Κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, παράλληλα με την ακμή της παλιάς ποιητικής παράδοσης, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από το ποιητικό έργο του Παλαμά και της γενιάς του, εμφανίζονται λογοτέχνες που ξεφεύγουν από τα τότε γνωστά παραδοσιακά σχήματα και ανανεώνουν την ποίηση. Οι ποιητές αυτοί δεν μοιάζουν μεταξύ τους και δεν αποτελούν σχολή, μια και ο καθένας αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Κώστας Στεργιόπουλος, παρουσιάζουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά: «Ο αρχαιοελληνικός αισθητισμός και η ελληνολατρία θα εξελιχθούν σε γόνιμη αξιοποίηση της αρχαιογνωσίας τους και σε παράλληλη στροφή – με εξαίρεση τον Καζαντζάκη – προς τον Σολωμό και τις νεοελληνικές πηγές. Όλοι τους αντλούν κεντρικά θέματα ή θεματικά μοτίβα από την αρχαιότητα. Τους χαρακτηρίζει, εξάλλου, η κίνηση προς τη σύνθεση, ένας γενικότερος οραματισμός και μια καθολική θεώρηση της ζωής, που την εκφράζουν με τη σύλληψη και την πραγμάτωση φιλόδοξων συνθετικών έργων (Απολλώνιος του Μελαχρινού, Αλαφροΐσκιωτος του Σικελιανού, Το φως που καίει και Σκλάβοι πολιορκημένοι του Βάρναλη, Οδύσσεια του Καζαντζάκη). Ένα ακόμη χαρακτηριστικό σημείο στους περισσότερους είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας που παίρνει στη συνέχεια το έργο τους».
Στην ανανέωση της ποίησης στις αρχές του 20ου αιώνα, συνέβαλαν σημαντικά ο Απόστολος Μελαχρινός, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Κώστας Βάρναλης και άλλοι. Του τελευταίου ο ποιητικός προσανατολισμός διακρίνεται σε δύο περιόδους: την προ του 1922, όπου είναι σαφέστατες οι επιδράσεις από τον Παρνασσισμό και την μετά το 1922, όπου η ποίησή του είναι επηρεασμένη από την πολιτική ιδεολογία του μαρξισμού.
Εντελώς ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, που χρονολογικά θα μπορούσε να ενταχθεί στην προηγούμενη γενιά. Ζώντας στην Αλεξάνδρεια και μακριά από την Αθήνα και τις επιδράσεις των ποιητών της, δημιουργεί ένα εντελώς προσωπικό ποιητικό ύφος. Η ποίηση του είναι απογυμνωμένη από τα παραδοσιακά λυρικά σχήματα, που φτάνει συχνά ως την πεζολογία. H στοχαστικότητα και το βάθος των νοημάτων της ποίησής του σε συνδυασμό με την εξαιρετική γλωσσική ευστοχία, δημιουργούν μια ιδιαίτερα υψηλή ποίηση, την οποία αν και αρχικά η κριτική της εποχής δεν αναγνώρισε, στη συνέχεια πρόβαλε με ιδιαίτερο τρόπο και την κατέταξε στη θέση που της αρμόζει.
Παράλληλα με τους προηγούμενους ποιητές που αναφέρθηκαν, παρουσιάζεται μια νέα γενιά λογοτεχνών που φέρνει ένα διαφορετικό ποιητικό τόνο: Ο Ρώμος Φιλύρας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κώστας Ουράνης και αργότερα ο Κλέων Παράσχος, ο Τέλλος Άγρας, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Κώστας Καρυωτάκης κ.ά. «δίνουν», όπως σημειώνει ο Κώστας Στεργιόπουλος, «μιαν αποφασιστική στροφή στην ποιητική μας παράδοση και γίνονται φορείς μιας νέας ευαισθησίας».
Οι ποιητές αυτοί του μεσοπολέμου, αν δεν έχουν απόλυτη ομοιογένεια μεταξύ τους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δημιουργούν μια καινούρια τάση, του νεορομαντισμού και νεοσυμβολισμού και με τις αλλαγές που φέρνουν, ανακατεύοντας τα μέτρα και τους ρυθμούς, ταράζουν την ορθοδοξία της παράδοσης, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τις νέες τάσεις. Την περίοδο που ζουν και γράφουν, συμβαίνουν στον ελληνικό χώρο δραματικά πολιτικά γεγονότα για τον ελληνισμό, όπως η μικρασιατική καταστροφή, που αφήνουν το στίγμα τους και στον πνευματικό χώρο. Ο ενταφιασμός της Μεγάλης Ιδέας με την προσφυγιά που επακολούθησε και οι δύσκολες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής επηρέασαν βαθιά την ποίηση των ποιητών της γενιάς αυτής. Το ποιητικό τους έργο χαρακτηρίζει η ψυχική κούραση και η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα της ζωής. Εκφράζουν κατά το μάλλον ή ήττον το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής, που πολλές φορές φανερώνει τάσεις αυτοκαταστροφής. Η απαισιοδοξία και το αντιηρωικό πνεύμα είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα κύρια γνωρίσματα της ποίησής τους. Ο Κώστας Καρυωτάκης εκφράζει κατεξοχήν αυτό το κλίμα, ενώ τη στάση του αυτή υιοθετούν και άλλοι ποιητές (καρυωτακισμός), όπως η Μαρία Πολυδούρη, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Τέλλος Άγρας κ.ά.
Κατά την δεύτερη δεκαετία του μεσοπολέμου και μετά η ποίηση κάνει την πιο αποφασιστική στροφή για την ανανέωση. Η ποίηση της περιόδου αυτής ονομάστηκε από τους κριτικούς νεοτερική ή μοντέρνα ποίηση. Οι ποιητές εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά (ομοιοκαταληξία, μέτρο, λογική νοηματική αλληλουχία κ.τ.λ.) και χρησιμοποιούν καινούριους εκφραστικούς τρόπους (ελεύθερος στίχος, συνειρμοί κ.τ.λ.). Σ’ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά το λογοτεχνικό ρεύμα του υπερρεαλισμού που εμφανίστηκε στη Γαλλία το 1924 με τη διακήρυξη του ιδρυτή του Αντρέ Μπρετόν, αλλά και το ρεύμα του συμβολισμού που είχε εμφανισθεί στην Ευρώπη μερικές δεκαετίες πριν.
Ο υπερρεαλισμός υπήρξε το πλέον πρωτοποριακό κίνημα και εξαπλώθηκε όχι μόνο στην λογοτεχνία αλλά και σε πολλά άλλα είδη τέχνης. Ο υπερρεαλισμός είχε ως σκοπό την υπέρβαση του πραγματικού κόσμου με την καταγραφή στην ποίηση των υποσυνείδητων ενεργειών της ψυχής και των ονειρικών της εντυπώσεων χωρίς την παρέμβαση της λογικής. Παράλληλα απέβλεπε στην ανανέωση όλων των ηθικών αξιών, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Σύμφωνα με τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι ήταν έντονα επηρεασμένοι από την ψυχανάλυση, ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, αλλά να χρησιμοποιεί τη φαντασία, την τύχη και το ασυνείδητο για να μπορέσει να φτάσει σε μια υπερ-πραγματικότητα. Σημαντικότεροι Έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ενώ επιδράσεις δέχτηκαν και πολλοί νεότεροι ποιητές.
Ο κύριος εκφραστής της ανανέωσης στα ποιητικά πράγματα της εποχής υπήρξε ο Γιώργος Σεφέρης, που εμφανίστηκε στα 1931 με την ποιητική συλλογή Στροφή, τα περισσότερα ποιήματα της οποίας κινούνται στο κλίμα του συμβολισμού και της καθαρής ποίησης. Ο Σεφέρης με τη Στροφή έγινε ο εισηγητής μιας νέας ποίησης η οποία εξέφραζε τα νέα ρεύματα και τις εξελίξεις του ευρωπαϊκού λυρικού λόγου. Σημαντική επίσης υπήρξε η συμβολή του Οδυσσέα Ελύτη στην ανανέωση της ποίησης, κυρίως ως προς τη θεματική της, αφού το έργο του, σε αντίθεση με αυτό του Καρυωτάκη, εκφράζει την αισιοδοξία και την αγάπη για την ζωή.
Αξιοσημείωτη και κάπως διαφορετική είναι και η πορεία του Τάκη Παπατσώνη, τα έργα του οποίου χαρακτηρίζονται από βαθιά θρησκευτική πίστη και γενικότερα από την πίστη στις υψηλές αξίες της ζωής. Στο ίδιο κλίμα με τον Παπατσώνη είναι και η ποίηση της Μελισσάνθης που είναι διαποτισμένη με έντονα θρησκευτικά βιώματα και αγωνία για την τύχη τη ανθρώπινης ύπαρξης. Στο ίδιο πνεύμα της ανανέωσης κινείται και το έργο άλλων ποιητών, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Καββαδίας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Νίκος Γκάτσος κ.ά.
Στο χώρο της πεζογραφίας, εκτός από την ηθογραφία, που αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αναπτύσσεται αργότερα και το κοινωνικό μυθιστόρημα, με κυριότερους εκπροσώπους τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Και οι δύο, κατά την παρουσία τους στη Γερμανία, ήρθαν σε επαφή και υιοθέτησαν τις σοσιαλιστικές ιδέες, οι οποίες άσκησαν βαθιά επίδραση στο έργο τους. Σε άλλο κλίμα κινούνται οι «ελληνοκεντρικοί» πεζογράφοι Περικλής Γιαννόπουλος, Ίων Δραγούμης, Πηνελόπη Δέλτα και Νίκος Καζαντζάκης.
Μετά την μικρασιατική καταστροφή (1922) έως και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1945) αναπτύσσεται το μυθιστόρημα, το κατεξοχήν σύγχρονο πεζογραφικό μέσο. Η μικρασιατική καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν ένα γεγονός που άσκησε μεγάλη επίδραση στους λογοτέχνες της γενιάς αυτής και επηρέασε όλη την μετέπειτα πνευματική, πολιτική και κοινωνική ζωή της νεότερης Ελλάδας. Η Γενιά του ’30, όπως ονομάστηκε από τη φιλολογική κριτική, εκφράζει στη λογοτεχνία το κλίμα της διάψευσης των ελπίδων που έτρεφε η προηγούμενη γενιά για αποκατάσταση του ελληνισμού στα όρια του παλαιού βυζαντινού κράτους (Μεγάλη Ιδέα), αλλά ταυτόχρονα τη νέα ωρίμανση που εν τω μεταξύ εμφανίζεται. Οι νέοι πεζογράφοι στρέφονται προς νέες πλευρές της ζωής, επιδιώκουν να ανιχνεύσουν συνθετότερες ψυχολογικές καταστάσεις και να αντιμετωπίσουν σοβαρότερα κοινωνικά και ανθρώπινα προβλήματα, ενώ παράλληλα ανοίγουν τους ορίζοντές τους πέρα από τα εθνικά σύνορα. Κατά την περίοδο αυτή αποτυπώνεται στην πεζογραφία η δημιουργία μιας νέας εποχής: οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, η διαμόρφωση της αστικής κοινωνίας, οι νέες αναζητήσεις του ατόμου. Μέσα από αυτές τις αναζητήσεις θα προκύψουν το αστικό, το ιστορικό και το μοντέρνο μυθιστόρημα.
Γενικά μπορούμε να μιλήσουμε για δύο τάσεις: τη ρεαλιστική, που εκφράζει τη συνέχεια και την ανανέωση της παράδοσης, που αντιπροσωπεύουν οι πεζογράφοι της Αθήνας (Στράτης Μυριβήλης, Κοσμάς Πολίτης, Ηλίας Βενέζης, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης κ.α.) και τη μοντερνιστική ή νεοτερική που εκφράζει κυρίως τα νέα ευρωπαϊκά ρεύματα και εκπροσωπείται από τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης. Η μοντερνιστική πεζογραφία, που εμφανίστηκε με κάποια καθυστέρηση στην Ελλάδα, αποκλίνει από τις παραδοσιακές μορφές της ρεαλιστικής πεζογραφίας και διακρίνεται για την ανοικτή και ελεύθερη πλοκή της. Ιδιαίτερα το μοντερνιστικό μυθιστόρημα δίνει πλέον προτεραιότητα στον εσωτερικό κόσμο και την υποκειμενικότητα του ατόμου και όχι στην εξωτερική και κοινωνική πραγματικότητα. Καλλιεργείται κυρίως ο εσωτερικός μονόλογος, οι ελεύθεροι συνειρμοί και η ενδοσκόπηση, ενώ η ψυχολογική ανάλυση και ο στοχασμός έχουν το προβάδισμα έναντι της αναπαράστασης της εξωτερικής πραγματικότητας.
Η ομάδα του περιοδικού Μακεδονικές ημέρες της Θεσσαλονίκης με τον Στέλιο Ξεφλούδα, τον Γιώργο Δέλιο, τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, τον Γιώργο Βαφόπουλο, τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη αλλά και άλλοι πεζογράφοι, όπως ο Γιάννης Σκαρίμπας, η Μέλπω Αξιώτη, ο Γιάννης Μπεράτης, μεταφράζουν πρωτοποριακά έργα ευρωπαίων συγγραφέων (Βιρτζινία Γουλφ, Τόμας Μαν, Τζέιμς Τζόυς κ.α.) και αφομοιώνουν στα έργα τους τεχνικές αντίθετες με αυτές του ρεαλισμού. Καλλιεργούν τον εσωτερικό μονόλογο και τη ροή της συνείδησης. Ο εσωτερικός μονόλογος είναι ένα νέο είδος αφήγησης, που εισηγήθηκε για πρώτη φορά ο Εντουάρ Ντεζαρντέν, και σκοπό έχει να φέρει στην επιφάνεια την αδιάκοπη ροή σκέψεων, εικόνων, αναμνήσεων, συνειρμών που διαπερνούν τον ήρωα. Με τον εσωτερικό μονόλογο ο πεζογράφος προσπαθεί να μας εισαγάγει στην εσωτερική ζωή του ήρωα, σαν να μην είχαμε κανενός είδους συγγραφική παρέμβαση. Τη ροή της συνείδησης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο Γουίλιαμ Τζέιμς. Με την τεχνική αυτή ο συγγραφέας επιδιώκει να δώσει στον αναγνώστη την εντύπωση της συνεχούς ροής σκέψεων, αισθημάτων, διαθέσεων και αναμνήσεων, όπως έρχονται αναμεμειγμένα στη συνείδηση, χωρίς κάποια λογική αλληλουχία.
Μετά την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα γίνεται σοβαρή προσπάθεια ανανέωσης του νεοελληνικού θεάτρου. Αρκετοί από τους πεζογράφους της γενιάς του ’30, όπως ο Θεοτοκάς, ο Τερζάκης και ο Πρεβελάκης, ασχολούνται με το θέατρο και γράφουν θεατρικά έργα που έχουν πιο πολύ ιστορικό χαρακτήρα. Παράλληλα, με την ωριμότητα και την στοχαστικότητα που τους χαρακτηρίζει, δίνουν το βάρος και στον τομέα της κριτικής και καλλιεργούν μάλιστα το δύσκολο είδος του δοκιμίου. Σημαντικοί ποιητές και πεζογράφοι, όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Τερζάκης, ο Θεοτοκάς, αλλά και άλλοι, όπως ο Ανδρέας Καραντώνης ο Γ. Κ. Κατσίμπαλης, ο Β. Βαρίκας ασχολούνται με το κριτικό δοκίμιο.