Παππούλη Νίκο, Καπετάν Μιχάληδες δεν θα βρεις πλέον πολλούς στο Μεγάλο Κάστρο σου…
Περπατώ στους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου. Χαμογελώ με το μισό μου πρόσωπο. Το άλλο μισό έχει μια θλίψη... Μάλλον αυτό, το θλιμμένο κομμάτι του, είναι το αληθινό. Γιατί η πολιτεία με πληγώνει. Μοιάζει τόση ψυχρή κι αδιάφορη. Πλαντώ…
Ε, παππούλη Νίκο, τι λες; Στέκεσαι κει πάνω και δεν μιλάς, εσύ που τόσα έλεγες, που για τα πάντα είχες μιαν άποψη και μια πρόταση; Αυτά τα σημερινά δεν τα θωρείς;
Σου μοιάζει το Μεγάλο Κάστρο που ονειρεύτηκες; Ή αυτό που πρωτόδες, με τα ρετάλια από τους τουρκομαχάλαδες;
«Κοίταξε ζερβά του κατά το λιμάνι - τα καΐκια, τις βάρκες, τη θάλασσα. Ως πέρα ο μόλος βούιζε. Εμποροι, μαρινάροι, βαρκάρηδες, χαμάληδες πηγαινόρχουνταν ανάμεσα σε λαδοβάρελα και κρασοβάρελα και σωρούς χαρούπια και φώναζαν, βλαστημούσαν, φόρτωναν, ξεφόρτωναν αραμπάδες. Βιάζουνταν, πριν τσακίσει ο ήλιος και σφαλίξει η καστρόπορτα, να νετάρουν. Κουφόβραζε η θάλασσα, μύριζε το λιμάνι σαπημένα κίτρα, χαρούπι και κρασόλαδο. Δυο τρεις μεσοκαιρίτισσες Μαλτέζες, βαμμένες με το μυστρί, ορθές στο μουράγιο, βραχνοκακάριζαν κι έκαναν νοήματα σε μιαν κοιλάρα μαλτέζικη ανεμότρατα που κατάφτανε φορτωμένη ψάρι...».
Ανυπόφορη η περιγραφή σου στον «Καπετάν Μιχάλη»… Αλλά ήταν το Ηράκλειο που αγάπησες. Γιατί αυτό είχε ψυχή… Είχε τη Μεγάλη Ψυχή, αυτήν που εσύ πίστευες πολύ.
Τώρα, οι άνθρωποί του, σου φαίνονται γνωστοί και οικείοι; Σου μοιάζουν να έρχονται κατευθείαν από την ψυχή των προγόνων που περιέγραψες στην «Ασκητική» σου; Σου φαίνονται να έχουν μέσα τους όλους τους αιώνες; Σου μοιάζει αυτή η πολιτεία να νοιώθει την ευθύνη και το χρέος του Κρητικού;
Παππού Νίκο, στάσου, απόδρασε από τον κόσμο σου για μια στιγμή κι έλα δω κάτω να μας μαλώσεις. Έλα να πεις καμιά κουβέντα γιατί αυτή η πόλη δεν έχει άλλες να δώσει μάχες πια εξόν από το να αγοράσει και να πουλήσει τραπεζάκια στην πλατεία, καφέδες και ουίσκι στον παραλιακό… Εμπορεία, εμπορεία, και πάλι εμπορεία…Έλα, βάλε καμιά φωνή, γιατί οι δικές μας είναι τόσο αδύναμες που ακόμη κι όταν τις ακούν από το βάθος, νομίζουν πως λέμε αστεία για να γελούν οι δυνατοί που ανταλλάσουν αναμεταξύ τους τις καρέκλες… Και μας χλευάζουν… Ή μας κουνούν το δάκτυλο μπροστά στη μύτη απειλητικά, για να φοβόμαστε και να σιωπάμε… Γιατί σ’ αυτή την πόλη που γέννησε τόσα ελεύθερα πνεύματα, όπως το δικό σου, η διαφορετική άποψη είναι πλέον περίπου απαγορευμένη. Κι ο διαφωνών στιγματισμένος. Δοξάζονται μόνο όσοι σκύβουν χαμηλά το κεφάλι…
Έλα να σε κάνω μια βόλτα να καταλάβεις. Έλα να δεις που χάθηκαν ακόμη κι οι ψυχές των μεγάλων από τα Λιοντάρια, από τα στενοσόκακα του Αγίου Μηνά και της Αγίας Τριάδας, από τα γύρω του λιμανιού. Οι ψυχές όλων σας μάς βαρέθηκαν τέτοιοι που γίναμε... Σκιές φοβισμένες, θλιβερές καταντήσαμε. Κι ας θεωρούμαστε οι ζωντανοί. Σκιές βουβές. Πεταμένες στα παλιά σοκάκια...
Θυμάσαι τι έγραψες; «Αλάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχαν καπετάνιο έναν άγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρο...»
Τι λες; Έχασε τα φρούριά της, τη μνήμη και την καρδιά της η πολιτεία σου; Μας εγκατέλειψαν οι ψυχές της; Μα τότε μείναμε ξαρμάτωτοι. Γιατί εσύ, παππούλη, έγραψες στον «Χριστόφορο Κολόμβο» σου πως μόνο η ψυχή είναι τα άρματα του ανθρώπου. «Πιστεύω –μας δίδαξες- πως η μεγάλη ψυχή μπορεί να δημιουργήσει το ανύπαρκτο. Αυτό είναι το πιο μεγάλο μυστικό μου. Άλλη παρηγοριά δεν έχω. Ούτε άλλα άρματα».
Τώρα πια οι άνθρωποι του Κάστρου σου γεννιούνται χωρίς τις διδαχές σου, χωρίς γνώση και παρελθόν, χωρίς τις ψυχές τους…
Μου φαίνεται ότι κάθε βράδυ καταργούμε τα όνειρα του επόμενου πρωινού…
Τα μνημεία μας σιγά σιγά τ’ αφήσαμε να πέσουν ή τα ρίξαμε επίτηδες. Έπρεπε να κάνουμε πολυκατοικίες. Πολυώροφες, πάνω ακόμη κι από όσο επιτρέπεται. Και η γενέθλια κάμαρή σου κάπως έτσι πήγε…
Ναι, αν ρωτάς, είναι αλήθεια ότι υπάρχει και οικονομική κρίση, και μάλιστα πολύ σοβαρή. Δεν έχει σημασία ότι στα Λιοντάρια και στις γύρω περιοχές οι καφετέριες είναι μέρα και νύχτα γεμάτες... Είναι ο νέος πολιτισμός του Ηρακλείου αυτός. Ο καινούργιος συμβολισμός της πόλης είναι το φραπόγαλα…Μπορεί κάποια στιγμή να βγάλουμε τον Γρύπα από τα καστρινά σύμβολά μας και να τον αντικαταστήσουμε από ένα ποτήρι φραπέ με καλαμάκι. Ή ένα ποτήρι με ουίσκι, για να καλύψουμε και τον πολιτισμό της νύκτας… Του οινοπνεύματος, που πήρε τη θέση του πνεύματος…
Θα δεις όμως ανάμεσα στους νέους που σερβίρουν στις καφετέριες, τους ανέργους πτυχιούχους. Όχι δεν χρειάζεται πανεπιστημιακό πτυχίο για να σερβίρεις καφέδες. Αλλά πολλοί από αυτούς που σπούδασαν γιατροί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, δεν έχουν τι άλλο να κάνουν. Και για να τη βγάλουν κάνουν τους σερβιτόρους ή όποιο άλλο επάγγελμα, αν βρουν βέβαια δουλειά. Στις οικοδομές πάντως σταμάτησαν να δουλεύουν. Όλοι…Γιατί δεν υπάρχουν πλέον νέες οικοδομές.
Να κάνουμε μια βόλτα από τη Βικελαία; Μπα, ξέχασέ το… Δεν υπάρχει Βικελαία σήμερα, αυτή τουλάχιστο που εσύ θα ήθελες να δεις μετά από μισό αιώνα. Εκτός κι αν έχεις διάθεση να γυρίζουμε τα δωματιάκια που την έχουν στριμώξει ή να πάμε να δούμε τα βιβλία του Βικέλα και του Σεφέρη (πήρε Νόμπελ στο μεταξύ, το έμαθες;) στα υπόγεια. Αν δεν φοβάσαι τα ποντίκια, πάμε…Α, εκεί είναι και τα βιβλία της πρώην κουνιάδας σου, της Έλλης, και του Μάρκου Αυγέρη, που μετά από σένα συντρόφευε τη Γαλάτεια. Πάντως για τη Βικελαία και την προσβολή της συλλογικής μνήμης ένα μικρό – έστω- κομμάτι του Κάστρου έδειξε ότι έχει ψυχή. Αυτό που βγήκε μπροστά στις 9 του Απρίλη. Και διεκδίκησε για τη Βιβλιοθήκη του και τη γνώση, για το μέλλον, κι όχι για τον εαυτό του.
Όμως, θα σε απογοητεύσω και πάλι. Ούτε Αρχαιολογικό Μουσείο υπάρχει. Το φτιάχνουν κι αυτό μερικά χρόνια τώρα… Το Ιστορικό, με τις πολύτιμες μαρτυρίες και παρακαταθήκες σου υπάρχει, χάρη στο φιλότιμο μερικών. Μ’ αυτό άλλωστε υφίσταται και η Βικελαία…
Ναι, ναι, εντάξει, η Κνωσός υπάρχει. Με προβλήματα, αλλά υπάρχει. Επειδή και μόνο μάς φέρνει χρήμα, δηλαδή, αποφασίσαμε να την κρατήσουμε, χωράει στον πολιτισμό μας…
Ξέρεις όμως τι άλλο δεν υπάρχει σήμερα; Η θάλασσα του Κάστρου, αυτή που μύριζες κι έφευγες για τα ταξίδια σου σ’ όλη τη γης. Γιατί την παραλία γεμίσαμε μπαράκια. Κι αντί να κάνουμε μια δρασκελιά, να βάζουμε το πόδι μας στο νερό, να πέφτουμε στη θάλασσα να κολυμπούμε, να παίρνουμε ανάσες και να χανόμαστε, την αποκόψαμε κι άλλο από την πολιτεία. Γέμισε μπαρ και τούτη η λωρίδα γης, για νάναι σύγχρονη με τον νέο μας πολιτισμό... Γυρίσαμε πιο πεισματικά την πλάτη μας στη θάλασσα. Κι ο δρόμος ακόμη, για τη στάθμευση των αυτοκινήτων των πελατών τους μοιάζει να έγινε…
Αλλά –επιμένω- το κυριότερο είναι οι άνθρωποι. Οι ψυχές. Σαν άψυχα σώματα μοιάζουμε όλοι όσοι κυκλοφορούμε στην τσιμεντένια πόλη, που δεν έχει ούτε σκιά δένδρου να σου δώσει ανάσες ή να ξαποστάσεις τέτοια εποχή. Άραγε, πού θα έπινες το ουζάκι σου με τον Παναΐτ Ιστράτι, αν τα ξαναβρίσκατε; Ή με τον Σαχλαμπάνη;
Καπετάν Μιχάληδες και Ζορμπάδες μην ψάχνεις, δεν θα βρεις πολλούς.
Οι Καπετάν Μιχάληδες μάς τέλειωσαν… Ούτε τον Ζορμπά σου διαβάζουν πλέον οι άνθρωποί της πολιτείας… Τι ελπίδα να έχει έτσι το μικρό μας, όπως το καταντήσαμε, Κάστρο; Πού την ξεπουλήσαμε τη ζωή μας;
Μην ψάχνεις, παππούλη, δεν θα βρεις ούτε ποιητάδες και συγγραφείς, δεν θα βρεις πολλές ευαίσθητες ψυχές να πονάνε τον τόπο και να θέλουν να κάμουν το χρέος τους…Εκτός κι αν το χρέος τους ταυτίζεται με το οικονομικό όφελος. Αν πρόκειται να διεκδικήσουμε κάποιες αποζημιώσεις, το χρέος θα το κάμουμε. Γι αυτό και δεν μας πειράζει που οι δυνατοί κάθονται στις καρέκλες για τη βολή τους και το δικό τους όφελος…
Εσύ όμως δεν έλεγες ότι ο πιο ιερός αγώνας είναι εκείνος που ξέρεις ότι είναι χαμένος; Και δεν είναι αγώνας για τον εαυτό σου. Αλτρουισμός είναι αυτό. Μα δεν την ξέρει αυτή τη λέξη το Κάστρο σου…
Κατάλαβες, νομίζω, ότι είναι άλλος ο πολιτισμός τώρα. Είναι άλλες οι προτεραιότητες. Είναι πλέον το χρήμα που κάνει κουμάντο. Αν το ’χουμε, δεν μας λείπει τίποτε. Αν δεν το ’χουμε, χαμένα έχουμε τα πάντα…
Τι λες τώρα παππούλη Νίκο; Είναι το Μεγάλο Κάστρο η πόλη να πάρεις πάλι φόρα για τη ζωή;
Τι ωραία λόγια έγραψες στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Ποιος τ’ άκουσε όμως…
«Όταν με τη θεία και κωμική έπαρση της νιότης γυρίζαμε ως τα ξημερώματα τους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου, με τι πεποίθηση κι ορμή γκρεμίζαμε και ξαναχτίζαμε τον κόσμο. Δε μας χωρούσαν τα τείχη της μικρής μας πολιτείας, μήτε οι ιδέες που μας είχαν μάθει οι δασκάλοι, μήτε μπορούσαμε να βολευτούμε μέσα στις συνηθισμένες χαρές και φιλοδοξίες των ανθρώπων∙ όλο και λέγαμε: «Να σπάσουμε τα σύνορα». Ποιά σύνορα; Δεν ξέραμε· ανοίγαμε μονάχα τα μπράτσα μας, σαν να πλαντούσαμε».
Φαίνεται –όμως- ότι ο θεός τελικά αποδέχτηκε το παράπονο - ευχή του Καπετάν Μιχάλη, και μας τιμώρησε: «Έχω παράπονο του Θεού που δεν μας έκανε ατσαλένια τα κορμιά των Κρητικών, να μπορούμε να βαστάξουμε εκατό, διακόσια, τρακόσια χρόνια, όσο να λευτερώσουμε την Κρήτη. κι ύστερα, ας γενούμε μπούλβερη και κουρνιαχτός. ...;»
Ο αγέρας στο Μεγάλο Κάστρο δεν είναι ο ίδιος που σου έδωσε πνοή … Δεν είναι αυτός που σου φύσηξε στο πρόσωπο …Συμφωνείς; Ε, πού πας; Γιατί μας αφήνεις μόνους κι εσύ; Ούτε να μας μαλώσεις; Αυτή είναι η τιμωρία μας… Η απαξίωση των Μεγάλων Ψυχών… Πότε θα μας παρατήσει κι ο καπετάνιος Άγιός μας… Για να νιώσουμε απόλυτη ανασφάλεια…
Σοφά έγραψες. Δεν υπάρχουν ιδέες - υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες - κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.
Κοντύναμε όλοι μας… Μαζί με το Κάστρο σου…
Πλαντώ, παππούλη Νίκο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου