9 Ιουλίου 2010

«Ο,τι κλειδι και να ναι, το αρπαζω»


Της Μικέλας Χαρτουλάρη mxart@dolnet.gr

http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4578067
«Το λάθος αίσθημά μου/ κι ο κόσμος του όλος/ είν΄ ο σωστός μου κόσμος». Στίχοι σημαδιακοί από τα Εύρετρα (Εκδ. Ικαρος), την καινούργια συλλογή της Κικής Δημουλά, δέκατη τέταρτη μετά την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα το 1952 και τέταρτη μετά την εκλογή της στον οίκο των Αθανάτων το 2002. Αλλη μια απόδειξη- μαζί με τον φρέσκο αέρα που πνέει στη λογοτεχνική «γραμμή» της παραδοσιακά αρτηριοσκληρωτικής Ακαδημίας- ότι καθόλου δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες της. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Πριν περάσουν τρία χρόνια από το Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως, η Δημουλά επιστρέφει στο προσκήνιο οργισμένη«άρα όχι απελπισμένη», όπως μου τόνισε- αναζητώντας ή και ψηλαφώντας μια λυτρωτική διέξοδο από τα βάσανα της ύπαρξης. Στο συγκεκριμένο ποίημα, με τίτλο «Η ομορφιά του απογοητευτικού», μιλά για τους μύθους με τους οποίους πορεύεται ο καθένας μας, για τις ψευδαισθήσεις από τις οποίες αρνούμαστε να απαλλαγούμε και για την πλαστή πραγματικότητα που κατασκευάζει η αντίληψή μας. Και ακολουθούν ακόμα τέσσερα ποιήματα όπου αναστοχάζεται το δικαίωμα του ανθρώπου στην ελπίδα, «αφού αυτή γεννάει όλες τις δυνάμεις μέσα μας». Οπως θα το περίμενε κανείς από τη Δημουλά, η ελπίδα γίνεται έμψυχο ον στα ποιήματά της. Την ενοχοποιούμε, την καταριόμαστε, τη μεμφόμαστε, αλλά τελικά τη χρησιμοποιούμε. «...Εγώ η ίδια συνήθως δε ζητώ/ούτε και παίρνω τίποτα/απ΄ όσα φορτικά επιμένει/ να δίνει η ελπίδα/ εκτός αν μου δώσει/ κανένα κλειδί/ (...) ό,τι κλειδί και να ΄ναι αυτό/ και άλλης πόρτας, ξένης να΄ ναι/ το αρπάζω/ παρά να μείνω έξω». Η ελπίδα είναι, όπως είπε η 79χρόνη Δημουλά, «σαν ένας δεύτερος θεός, εξίσου αόρατος, όμως πιο κοντινός μας».

Δεν είναι τυχαίο έπειτα από αυτό, που σε άλλα πέντε ποιήματα αυτής της συλλογής ανοίγει συζήτηση με τον Θεό «και τον ψέγω διότι δεν φέρεται σαν να υπάρχει». Δεν είναι άθεη η Δημουλά, ούτε βλάσφημη. Είναι ριζωμένη στα γήινα. Πηγαίνει στην κηδεία του 24χρονου γιου του Σπύρου Ευαγγελάτου και συγκλονίζεται με εκείνον τον φίλο του που χτυπά το φέρετρο φωνάζοντας «Σήκωωωω»· «...αλλά δεν φάνηκε Λάζαρος κανείς», γράφει στο ποίημα «Ασπρες πασχαλιές φιλούν έφηβο». Και σε επόμενο ποίημα σημειώνει ότι μπορεί ο Θεός να μην πιστεύει σε μας «αλλά όσα του δίνει η ύπαρξή μας/ τα προσθέτει στο νόημά του...». Φτάνει μάλιστα στα «Γενέθλια» να ρωτήσει τον Θεάνθρωπο, αν μετάνιωσε που δεν ενέδωσε στον έρωτα της Μαγδαληνής («.. πώς είχε γαντζωθεί στα σπλάχνα σου/ θρηνώντας η απόλαυση...»). Και ψέγει έτσι, έμμεσα, και την Εκκλησία που ταυτίζει τον έρωτα με την αμαρτία. Οσο για τον άνθρωπο, τον βλέπει σκοτεινό άρα απρόβλεπτο («Γραφικότητες») και σαρκάζει την αδυναμία του να λειτουργήσει σαν φάρος.

Από εκεί και πέρα, θα βρει κανείς στα Εύρετρα, όπως στις περισσότερες συλλογές της, και ποιήματα για την ποιητική. Εδώ, οι διανοούμενοι με τα απωθημένα τους εμφανίζονται να έχουν μερίδιο ευθύνης για τα κακώς κείμενα αφού «ρίχνουμε τόνους χαρτί/ και ό,τι άλλο μας παιδεύει/ μέσα στις λέξεις». Και η γραφή παρουσιάζεται ως «πολεμική ανταποκρίτρια» στον ασίγαστο εμφύλιο πόλεμο «μεταξύ του υπάρχω και του παύω». Τέλος, υπάρχουν και εδώ στίχοι-αφορισμοί στους οποίους είναι περίφημη η Δημουλά. Σταχυολογούμε δύο από την ποικιλία των ποιημάτων της: «Η πιο ασφαλής μας κρυψώνα/ είναι η ασάφεια» και «Αν δε θυσιαστεί η αδυναμία/ δε δοξάζεται η υπεροχή».

Είναι πιο βατά τα Εύρετρα από τις προηγούμενες συλλογές της Δημουλά, παρ΄ ότι και πάλι, οι λεκτικές της ακροβασίες, η ειρωνική ματιά της, τα παιχνίδια των αντιστροφών, οι μεταφορές και οι αλληγορίες της, δοκιμάζουν την εγρήγορση του αναγνώστη. Ομως εδώ, σαν να αποκαλύπτεται το μυστικό που καθιστά τη Δημουλά δημοφιλή: μια ποιήτρια που κάνει γκελ στο ευρύτερο κοινό, μια ποιήτρια που μελοποιείται αβέρτα όχι μόνο από συνθέτες του έντεχνου τραγουδιού αλλά και από ροκ γκρουπάκια. Είναι σαν να αφουγκράζεται η Δημουλά τις ταπεινές ή και κοινότοπες σκέψεις των καθημερινών ανθρώπων, την εφήμερη πλευρά των ανησυχιών τους, τις αδυναμίες του χαρακτήρα τους, τους φόβους (για τον θάνατο, για τον χρόνο που τρέχει), τις ματαιώσεις, τις ανάγκες τους· σαν να παίρνει υπόψη της τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της κοινής γνώμης και να απαντά αλλάζοντας γωνία θέασης, αλλάζοντας επίπεδο, όχι όμως αφετηρία. Γι΄ αυτό και τα μηνύματά της δεν είναι ριζοσπαστικά, δεν είναι πρωτοποριακά, δεν είναι υπονομευτικά κανενός συστήματος και κανενός μηχανισμού, δεν αλλάζουν τη ζωή του αναγνώστη· αλλάζουν την ψυχή του και τον παρηγορούν.

Αυτό είναι συντηρητισμός, θα πουν μερικοί. Ωστόσο, αντλώντας από τον Μίλαν Κούντερα, θα μπορούσε να απαντήσει κανείς ότι η ύστατη αντιπαράθεση του ποιητή δεν είναι με την κοινωνία, ούτε με το κράτος ή με την πολιτική, αλλά είναι με την ανθρώπινη υπόσταση. Σ΄ αυτό το πεδίο, η Δημουλά είναι σπουδαία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου