Ενα κείμενο-ύμνος της Γαλάτειας Καζαντζάκη για τη ζωή, γραμμένο το 1909 στο Ηράκλειο με αφορμή την ποίηση του Καβάφη
Ένας ύμνος από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη για τη ζωή, το μεγαλύτερο δώρο προς τον άνθρωπο, με αφορμή τη γνωριμία της με την ποίηση του Καβάφη. Μια σπάνια κριτική μελέτη - υποδοχή για τον «κουρασμένο» στην ψυχή Αλεξανδρινό, «περιθωριακό» τότε για τη λογοτεχνική ελίτ, που γράφτηκε στο Ηράκλειο το 1909 και δημοσιεύτηκε στον «Νουμά»
Μ’ ένα κείμενο ύμνο προς τη ζωή, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αλεξίου ακόμη, διατυπώνει κριτικά την πρώτη γνωριμία της με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, και την ποίησή του. Πρόκειται για ένα σπάνιο κείμενο, που γράφτηκε στο Ηράκλειο στις 4 Δεκεμβρίου 1909 και δημοσιεύτηκε στον περίφημο «Νουμά», την εφημερίδα των δημοτικιστών, στις 14 Φεβρουαρίου 1910.
Είναι η εποχή που ο Καβάφης είναι περίπου αποδιοπομπαίος για την ποιητική και λογοτεχνική ελίτ της Αθήνας. Κάτι σαν περιθωριακός (πολλοί λένε και εξαιτίας των σεξουαλικών προτιμήσεών του), για το κατεστημένο της ελληνικής διανόησης. Ακόμη κι ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς τον αντιμετώπισε μάλλον τυπικά, δεν τον υποδέχτηκε όπως του άξιζε, επηρεασμένος από το γενικότερο περιβάλλον.
Είναι όμως ταυτόχρονα η περίοδος που η Ελλάδα κοινωνικά και πολιτικά συγκλονιζόταν συθέμελα. Κάθε τι το δεδομένο, το κατεστημένο, έβλεπε καχύποπτα το νέο. Ο Καβάφης, φυσικά, δεν ήταν ούτε νέος, αφού έφτανε πια τα 47 χρόνια του όταν δημοσιευόταν το κείμενο της Γαλάτειας, ούτε βέβαια καινούργιος και άγνωστος στον ποιητικό λόγο. Αλλά ήταν άκρως σνομπαρισμένος.
Η «αιρετική» Γαλάτεια, η γυναίκα για την οποία έναν χρόνο νωρίτερα ο Νίκος Καζαντζάκης είχε εκφράσει δημόσια, μέσα από τις στήλες επίσης του «Νουμά», το θαυμασμό του για τη λογοτεχνική της αξία και τη φυσική της ομορφιάi, ανέλαβε την ευθύνη να «περάσει» τον Καβάφη στο ελληνικό κοινό και στην κατεστημένη (όχι πάντα συντηρητική, αφού και η θεωρούμενη προοδευτική τον αντιμετώπισε, αρχικά, με τον ίδιο περιφρονητικό τρόπο) διανόηση.
Είναι η περίοδος που η μεγάλη Καστρινή συγγραφέας (αδικημένη ακόμη και σήμερα από τη «λογοτεχνική επετηρίδα», πιθανώς εξαιτίας της «σκιάς» του Καζαντζάκη, με τον οποίο αργότερα, μετά το χωρισμό τους, τα έβαλε με τρόπο που αυτό-αδικήθηκε), αρχίζει τη σχέση με τον μετέπειτα σύζυγό της. Ο Καζαντζάκης ήδη υπογράφει ως «Πέτρος Ψηλορείτης», εκείνη, κατ’ αντιστοιχία, ως «Πετρούλα Ψηλορείτη», υπογραφή που χρησιμοποιεί και στο συγκεκριμένο κείμενο.
Η κουρασμένη ψυχή του κλείστηκε στα «Τείχη»
Με την κριτική μελέτη που δημοσιεύει στις «Φιλολογικές Επιφυλλίδες» του «Νουμά», η συγγραφέας έρχεται να επικυρώσει την ποίηση του Καβάφη ως μεγάλη, αλλά να κατηγορήσει, με προσεγμένο αλλά εμφανή τρόπο, τον ίδιο επειδή δεν επιτρέπει στον ποιητικό λόγο του να ανοίξει όσο του αξίζει τα φτερά του, εξαιτίας των τειχών που απλώθηκαν γύρω από τον ίδιο, χωρίς να αντιδράσει, αλλά και της κουρασμένης, της «μαραζάρικης κι αρρωστημένης ψυχής του».
«Κυτάζει τη ζωή μέσα από τ’ αψηλά τείχη, που όπως ο ίδιος μάς λέει, κάποιοι έχτισαν γύρω του», γράφει. «Κ’ είναι φριχτά αψηλά τα τείχη της σκλαβιάς και μαραζάρικη κι αρρωστημένη η ψυχή που αναστενάζει εκεί μέσα – δυστυχώς, για την ωραία ποίηση του κ. Καβάφη, που τόσα πράματα θα μας έλεγε αν έβγαινε στον ήλιο και στα λουλούδια, στις χιονιές και τις μπόρες».
Η Γαλάτεια, όμως, βρίσκει την αφορμή να υμνήσει το δώρο της ζωής, κάνοντας τη δική της αντιπαράθεση με τη «μαραζάρικη» αντιμετώπιση του Καβάφη. Χαρακτηριστική η αναφορά της που ακολουθεί:
«Όταν επιπόλαια κυτάζεις τη ζωή, σκλάβος της γίνεσαι και παιγνίδι, πετώντας απ’ τη χαρά στον πόνο κι απ’ τον πόνο στη χαρά. Όταν βαθύτερα την κυτάζεις, νοιώθεις τη φριχτή ματαιότητα κάθε χειρονομίας και κάθε κραυγής. Ανέγγιχτος είσαι από τη χαρά κι από τον πόνο. Κι όταν ακόμα πιο βαθειά κυτάξεις την ύπαρξη, τόσο πιο αρμονική και τόσο πιο ωραία θα τηνε βρεις. Θα δεις, ένας ρυθμός συνταράζει σ’ ένα μουσικό ξέσπασμα ανεκλάλητης χαράς, όλα τα πράματα που ζούνε και βιάζουνται, γιατί ξέρουν πως γρήγορα θα πεθάνουν. Οι διάκρισες χαράς και πόνου, ομορφιάς κι ασκήμιας δεν υπάρχουν πιά. Όλα αδερφώνουνται και μεθούνε κυτάζοντας τον ήλιο. Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από τη ζωή!»
Το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι
Παρά τις επιφυλάξεις και αντιρρήσεις που διατυπώνει για την κουρασμένη καβαφική ψυχή, που αποτυπώνεται στην ποίησή του, η Γαλάτεια υποδέχεται τον Αλεξανδρινό όπως του αξίζει: αναγνωρίζει και τη φιλοσοφική του αντίληψη και την ευαισθησία τους.
«Την ποίηση του κ. Καβάφη –σημειώνει- δυό μου φάνηκαν πως την ξεχωρίζουν χαραχτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ’ η αισταντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από τ’ άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπόρεσε να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα του και σιγοσταλάζουν και πετρώνουνται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη».
« Έτσι-ξεκαθαρίζει, αναγνωρίζοντας και τη μεστή ποιητική του- τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τρανταχτά, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης».
Και ως παράδειγμα παραθέτει το περίφημο ποίημά του «Che fece .... il gran rifiuto» του 1901, για το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, που κάποτε είμαστε μπροστά στην ευθύνη να επιλέξουμε. Σημειώνουμε ότι ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος είναι στίχος του Ντάντε (Inferno, III, 60), και σημαίνει «Εκείνος που έκανε… τη μεγάλη άρνηση».
Στην παρουσίασή της κάνει και πολλές αυθαιρεσίες η Γαλάτεια. Συχνά αλλάζει τη γραφή των λέξεων από τα ποιήματα του Καβάφη, ώστε να τις φέρει πιο κοντά στη δημοτική! Π.χ., στο ποίημα «Τα Τείχη», διορθώνει το «ανεπαισθήτως», αναφορά που χαρακτήρισε τον Καβάφη, με το «αναισθήτως»! Ή στο ποίημα «Τα παράθυρα», το «βαρυές» του ποιητή το αλλοιώνει σε «βαρειές», το «να ’βρω» το μετατρέπει σε «ναύρω» κ.ο.κ. Ακόμη και παραλείψεις στίχων εντοπίζουμε (τους συμπληρώνουμε), αλλά πιθανώς αυτό να οφείλεται απλώς σε λάθος στην αντιγραφή.
Παρουσιάζουμε στη συνέχεια ολόκληρη την κριτική μελέτη της «Πετρούλας Ψηλορείτη», σε γραφή ακραία δημοτική, χωρίς φυσικά να κάνουμε παρεμβάσεις ακόμη και σε οφθαλμοφανείς αλλοιώσεις λέξεων (διπλά σύμφωνα κλπ).
Το φύλλο του «Νουμά» εντοπίσαμε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πατρών.
*βλ. «Νουμάς» φ. 348, «Κεριακή 14 του Θεριστή 1909» και «Πατρίς», 14 Δεκεμβρίου 2009, «Τα κείμενα των κορυφαίων», «Ένα άρθρο του Ν.Καζαντζάκη για τη Γαλάτεια στα 1909 που τους έφερε κοντά!».
πηγή: http://www.patris.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου