Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνικά τινα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λογοτεχνικά τινα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

31 Ιανουαρίου 2012

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

«Oταν γράφω, προσπαθώ να κρατήσω τη σπίθα ζωντανή, να γίνει φλόγα και φωτιά» λέει ο δημοσιογράφος του «Εθνους» που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του «Κάτι θα γίνει, θα δεις»

Βραβείο σε δημοσιογράφο του Εθνους
Είναι φανατικός αναγνώστης διηγημάτων και όπως φαίνεται φανατικός συγγραφέας της μικρής φόρμας στην πεζογραφία. Ο Χρήστος Οικονόμου, πολιτικός συντάκτης του «Εθνους», διηγηματογράφος και μεταφραστής, κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το δεύτερο βιβλίο του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδ. Πόλις), ένα βιβλίο που προσέχτηκε και αγαπήθηκε όσο λίγα μέσα στη βιβλιοπαραγωγή του 2010. Ενα βιβλίο που προσέφερε στον Οικονόμου μια διακριτή θέση στη σύγχρονη ελληνική διηγηματογραφία.
Οταν ξεκινούσες την περιπέτεια με τη λογοτεχνία φανταζόσουν την καθολική σχεδόν αποδοχή της κριτικής και ένα κρατικό βραβείο με το δεύτερο μόλις βιβλίο σου;
Οχι, δεν είχα φανταστεί τίποτα απ' αυτά, γι' αυτό και έχω εκπλαγεί (ευχάριστα, ασφαλώς) τόσο από τις θετικές κριτικές όσο και από το κρατικό βραβείο. Εξίσου σημαντικά για μένα είναι τα καλά λόγια που άκουσα από τους αναγνώστες του βιβλίου. Ξέρω ότι ακούγεται κοινότοπο αυτό, αλλά πολλά πράγματα που είναι αλήθεια είναι κοινότοπα. Αλλωστε, η αποδοχή ενός κειμένου από το αναγνωστικό κοινό είναι ένα κριτήριο που λαμβάνουν υπόψη τους οι επιτροπές.
Το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι το δεύτερο βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου.
Το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι το δεύτερο βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου.
Τι είναι αυτό που σε οδήγησε στη μικρή και δύσκολη φόρμα πεζογραφήματος, το διήγημα;
Είμαι φανατικός αναγνώστης διηγημάτων. Αναγνωρίζω, φυσικά, την υπεροχή του μυθιστορήματος ως προς την αρτιότερη απεικόνιση κόσμων και τη μεγαλύτερη εμβάθυνση στον ψυχισμό των χαρακτήρων, ωστόσο νομίζω πως η συγκίνηση και η αμεσότητα που προσφέρει ένα καλό διήγημα είναι αναντικατάστατες. Επιπλέον, είχα αρχίσει να διαβάζω διηγήματα από μικρή ηλικία, οπότε ήταν και αυτό ένα γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωση των συγγραφικών μου προτιμήσεων.
 Είχε προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα»
Είχε προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα»
Θα δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου στο μυθιστόρημα;
Δεν νομίζω. Τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Θα μου άρεσε να συνεχίσω να ασχολούμαι -και να πειραματίζομαι- με τη μικρή φόρμα. Η παράδοση της ελληνικής διηγηματογραφίας είναι μεγάλη και πλούσια, και νομίζω ότι το είδος υπηρετείται από σπουδαίες πένες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν περιθώρια ανανέωσης και διεύρυνσης του περιεχομένου και των εκφραστικών μέσων.
Με το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» επανέφερες στην ελληνική λογοτεχνία ξεχασμένους ήρωες, ανθρώπους του σκληρού μόχθου, που είχαν παραμερίσει ο μικροαστισμός και το λαϊφστάιλ. Ηταν συνειδητή επιλογή;
Προφανώς. Καθετί που γράφω είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής. Δεν μου αρέσει να διαβάζω λογοτεχνικά κείμενα που δεν διατηρούν επαφή (άμεση ή έμμεση) με τον κοινωνικό περίγυρο, ή κείμενα που δεν καταπιάνονται με θέματα ζωής και θανάτου. Νομίζω ότι ο μόχθος, η δουλειά, η προσπάθεια να επιβιώσεις στον κόσμο, η προσπάθεια να βρεις το φως μέσα στο σκοτάδι, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν μου αρέσει να διαβάζω κείμενα όπως αυτά που προανέφερα, δεν μπορώ, ούτε θέλω να γράψω τέτοια κείμενα. Οπως δεν μπορώ να γράψω κείμενα που διακρίνονται από την ατέρμονη ενδοσκόπηση και τον ψυχολογισμό, ή κείμενα που θωπεύουν τον συγγραφικό ναρκισσισμό, που αναπαράγουν προπαγανδιστικά κλισέ, που υποκύπτουν στην ευκολία της ιδεολογικής στράτευσης. Δεν θέλω να πω την άποψή μου για τον κόσμο ούτε να πω τον πόνο μου. Ούτε θέλω να προβληθώ ως εκπρόσωπος της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης. Θέλω, προσπαθώ, να δίνω φωνή στους ανθρώπους που κυκλοφορούν μέσα στα διηγήματά μου, να καταγράφω με ακρίβεια και πιστότητα τι λένε, τι παθαίνουν και πώς αντιδρούν σε αυτά που παθαίνουν.
Ηταν επινοημένοι ή πραγματικοί οι ήρωές σου;
Θα μπορούσα να απαντήσω με μια φράση ενός από τους αγαπημένους μου συγγραφείς: «Ο,τι επινοούμε είναι αληθινό» είπε ο Φλομπέρ. Σε κάθε περίπτωση, μου αρέσει να δημιουργώ κόσμους. Αυτή είναι για μένα η μεγαλύτερη, ίσως, απόλαυση που προσφέρει η συγγραφή, αλλά συγχρόνως και η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζω κάθε φορά. Επειδή όμως μόνο ο Θεός δημιούργησε κόσμο εκ του μηδενός, είμαι υποχρεωμένος να αξιοποιώ υλικά από τον κόσμο στον οποίο ζω. Γράφω ό,τι βλέπω και ακούω στον περίγυρό μου. Απλώς ο περίγυρός μου δεν ταυτίζεται πάντοτε με τον πραγματικό κόσμο.
Προβληματίστηκες αν χρησιμοποιώντας τέτοιους ήρωες κινδυνεύεις να πέσεις στην παγίδα του καταγγελτικού λόγου και της εύκολης συγκίνησης, κάτι που ευτυχώς δεν συνέβη και λειτούργησε ενισχυτικά για τη βράβευσή σου;
Δεν προβληματίστηκα απλώς, αυτό ήταν -και παραμένει- ένα από τα μεγαλύτερα άγχη μου και μία από τις πλέον επίμονες φοβίες μου όταν γράφω. Νομίζω ότι αν κατάφερα πράγματι, όπως λες, να μην πέσω στην παγίδα της καταγγελίας ή του μελό, αυτό οφείλεται στη δουλειά: γράφω και ξαναγράφω, μέχρις ότου να φτάσω εκεί που θέλω.
Η κρίση και η έμπνευση
Χρειάζεται ισορροπία ανάμεσα στο «θερμό» και το «ψυχρό»
Συμμερίζεσαι την άποψη της κριτικής επιτροπής, η οποία αναφέρει στο σκεπτικό της ότι το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» αποδείχτηκε προφητικό δεδομένου ότι γράφτηκε στην αρχή της κρίσης;
Μπορεί τα διηγήματα της συλλογής να θεωρηθούν προφητικά, αυτό όμως δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας μαγικής επίνευσης. Θέλω να πω, όσα γράφω απορρέουν από μια φιλτραρισμένη εκδοχή της ανθρώπινης κατάστασης όπως τη ζω εγώ και οι άνθρωποι γύρω μου. Ισως έχει κάποια σημασία το γεγονός ότι άρχισα να γράφω τα διηγήματα της συλλογής το 2004, όταν η Ελλάδα ζούσε στιγμές εθνικής και οικονομικής ανάτασης και πολλοί άνθρωποι δεν είχαν δει ούτε στον χειρότερο εφιάλτη τους όλα αυτά που άρχισαν να συμβαίνουν λίγα χρόνια μετά.
Η κρίση, όπως τη βιώνουμε, πιστεύεις ότι δίνει τροφή στη λογοτεχνία;
Ναι, το πιστεύω, αλλά δεν ξέρω πόσοι είναι εκείνοι που τους αρέσει αυτή η τροφή. Εννοώ ότι, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, αρκετοί συγγραφείς (και αναγνώστες) θεωρούν ότι χρειάζεται να υπάρξει σημαντική χρονική απόσταση προκειμένου να μετουσιωθούν λογοτεχνικά τα καταλυτικά γεγονότα, όπως είναι η πολυεπίπεδη και γενικευμένη κρίση που ζούμε εμείς εδώ σήμερα. Εγώ δεν είμαι αυτής της άποψης.
Η λογοτεχνία πρέπει να παίρνει χρονικές αποστάσεις από τα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα ώστε να μη λειτουργεί εν θερμώ;
Η αυτό εξαρτάται από τη μαεστρία του ίδιου του λογοτέχνη; Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση που να ισχύει για όλες τις περιπτώσεις ανεξαιρέτως. Ο Τολστόι έγραψε το «Πόλεμος και Ειρήνη» σχεδόν μισό αιώνα μετά την εισβολή των Γάλλων στη Ρωσία, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες κάποιοι σπουδαίοι συγγραφείς άρχισαν να γράφουν μυθιστορήματα για την 11η Σεπτεμβρίου λίγους μήνες μετά τα τραγικά γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι, όπως συμβαίνει με πολλά άλλα πράγματα στη ζωή, χρειάζεται μια ισορροπία ανάμεσα στο «θερμό» και το «ψυχρό».
Τι είναι αυτό που σε ωθεί να γράψεις κάθε φορά ένα λογοτεχνικό κείμενο - μια ιδέα, ένα γεγονός, τι;
Δεν υπάρχει κανόνας. Κάποιες φορές εμπνέομαι από κάτι που άκουσα στον δρόμο ή από μια εικόνα που είδα με την άκρη του ματιού. Αλλες φορές η «σπίθα» γεννιέται μέσα μου, χωρίς κάποιο απτό εξωτερικό ερέθισμα εννοώ, και προσπαθώ -γράφοντας και ξαναγράφοντας- να κρατήσω τη σπίθα ζωντανή, για να γίνει φλόγα και φωτιά. Εχω μεγάλη πίστη στη διαδικασία της επαναληπτικής γραφής, στο ξαναγράψιμο δηλαδή. Καμιά φορά μού αρέσει να σκέφτομαι ότι δεν γράφω αλλά ξαναγράφω. Νομίζω πως γράφοντας και ξαναγράφοντας μπορώ να καταλάβω καλύτερα και να νιώσω βαθύτερα τι είναι αυτό που γράφω.
Πού συναντώνται η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία;
Στον δρόμο, νομίζω. Μπορεί, δηλαδή, να συναντώνται και σε κυβερνητικά μέγαρα και προθαλάμους πολιτικών γραφείων ή σε πολυτελείς επαύλεις και κοσμοπολίτικα θέρετρα, αλλά εμένα ήταν το ρεπορτάζ στον δρόμο που με βοήθησε να δω ανθρώπους και να ζήσω καταστάσεις με μεγαλύτερη αμεσότητα. Από την άλλη πλευρά, η δημοσιογραφία, όταν γίνεται σωστά, σε βοηθάει να κρατάς την απαιτούμενη απόσταση από τα γεγονότα, πράγμα που έχει καθοριστική σημασία για μένα.
Οι πνευματικοί πατέρες
Ποιοι είναι οι λογοτεχνικοί και πνευματικοί σου πατέρες;
Από πού να ξεκινήσω; Η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης (όχι μόνο λογοτεχνικής) για μένα είναι ο Ιησούς Χριστός. Διαβάζω ξανά και ξανά την Αγία Γραφή και τα κείμενα των Μεγάλων Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διαβάζω Παπαδιαμάντη, Κάρβερ, Τσέχοφ. Αν δεν ήταν αυτοί οι τρεις, μπορεί να μην είχα γνωρίσει τη γοητεία του διηγήματος. Διαβάζω Στάινμπεκ, Σάλιντζερ, Κόρμακ Μακάρθι, Φλάνερι Ο'Κόνορ, Ισαάκ Μπάμπελ. Διαβάζω ξανά και ξανά παραμύθια του Αντερσεν, τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, τα διηγήματα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και της Σοφίας Νικολαΐδου. Θεωρώ ότι το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου, το «Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου» του Σωτήρη Δημητρίου και «Το ασημόχορτο ανθίζει» του Βασίλη Γκουρογιάννη είναι τρία από τα σημαντικότερα κείμενα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Διαβάζω ποίηση: Κ. Π. Καβάφη, Τάκη Σινόπουλο, Εμιλι Ντίκινσον, Ρόμπερτ Φροστ.
Τα βιβλία
Ηρωες από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα
Με τις ιστορίες του, ο Χρήστος Οικονόμου επανέφερε στη λογοτεχνία ήρωες που δεν ήταν της μόδας ή στην κουλτούρα του mainstream. Ανθρώπους των πραγματικά χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Ανέργους, συνταξιούχους, χαμηλόμισθους υπαλλήλους, εργάτες, από τη Δραπετσώνα, το Πέραμα, την Αμφιάλη, το Κερατσίνι, την Κοκκινιά? Ανθρώπους με χαμένες ελπίδες και ματαιωμένα όνειρα που μοιάζουν με παγάκια, τα οποία «αργά ή γρήγορα λιώνουν», όπως αναφέρει κάπου. Ηρωες που απειλούνται από τη μοχθηρή φτώχεια. Κι όμως οι ιστορίες γράφτηκαν πριν ακόμη η κρίση τρίξει για τα καλά τα δόντια της.
Εκείνο που κερδίζει τον αναγνώστη -κέρδισε και την Κριτική Επιτροπή των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων- είναι ότι ο Χρήστος Οικονόμου αποφεύγει τις καταγγελίες πολιτικού τύπου, την πρωτογενή συγκίνηση, τον φτηνό παρηγορητικό λόγο, την ιδεολογική στράτευση, κάθε συγγραφική ευκολία δηλαδή.
Οι ιστορίες του, γραμμένες χωρίς στολίδια, με υπαινιγμούς κι όχι φλύαρες περιγραφές, με σιωπές που συμβαδίζουν με τις σιωπές των ηρώων, συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο. Δεν έχουν χάπι εντ και οι ήρωές του διατηρούν την αξιοπρέπεια και την ελπίδα για το μέλλον κι ας είναι απελπισμένοι. Με τη συλλογή αυτή του Χρήστου Οικονόμου σηματοδοτήθηκε «μια στροφή προς τον ρεαλισμό και τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα που ενδεχομένως να συντελεστεί εντονότερα στο μέλλον», όπως εκτιμά και η Κριτική Επιτροπή που την επέλεξε προς βράβευση.
Ο Χρήστος Οικονόμου, γεννημένος στην Αθήνα το 1970, μεγαλωμένος στην Κρήτη και στον Πειραιά, έγραψε το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα» (Ελληνικά Γράμματα, 2003) που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Επτά χρόνια μετά, με την κυκλοφορία τού «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (Πόλις, 2010), ο 40χρονος τότε συγγραφέας γνώρισε την αποθέωση. Σαν να είχε κάνει τότε τη δυναμική του είσοδο στην εγχώρια λογοτεχνική σκηνή. Για να μείνει.
Δήμητρα Ρουμπούλα
dirouboula@pegasus.gr

24 Ιανουαρίου 2012

Ντ. Χριστιανόπουλος: «Πράξη ζωής», η απόρριψη του Βραβείου

Ο σπουδαίος ποιητής εξηγεί τους λόγους που δεν δέχεται το Μεγάλο Βραβείο των Γραμμάτων
Ντ. Χριστιανόπουλος: «Πράξη ζωής», η απόρριψη του Βραβείου



 
«Το ότι απέρριψα το βραβείο ήταν για μένα μια πράξη ζωής. Oσοι με ξέρουν θα καταλάβουν γιατί δεν δέχτηκα το βραβείο».  Η φωνή του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου ακούγεται ήρεμη αλλά σταθερή. «Τα παιδιά της επιτροπής έκαναν καλά που με βράβευσαν αλλά δεν σκέφτηκαν να με ρωτήσουν αν το δέχομαι» λέει ο ποιητής για την άρνησή του να αποδεχτεί το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. «Δεν ξέρουν, μου λέει μισό- γελώντας, ότι είμαι ένας στριμμένος άνθρωπος;»
Νωρίτερα, όταν δημοσιεύτηκε η είδηση της βράβευσης του είχε δηλώσει στο ΑΠΕ «Ούτε θα εμφανιστώ ούτε θα απλώσω το χέρι για να το πάρω. Δεν θέλω ούτε τα βραβεία ούτε τα λεφτά τους». Επιμένω γιατί να μην λάβει αφού έτσι κι αλλιώς δέχεται να εμφανίζεται στις τιμητικές εκδηλώσεις που γίνονται για τον ίδιο. Μου επαναλαμβάνει ότι είναι πράξη ζωής και μου θυμίζει το κείμενο του, γραμμένο το 1979 με τίτλο «Εναντίον», όπου έγραφε «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο "υπείροχον έμμεναι άλλων", που μας άφησαν οι αρχαίοι. Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου ...»
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (πραγματικό όνομα Κωνσταντίνος Δημητριάδης) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη και φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965. Κατόπιν εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 άρχισε την έκδοση του περιοδικού Διαγώνιος, το οποίο συνέχισε να εκδίδεται ως το 1983, και τον εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις της Διαγωνίου». Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Εποχή των ισχνών αγελάδων» (1950) διακρίνεται για το καβαφικό ύφος της, ενώ στις επόμενες δημιουργίες του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του, το εφήμερο πάθος, η ταπείνωση και η μοναξιά.
http://www.tovima.gr

μερικά ποιήματα του

Ἐπικίνδυνη Μοναξιά

Ὅταν τὶς νύχτες τριγυρνῶ στὴ μοναξιά μου,
ψάχνω μέσ᾿ σὲ χιλιάδες πρόσωπα νὰ βρῶ
ἐκεῖνο τὸ τρεμούλιασμα στὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ σου.
Ἂν ἔστω κι ἕνας μόνο ἀπηχοῦσε
κάτι ἀπ᾿ τὴ δική σου ὀμορφιά,
θὰ τοῦ ῾λεγα: -«Λοιπόν, τί περιμένεις;
μὲ τὰ καρφιὰ τῶν παπουτσιῶν σου κάρφωσέ με
».
καὶ δὲ θὰ καρτεροῦσα πιὰ γλυκὸ φιλὶ
οὔτε μία τρυφερὴ περίπτυξη.


Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.


20 Δεκεμβρίου 2011

Στο σαλόνι της Πηνελόπης

Στο σαλόνι της Πηνελόπης
Ο Αντώνης Μπενάκης (αριστερά) και ο Αλέξανδρος Μπενάκης με τις αδελφές τους Πηνελόπη Δέλτα (καθιστή) και Αλεξάνδρα Χωρέμη,πριν από την αναχώρησή τους για το βαλκανικό μέτωπο
 
Εδώ και καιρό το αρχοντικό του 19ου αιώνα κοντά στην οδό Τατοΐου της Κηφισιάς όπου έζησε η ιδεολόγος, αγωνίστρια και συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα από το 1916 ως τον τραγικό (και συμβολικό) θάνατό της το 1941 στεγάζει το Τμήμα Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη. Η έκθεση «Αναδρομή στην Κηφισιά» που παρουσιάζει αυτή την εποχή και την οποία επιμελήθηκε η διευθύντρια του Τμήματος κυρία Βαλεντίνη Τσελίκα είναι από μόνη της εξαίσια με τον τρόπο που ξαναζωντανεύει το παρελθόν αυτού του προαστίου μέσα από παλιές φωτογραφίες, χειρόγραφα, περιηγητικά βιβλία και χάρτες, συνθέτοντας έτσι τον ιστορικό καμβά όπου έζησαν και έδρασαν σημαντικές προσωπικότητες του 19ου και του 20ού αιώνα.

Ποιος επισκέπτης όμως μπορεί να αντισταθεί σε μια αναδρομή στη ζωή της θρυλικής Ελληνίδας όταν γνωρίζει ότι σε έναν από αυτούς τους διαδρόμους περπάτησε μαζί της ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο αδελφός της, ο Αντώνης Μπενάκης, και πολλοί άλλοι; Η έκθεση αυτή στο σαλόνι της οικοδέσποινας μας προσκαλεί επιτακτικά σε μια «επίσκεψη» στο δικό της συναρπαστικό παρελθόν, που ταυτίζεται με τη νεότερη ιστορία μας.

Προσωπικά βιώματα
Η κόρη του βαθύπλουτου μεγαλεμπόρου βάμβακος στην Αλεξάνδρεια Εμμανουήλ Μπενάκη από μικρή κυκλοφορούσε πάντα με το λάβδανο στην τσέπη. Για να ξεφύγει από την επιρροή των γονιών της αποφάσισε να παντρευτεί το 1895 τον αρκετά μεγαλύτερό της νομομαθή Στέφανο Δέλτα, ο οποίος μοιράστηκε μαζί της το πάθος για τη διαπαιδαγώγηση των ελληνόπουλων (αντικατοπτρίζεται στο Ταμείο Υποτροφιών του Κολλεγίου, που ήταν δικό τους δημιούργημα).

Για την επίσκεψή μας στο παρελθόν αυτού του σαλονιού μιλήσαμε με τον δισεγγονό της Πηνελόπης Δέλτα, αρχιτέκτονα, πρόεδρο του Ελληνοαμερικανικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Κολλέγιο Αθηνών- Κολλέγιο Ψυχικού) και του Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου. Εμπλούτισε με ζωντανές αναμνήσεις και παιδικά του ακούσματα ό,τι έχει ως τώρα καταγραφεί σε βιβλία. Ο Αλέξανδρος Σαμαράς, αδελφός του υπουργού Αντώνη Σαμαρά, είναι γιος της Λένας Ζάννα-Σαμαρά, εγγονής του Στέφανου και της Πηνελόπης Δέλτα από την κόρη τους, τη Βιργινία (η οποία παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Ζάννα, μετέπειτα υπουργό επί Βενιζέλου). Είναι ανιψιός του αείμνηστου Παύλου Ζάννα (αδελφού της Λένας Ζάννα, εισήγαγε το έργο του Προυστ στην Ελλάδα με μεταφράσεις), ο οποίος επιμελήθηκε το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της Πηνελόπης Δέλτα. Το έργο αυτό συνεχίζει ο γιος του Αλέκος Ζάννας, ξάδελφος του Αλεξάνδρου.

Ανάμεσα στους καλεσμένους της Πηνελόπης Δέλτα είναι και οι συγγε νείς, οι μεγάλες οικογένειες Μπενάκη, Χωρέμη, Σαλβάγου και Καραθεοδωρή.Η καθεμιά με τον τρόπο της προσέφερε τα μέγιστα στην ελληνική κοινωνία. Είναι ο Αντώνης Μπενάκης που δίνει την ψυχή του στο Μουσείο Μπενάκη, είναι ο θείος του Στεφάνου Δέλτα, ο κορυφαίος μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή (και όχι Καραθεοδωρής), με τον οποίο διαβουλευόταν διά αλληλογραφίας ακόμη και ο Αϊνστάιν. Είναι και άλλοι πολλοί... Το Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, κοντά στο σπίτι της Πηνελόπης, που σήμερα οργανώνει όλη τη φυτοπροστασία της χώρας, δημιουργήθηκε από τον Εμμανουήλ Μπενάκη (ήταν και υπουργός Γεωργίας επί Βενιζέλου), τον Στέφανο Δέλτα (που είχε υπηρετήσει και ως διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας) και τον Αντώνη Μπενάκη. Πρωτότυπα έγγραφα σχετικά με την υλοποίησή του παρουσιάζονται στην τωρινή έκθεση. Πολιτικοί και διανοούμενοι
Από τον Αλέξανδρο Μυλωνά (πατέρα του υπουργού Παιδείας επί Ανδρέα Παπανδρέου Γιώργου) ως τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Μαύρο Καβαλάρη Νικόλαο Πλαστήρα, πολλοί πολιτικοί μπήκαν στο σαλόνι της περίφημης οικοδέσποινας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος πολλές φορές ερχόταν απρόσκλητος. Εδώ ήπιε το τελευταίο του ποτό προτού γίνει η τρίτη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του το 1933. «Πώς είχαν μάθει ότι θα είναι στο σπίτι των Δέλτα;Γιατί το πρωί είχε πάει η μαγείρισσα να πάρει ψάρι γιατί άρεσε στον πρόεδρο» προσθέτει ο Αλέξανδρος Σαμαράς. Η περιγραφή του γεγονότος από την Πηνελόπη Δέλτα αποτελεί πολιτικό τεκμήριο.

Από τις συναντήσεις της με τους κεντρικούς πρωταγωνιστές της πολιτικής έχουμε το προνόμιο των ιστορικών πηγών από πρώτο χέρι αφού η Δέλτα κατέγραφε τις μαρτυρίες τους. «Από τον θρυλικό Νικόλαο Πλαστήρα,για τον οποίο ένιωθε μεγάλο θαυμασμό,συγκεντρώνει στοιχεία για την εκστρατεία στην Ουκρανία το 1919.Του ζητάει ένα δώρο “για να σώσει την εποποιία από τη λησμοσύνη” και το λαμβάνει: είναι ένα χειρόγραφο 120 σελίδων». Συνέλεξε ακόμη τις προσωπικές διηγήσεις των μακεδονομάχων Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, Ιάνκου Δραγούμη και Κωνσταντίνου Μανέτα.

Από την αλληλογραφία της με τους δημοτικιστές έχουμε την πολυτέλεια μιας εισαγωγής στη σκέψη των ανδρών που έπλασαν τη σύγχρονη γλώσσα μας: Γιάννης Ψυχάρης, Αλέξανδρος Πάλλης, Αργύρης Εφταλιώτης, Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Αλέξανδρος Δελμούζος, Βλαστός, Κωστής Παλαμάς, Στρατής Μυριβήλης κ.ά. Μέσα σε αυτό το σαλόνι έγραψε πολλά από τα σημαντικά παιδικά της βιβλία («Μάγκας», «Τρελαντώνης», «Στα μυστικά του Βάλτου»). Ηταν επαναστάτρια μέχρι τέλους, σε αντίθεση με τη θεοφοβούμενη μητέρα της. Βρίσκουμε σε γράμμα του Μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου την εξής προτροπή: «Καλόν είναι να ακολουθήσετε την παράδοσιν της Εκκλησίας,αλλιώς θα χαρακτηρισθήτε αιρετική και θα σας αφορίσουν!».

Ολη αυτή η πνευματική και πολιτική δραστηριότητα όμως διακόπτεται στις 27 Απριλίου 1941, την ημέρα που οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Αθήνα. Η Πηνελόπη Δέλτα δεν αντέχει αυτή τη συμφορά, καταπίνει δηλητήριο και εκπνέει πέντε ημέρες αργότερα. Στην κηδεία, στον κήπο της, ιερουργεί ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Σύμφωνα με την τελευταία της θέληση, επάνω στον τάφο της αναγράφεται μονάχα η λέξη «Σιωπή».

Το μοναδικό ήθος

Φωτογραφία από την έκθεση «Αναδρομή στην Κηφισιά»
Η Μιράντα Οικονόμου,μετέπειτα σύζυγος του καθηγητή και υπουργού Γιάγκου Πεσμαζόγλου,παιδική φίλη της Λένας Ζάννα-Σαμαρά,πήγαινε στο σπίτι των Δέλτα από 14 ετών και έχει μεταφέρει στον Αλέξανδρο Σαμαρά τις εξής εντυπώσεις: «Ηταν πάντα ντυμένη στα μαύρα (σ.σ.: από το 1908,όταν διέκοψε τον δεσμό της με τον Ιωνα Δραγούμη), με δαντέλα στο φόρεμα,πολύ περιποιημένη, λεπτή και ευθυτενής. Το έβλεπες ακόμη και όταν ήταν πλέον παράλυτη. Η πειθαρχία της έβγαινε στον τρόπο που ντυνόταν αλλά και στο βλέμμα,στην κίνηση,στον τρόπο που μιλούσε στα παιδιά». Δεν είναι τυχαίο που έγραψε τόσα βιβλία, τα οποία αποτελούν σήμερα κώδικες συμβουλών για την ελληνίδα μάνα (π.χ., Στοχασμοί περί της ανατροφής των παιδιών ).

«Στο κτήμα στην Κηφισιά- το θυμάμαι καλά,εμείς το γνωρίζαμε ως ΣοΒιρΑλι από τις τρεις κόρες των Δέλτα-την Πηνελόπη Δέλτα τη φρόντιζε μια μικρή κοπέλα ονόματι Μαριάνθηπου είχε παντρευτεί τον αγελαδά στα κτήματα.Οταν πήρε το δηλητήριο,η Μαριάνθη και η μητέρα μου ή η γιαγιά ήταν κοντά της.Οταν ρώτησαν την άρρωστη πώς αισθάνεται,εκείνη απάντησε στα αγγλικά “Ηow hard it is to die”,για να μην καταλάβει και τρομάξει η μικρή κοπέλα του σπιτιού.Νομίζω ότι αυτό δείχνει μιαν άλλης κλίμακας εσωτερική ευγένεια» παρατηρεί ο Αλέξανδρος Σαμαράς.

Τι έχει αφηγηθεί η Βιργινία Ζάννα,η κόρη της Πηνελόπης Δέλτα, στον εγγονό της Αλέξανδρο Σαμαρά για τη ζωή τους στην Κηφισιά; Μας μετέφερε ακριβώς τα λόγια της γιαγιάς του: «Οταν το βράδυ μάς διάβαζε το “Για την πατρίδα”και έφτανε η διήγηση στο σημείο όπου ο ήρωας,ο νεαρός αξιωματικός Αλέξιος,φυλακισμένος από τους Βούλγαρους,έπρεπε να σκοτωθεί,εμείς οι κόρες της,κλαίγοντας όλες μαζί,την παρακαλούσαμε να τον σώσει.Και τότε ξέρεις τι μας απαντούσε η μητέρα μας;“Πρέπει,για την πατρίδα,πρέπει να πεθάνει,και όταν πρέπει,πάει τελείωσε, πρέπει να πεθάνει”».
 http://www.tovima.gr

2 Νοεμβρίου 2011

Mέγαρο Μουσικής: εκατό χρόνια απο τη γέννηση του Ελύτη

Με διήμερο συμπόσιο και μουσική βραδιά στις 1- 3 Νοεμβρίου θα ξεκινήσουν οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό
Mέγαρο Μουσικής: εκατό χρόνια απο τη γέννηση του Ελύτη
Συμπόσιο με θέμα «Ο εικοστός αιώνας στην ποίηση του Ελύτη - Η ποίηση του Ελύτη στον εικοστό πρώτο αιώνα»

7
εκτύπωση 

Κορυφώνονται αυτές τις ημέρες, με εκδηλώσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, οι εορτασμοί για τα εκατόχρονα από τη γέννηση του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη στις 2 Νοεμβρίου του 1911.

Συμπόσιο με θέμα «Ο εικοστός αιώνας στην ποίηση του Ελύτη - Η ποίηση του Ελύτη στον εικοστό πρώτο αιώνα» θα διεξαχθεί την Τρίτη 1 Νοεμβρίου και την Τετάρτη 2 Νοεμβρίου με διακεκριμένους ομιλητές από τον χώρο της φιλολογίας, της λογοτεχνίας και των τεχνών.

Μιλούν (Τρίτη 1 Νοεμβρίου, 5.00 μ.μ. κ.ε.): Μίκης Θεοδωράκης: «Οδυσσέας Ελύτης - Ο Έλληνας επαναστάτης», Δημήτρης Μαρωνίτης: «Ο νεοελληνικός λυρισμός πριν και μετά τον Ελύτη», Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα: «Ο εικαστικός Ελύτης και η συνγυμνασία των αισθήσεων», David Connolly: «Η μαγεία του Ελύτη», Μιχάλης Κοπιδάκης: «“Της Δικαιοσύνης ήλιε…” Μια άλλη ανάγνωση», Γεώργιος Μπαμπινιώτης: «Ο μεταγλωσσικός Ελύτης», Κώστας Γεωργουσόπουλος: «Τρία κλειδιά ανάγνωσης για τη “Μαρίνα των βράχων”», Άρης Μπερλής: «Ο Ελύτης σήμερα», Μιχαήλ Λειβαδιώτης: «Ο παράφορος χρόνος, ο μικρόψυχος καιρός κι η ισόβια στιγμή», Paola Maria Minucci: «Η Ελλάδα πέρα από την Ελλάδα στην ποίηση του Ελύτη» και (Τετάρτη 2 Νοεμβρίου, 5.00 μ.μ. κ.ε.): Mario Vitti: «Ο Ελύτης και το ελληνικό κοινό. Επικοινωνία και συναίνεση», Jeffrey Carson: «Ο Ελύτης δεν μπορεί να μεταφραστεί: Ο Ελύτης πρέπει να μεταφραστεί», Ingemar Rhedin: «Η φωνή πέραν της γλώσσας - το ανέκφραστο, η ποιητική νοημοσύνη και το μεταφυσικό στοιχείο στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη», Salah Stétié: «Elytis Le Soleiculteur».

Στις 7.30 μ.μ. θα ακολουθήσει στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Ποίηση και πραγματικότητα». Θα συνομιλήσουν ο φυσικός, ακαδημαϊκός Δημήτρης Νανόπουλος, ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Θανάσης Τζαβάρας, η ποιήτρια, ακαδημαϊκός Κική Δημουλά, ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός και ο εικαστικός Χρόνης Μπότσογλου. Προδρεύει η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου.

Οι εκδηλώσεις θα ολοκληρωθούν με τη μουσική βραδιά «Ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας του Ελύτη», την Πέμπτη 3 Νοεμβρίου, στις 8.30 μ.μ. στην οποία θα ακουστούν μελοποιημένα ποιήματα από το σύνολο της ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη σε πρωτότυπη μουσική του Γιώργου Κουρουπού.

Στίχους του Ελύτη θα απαγγείλει η Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ενώ πεζά του κείμενα θα διαβάσει ο ηθοποιός Άρης Λεμπεσόπουλος.

Προβολή κινηματογραφικών ντοκουμέντων, εικαστικού και φωτογραφικού υλικού από διάφορες στιγμές της ζωής του Ελύτη θα συνοδεύει τις αναγνώσεις.
http://www.tovima.gr/culture/

7 Οκτωβρίου 2011

Στον σουηδο Τουμας Τρανστρεμερ το Νομπελ Λογοτεχνιας

Θεωρείται ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής της Σουηδίας
Στον σουηδό Τούμας Τρανστρέμερ το Νομπέλ Λογοτεχνίας
Ο 80χρονος Τούμας Τρανστρέμερ

 
 Στον σουηδό ποιητή Τούμας Τρανστρέμερ απονέμεται το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2011, όπως ανακοίνωσε η Σουηδική Ακαδημία το μεσημέρι της Πέμπτης στη Στοκχόλμη.

«Με τις συμπαγείς, διαφανείς εικόνες του μας προσφέρει μια φρέσκια προσέγγιση της πραγματικότητας» ήταν η αιτιολόγηση των μελών της επιτροπής του Βραβείου Νομπέλ διά στόματος του μόνιμου γραμματέα της Σουηδικής Ακαδημίας Πέτερ Ένγκλουντ.

Ο 80χρονος Τούμας Τρανστρέμερ θεωρείται ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής της Σουηδίας. Τα υπερβατικά, σουρεαλιστικά ταξίδια του ποιητή στον εσωτερικό κόσμο και η στενή του σχέση με την ιδιαιτερότητα του σουηδικού τοπίου έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Στα ελληνικά κυκλοφορούν η συγκεντρωτική έκδοση «Τα ποιήματα» (Printa, 2004) και η εξαιρετικά δημοφιλής συλλογή του «Η πένθιμη γόνδολα» (Νεφέλη, 2000), μεταφρασμένες από τον Βασίλη Παπαγεωργίου.

Τα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας έχουν επικριθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια για τις φιλοευρωπαϊκές επιλογές τους. Τέτοιου είδους παρατηρήσεις δεν απασχολούν όμως, όπως φάνηκε, τα μέλη της Επιτροπής Νομπέλ, η οποία και εφέτος απένειμε την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση σε έναν Ευρωπαίο. Ο Τούμας Τρανστρέμερ γίνεται ο όγδοος Ευρωπαίος που τιμάται με το κορυφαίο λογοτεχνικό βραβείο στην υφήλιο τα τελευταία δέκα χρόνια, μετά τη Γερμανίδα Χέρτα Μίλερ (2009), τον γάλλο Ζαν-Μαρί Γκιστάβ Λε Κλεζιό (2008), τους Βρετανούς Ντόρις Λέσινγκ (2007) και Χάρολντ Πίντερ (2005), την Αυστριακή Ελφρίντε Γέλινεκ (2004), τον Ούγγρο Ίμρε Κέρτες (2002) και τον βρετανικής υπηκοότητας Β. Σ. Νάιπολ (2001) με καταγωγή από το Τρινιτάντ.

Ο Τούμας Τρανστρέμερ γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το 1931. Η μητέρα του ήταν δασκάλα και ο πατέρας του δημοσιογράφος. Η γονείς του χώρισαν όταν ο ποιητής ήταν πολύ μικρός. Τον ανέθρεψε η μητέρα του, μαζί με τους γονείς της, στο εξοχικό των οποίων, στο αρχιπέλαγος της Στοκχόλμης, ο μικρός Τούμας περνούσε τα όμορφα καλοκαίρια των διακοπών του. 

Σπούδασε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και εργάστηκε ως ψυχολόγος κατ’ αρχάς σε σωφρονιστικό κατάστημα ανηλίκων και στη συνέχεια σε διάφορα ιδρύματα σε πολλά μέρη της χώρας του προσφέροντας υποστήριξη σε άτομα με ειδικές ανάγκες, καταδικασθέντες και τοξικομανείς. Το ενδιαφέρον του για την ποίηση εκδηλώθηκε στα λυκειακά του χρόνια μαζί με ένα εξίσου ισχυρό ενδιαφέρον για τη μουσική και ιδιαίτερα το πιάνο. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «17 ποιήματα» κυκλοφόρησε το 1954, όταν ακόμη σπούδαζε. Στις επόμενες συλλογές που εξέδωσε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τη δεκαετία του 1970, εμπνεύστηκε από τα ταξίδια του στα Βαλκάνια, στην Ισπανία και στην Αφρική και απέδωσε την ταραγμένη ιστορία της Βαλτικής σαν ποιητική αναμέτρηση ανάμεσα στην ξηρά και τη θάλασσα.

Το 1990 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο που του προκάλεσε μερική σωματική παράλυση και απώλεια της ομιλίας του. Δεν σταμάτησε όμως να γράφει. Η συλλογή του «Η πένθιμη γόνδολα» πούλησε, στην πρώτη της έκδοση το 1996, σχεδόν 30.000 αντίτυπα. Τα μισά από τα ποιήματα της συλλογής, όπως και όλα τα ποιήματα της συλλογής «Το μεγάλο αίνιγμα», γράφτηκαν μετά την περιπέτεια της υγείας του. Σε πρόσφατη συγκινητική εμφάνιση του ποιητή στο Λονδίνο, ενώ φίλοι της ποίησής του απάγγελναν στίχους του, ο ίδιος –ερασιτέχνης μουσικός– έπαιζε στο πιάνο μελωδίες μόνο με το αριστερό του χέρι. Διαρκής βοηθός στην επικοινωνία του με τον κόσμο, είναι η επί 53 χρόνια σύντροφός του, η σύζυγός του Μόνικα, με την οποία έχουν δύο κόρες.

Ο Τούμας Τρανστρέμερ έχει περιγράψει τα ποιήματά του σαν «τόπους συνάντησης», όπου το σκοτάδι και το φως, ο εσωτερικός κόσμος και το εξωτερικό περιβάλλον, ενώνονται για να μας προσφέρουν μια στιγμιαία επαφή με τον κόσμο, την Ιστορία ή τους εαυτούς μας.

Η ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας γέμισε ενθουσιασμό τους συμπατριώτες του ποιητή. Τελευταία φορά που η Σουηδία απέσπασε το Νομπέλ Λογοτεχνίας (έχουν τιμηθεί συνολικά έξι Σουηδοί στο παρελθόν) ήταν το 1974 όταν και το μοιράστηκαν οι Έιβιντ Τζόνσον και Χάρι Μάρτινσον. Το 1909 η Σέλμα Λάγκερλεφ, η συγγραφέας του βιβλίου «Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον» έγινε η πρώτη Σουηδή που τιμήθηκε με το βραβείο.

«Το μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο» γράφει ο Τρανστρέμερ στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Η πένθιμη γόνδολα».

Δείγματα της ποιητικής γραφής του Τούμας Τρανστρέμερ

Βράδυ – πρωί

Το κατάρτι του φεγγαριού έχει σαπίσει και το πανί έχει τσαλακωθεί. Ο γλάρος μεθυσμένος πετά μακριά πάνω απ’ το νερό. Το βαρύ τετράγωνο της αποβάθρας είναι καρβουνιασμένο. Οι λόχμες βυθίζονται στο σκοτάδι.

Έξω στις σκάλες. Η αυγή χτυπά και ξαναχτυπά στις γρανιτένιες πύλες της θάλασσας και ο ήλιος αστράφτει κοντά στον κόσμο. Μισοπνιγμένοι θερινοί θεοί ψηλαφούν στη θαλασσινή ομίχλη.
(Από την πρώτη του συλλογή, «17 ποιήματα, 1954)


Πένθιμη γόνδολα αρ. 2

Δυο γερόντια, πεθερός και γαμπρός, ο Λιστ και ο Βάγκνερ, μένουν στο Canale Grande μαζί με την αεικίνητη γυναίκα που είναι παντρεμένη με τον βασιλιά Μίδα, αυτόν που μεταμορφώνει ό,τι αγγίξει σε Βάγκνερ.

Το πράσινο ψύχος της θάλασσας διαπερνά τα δάπεδα του μεγάρου.

Ο Βάγκνερ είναι καταβεβλημένος, η γνώριμη κατατομή που μοιάζει φασουλή είναι κουρασμένη όσο ποτέ άλλοτε,
το πρόσωπό του λευκή σημαία.

Η γόνδολα είναι βαριά φορτωμένη με τις ζωές τους, δυο εισιτήρια μ’ επιστροφή και ένα απλό.

(Από τη συλλογή «Η πένθιμη γόνδολα», 1996)


Προσόψεις

Στην άκρη του δρόμου βλέπω την εξουσία και μου φαίνεται σαν κρεμμύδι με αλληλοεπικαλυπτόμενα πρόσωπα που αποσπώνται το ένα μετά το άλλο…
(Από τη συλλογή «Το μεγάλο αίνιγμα», 2004)

 http://www.tovima.gr

5 Ιουλίου 2011

ΑΡΘΡΟ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - Παππούλη Καζαντζάκη, στο Μεγάλο Κάστρο τις βραδιές καταργούμε τα όνειρα του πρωινού...

Παππούλη Νίκο, Καπετάν Μιχάληδες δεν θα βρεις πλέον πολλούς στο Μεγάλο Κάστρο σου…

Του Αλέκου A. Ανδρικάκη andrikakis@patris.gr

Περπατώ στους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου. Χαμογελώ με το μισό μου πρόσωπο. Το άλλο μισό έχει μια θλίψη... Μάλλον αυτό, το θλιμμένο κομμάτι του, είναι το αληθινό. Γιατί η πολιτεία με πληγώνει. Μοιάζει τόση ψυχρή κι αδιάφορη. Πλαντώ…

Ε, παππούλη Νίκο, τι λες; Στέκεσαι κει πάνω και δεν μιλάς, εσύ που τόσα έλεγες, που για τα πάντα είχες μιαν άποψη και μια πρόταση; Αυτά τα σημερινά δεν τα θωρείς;

Σου μοιάζει το Μεγάλο Κάστρο που ονειρεύτηκες; Ή αυτό που πρωτόδες, με τα ρετάλια από τους τουρκομαχάλαδες;

«Κοίταξε ζερβά του κατά το λιμάνι - τα καΐκια, τις βάρκες, τη θάλασσα. Ως πέρα ο μόλος βούιζε. Εμποροι, μαρινάροι, βαρκάρηδες, χαμάληδες πηγαινόρχουνταν ανάμεσα σε λαδοβάρελα και κρασοβάρελα και σωρούς χαρούπια και φώναζαν, βλαστημούσαν, φόρτωναν, ξεφόρτωναν αραμπάδες. Βιάζουνταν, πριν τσακίσει ο ήλιος και σφαλίξει η καστρόπορτα, να νετάρουν. Κουφόβραζε η θάλασσα, μύριζε το λιμάνι σαπημένα κίτρα, χαρούπι και κρασόλαδο. Δυο τρεις μεσοκαιρίτισσες Μαλτέζες, βαμμένες με το μυστρί, ορθές στο μουράγιο, βραχνοκακάριζαν κι έκαναν νοήματα σε μιαν κοιλάρα μαλτέζικη ανεμότρατα που κατάφτανε φορτωμένη ψάρι...».

Ανυπόφορη η περιγραφή σου στον «Καπετάν Μιχάλη»… Αλλά ήταν το Ηράκλειο που αγάπησες. Γιατί αυτό είχε ψυχή… Είχε τη Μεγάλη Ψυχή, αυτήν που εσύ πίστευες πολύ.

Τώρα, οι άνθρωποί του, σου φαίνονται γνωστοί και οικείοι; Σου μοιάζουν να έρχονται κατευθείαν από την ψυχή των προγόνων που περιέγραψες στην «Ασκητική» σου; Σου φαίνονται να έχουν μέσα τους όλους τους αιώνες; Σου μοιάζει αυτή η πολιτεία να νοιώθει την ευθύνη και το χρέος του Κρητικού;

Παππού Νίκο, στάσου, απόδρασε από τον κόσμο σου για μια στιγμή κι έλα δω κάτω να μας μαλώσεις. Έλα να πεις καμιά κουβέντα γιατί αυτή η πόλη δεν έχει άλλες να δώσει μάχες πια εξόν από το να αγοράσει και να πουλήσει τραπεζάκια στην πλατεία, καφέδες και ουίσκι στον παραλιακό… Εμπορεία, εμπορεία, και πάλι εμπορεία…Έλα, βάλε καμιά φωνή, γιατί οι δικές μας είναι τόσο αδύναμες που ακόμη κι όταν τις ακούν από το βάθος, νομίζουν πως λέμε αστεία για να γελούν οι δυνατοί που ανταλλάσουν αναμεταξύ τους τις καρέκλες… Και μας χλευάζουν… Ή μας κουνούν το δάκτυλο μπροστά στη μύτη απειλητικά, για να φοβόμαστε και να σιωπάμε… Γιατί σ’ αυτή την πόλη που γέννησε τόσα ελεύθερα πνεύματα, όπως το δικό σου, η διαφορετική άποψη είναι πλέον περίπου απαγορευμένη. Κι ο διαφωνών στιγματισμένος. Δοξάζονται μόνο όσοι σκύβουν χαμηλά το κεφάλι…

Έλα να σε κάνω μια βόλτα να καταλάβεις. Έλα να δεις που χάθηκαν ακόμη κι οι ψυχές των μεγάλων από τα Λιοντάρια, από τα στενοσόκακα του Αγίου Μηνά και της Αγίας Τριάδας, από τα γύρω του λιμανιού. Οι ψυχές όλων σας μάς βαρέθηκαν τέτοιοι που γίναμε... Σκιές φοβισμένες, θλιβερές καταντήσαμε. Κι ας θεωρούμαστε οι ζωντανοί. Σκιές βουβές. Πεταμένες στα παλιά σοκάκια...

Θυμάσαι τι έγραψες; «Αλάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχαν καπετάνιο έναν άγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρο...»

Τι λες; Έχασε τα φρούριά της, τη μνήμη και την καρδιά της η πολιτεία σου; Μας εγκατέλειψαν οι ψυχές της; Μα τότε μείναμε ξαρμάτωτοι. Γιατί εσύ, παππούλη, έγραψες στον «Χριστόφορο Κολόμβο» σου πως μόνο η ψυχή είναι τα άρματα του ανθρώπου. «Πιστεύω –μας δίδαξες- πως η μεγάλη ψυχή μπορεί να δημιουργήσει το ανύπαρκτο. Αυτό είναι το πιο μεγάλο μυστικό μου. Άλλη παρηγοριά δεν έχω. Ούτε άλλα άρματα».

Τώρα πια οι άνθρωποι του Κάστρου σου γεννιούνται χωρίς τις διδαχές σου, χωρίς γνώση και παρελθόν, χωρίς τις ψυχές τους…

Μου φαίνεται ότι κάθε βράδυ καταργούμε τα όνειρα του επόμενου πρωινού…

Τα μνημεία μας σιγά σιγά τ’ αφήσαμε να πέσουν ή τα ρίξαμε επίτηδες. Έπρεπε να κάνουμε πολυκατοικίες. Πολυώροφες, πάνω ακόμη κι από όσο επιτρέπεται. Και η γενέθλια κάμαρή σου κάπως έτσι πήγε…

Ναι, αν ρωτάς, είναι αλήθεια ότι υπάρχει και οικονομική κρίση, και μάλιστα πολύ σοβαρή. Δεν έχει σημασία ότι στα Λιοντάρια και στις γύρω περιοχές οι καφετέριες είναι μέρα και νύχτα γεμάτες... Είναι ο νέος πολιτισμός του Ηρακλείου αυτός. Ο καινούργιος συμβολισμός της πόλης είναι το φραπόγαλα…Μπορεί κάποια στιγμή να βγάλουμε τον Γρύπα από τα καστρινά σύμβολά μας και να τον αντικαταστήσουμε από ένα ποτήρι φραπέ με καλαμάκι. Ή ένα ποτήρι με ουίσκι, για να καλύψουμε και τον πολιτισμό της νύκτας… Του οινοπνεύματος, που πήρε τη θέση του πνεύματος…

Θα δεις όμως ανάμεσα στους νέους που σερβίρουν στις καφετέριες, τους ανέργους πτυχιούχους. Όχι δεν χρειάζεται πανεπιστημιακό πτυχίο για να σερβίρεις καφέδες. Αλλά πολλοί από αυτούς που σπούδασαν γιατροί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, δεν έχουν τι άλλο να κάνουν. Και για να τη βγάλουν κάνουν τους σερβιτόρους ή όποιο άλλο επάγγελμα, αν βρουν βέβαια δουλειά. Στις οικοδομές πάντως σταμάτησαν να δουλεύουν. Όλοι…Γιατί δεν υπάρχουν πλέον νέες οικοδομές.

Να κάνουμε μια βόλτα από τη Βικελαία; Μπα, ξέχασέ το… Δεν υπάρχει Βικελαία σήμερα, αυτή τουλάχιστο που εσύ θα ήθελες να δεις μετά από μισό αιώνα. Εκτός κι αν έχεις διάθεση να γυρίζουμε τα δωματιάκια που την έχουν στριμώξει ή να πάμε να δούμε τα βιβλία του Βικέλα και του Σεφέρη (πήρε Νόμπελ στο μεταξύ, το έμαθες;) στα υπόγεια. Αν δεν φοβάσαι τα ποντίκια, πάμε…Α, εκεί είναι και τα βιβλία της πρώην κουνιάδας σου, της Έλλης, και του Μάρκου Αυγέρη, που μετά από σένα συντρόφευε τη Γαλάτεια. Πάντως για τη Βικελαία και την προσβολή της συλλογικής μνήμης ένα μικρό – έστω- κομμάτι του Κάστρου έδειξε ότι έχει ψυχή. Αυτό που βγήκε μπροστά στις 9 του Απρίλη. Και διεκδίκησε για τη Βιβλιοθήκη του και τη γνώση, για το μέλλον, κι όχι για τον εαυτό του.

Όμως, θα σε απογοητεύσω και πάλι. Ούτε Αρχαιολογικό Μουσείο υπάρχει. Το φτιάχνουν κι αυτό μερικά χρόνια τώρα… Το Ιστορικό, με τις πολύτιμες μαρτυρίες και παρακαταθήκες σου υπάρχει, χάρη στο φιλότιμο μερικών. Μ’ αυτό άλλωστε υφίσταται και η Βικελαία…

Ναι, ναι, εντάξει, η Κνωσός υπάρχει. Με προβλήματα, αλλά υπάρχει. Επειδή και μόνο μάς φέρνει χρήμα, δηλαδή, αποφασίσαμε να την κρατήσουμε, χωράει στον πολιτισμό μας…

Ξέρεις όμως τι άλλο δεν υπάρχει σήμερα; Η θάλασσα του Κάστρου, αυτή που μύριζες κι έφευγες για τα ταξίδια σου σ’ όλη τη γης. Γιατί την παραλία γεμίσαμε μπαράκια. Κι αντί να κάνουμε μια δρασκελιά, να βάζουμε το πόδι μας στο νερό, να πέφτουμε στη θάλασσα να κολυμπούμε, να παίρνουμε ανάσες και να χανόμαστε, την αποκόψαμε κι άλλο από την πολιτεία. Γέμισε μπαρ και τούτη η λωρίδα γης, για νάναι σύγχρονη με τον νέο μας πολιτισμό... Γυρίσαμε πιο πεισματικά την πλάτη μας στη θάλασσα. Κι ο δρόμος ακόμη, για τη στάθμευση των αυτοκινήτων των πελατών τους μοιάζει να έγινε…

Αλλά –επιμένω- το κυριότερο είναι οι άνθρωποι. Οι ψυχές. Σαν άψυχα σώματα μοιάζουμε όλοι όσοι κυκλοφορούμε στην τσιμεντένια πόλη, που δεν έχει ούτε σκιά δένδρου να σου δώσει ανάσες ή να ξαποστάσεις τέτοια εποχή. Άραγε, πού θα έπινες το ουζάκι σου με τον Παναΐτ Ιστράτι, αν τα ξαναβρίσκατε; Ή με τον Σαχλαμπάνη;

Καπετάν Μιχάληδες και Ζορμπάδες μην ψάχνεις, δεν θα βρεις πολλούς.

Οι Καπετάν Μιχάληδες μάς τέλειωσαν… Ούτε τον Ζορμπά σου διαβάζουν πλέον οι άνθρωποί της πολιτείας… Τι ελπίδα να έχει έτσι το μικρό μας, όπως το καταντήσαμε, Κάστρο; Πού την ξεπουλήσαμε τη ζωή μας;

Μην ψάχνεις, παππούλη, δεν θα βρεις ούτε ποιητάδες και συγγραφείς, δεν θα βρεις πολλές ευαίσθητες ψυχές να πονάνε τον τόπο και να θέλουν να κάμουν το χρέος τους…Εκτός κι αν το χρέος τους ταυτίζεται με το οικονομικό όφελος. Αν πρόκειται να διεκδικήσουμε κάποιες αποζημιώσεις, το χρέος θα το κάμουμε. Γι αυτό και δεν μας πειράζει που οι δυνατοί κάθονται στις καρέκλες για τη βολή τους και το δικό τους όφελος…

Εσύ όμως δεν έλεγες ότι ο πιο ιερός αγώνας είναι εκείνος που ξέρεις ότι είναι χαμένος; Και δεν είναι αγώνας για τον εαυτό σου. Αλτρουισμός είναι αυτό. Μα δεν την ξέρει αυτή τη λέξη το Κάστρο σου…

Κατάλαβες, νομίζω, ότι είναι άλλος ο πολιτισμός τώρα. Είναι άλλες οι προτεραιότητες. Είναι πλέον το χρήμα που κάνει κουμάντο. Αν το ’χουμε, δεν μας λείπει τίποτε. Αν δεν το ’χουμε, χαμένα έχουμε τα πάντα…

Τι λες τώρα παππούλη Νίκο; Είναι το Μεγάλο Κάστρο η πόλη να πάρεις πάλι φόρα για τη ζωή;

Τι ωραία λόγια έγραψες στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Ποιος τ’ άκουσε όμως…

«Όταν με τη θεία και κωμική έπαρση της νιότης γυρίζαμε ως τα ξημερώματα τους δρόμους του Μεγάλου Κάστρου, με τι πεποίθηση κι ορμή γκρεμίζαμε και ξαναχτίζαμε τον κόσμο. Δε μας χωρούσαν τα τείχη της μικρής μας πολιτείας, μήτε οι ιδέες που μας είχαν μάθει οι δασκάλοι, μήτε μπορούσαμε να βολευτούμε μέσα στις συνηθισμένες χαρές και φιλοδοξίες των ανθρώπων∙ όλο και λέγαμε: «Να σπάσουμε τα σύνορα». Ποιά σύνορα; Δεν ξέραμε· ανοίγαμε μονάχα τα μπράτσα μας, σαν να πλαντούσαμε».

Φαίνεται –όμως- ότι ο θεός τελικά αποδέχτηκε το παράπονο - ευχή του Καπετάν Μιχάλη, και μας τιμώρησε: «Έχω παράπονο του Θεού που δεν μας έκανε ατσαλένια τα κορμιά των Κρητικών, να μπορούμε να βαστάξουμε εκατό, διακόσια, τρακόσια χρόνια, όσο να λευτερώσουμε την Κρήτη. κι ύστερα, ας γενούμε μπούλβερη και κουρνιαχτός. ...;»

Ο αγέρας στο Μεγάλο Κάστρο δεν είναι ο ίδιος που σου έδωσε πνοή … Δεν είναι αυτός που σου φύσηξε στο πρόσωπο …Συμφωνείς; Ε, πού πας; Γιατί μας αφήνεις μόνους κι εσύ; Ούτε να μας μαλώσεις; Αυτή είναι η τιμωρία μας… Η απαξίωση των Μεγάλων Ψυχών… Πότε θα μας παρατήσει κι ο καπετάνιος Άγιός μας… Για να νιώσουμε απόλυτη ανασφάλεια…

Σοφά έγραψες. Δεν υπάρχουν ιδέες - υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες - κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τις κουβαλάει.

Κοντύναμε όλοι μας… Μαζί με το Κάστρο σου…

Πλαντώ, παππούλη Νίκο…

Τα Kείμενα των Kορυφαίων: “Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο απ’ τη ζωή!”

Ενα κείμενο-ύμνος της Γαλάτειας Καζαντζάκη για τη ζωή, γραμμένο το 1909 στο Ηράκλειο με αφορμή την ποίηση του Καβάφη

Του Αλέκου A. Ανδρικάκη andrikakis@patris.gr

Ένας ύμνος από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη για τη ζωή, το μεγαλύτερο δώρο προς τον άνθρωπο, με αφορμή τη γνωριμία της με την ποίηση του Καβάφη. Μια σπάνια κριτική μελέτη - υποδοχή για τον «κουρασμένο» στην ψυχή Αλεξανδρινό, «περιθωριακό» τότε για τη λογοτεχνική ελίτ, που γράφτηκε στο Ηράκλειο το 1909 και δημοσιεύτηκε στον «Νουμά»

Μ’ ένα κείμενο ύμνο προς τη ζωή, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αλεξίου ακόμη, διατυπώνει κριτικά την πρώτη γνωριμία της με τον μεγάλο Αλεξανδρινό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, και την ποίησή του. Πρόκειται για ένα σπάνιο κείμενο, που γράφτηκε στο Ηράκλειο στις 4 Δεκεμβρίου 1909 και δημοσιεύτηκε στον περίφημο «Νουμά», την εφημερίδα των δημοτικιστών, στις 14 Φεβρουαρίου 1910.

Είναι η εποχή που ο Καβάφης είναι περίπου αποδιοπομπαίος για την ποιητική και λογοτεχνική ελίτ της Αθήνας. Κάτι σαν περιθωριακός (πολλοί λένε και εξαιτίας των σεξουαλικών προτιμήσεών του), για το κατεστημένο της ελληνικής διανόησης. Ακόμη κι ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς τον αντιμετώπισε μάλλον τυπικά, δεν τον υποδέχτηκε όπως του άξιζε, επηρεασμένος από το γενικότερο περιβάλλον.

Είναι όμως ταυτόχρονα η περίοδος που η Ελλάδα κοινωνικά και πολιτικά συγκλονιζόταν συθέμελα. Κάθε τι το δεδομένο, το κατεστημένο, έβλεπε καχύποπτα το νέο. Ο Καβάφης, φυσικά, δεν ήταν ούτε νέος, αφού έφτανε πια τα 47 χρόνια του όταν δημοσιευόταν το κείμενο της Γαλάτειας, ούτε βέβαια καινούργιος και άγνωστος στον ποιητικό λόγο. Αλλά ήταν άκρως σνομπαρισμένος.

Η «αιρετική» Γαλάτεια, η γυναίκα για την οποία έναν χρόνο νωρίτερα ο Νίκος Καζαντζάκης είχε εκφράσει δημόσια, μέσα από τις στήλες επίσης του «Νουμά», το θαυμασμό του για τη λογοτεχνική της αξία και τη φυσική της ομορφιάi, ανέλαβε την ευθύνη να «περάσει» τον Καβάφη στο ελληνικό κοινό και στην κατεστημένη (όχι πάντα συντηρητική, αφού και η θεωρούμενη προοδευτική τον αντιμετώπισε, αρχικά, με τον ίδιο περιφρονητικό τρόπο) διανόηση.

Είναι η περίοδος που η μεγάλη Καστρινή συγγραφέας (αδικημένη ακόμη και σήμερα από τη «λογοτεχνική επετηρίδα», πιθανώς εξαιτίας της «σκιάς» του Καζαντζάκη, με τον οποίο αργότερα, μετά το χωρισμό τους, τα έβαλε με τρόπο που αυτό-αδικήθηκε), αρχίζει τη σχέση με τον μετέπειτα σύζυγό της. Ο Καζαντζάκης ήδη υπογράφει ως «Πέτρος Ψηλορείτης», εκείνη, κατ’ αντιστοιχία, ως «Πετρούλα Ψηλορείτη», υπογραφή που χρησιμοποιεί και στο συγκεκριμένο κείμενο.



Η κουρασμένη ψυχή του κλείστηκε στα «Τείχη»

Με την κριτική μελέτη που δημοσιεύει στις «Φιλολογικές Επιφυλλίδες» του «Νουμά», η συγγραφέας έρχεται να επικυρώσει την ποίηση του Καβάφη ως μεγάλη, αλλά να κατηγορήσει, με προσεγμένο αλλά εμφανή τρόπο, τον ίδιο επειδή δεν επιτρέπει στον ποιητικό λόγο του να ανοίξει όσο του αξίζει τα φτερά του, εξαιτίας των τειχών που απλώθηκαν γύρω από τον ίδιο, χωρίς να αντιδράσει, αλλά και της κουρασμένης, της «μαραζάρικης κι αρρωστημένης ψυχής του».

«Κυτάζει τη ζωή μέσα από τ’ αψηλά τείχη, που όπως ο ίδιος μάς λέει, κάποιοι έχτισαν γύρω του», γράφει. «Κ’ είναι φριχτά αψηλά τα τείχη της σκλαβιάς και μαραζάρικη κι αρρωστημένη η ψυχή που αναστενάζει εκεί μέσα – δυστυχώς, για την ωραία ποίηση του κ. Καβάφη, που τόσα πράματα θα μας έλεγε αν έβγαινε στον ήλιο και στα λουλούδια, στις χιονιές και τις μπόρες».

Η Γαλάτεια, όμως, βρίσκει την αφορμή να υμνήσει το δώρο της ζωής, κάνοντας τη δική της αντιπαράθεση με τη «μαραζάρικη» αντιμετώπιση του Καβάφη. Χαρακτηριστική η αναφορά της που ακολουθεί:

«Όταν επιπόλαια κυτάζεις τη ζωή, σκλάβος της γίνεσαι και παιγνίδι, πετώντας απ’ τη χαρά στον πόνο κι απ’ τον πόνο στη χαρά. Όταν βαθύτερα την κυτάζεις, νοιώθεις τη φριχτή ματαιότητα κάθε χειρονομίας και κάθε κραυγής. Ανέγγιχτος είσαι από τη χαρά κι από τον πόνο. Κι όταν ακόμα πιο βαθειά κυτάξεις την ύπαρξη, τόσο πιο αρμονική και τόσο πιο ωραία θα τηνε βρεις. Θα δεις, ένας ρυθμός συνταράζει σ’ ένα μουσικό ξέσπασμα ανεκλάλητης χαράς, όλα τα πράματα που ζούνε και βιάζουνται, γιατί ξέρουν πως γρήγορα θα πεθάνουν. Οι διάκρισες χαράς και πόνου, ομορφιάς κι ασκήμιας δεν υπάρχουν πιά. Όλα αδερφώνουνται και μεθούνε κυτάζοντας τον ήλιο. Ω! δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από τη ζωή!»



Το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι

Παρά τις επιφυλάξεις και αντιρρήσεις που διατυπώνει για την κουρασμένη καβαφική ψυχή, που αποτυπώνεται στην ποίησή του, η Γαλάτεια υποδέχεται τον Αλεξανδρινό όπως του αξίζει: αναγνωρίζει και τη φιλοσοφική του αντίληψη και την ευαισθησία τους.

«Την ποίηση του κ. Καβάφη –σημειώνει- δυό μου φάνηκαν πως την ξεχωρίζουν χαραχτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του Ανθρώπου που πολλά ξέρει, κ’ η αισταντικότητα του Ποιητή. Από το ένα μέρος η κουρασμένη σκέψη που όλα τα ξέρει μάταια κι ανώφελα, κι από τ’ άλλο η ευαίσθητη ψυχή που είδε το φριχτό θέαμα της ζωής και δεν μπόρεσε να βαστάξει κ’ έσπασε. Δεν έσπασε ολότελα, λύγισε. Κι ανάμεσα στα γόνατά της τώρα, με κλειστά τα μάτια, κρύβει το κεφάλι της, θυμάται τα όσα είδε και θρηνεί. Πολλά μελέτησε φαίνεται ο κ. Καβάφης. Τα αιστήματα μήνες πολλούς και χρόνια μένουν μέσα του και σιγοσταλάζουν και πετρώνουνται στο νου του κι αποκρυσταλλώνουνται σε μια σκέψη».

« Έτσι-ξεκαθαρίζει, αναγνωρίζοντας και τη μεστή ποιητική του- τα ποιήματα του κ. Καβάφη, αργά και σταλαχτά μάς έρχουνται και σα σταλαχτίτες του υπομονετικού καιρού φαντάζουνε. Ιδίως, συναιστήματα του λογισμού και του κορμιού τρανταχτά, που σε πολυσέλιδους λυρισμούς θα μας ξέχυνε κάποιος άλλος ποιητής, θορυβώδης και πληβείος, σεμνά κι αριστοκρατικά μάς δείχνει ο κ. Καβάφης».

Και ως παράδειγμα παραθέτει το περίφημο ποίημά του «Che fece .... il gran rifiuto» του 1901, για το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, που κάποτε είμαστε μπροστά στην ευθύνη να επιλέξουμε. Σημειώνουμε ότι ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος είναι στίχος του Ντάντε (Inferno, III, 60), και σημαίνει «Εκείνος που έκανε… τη μεγάλη άρνηση».

Στην παρουσίασή της κάνει και πολλές αυθαιρεσίες η Γαλάτεια. Συχνά αλλάζει τη γραφή των λέξεων από τα ποιήματα του Καβάφη, ώστε να τις φέρει πιο κοντά στη δημοτική! Π.χ., στο ποίημα «Τα Τείχη», διορθώνει το «ανεπαισθήτως», αναφορά που χαρακτήρισε τον Καβάφη, με το «αναισθήτως»! Ή στο ποίημα «Τα παράθυρα», το «βαρυές» του ποιητή το αλλοιώνει σε «βαρειές», το «να ’βρω» το μετατρέπει σε «ναύρω» κ.ο.κ. Ακόμη και παραλείψεις στίχων εντοπίζουμε (τους συμπληρώνουμε), αλλά πιθανώς αυτό να οφείλεται απλώς σε λάθος στην αντιγραφή.

Παρουσιάζουμε στη συνέχεια ολόκληρη την κριτική μελέτη της «Πετρούλας Ψηλορείτη», σε γραφή ακραία δημοτική, χωρίς φυσικά να κάνουμε παρεμβάσεις ακόμη και σε οφθαλμοφανείς αλλοιώσεις λέξεων (διπλά σύμφωνα κλπ).

Το φύλλο του «Νουμά» εντοπίσαμε στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πατρών.

*βλ. «Νουμάς» φ. 348, «Κεριακή 14 του Θεριστή 1909» και «Πατρίς», 14 Δεκεμβρίου 2009, «Τα κείμενα των κορυφαίων», «Ένα άρθρο του Ν.Καζαντζάκη για τη Γαλάτεια στα 1909 που τους έφερε κοντά!».
πηγή: http://www.patris.gr/