Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Είθισται να δημοσιεύονται αυτή την εποχή στοιχεία για την κίνηση των πιο ευπώλητων βιβλίων της χρονιάς που τέλειωσε ή τελειώνει. Και κάθε φορά ανακύπτουν τα ίδια ερωτήματα. Πώς είναι δυνατό να υπάρχουν τέτοιες αποκλίσεις ανάμεσα στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού και της κριτικής; Πώς γίνεται και βιβλία που εκθειάστηκαν σχεδόν ομόθυμα από τους κριτικούς δεν μπόρεσαν να σπάσουν το φράγμα των 5.000 αντιτύπων, που συνιστά μια μέτρια εκδοτική επιτυχία σήμερα, ενώ βιβλία που αποδοκιμάστηκαν ή, ακόμα χειρότερα, αγνοήθηκαν από τους «ειδικούς» σάρωσαν σε πωλήσεις; Τόσο ανίδεο και απαίδευτο είναι λοιπόν το κοινό που αγοράζει βιβλία; ΄Η μήπως οι κριτικοί, κλεισμένοι στον φιλντισένιο πύργο τους, δεν μπορούν να καταλάβουν τις ανάγκες και τις ανησυχίες του κόσμου; Είναι πολύ εύκολο να ταχθεί κανείς, ανάλογα με τα επαγγελματικά και τα συναισθηματικά συμφέροντά του, υπέρ της μιας ή της άλλης από αυτές τις δύο εξηγήσεις, χωρίς να κινδυνεύει άμεσα να διαψευστεί. Λιγότερο εύκολο είναι, όπως πάντα άλλωστε, να προχωρήσει πέρα από τις εντυπώσεις και να διακρίνει στη γενική εικόνα (η οποία βέβαια δεν διαμορφώνεται μόνον από νούμερα, αλλά και από ποιοτικά γνωρίσματα των βιβλίων, καθώς και των κειμένων που αναφέρονται στα βιβλία) ορισμένες αφώτιστες λεπτομέρειες, ορισμένα αφανή στοιχεία μιας βαθύτερης δομής, που μπορεί να υποδεικνύουν πολύ διαφορετικές ερμηνείες. Πρώτα πρώτα, οι αποκλίσεις για τις οποίες μιλάμε δεν συνθέτουν την εικόνα του χάσματος, που καταγράφει μια βιαστική ματιά. Υπάρχουν στους καταλόγους των ευπώλητων βιβλία συγγραφέων καταξιωμένων από την κριτική. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι σχετικά λίγοι οι συγγραφείς που ανήκουν στους αγαπημένους των κριτικών, αλλά όχι και του κοινού. ΄Επειτα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου κριτική και κοινό έχουν συγκλίνει πανηγυρικά στην επιβράβευση βιβλίων του «μέσου γούστου», η οποία από την πλευρά της κριτικής υπήρξε και κυριολεκτική, με την υπερψήφισή τους από τις επιτροπές των κρατικών βραβείων ή των βραβείων του Διαβάζω (επιτροπές στις οποίες, θυμίζω, έχουν θητεύσει σχεδόν όλοι οι έγκυροι βιβλιοκριτικοί).
Μια στιγμή, σας ακούω να λέτε καχύποπτα. Πού το πας; Προσπαθείς να ψηλώσεις το επίπεδο της μάζας κονταίνοντας το επίπεδο των κριτικών; Ισχυρίζεσαι ότι τα καλά βιβλία βρίσκουν έτσι κι αλλιώς τον δρόμο τους προς το κοινό, ότι για την επιτυχία των μέτριων βιβλίων το κοινό δεν ευθύνεται περισσότερο από τους κριτικούς και ότι τα κακά βιβλία που γίνονται μπεστ σέλερ δεν είναι δα τόσο συχνό και ανησυχητικό φαινόμενο όσο νομίζουμε;
Όχι. Ισχυρίζομαι κάτι πολύ χειρότερο! Ισχυρίζομαι ότι σήμερα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα κακά βιβλία και ότι το πλατύ κοινό συμπίπτει με την κριτική στη μεγάλη εκτίμηση που τρέφουν και οι δύο για το «καλό» βιβλίο, στη θέρμη με την οποία το αγκαλιάζουν και το προωθούν. Τα κριτήριά τους βέβαια μπορεί να διαφέρουν, αν και όχι τόσο πολύ όσο λέγεται. Οι κριτικοί, φερειπείν, μπορεί να προτιμούν βιβλία με περισσότερο υπαινικτική γλώσσα, περισσότερες διακειμενικές αναφορές, πιο σύνθετη αφηγηματική δομή. Το κοινό, πάλι, προτιμά βιβλία άμεσης συγκίνησης, με χαρακτήρες που προσφέρονται για ταύτιση κ.λπ. Αλλά ξέρετε πολλούς κριτικούς που να βγαίνουν και να λένε, τεκμηριώνοντας τη θέση τους, ότι το τάδε βιβλίο που έκανε ρεκόρ πωλήσεων είναι κακό; Το πολύ πολύ να πουν ότι κολακεύει τον μέσο αναγνώστη. Και, φυσικά, ο μέσος αναγνώΤης στης δεν θα υποστηρίξει ποτέ ότι ένα βιβλίο που επαινέθηκε από την κριτική, αλλά δεν τράβηξε το δικό του ενδιαφέρον, είναι κακό. Θα πει απλώς ότι είναι εγκεφαλικό ή κουλτουριάρικο.
Μ ε τόσα εργαστήρια «δημιουργικής γραφής» που υπάρχουν σήμερα, τόσους διαγωνισμούς διηγήματος για την προσέλκυση «νέων ταλέντων», τόσες αναγνωστικές εμπειρίες όλο και περισσότερων ανθρώπων, τόση «λογοτεχνίτιδα» γύρω μας (για να δανειστώ έναν όρο του Βασίλη Βασιλικού), είναι δύσκολο πια να γραφτούν κακά βιβλία. Σχεδόν όλα τα βιβλία που εκδίδονται στις μέρες μας είναι καλογραμμένα, έχουν στρωτή, σε όχι σπάνιες περιπτώσεις ζωηρή γλώσσα, έχουν ικανοποιητική αφηγηματική τεχνική, γλαφυρές περιγραφές, χιούμορ, πολύ συχνά έχουν και έξυπνες ιδέες.
Μόνον ένα πράγμα δεν έχουν: ειδικό βάρος. Πρωτοτυπία. Προσωπικότητα.
Από τότε που πλημμυρίσαμε από καλά βιβλία χάθηκαν τα ξεχωριστά βιβλία, τα βιβλία που αισθανόμαστε πως είναι σημαντικά και προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί, συζητώντας με άλλους. Ακούμε συχνά στις παρέες τους φίλους και τους γνωστούς μας να λένε για το α ή το β βιβλίο ότι είναι καλό, ότι μου άρεσε ή ότι πέρασα καλά μαζί του τρεις ομόρροπες δηλώσεις που σχηματίζουν φθίνουσα σειρά, ως προς τον βαθμό βεβαιότητας του ομιλητή ή τη διάθεσή του να υπερασπίσει την άποψή του, αλλά αύξουσα σειρά ως προς τη συχνότητα με την οποία γίνονται. Εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν ποτέ δεν ακούμε κάποιον να μιλάει μ΄ ενθουσιασμό για ένα βιβλίο ή με τρόπο που να φανερώνει ότι αυτό που διάβασε τον προβλημάτισε.
Αλλά μήπως είναι διαφορετική η κυρίαρχη στάση της κριτικής; Κι εκεί επίσης πρυτανεύει η λογική του «καλού» βιβλίου, η οποία εκφράζεται με σχόλια όπως ότι το καινούργιο βιβλίο του τάδε αναγνωρισμένου συγγραφέα είναι ισάξιο ή καλύτερο ή λιγότερο καλό από τα προηγούμενα (αλλά σπανιότατα ότι είναι διαφορετικό από αυτά), με την ανάλωση του κριτικού σε καλολογικές αναλύσεις και τεχνικές παρατηρήσεις, με την επισήμανση μιας «ενδιαφέρουσας» και «ελπιδοφόρας» νέας φωνής κ.λπ. κ.λπ. Σχεδόν ποτέ δεν μας μεταδίνεται η αίσθηση πως ένα βιβλίο αποτέλεσε πρόκληση για τον κριτικό, πως τον αναστάτωσε κι έβαλε σε δοκιμασία τα παγιωμένα κριτήριά του, πως ανάγκασε τη σκέψη του να κινηθεί σε καινούργια μονοπάτια. Σχεδόν ποτέ δεν θα διαβάσουμε για ένα βιβλίο ότι μας αποκαλύπτει κάτι που δεν είχαμε σκεφτεί ή δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ή δεν τολμούσαμε να παραδεχτούμε ή ότι μας παρουσιάζει κάτι που (νομίζαμε πως) ξέρουμε σε καινούργιο φως. Σχεδόν ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί ένα βιβλίο πρέπει να μας απασχολήσει πέρα από το ότι είναι «καλό».
Τα καλά βιβλία είναι σαν τα καλά παιδιά: φρόνιμα, υπάκουα, επιμελή, συμβατικά (ακόμα και στα παιχνίδια ή τα καλαμπούρια τους, που αποδέχονται τα κυρίαρχα πρότυπα) και, εννοείται, αφόρητα βαρετά. Όπως τα καλά παιδιά, έτσι και τα καλά βιβλία δεν αμφισβητούν ουσιαστικά τον κόσμο στον οποίο πρόκειται να ενταχθούν και, ακόμα και όταν δυσφορούν γι΄ αυτόν, το εκφράζουν με τρόπους προαποφασισμένους, εγκεκριμένους και υπαγορευμένους από αυτόν ακριβώς τον κόσμο. Δεν έχουν εκείνη την τρέλα, εκείνη την απρόβλεπτη, παρεκκλίνουσα ή παραβατική συμπεριφορά που μπορεί και να δείχνει υγεία.
Χωράει αρκετή συζήτηση γύρω από το αν τα καλά βιβλία πράγματι δεν είναι τίποτε άλλο από καλά ή αν έτσι τα προσλαμβάνουν σήμερα το κοινό και η κριτική. ΄Ο, τι από τα δυο και αν συμβαίνει, εμείς που αγαπάμε με πάθος το βιβλίο κι εξακολουθούμε να πιστεύουμε στη σπουδαιότητά του είναι καιρός ν΄ αναφωνήσουμε: κάτω τα καλά βιβλία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου