μιας επένδυσης.

* Η αρχή της διαφάνειας

Δεν προτίθεμαι να αμφισβητήσω ούτε την πολιτική σοφία ούτε το ηθικό βάρος του χρυσού αυτού κανόνα τον οποίο με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αποδέχονται όλες οι δημοκρατικές έννομες τάξεις. Η ελευθερία της έκφρασης και της κριτικής, το δικαίωμα πληροφόρησης του κοινού και ο δημοσιογράφος που δεν μετέρχεται μόνον ορθόδοξα μέσα για να εξασφαλίσει την είδηση είναι στοιχεία της δημοκρατίας και του νομικού πια πολιτισμού μας. Αντίθετα, σκοπεύω να επιστήσω την προσοχή σε μερικά σημεία του χρυσού αυτού κανόνα που, παραμένοντας ακόμη αρκετά ρευστά, έχουν οδηγήσει σε υπερβολές που κανένα δικαίωμα ενημέρωσης και καμιά αρχή της διαφάνειας δεν δικαιολογεί.

Τα σημεία στα οποία θα ήθελα να επιμείνω είναι τα εξής τρία: Ποια είναι εν τέλει τα δημόσια πρόσωπα που η ιδιωτική τους ζωή δεν προστατεύεται όπως εκείνη του κοινού πολίτη; Μήπως σε μια δημοκρατική κοινωνία που θέλει να σέβεται τα δικαιώματα του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, ορισμένες πτυχές της ιδιωτικής ζωής και των δημόσιων προσώπων πρέπει να παραμένουν εκτός προβολέων της δημοσιότητας αν οι ίδιοι το επιθυμούν; Και, τέλος, ποιες είναι καταλληλότερες θεσμικές εγγυήσεις για την αποτροπή των όποιων αθέμιτων προσβολών;

Είναι φανερό πως για το ζήτημα που μας απασχολεί, το ποιος είναι και το ποιος δεν είναι δημόσιο πρόσωπο έχει καίρια σημασία. Για μεν τον πρώτο, όπως είδαμε, τα μέσα ενημέρωσης βρίσκονται σε ένα οιονεί απυρόβλητο. Απεναντίας, για τον δεύτερο, οφείλουν να λογοδοτούν ακόμη και για ελάσσονες προσβολές της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής του. Ως εκ τούτου η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους μεν και τους δε έχει σπουδαία θεωρητική αλλά και πρακτική σημασία. Η σχετική συζήτηση διεξάγεται εδώ και χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου διακρίνει τους ασκούντες δημόσιο λειτούργημα (public officials) από τα πρόσωπα που, είτε λόγω της θέσης που κατέχουν είτε λόγω τυχαίων συμβάντων, βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης (public figures). Αντίστοιχη με τη γερμανική διάκριση μεταξύ προσώπων απόλυτης αφενός και σχετικής επικαιρότητας αφετέρου, η κατηγοριοποίηση αυτή δεν λύνει όλα τα προβλήματα. Γιατί, αν δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ένας σημαίνων πολιτικός ή, σε τοπικό τουλάχιστον επίπεδο, ένας δημόσιος λειτουργός ανήκει εξ ορισμού στην κατηγορία των public officials ­ ιδίως αν είναι αιρετός ­, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον καλλιτέχνη που δεν επιδιώκει τη μεγάλη δημοσιότητα, ούτε με τον επιχειρηματία που δεν διοικεί ποδοσφαιρικό σωματείο, ούτε με τον μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα ή το θύμα ενός στυγερού εγκλήματος, ούτε με τον υπερτυχερό του ΛΟΤΤΟ. Στις περιπτώσεις αυτές, όταν δεν είναι νοσηρή, η περιέργεια του κοινού να πληροφορηθεί πτυχές της ιδιωτικής ζωής των περί ων πρόκειται προσώπων δεν δικαιολογείται συνήθως από κανένα ενδιαφέρον για τα κοινά. Θα ήταν, συνεπώς, οξύμωρο, εν ονόματι μιας κακώς νοουμένης ενημέρωσης, η ιδιωτική ζωή τους να γίνει βορά της όποιας εφημερίδας ή του όποιου ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού.


Συνοψίζοντας, οσάκις δεν πρόκειται για πολιτικούς ­ εν ενεργεία ή επίδοξους ­ και για πρόσωπα που ασκούν δημόσιο λειτούργημα, χρειάζεται να γίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μια στάθμιση για το αν και κατά πόσον η προσβολή της ιδιωτικής ζωής εξυπηρετεί ή όχι το θεμιτό δικαίωμα ενημέρωσης. Η αποκάλυψη, π.χ., του ότι ο αυτόπτης μάρτυς του στυγερού εγκλήματος του παραδείγματός μας είναι συνήθης μέθυσος δικαιολογείται, διότι σχετίζεται με την αξιοπιστία του. Δεν δικαιολογείται όμως εξίσου η αποκάλυψη ότι ο υπερτυχερός του ΛΟΤΤΟ, αν και φερόμενος ως καλός οικογενειάρχης, συντηρεί δύο ή περισσότερες ερωμένες.

Σημείο δεύτερο: Μήπως ακόμη και τα με την στενή έννοια του όρου δημόσια πρόσωπα, όπως ο πρωθυπουργός, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο αρχηγός του κράτους ή ο αρχιεπίσκοπος, διαθέτουν έναν πυρήνα ιδιωτικής ζωής ο οποίος βρίσκεται στο απυρόβλητο της δημοσιογραφικής αποκάλυψης και της δημόσιας κριτικής; Μήπως, δηλαδή, ακόμη και όσοι βρίσκονται εξ ορισμού στο επίκεντρο του εύλογου ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης δικαιούνται μιας σφαίρας ιδιωτικού απορρήτου, σε πείσμα της ελευθερίας της έκφρασης και της αρχής της διαφάνειας; Καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό έδωσε η γαλλική Δικαιοσύνη στην υπόθεση της συζύγου του τ. πρωθυπουργού Ρ. Φαμπιύς που μνημόνευσα προηγουμένως. Ενδιαφέρον επίσης έχει και η περίπτωση του Α. Παπανδρέου, ο δεσμός του οποίου με την κυρία Δ. Λιάνη, αν και επί μήνες γνωστός το 1986-87, δεν κατέστη αντικείμενο δημόσιας κριτικής και σκανδαλοθηρικών σχολίων παρά μόνον όταν αποκαλύφθηκε ο θαλάσσιος περίπατός τους με θαλαμηγό γνωστού δημάρχου και παράγοντα, την ημέρα της πρώτης επετείου του σεισμού της Καλαμάτας. Είχε τότε ανακοινωθεί επισήμως ότι ο πρωθυπουργός δεν θα μπορέσει να μεταβεί στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα για να διαπιστώσει επί τόπου την πορεία των έργων αποκατάστασης, λόγω ανειλημμένων υπηρεσιακών υποχρεώσεων. Εξάλλου, στην υπόθεση Προφιούμο, που συντάραξε την Αγγλία το 1963 και επέσπευσε τότε την πτώση του Συντηρητικού Κόμματος, η σχέση του ομώνυμου υπουργού Αμύνης με την Κριστίν Κίλερ δεν θα προκαλούσε ενδεχομένως τόσο θόρυβο αν δεν αποδεικνυόταν ότι η τελευταία συντηρούσε ταυτόχρονα ερωτικό δεσμό με τον στρατιωτικό ακόλουθο της σοβιετικής πρεσβείας στο Λονδίνο, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου.

Από τα παραδείγματα αυτά προκύπτει ότι η σφαίρα του ιδιωτικού απορρήτου των εν στενή εννοία δημόσιων προσώπων δεν έχει σταθερά όρια, τα οποία μπορούν εκ των προτέρων να καθορισθούν με νόμο ή άλλους κανόνες δεοντολογίας. Μια απλή κοινωνική συνάντηση του πρωθυπουργού με αμφίβολης εντιμότητας επιχειρηματία ενδέχεται να αποτελεί είδηση. Οπως και ένας ερωτικός δεσμός του, αν αυτός έχει επιπτώσεις πάνω στο πώς ασκεί τα καθήκοντά του. Αντίθετα, το καλλίγραμμο ή μη των στηθών της πρωθυπουργικής συζύγου, αν η τελευταία δεν έχει την παραμικρή ανάμειξη με τα δημόσια πράγματα ή αν η ίδια δεν έχει ταχθεί δημόσια κατά του γυμνισμού στις παραλίες, δεν νομίζω ότι εκφεύγει της σφαίρας του απορρήτου.

Ως εκ τούτου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη διάκριση δημόσιων και μη προσώπων, έτσι και για την οριοθέτηση της σφαίρας του απόλυτου απορρήτου τα πράγματα είναι ρευστά και επιβάλλουν κάθε φορά σταθμίσεις, εν όψει των συγκεκριμένων περιστατικών. Ποιο είναι όμως το καταλληλότερο όργανο να προβαίνει στις εν λόγω σταθμίσεις; Οι όποιες επιτροπές δεοντολογίας των δημοσιογράφων; Κάποια ανεξάρτητη διοικητική αρχή, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης; Ή μήπως ο δικαστής; Φθάνω, έτσι, στο τρίτο και τελευταίο σημείο που θα ήθελα να θίξω, δηλαδή στο ζήτημα των προσφορότερων εγγυήσεων για την αποτροπή των όποιων καταχρήσεων.

Οταν αναφέρομαι στα όργανα αυτά και τον ρόλο τους δεν υπαινίσσομαι σε καμιά περίπτωση προληπτικές παρεμβάσεις, αλλά μόνον κατασταλτικές. Παρεμβάσεις, δηλαδή, οι οποίες θα γίνονται εκ των υστέρων ­ μετά την κυκλοφορία του εντύπου ή την πραγματοποίηση της επίμαχης εκπομπής ­ και οι οποίες θα ήταν προτιμότερο να κινούνται μόνον ύστερα από παράπονο των άμεσα θιγομένων, δηλαδή αγωγή ή μηνυτήρια αναφορά, και όχι αυτεπαγγέλτως. Προληπτικά μέτρα, όπως η επιβολή κάποιου είδους λογοκρισίας, ενόσω θεωρητικά δεν απαγορεύονται στον τόπο μας για τη ραδιοφωνία και την τηλεόραση, αντίκεινται ευθέως προς την ελευθεροφωνία και θα πρέπει συνεπώς να αποφεύγονται.

Ετσι, σε ό,τι αφορά τις επιτροπές δεοντολογίας των δημοσιογράφων ­ ή, ενδεχομένως, και των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης ­, αν και η πρακτική άλλων χωρών έχει δείξει ότι η παρέμβασή τους με την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε δημοσιογράφους ή και εκδότες μπορεί να αποβεί αποτελεσματική, νομίζω ότι στη χώρα μας θα χρειασθεί να περάσει πολύς χρόνος για να λειτουργήσουν με τη στοιχειώδη σοβαρότητα αλλά και την αναγκαία αποτελεσματικότητα. Εν πρώτοις, διότι ­ κατά τη γνώμη μου ­ τα οικεία σωματεία αποφεύγουν συνήθως όπως ο διάβολος το λιβάνι να ασκήσουν την κρίσιμη αυτή αρμοδιότητα, εν ονόματι μιας κακώς νοουμένης υπεράσπισης των συμφερόντων των μελών τους. Διότι, δεύτερον, τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια δεν διαθέτουν συνήθως το αναγκαίο κύρος για να ασκήσουν μια τόσο σοβαρή αρμοδιότητα. Διότι, τέλος, στο κυνήγι της αύξησης της κυκλοφορίας και των δεικτών ακροαματικότητας και θεαματικότητας, ο ανταγωνισμός είναι σήμερα τόσο ανελέητος ώστε τα περιθώρια για νηφάλιες σταθμίσεις και εφαρμογή ηθικών εν τέλει και μάλιστα εν πολλοίς άγραφων κανόνων, από τους άμεσα ενδιαφερομένους, να είναι εκ των πραγμάτων μικρά.

Σχεδόν εξίσου απαισιόδοξες σκέψεις προκαλεί και η προοπτική της ανάμειξης ανεξάρτητων διοικητικών αρχών στο πεδίο που μας απασχολεί. Οι υφιστάμενες ­ και αναφέρομαι εδώ πρωτίστως στο ΕΣΡ ­ δεν διαθέτουν ούτε το στοιχειώδες προσωπικό ούτε τα μέσα ­ οικονομικά και άλλα ­ για αποτελεσματική παρέμβαση. Απέχουν, επομένως, ακόμη από το να κατακτήσουν το αναγκαίο κύρος που θα τους επιτρέψει να ασκήσουν μιαν αρμοδιότητα που ­ σημειωτέον ­ ο τελευταίος ραδιοτηλεοπτικός νόμος τούς έχει κατ' ουσίαν αφαιρέσει. Το ζήτημα δεν είναι απλώς νομικό, ούτε καλών ενδεχομένως προθέσεων κάποιων ρομαντικών. Είναι κυρίως πολιτιστικό και πολιτικό, σε μια κοινωνία και σε ένα πολιτικό σύστημα που αρνούνται πεισματικά να υιοθετήσουν σοβαρούς θεσμούς για τον αυτοέλεγχό τους.

Απομένουν οι δικαστές. Την τομή, εν προκειμένω, την έκαμε ο νόμος 1178/1981 για την αστική ευθύνη του Τύπου, η ισχύς του οποίου επεκτάθηκε και στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης το 1995. Καθιερώνοντας μια σύντομη κατ' αρχήν διαδικασία για την εκδίκαση των σχετικών αγωγών και θέτοντας ένα minimum αποζημίωσης για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης των θιγέντων από δημοσιεύματα ή εκπομπές, ο νόμος αυτός ευθυγράμμισε τη χώρα μας με την τάση που παρατηρείται στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες, σε Ευρώπη και Αμερική, τα αδικήματα δηλαδή των μέσων ενημέρωσης να τιμωρούνται πρωτίστως από τον πολιτικό και μόνον δευτερευόντως από τον ποινικό δικαστή. Αν και δεν έχω ασχοληθεί συστηματικά με το θέμα, νομίζω ότι η 15χρονη εφαρμογή του ως άνω νόμου είναι κατ' αρχήν θετική, σε αντίθεση προς την εφαρμογή των περί προσβολής της τιμής διατάξεων του Π.Κ. από τα κοινά ποινικά δικαστήρια, στα οποία όλο και λιγότεροι θιγόμενοι καταφεύγουν.

* Η σφαίρα του απορρήτου

Αν η ελευθερία της έκφρασης και η αρχή της διαφάνειας απαγορεύουν κατ' αρχάς να τίθενται φραγμοί στη δημοσιογραφική έρευνα ακόμη και της ιδιωτικής ζωής των δημόσιων προσώπων, είναι εξίσου βέβαιο ότι, στην απόλυτη εκδοχή του, ο εν λόγω κανόνας μπορεί να οδηγήσει σε άτοπα. Η διάκριση δημόσιων προσώπων που η ιδιωτική ζωή τους μπορεί κατά τεκμήριο να ελεγχθεί και μη δημόσιων, η ιδιωτική ζωή των οποίων συνιστά απαγορευμένη ζώνη, δεν είναι πάντοτε ευχερής. Το ίδιο ισχύει και για τον καθορισμό της στενής σφαίρας του απορρήτου στην ιδιωτική ζωή των δημόσιων προσώπων, η οποία ­ σε αντίθεση προς την ευρύτερη ιδιωτικότητά τους ­ θα πρέπει να παραμείνει στο απυρόβλητο. Κανένας νόμος, κανένας κώδικας δεοντολογίας δεν μπορεί να λύσει τα δυσχερή προβλήματα που περιέγραψα. Ως εκ τούτου επιβάλλεται να εξευρεθούν τα κατάλληλα όργανα που, περιβεβλημένα με το αναγκαίο κύρος και με εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, θα είναι σε θέση να προβαίνουν, όσο το δυνατόν πιο απροκατάληπτα και αποτελεσματικά, στις δύσκολες σταθμίσεις που απαιτεί ο συνδυασμός της προστασίας της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής με το δικαίωμα πληροφόρησης. Στη χώρα μας, τό γε νυν έχον, νομίζω ότι το καταλληλότερο όργανο για τη λεπτή αυτή αποστολή δεν είναι άλλο από τον πολιτικό δικαστή.

Τα κύρια σημεία του άρθρου αυτού παρουσιάστηκαν στο συνέδριο με θέμα «Η "κατασκευή" της πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης», που διοργάνωσε στο Ζάππειο το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 24-27 Απριλίου 1996. Τα πρακτικά του συνεδρίου πρόκειται να κυκλοφορήσουν σύντομα σε αυτοτελή τόμο.

Ο κ. Ν. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου