31 Ιανουαρίου 2012

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

«Oταν γράφω, προσπαθώ να κρατήσω τη σπίθα ζωντανή, να γίνει φλόγα και φωτιά» λέει ο δημοσιογράφος του «Εθνους» που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του «Κάτι θα γίνει, θα δεις»

Βραβείο σε δημοσιογράφο του Εθνους
Είναι φανατικός αναγνώστης διηγημάτων και όπως φαίνεται φανατικός συγγραφέας της μικρής φόρμας στην πεζογραφία. Ο Χρήστος Οικονόμου, πολιτικός συντάκτης του «Εθνους», διηγηματογράφος και μεταφραστής, κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το δεύτερο βιβλίο του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδ. Πόλις), ένα βιβλίο που προσέχτηκε και αγαπήθηκε όσο λίγα μέσα στη βιβλιοπαραγωγή του 2010. Ενα βιβλίο που προσέφερε στον Οικονόμου μια διακριτή θέση στη σύγχρονη ελληνική διηγηματογραφία.
Οταν ξεκινούσες την περιπέτεια με τη λογοτεχνία φανταζόσουν την καθολική σχεδόν αποδοχή της κριτικής και ένα κρατικό βραβείο με το δεύτερο μόλις βιβλίο σου;
Οχι, δεν είχα φανταστεί τίποτα απ' αυτά, γι' αυτό και έχω εκπλαγεί (ευχάριστα, ασφαλώς) τόσο από τις θετικές κριτικές όσο και από το κρατικό βραβείο. Εξίσου σημαντικά για μένα είναι τα καλά λόγια που άκουσα από τους αναγνώστες του βιβλίου. Ξέρω ότι ακούγεται κοινότοπο αυτό, αλλά πολλά πράγματα που είναι αλήθεια είναι κοινότοπα. Αλλωστε, η αποδοχή ενός κειμένου από το αναγνωστικό κοινό είναι ένα κριτήριο που λαμβάνουν υπόψη τους οι επιτροπές.
Το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι το δεύτερο βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου.
Το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» είναι το δεύτερο βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου.
Τι είναι αυτό που σε οδήγησε στη μικρή και δύσκολη φόρμα πεζογραφήματος, το διήγημα;
Είμαι φανατικός αναγνώστης διηγημάτων. Αναγνωρίζω, φυσικά, την υπεροχή του μυθιστορήματος ως προς την αρτιότερη απεικόνιση κόσμων και τη μεγαλύτερη εμβάθυνση στον ψυχισμό των χαρακτήρων, ωστόσο νομίζω πως η συγκίνηση και η αμεσότητα που προσφέρει ένα καλό διήγημα είναι αναντικατάστατες. Επιπλέον, είχα αρχίσει να διαβάζω διηγήματα από μικρή ηλικία, οπότε ήταν και αυτό ένα γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωση των συγγραφικών μου προτιμήσεων.
 Είχε προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα»
Είχε προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα»
Θα δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου στο μυθιστόρημα;
Δεν νομίζω. Τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Θα μου άρεσε να συνεχίσω να ασχολούμαι -και να πειραματίζομαι- με τη μικρή φόρμα. Η παράδοση της ελληνικής διηγηματογραφίας είναι μεγάλη και πλούσια, και νομίζω ότι το είδος υπηρετείται από σπουδαίες πένες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν περιθώρια ανανέωσης και διεύρυνσης του περιεχομένου και των εκφραστικών μέσων.
Με το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» επανέφερες στην ελληνική λογοτεχνία ξεχασμένους ήρωες, ανθρώπους του σκληρού μόχθου, που είχαν παραμερίσει ο μικροαστισμός και το λαϊφστάιλ. Ηταν συνειδητή επιλογή;
Προφανώς. Καθετί που γράφω είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής. Δεν μου αρέσει να διαβάζω λογοτεχνικά κείμενα που δεν διατηρούν επαφή (άμεση ή έμμεση) με τον κοινωνικό περίγυρο, ή κείμενα που δεν καταπιάνονται με θέματα ζωής και θανάτου. Νομίζω ότι ο μόχθος, η δουλειά, η προσπάθεια να επιβιώσεις στον κόσμο, η προσπάθεια να βρεις το φως μέσα στο σκοτάδι, είναι θέμα ζωής και θανάτου. Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν μου αρέσει να διαβάζω κείμενα όπως αυτά που προανέφερα, δεν μπορώ, ούτε θέλω να γράψω τέτοια κείμενα. Οπως δεν μπορώ να γράψω κείμενα που διακρίνονται από την ατέρμονη ενδοσκόπηση και τον ψυχολογισμό, ή κείμενα που θωπεύουν τον συγγραφικό ναρκισσισμό, που αναπαράγουν προπαγανδιστικά κλισέ, που υποκύπτουν στην ευκολία της ιδεολογικής στράτευσης. Δεν θέλω να πω την άποψή μου για τον κόσμο ούτε να πω τον πόνο μου. Ούτε θέλω να προβληθώ ως εκπρόσωπος της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης. Θέλω, προσπαθώ, να δίνω φωνή στους ανθρώπους που κυκλοφορούν μέσα στα διηγήματά μου, να καταγράφω με ακρίβεια και πιστότητα τι λένε, τι παθαίνουν και πώς αντιδρούν σε αυτά που παθαίνουν.
Ηταν επινοημένοι ή πραγματικοί οι ήρωές σου;
Θα μπορούσα να απαντήσω με μια φράση ενός από τους αγαπημένους μου συγγραφείς: «Ο,τι επινοούμε είναι αληθινό» είπε ο Φλομπέρ. Σε κάθε περίπτωση, μου αρέσει να δημιουργώ κόσμους. Αυτή είναι για μένα η μεγαλύτερη, ίσως, απόλαυση που προσφέρει η συγγραφή, αλλά συγχρόνως και η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζω κάθε φορά. Επειδή όμως μόνο ο Θεός δημιούργησε κόσμο εκ του μηδενός, είμαι υποχρεωμένος να αξιοποιώ υλικά από τον κόσμο στον οποίο ζω. Γράφω ό,τι βλέπω και ακούω στον περίγυρό μου. Απλώς ο περίγυρός μου δεν ταυτίζεται πάντοτε με τον πραγματικό κόσμο.
Προβληματίστηκες αν χρησιμοποιώντας τέτοιους ήρωες κινδυνεύεις να πέσεις στην παγίδα του καταγγελτικού λόγου και της εύκολης συγκίνησης, κάτι που ευτυχώς δεν συνέβη και λειτούργησε ενισχυτικά για τη βράβευσή σου;
Δεν προβληματίστηκα απλώς, αυτό ήταν -και παραμένει- ένα από τα μεγαλύτερα άγχη μου και μία από τις πλέον επίμονες φοβίες μου όταν γράφω. Νομίζω ότι αν κατάφερα πράγματι, όπως λες, να μην πέσω στην παγίδα της καταγγελίας ή του μελό, αυτό οφείλεται στη δουλειά: γράφω και ξαναγράφω, μέχρις ότου να φτάσω εκεί που θέλω.
Η κρίση και η έμπνευση
Χρειάζεται ισορροπία ανάμεσα στο «θερμό» και το «ψυχρό»
Συμμερίζεσαι την άποψη της κριτικής επιτροπής, η οποία αναφέρει στο σκεπτικό της ότι το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» αποδείχτηκε προφητικό δεδομένου ότι γράφτηκε στην αρχή της κρίσης;
Μπορεί τα διηγήματα της συλλογής να θεωρηθούν προφητικά, αυτό όμως δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας μαγικής επίνευσης. Θέλω να πω, όσα γράφω απορρέουν από μια φιλτραρισμένη εκδοχή της ανθρώπινης κατάστασης όπως τη ζω εγώ και οι άνθρωποι γύρω μου. Ισως έχει κάποια σημασία το γεγονός ότι άρχισα να γράφω τα διηγήματα της συλλογής το 2004, όταν η Ελλάδα ζούσε στιγμές εθνικής και οικονομικής ανάτασης και πολλοί άνθρωποι δεν είχαν δει ούτε στον χειρότερο εφιάλτη τους όλα αυτά που άρχισαν να συμβαίνουν λίγα χρόνια μετά.
Η κρίση, όπως τη βιώνουμε, πιστεύεις ότι δίνει τροφή στη λογοτεχνία;
Ναι, το πιστεύω, αλλά δεν ξέρω πόσοι είναι εκείνοι που τους αρέσει αυτή η τροφή. Εννοώ ότι, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, αρκετοί συγγραφείς (και αναγνώστες) θεωρούν ότι χρειάζεται να υπάρξει σημαντική χρονική απόσταση προκειμένου να μετουσιωθούν λογοτεχνικά τα καταλυτικά γεγονότα, όπως είναι η πολυεπίπεδη και γενικευμένη κρίση που ζούμε εμείς εδώ σήμερα. Εγώ δεν είμαι αυτής της άποψης.
Η λογοτεχνία πρέπει να παίρνει χρονικές αποστάσεις από τα κοινωνικά και πολιτικά τεκταινόμενα ώστε να μη λειτουργεί εν θερμώ;
Η αυτό εξαρτάται από τη μαεστρία του ίδιου του λογοτέχνη; Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση που να ισχύει για όλες τις περιπτώσεις ανεξαιρέτως. Ο Τολστόι έγραψε το «Πόλεμος και Ειρήνη» σχεδόν μισό αιώνα μετά την εισβολή των Γάλλων στη Ρωσία, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες κάποιοι σπουδαίοι συγγραφείς άρχισαν να γράφουν μυθιστορήματα για την 11η Σεπτεμβρίου λίγους μήνες μετά τα τραγικά γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι, όπως συμβαίνει με πολλά άλλα πράγματα στη ζωή, χρειάζεται μια ισορροπία ανάμεσα στο «θερμό» και το «ψυχρό».
Τι είναι αυτό που σε ωθεί να γράψεις κάθε φορά ένα λογοτεχνικό κείμενο - μια ιδέα, ένα γεγονός, τι;
Δεν υπάρχει κανόνας. Κάποιες φορές εμπνέομαι από κάτι που άκουσα στον δρόμο ή από μια εικόνα που είδα με την άκρη του ματιού. Αλλες φορές η «σπίθα» γεννιέται μέσα μου, χωρίς κάποιο απτό εξωτερικό ερέθισμα εννοώ, και προσπαθώ -γράφοντας και ξαναγράφοντας- να κρατήσω τη σπίθα ζωντανή, για να γίνει φλόγα και φωτιά. Εχω μεγάλη πίστη στη διαδικασία της επαναληπτικής γραφής, στο ξαναγράψιμο δηλαδή. Καμιά φορά μού αρέσει να σκέφτομαι ότι δεν γράφω αλλά ξαναγράφω. Νομίζω πως γράφοντας και ξαναγράφοντας μπορώ να καταλάβω καλύτερα και να νιώσω βαθύτερα τι είναι αυτό που γράφω.
Πού συναντώνται η λογοτεχνία και η δημοσιογραφία;
Στον δρόμο, νομίζω. Μπορεί, δηλαδή, να συναντώνται και σε κυβερνητικά μέγαρα και προθαλάμους πολιτικών γραφείων ή σε πολυτελείς επαύλεις και κοσμοπολίτικα θέρετρα, αλλά εμένα ήταν το ρεπορτάζ στον δρόμο που με βοήθησε να δω ανθρώπους και να ζήσω καταστάσεις με μεγαλύτερη αμεσότητα. Από την άλλη πλευρά, η δημοσιογραφία, όταν γίνεται σωστά, σε βοηθάει να κρατάς την απαιτούμενη απόσταση από τα γεγονότα, πράγμα που έχει καθοριστική σημασία για μένα.
Οι πνευματικοί πατέρες
Ποιοι είναι οι λογοτεχνικοί και πνευματικοί σου πατέρες;
Από πού να ξεκινήσω; Η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης (όχι μόνο λογοτεχνικής) για μένα είναι ο Ιησούς Χριστός. Διαβάζω ξανά και ξανά την Αγία Γραφή και τα κείμενα των Μεγάλων Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διαβάζω Παπαδιαμάντη, Κάρβερ, Τσέχοφ. Αν δεν ήταν αυτοί οι τρεις, μπορεί να μην είχα γνωρίσει τη γοητεία του διηγήματος. Διαβάζω Στάινμπεκ, Σάλιντζερ, Κόρμακ Μακάρθι, Φλάνερι Ο'Κόνορ, Ισαάκ Μπάμπελ. Διαβάζω ξανά και ξανά παραμύθια του Αντερσεν, τα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, τα διηγήματα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και της Σοφίας Νικολαΐδου. Θεωρώ ότι το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου, το «Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου» του Σωτήρη Δημητρίου και «Το ασημόχορτο ανθίζει» του Βασίλη Γκουρογιάννη είναι τρία από τα σημαντικότερα κείμενα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Διαβάζω ποίηση: Κ. Π. Καβάφη, Τάκη Σινόπουλο, Εμιλι Ντίκινσον, Ρόμπερτ Φροστ.
Τα βιβλία
Ηρωες από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα
Με τις ιστορίες του, ο Χρήστος Οικονόμου επανέφερε στη λογοτεχνία ήρωες που δεν ήταν της μόδας ή στην κουλτούρα του mainstream. Ανθρώπους των πραγματικά χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Ανέργους, συνταξιούχους, χαμηλόμισθους υπαλλήλους, εργάτες, από τη Δραπετσώνα, το Πέραμα, την Αμφιάλη, το Κερατσίνι, την Κοκκινιά? Ανθρώπους με χαμένες ελπίδες και ματαιωμένα όνειρα που μοιάζουν με παγάκια, τα οποία «αργά ή γρήγορα λιώνουν», όπως αναφέρει κάπου. Ηρωες που απειλούνται από τη μοχθηρή φτώχεια. Κι όμως οι ιστορίες γράφτηκαν πριν ακόμη η κρίση τρίξει για τα καλά τα δόντια της.
Εκείνο που κερδίζει τον αναγνώστη -κέρδισε και την Κριτική Επιτροπή των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων- είναι ότι ο Χρήστος Οικονόμου αποφεύγει τις καταγγελίες πολιτικού τύπου, την πρωτογενή συγκίνηση, τον φτηνό παρηγορητικό λόγο, την ιδεολογική στράτευση, κάθε συγγραφική ευκολία δηλαδή.
Οι ιστορίες του, γραμμένες χωρίς στολίδια, με υπαινιγμούς κι όχι φλύαρες περιγραφές, με σιωπές που συμβαδίζουν με τις σιωπές των ηρώων, συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο. Δεν έχουν χάπι εντ και οι ήρωές του διατηρούν την αξιοπρέπεια και την ελπίδα για το μέλλον κι ας είναι απελπισμένοι. Με τη συλλογή αυτή του Χρήστου Οικονόμου σηματοδοτήθηκε «μια στροφή προς τον ρεαλισμό και τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα που ενδεχομένως να συντελεστεί εντονότερα στο μέλλον», όπως εκτιμά και η Κριτική Επιτροπή που την επέλεξε προς βράβευση.
Ο Χρήστος Οικονόμου, γεννημένος στην Αθήνα το 1970, μεγαλωμένος στην Κρήτη και στον Πειραιά, έγραψε το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Η γυναίκα στα κάγκελα» (Ελληνικά Γράμματα, 2003) που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Επτά χρόνια μετά, με την κυκλοφορία τού «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (Πόλις, 2010), ο 40χρονος τότε συγγραφέας γνώρισε την αποθέωση. Σαν να είχε κάνει τότε τη δυναμική του είσοδο στην εγχώρια λογοτεχνική σκηνή. Για να μείνει.
Δήμητρα Ρουμπούλα
dirouboula@pegasus.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου