27 Οκτωβρίου 2010

Θεωρίες μάθησης και ΤΠΕ

Ø      Συμπεριφορισμός ( behaviorism ) 
Η μάθηση ορίζεται ως μία αλλαγή στη συμπεριφορά του μαθητή που προκύπτει μέσω εμπειριών και ασκήσεων που τίθενται από το δάσκαλο. Η μάθηση συντελείται με την ενίσχυση της επιθυμητής συμπεριφοράς είτε μέσω της αμοιβής της (θετική ενίσχυση) είτε
μέσω της τιμωρίας (αρνητική ενίσχυση)
Κεντρικοί οι ρόλοι
α. του δασκάλου ως μεταδότη της γνώσης στους μαθητές και βασικό παράγοντα στην εκπαιδευτική διαδικασία που ενισχύει την επιθυμητή συμπεριφορά
β. των διδακτικών στόχων του μαθήματος που διατυπώνονται με τη μορφή συμπεριφορών που οι μαθητές πρέπει να αναπτύξουν
Δίνει έμφαση στην αναμετάδοση της Πληροφορίας και στην τροποποίηση της συμπεριφοράς. Η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση της συμπεριφοράς. 
Ø      Οικοδομισμός ή  Δομητισμός ( Constructivism ) 
Η μάθηση είναι μία υποκειμενική και εσωτερική διαδικασία οικοδόμησης νοημάτων και θεωρείται το αποτέλεσμα οργάνωσης και προσαρμογής των νέων πληροφοριών σε ήδη υπάρχουσες γνώσεις. Αναγνωρίζει δηλαδή ότι τα παιδιά, πριν ακόμα πάνε στο σχολείο, διαθέτουν γνώσεις και το σχολείο πρέπει να βοηθήσει να οικοδομηθούν νέες γνώσεις πάνω σε αυτές που ήδη κατέχουν.
Κεντρικοί οι ρόλοι:
α. του μαθητή που αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση της γνώσης του
β. της προηγούμενης ή πρότερης γνώσης του μαθητή η οποία θα πρέπει να τροποποιηθεί και να επεκταθεί ως αποτέλεσμα της μάθησης
γ. Ο δάσκαλος αναλαμβάνει έναν υποστηρικτικό- συμβουλευτικό ρόλο στη δραστηριότητα των μαθητών
 Εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο εσωτερικό του γνωστικού μας συστήματος, στη δομή και τη λειτουργία του : η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση των γνώσεων
Ø      Koινωνικοπολιτισμικές θεωρίες - Θεωρία της δραστηριότητας ( activity theory ) 
Η μάθηση θεωρείται ως διαδικασία κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Το άτομο μέσα από τη συνεργασία με άλλα άτομα αναπτύσσει ικανότητες και δεξιότητες που διαφορετικά θα βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση εξέλιξης.
Κατά τον Vygottsky η νοητική ανάπτυξη είναι μια διαδικασία αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορική διάσταση και το πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελείται.
Δεν υπάρχει μαθησιακή δραστηριότητα έξω από το κοινωνικό, ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζεται.
Κεντρικοί οι ρόλοι:
α. της συνεργασίας και
β. της γλώσσας ως εργαλείου που συμβάλει στη διαμόρφωση της ταυτότητας του ατόμου
Διδακτικές προσεγγίσεις: σύνθετες ομαδικές εργασίες, αλληλοδιδακτική
Συμπεριφορισμός
Οικοδομισμός
Koινωνικοπολιτισμικές θεωρίες -Θεωρία της δραστηριότητας
  1. Ι. Pavlov
  2. J.B.Watson
  3. E.L.Thorndike
  4. B.F.Skinner (Γραμμική Οργάνωση)
  5. Ν. Crowder (Διακλαδισμένη Οργάνωση)
  6. R. Gagne (Διδακτικός Σχεδιασμός)
 
  1. J. Piaget
  2. S. Papert (παιδαγωγική θεωρία της LOGO)
  3. R. Gagne, A. Newell και H. Simon
         (Θεωρία της επεξεργασίας της πληροφορίας)
  1. Βoyle (Μαθησιακά περιβάλλοντα με υπολογιστές)
  1. J. Bruner (ανακαλυπτική μάθηση)
  2. L. Vygotsky (επικοινωνιακή και πολιτισμική διάσταση)
  3. Vygotsky, Leontiev, Luria, Νardi (Θεωρία της δραστηριότητας)
 Αρχές μάθησης του Συμπεριφορισμού – Προγραμματισμένη διδασκαλία
(Β.
F. Skinner)
Ø  Ενεργός συμμετοχή του μαθητή
Ø  Δόμηση της διδακτέας ύλης σε σύντομες διδακτικές ενότητες
Ø Παρουσίαση της ύλης σύμφωνα με τους ρυθμούς του μαθητή
Ø Ενίσχυση των προσπαθειών του μαθητή και άμεση επαλήθευση της απάντησής του
Ø  Επιβράβευση της σωστής απάντησης
 
Εφαρμογή του Συμπεριφορισμού – Γραμμική Οργάνωση
(
B.F. Skinner)
 
Skinner B. F. Η  μάθηση  προχωρά γραμμικά χωρίς διακλαδώσεις (μηχανές Skinner). H αλληλουχία της ύλης είναι με τέτοιο τρόπο σχεδιασμένη ώστε να μπορούν να την ακολουθήσουν όλοι οι μαθητές. Κάθε διδακτικό βήμα αποτελείται από τέσσερα στοιχεία : α) μία πληροφορία,
β) μία ερώτηση,
γ) ένα κενό για να δοθεί η απάντηση από το μαθητή και
δ) τη σωστή απάντηση.  
 Εφαρμογή του Συμπεριφορισμού – Διακλαδισμένη Οργάνωση (Ν.Α.Crowder
H απάντηση του μαθητή καθορίζει το τι θα ακολουθήσει. Η παρουσία μιας ξεκάθαρης σχέσης ανάμεσα στην παρεχόμενη από το μαθητή απάντηση και στο μαθησιακό υλικό εισάγει τη δυνατότητα εξατομικευμένων ρυθμίσεων κατά τη μάθηση.
Η βασική διαφορά της γραμμικής οργάνωσης από την διακλαδισμένη οργάνωση βρίσκεται στον τρόπο αντιμετώπισης του λάθους του μαθητή. Ο Skinner πιστεύει ότι τα βήματα πρέπει να είναι τόσο μικρά ώστε να αποφεύγεται το λάθος του μαθητή. Όταν ο μαθητής απαντήσει λάθος του προσφέρεται η σωστή απάντηση. Αντίθετα ο Crowder πιστεύει ότι το λάθος αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο στη διαδικασία μάθησης. Όταν ο μαθητής κάνει λάθος του δίνονται συμπληρωματικές εξηγήσεις για να το ξεπεράσει. 
 
Συμπεριφορισμός – Το Μοντέλο του Διδακτικού Σχεδιασμού 
Η εμφάνιση του υπολογιστή στην δεκαετία του 70 συνιστά νέα εξέλιξη  της προγραμματισμένης διδασκαλίας με την εμφάνιση της Διδασκαλίας με την Βοήθεια υπολογιστή η οποία στην αρχική της μορφή δεν ήταν παρά η υπολογιστική υλοποίηση του προγραμματισμένου βιβλίου μέσω ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών (multiple choice).
Στην σύγχρονη εκδοχή του μιλάμε για τα προγράμματα διδασκαλίας με τη Βοήθεια Υπολογιστή τα οποία σχεδιάζονται με βάση το «μοντέλο» του διδακτικού σχεδιασμού (Instructional Design). 
Συμπεριφορισμός – Το Μοντέλο του Διδακτικού Σχεδιασμού (R. Gagne)
Tα τρία κύρια στάδια ανάπτυξης του μοντέλου του Διδακτικού Σχεδιασμού είναι: 
Ø Αξιολόγηση αναγκών: Προσδιορίζει κάθε δραστηριότητα του μαθητή και κάθε τμήμα γνώσης που πρέπει να προσκτηθεί από αυτόν. 
Ø Επιλογή διδακτικών μεθόδων και υλικού: Βασίζονται στην προηγούμενη ανάλυση και στηρίζονται σε μετρήσιμα μεγέθη συμπεριφοράς. 
Ø Αξιολόγηση του μαθητή: Τεστ που μας επιτρέπουν να αποφανθούμε για την επίτευξη των διδακτικών στόχων. 
Η συνεισφορά του συμπεριφορισμού στο σχεδιασμό εκπ. εφαρμογών με ΤΠΕ
Τα συμπεριφοριστικού τύπου λογισμικά tutorials & drill and practice (καθοδήγησης /εξάσκησης και πρακτικής) κρίνονται επαρκή είτε:
για παροχή εποπτικής διδασκαλίας, είτε
για την εμπέδωση χαμηλού επιπέδου γνώσεων και δεξιοτήτων, είτε
για την αξιολόγηση και την προσωπική εργασία των μαθητών

Ο οικοδομισμός του J. Piaget
PiagetΟ Piaget περιγράφει την ανάπτυξη της λογικής σκέψης του παιδιού ως μια εξελικτική διαδικασία που διαμορφώνεται μέσα από διαφορετικά στάδια. Τα στάδια αυτά προσδιορίζονται χρονολογικά : 
Ø Μέχρι 2 ετών το αισθησιοκινητικό στάδιο.
Ø Από 2 έως 7 ετών το στάδιο της προλογικής σκέψης.
Ø Από 7 έως 12 ετών το στάδιο των συγκεκριμένων πράξεων και
ØΑ πό 12 ετών το στάδιο των λογικών τυπικών πράξεων. 
Βασικές έννοιες στη θεωρία του Piaget αποτελούν η αφομοίωση, η συμμόρφωση, η προσαρμογή και το σχήμα.
Η αφομοίωση είναι η ενέργεια του οργανισμού να ενσωματώσει μια νέα κατάσταση σε αυτά που ήδη γνωρίζει.
Η συμμόρφωση είναι η ενέργεια του οργανισμού για την επίτευξη ενός σκοπού σύμφωνα με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος.
Η προσαρμογή είναι βιολογική αρχή και είναι η συνισταμένη της αφομοίωσης – συμμόρφωσης.
Το σχήμα αποτελεί την μονάδα μάθησης: η προσαρμογή με τη χρησιμοποίηση της αφομοίωσης και της συμμόρφωσης ύστερα από μια σειρά δραστηριοτήτων.
 
Ο οικοδομισμός του J. Piaget – Η παιδαγωγική θεωρία της LOGO (S. Papert)
Papert S.Πάνω στις απόψεις του Piaget αναπτύχθηκε η παιδαγωγική θεωρία της LOGO. Η γλώσσα προγραμματισμού LOGO σχεδιάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, για εκπαιδευτικούς κυρίως σκοπούς, στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης (Μ.Ι.Τ.), από ομάδα ερευνητών στην Τεχνητή Νοημοσύνη με επικεφαλής τον Seymour Papert. Το όνομά  της οφείλεται στην Ελληνική λέξη «λόγος» (λογικό). Βασίζεται σε δύο κύρια επιχειρήματα του εμπνευστή της: 
Ø Η εμπειρία με την LOGO οδηγεί στην απόκτηση γνωστικών δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων, δεξιότητες που μπορούν να μεταφερθούν και σε άλλα μαθήματα. 
Ø Η LOGO συνιστά έναν ιδανικό χώρο για τη μάθηση μαθηματικών εννοιών όπως μεταβλητή, αναδρομικότητα  κ.λπ. 
Ο οικοδομισμός του J. Piaget – Η κονστρακτιονιστική κατασκευαστική (constructionist) προσέγγιση (S. Papert) 
"Η μάθηση είναι αποτελεσματική όταν ο μαθητής πειραματίζεται κατασκευάζοντας ένα προϊόν που έχει νόημα για τον ίδιο." Οι κονστρακτιονιστές πηγαίνουν ένα βήμα πιο πέρα και επιδιώκουν να δημιουργήσουν περιβάλλοντα όπου τα παιδιά παίζουν και χειρίζονται αντικείμενα και μπορούν, συνεπώς, να συνεχίσουν να μαθαίνουν νέους συλλογισμούς με φυσικό τρόπο και πέρα από την καθιερωμένη εκπαίδευση.
Μικρόκοσμος: ένα σύνολο συγκεκριμένων και αφηρημένων αντικειμένων και σχέσεων καθώς και ένα σύνολο λειτουργιών που επιδρούν πάνω στα αντικείμενα, τροποποιώντας τις σχέσεις τους και δημιουργώντας νέα αντικείμενα.
Η Θεωρία της επεξεργασίας της πληροφορίας (R. Gagne, A. Newell & H. Simon)

Κάθε γνωστική διεργασία συνίσταται από  επεξεργασίες αναπαραστάσεων και γνώσεων. 
Ø Οι αναπαραστάσεις είναι περιστασιακές δομές που δημιουργήθηκαν σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και για συγκεκριμένους στόχους και βρίσκονται αποθηκευμένες στην «βραχυπρόθεσμη μνήμη».  
Ø Οι γνώσεις, ανεξάρτητα από την εγκυρότητά τους, είναι δομές σταθεροποιημένες στη «μακροπρόθεσμη μνήμη» (Βάση Γνώσης). 
Η πιο σημαντική εφαρμογή της θεωρίας αυτής είναι τα έμπειρα διδακτικά συστήματα. 
Η Θεωρία της επεξεργασίας της  πληροφορίας - Ο διασυνδεσιασμός (connectionism
O εγκέφαλος και οι λειτουργίες του προτείνονται ως εναλλακτικό μοντέλο στην θεωρία της επεξεργασίας της πληροφορίας. Ένα συνδεσιακό δίκτυο σχηματίζεται κατ’ εικόνα των νευρώνων του νευρικού συστήματος : ένα αυτόματο i θα αποστείλει σε ένα άλλο αυτόματο j έναν ερεθισμό θετικό ή αρνητικό, δηλαδή είτε διεγερτικό είτε αποδιεγερτικό αντίστοιχα. Ο ερεθισμός αυτός θα  προκαθορίζεται από την κατάσταση δραστηριότητας Ui του i ενώ εξαρτάται και από το βάρος Wij  του καναλιού μετάδοσης. 
Εξαιτίας της φύσης του συστήματος, μια ολική συνεργασία αναδύεται αυτόματα όταν οι καταστάσεις κάθε «νευρώνα» σε διέγερση φτάσουν σε ένα επίπεδο. Η τιμή ορισμένων συνθετικών αποτελεί την είσοδο(input) του συστήματος και η τιμή ορισμένων άλλων την έξοδό του(output). 
Η ερμηνεία των συνδεσιακών μοντέλων  μπορεί να μας δείξει πως οι νοητικές δομές μπορούν να αναδυθούν από τις νευρωνικές δομές. 
Τα υπολογιστικά νευρωνικά δίκτυα συνιστούν μια εφαρμογή της πληροφορικής η οποία  αντιστοιχεί στην παραπάνω προσέγγιση. 
Πώς συμβάλλει στο σχεδιασμό Μ.Π.;
με τη διδακτική προσέγγιση που προωθεί τις διαδικασίες μέσω επίλυσης προβλημάτων
Αλλη σημαντική συνεισφορά η έννοια της εννοιολογικής αλλαγής
Oικοδομισμός : Μαθησιακά περιβάλλοντα με υπολογιστές (Boyle,1997) 
Ο οικοδομισμός συνιστά σήμερα ένα από τα κυρίαρχα μοντέλα στο σχεδιασμό σύγχρονου εκπαιδευτικού λογισμικού.
Στόχος του είναι να παρέχει μαθησιακές δραστηριότητες ενταγμένες σε διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων ώστε να γεφυρώνεται το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στο σχολείο και στις δραστηριότητες έξω από το σχολείο.
Οι βασικές αρχές για τον σχεδιασμό μαθησιακών περιβαλλόντων με υπολογιστή, σύμφωνα με τον οικοδομισμό, είναι : 
Ø Παροχή εμπειριών που αφορούν με την διαδικασία οικοδόμησης της γνώσης.
Ø Παροχή εμπειριών πολλαπλών προοπτικών.
Ø Ενσωμάτωση της μάθησης σε ρεαλιστικά περιβάλλοντα που σχετίζονται με τον πραγματικό κόσμο. Εμπέδωση της μάθησης μέσω κοινωνικής εμπειρίας.
Ø Ενθάρρυνση της χρήσης πολλαπλών μορφών αναπαράστασης.
Ø Ενθάρρυνση της αυτοσυναίσθησης στη διαδικασία οικοδόμησης της γνώσης.
Koινωνικοπολιτισμικές θεωρίες – H ανακαλυπτική μάθηση
(
J. Bruner)
Βασική αρχή: οι μαθητές ανακαλύπτουν αρχές ή αναπτύσσουν δεξιότητες μέσω πειραματισμού και πρακτικής.
Ο μαθητευόμενος, προκειμένου να κατανοεί τις πληροφορίες και να αναπτύσσεται γνωστικά, οικοδομεί: 
Ø Έμπρακτες αναπαραστάσεις, που σχετίζονται με την εκτέλεση δράσεων (μικρές ηλικίες). 
Ø Εικονικές αναπαραστάσεις, αντιστοιχούν σε δομές χώρου και είναι ανεξάρτητες της δράσης. Αποτελούν εσωτερικές νοητικές εικόνες. 
Ø Συμβολικές αναπαραστάσεις, είναι η αναπαράσταση σχέσεων με αφηρημένα σύμβολα, με δυνατότητα διαφόρων συσχετισμών και διατύπωσης θεωριών.  
Σύμφωνα με τον Bruner ο μαθητής πρέπει να έρχεται αντιμέτωπος με προβληματικές καταστάσεις , το αναλυτικό να οργανώνεται σε σπειροειδή μορφή και ο δάσκαλος πρέπει να έχει ρόλο εμψυχωτή και συντονιστή στην διαδικασία της μάθησης.  
Τελευταία ο Bruner έδωσε έμφαση στο πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο των γνωστικών διεργασιών συναντώντας τους εκπρόσωπους της σοβιετικής ψυχολογικής σχολής. 
Συμβολή εποικοδομισμού στο σχεδιασμό μαθησιακών περιβαλλόντων με ΤΠΕ
Βασική αρχή:η γνώση του κόσμου οικοδομείται από το άτομο.
Κυρίαρχο μοντέλο στο σχεδιασμό σύγχρονου εκπαιδευτικού λογισμικού.
Βασικός στόχος:
  • να παρέχει αυθεντικές μαθησιακές δραστηριότητες (ενταγμένες σε διαδικασίες επίλυσης προβλημάτων)
  • να ενθαρρύνει την έκφραση και την προσωπική εμπλοκή
Koινωνικοπολιτισμικές θεωρίες (L. Vygotsky) 
VygotskiΣύμφωνα με την θεωρία του Vygotsky που αντιπροσωπεύει την σοβιετική σχολή η ανάπτυξη της νόησης είναι διαδικασία κοινωνικής αλληλεπίδρασης στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζει η γλώσσα. Το παιδί στην διαδικασία αυτή δεν είναι παθητικός δέκτης αλλά δρών υποκείμενο που διαμορφώνει με τις πράξεις του τη γνωστική του πραγματικότητα.
Βασική αρχή της θεωρίας του είναι η «ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης» (zone of proximal development) που αποτελεί την ανεξερεύνητη περιοχή του εσωτερικού δυναμικού του μαθητή ο οποίος βρίσκεται σε μία εν δυνάμει λανθάνουσα κατάσταση εξέλιξης. Εδώ φαίνεται η σημασία της διαμεσολάβησης του ενηλίκου (δάσκαλο, γονέα) και ο ρόλος του κοινωνικού περιβάλλοντος στην γνωστική ανάπτυξη του μαθητή. 
Koινωνικοπολιτισμικές θεωρίες
(
L. Vygotsky) – Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης (ΖΕΑ) 
Κάθε άτομο έχει ένα πυρήνα γνώσεων που χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση δραστηριοτήτων. Γύρω από αυτό τον πυρήνα τοποθετείται η ΖΕΑ η οποία μπορεί να πραγματοποιήσει δραστηριότητες μόνο όταν συνεπικουρείται από άλλους. 
Koινωνικοπολιτισμικές θεωρίες – H θεωρία της δραστηριότητας (Vygotsky, Leontiev, Luria, Nardi
Η βασική αρχή της θεωρίας αυτής είναι ότι η ανθρώπινη δράση διαμεσολαβείται από πολιτισμικά σύμβολα (cultural signs) λέξεις και εργαλεία τα οποία επιδρούν στη δραστηριότητα του ατόμου και συνεπώς στις νοητικές του διεργασίες.
Η βασική μονάδα ανάλυσης είναι η δραστηριότητα η οποία αποτελείται από το υποκείμενο(άτομο ή ομάδα), το αντικείμενο(στόχος), τους κανόνες και τις λειτουργίες. Η δραστηριότητα γίνεται με τη διαμεσολάβηση εργαλείων(όργανα, σήματα, γλώσσες) τα οποία δημιουργούνται από τα άτομα για να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους.
 
Koινωνικοπολιτισμικές θεωρίες – H θεωρία της δραστηριότητας (Vygotsky, Leontiev, Luria, Nardi
Η θεωρία της δραστηριότητας έχει σημαντικές εφαρμογές στις έρευνες που αφορούν την επικοινωνία ανθρώπου-μηχανής και ειδικότερα στο σχεδιασμό μαθησιακών περιβαλλόντων με υπολογιστή(συνεργατική μάθηση).
Η συνεργατική μάθηση (collaborative learning) με υπολογιστή βασίζεται στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στο υποκείμενο(μαθητή), το αντικείμενο(στόχο μάθησης) και τα διαθέσιμα εργαλεία.
 

Παιδικές παραστάσεις Δέκα για το παιδί... αλλά και τον συνοδό του

Ποιες είναι οι πιο ενδιαφέρουσες παιδικές θεατρικές παραστάσεις που ανεβαίνουν εφέτος στις αθηναϊκές σκηνές

 

Δέκα για το παιδί... αλλά και τον συνοδό του

Ποιες είναι οι πιο ενδιαφέρουσες παιδικές θεατρικές παραστάσεις που ανεβαίνουν εφέτος στις αθηναϊκές σκηνές

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ | Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
Ενα από τα βασικά κριτήρια μιας πετυχημένης θεατρικής παράστασης για παιδιά είναι... να αρέσει και στους μεγάλους. Από τις δεκάδες παραστάσεις για μικρούς θεατές της τρέχουσας σεζόν που μπορούν να απολαύσουν εξίσου οι ενήλικοι συνοδοί τους επιλέξαμε δέκα- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλες ενδιαφέρουσες προτάσεις.

1. «Παραμύθι χωρίς όνομα»
Εκατό χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή της, η αλληγορική ιστορία της Πηνελόπης Δέλτα διασκευάζεται από τον δοκιμασμένο στο παιδικό θέατρο Τάκη Τζαμαργιά - ο οποίος και σκηνοθετεί - και τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο για τους μικρούς φίλους του Εθνικού. Οι παραστάσεις ξεκίνησαν στις 12 Οκτωβρίου.

Εθνικό Θέατρο, Παιδική Σκηνή «Κατίνα Παξινού», Πανεπιστημίου 48, τηλ. 210

3301.881.

2. «Το τραγούδι της γης»
Να που κάποιος σκέφτηκε συνδυαστικά: οικολογία και παιδί. Με τον χαρούμενο ανακυκλωτή για το περιβάλλον να πρωταγωνιστεί, αυτή η πρωτότυπη οικολογική θεατρική παράσταση για παιδιά παρουσιάζεται από τον Ηλία Λώτινο στην Κεντρική Σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης- ως τις 26 Δεκεμβρίου. Η σκηνοθεσία είναι της Αννας Παπαμάρκου.

Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206 (ύψος Χαμοστέρνας), Ταύρος, τηλ.

210 3418.550

,210 5450.698

.

3. «Αργοναύτες»
Εδώ έχουμε ένα σε τρία: θέατρο σκιών, κουκλοθέατρο και παράσταση με «κανονικούς» ηθοποιούς συνδυάζουν οι βασισμένοι στον μύθο του Ιάσονα «Αργοναύτες» στο Προσκήνιο. Η παράσταση ξεκίνησε στις 10 Οκτωβρίου και ολοκληρώνεται στις 2 Ιανουαρίου 2011, σε διασκευή κειμένου Ηλία Καρελλά και Αλεξάνδρας Λιακοπούλου, σκηνοθεσία, μουσική επιμέλεια και φωτισμούς Ηλία Καρελλά.

Προσκήνιο, Καπνοκοπτηρίου 8 και Στουρνάρη, Αθήνα, τηλ. 210 8252.242. 4. «Το βέλος που δεν πληγώνει»

Ο θίασος του «Μυστηρίου στο Τούνδρα Εξπρές», της παράστασης με την υπογραφή του Αυγούστου Κορτώ που ανεβαίνει στο Τρένο στο Ρουφ
Με την υπογραφή-εγγύηση του «Πίτερ Παν του ελληνικού θεάτρου» Βασίλη Μαυρογεωργίου (το παιδικό θέατρο είναι το φόρτε του), «Το βέλος που δεν πληγώνει» παρουσιάζεται από τις 17 Οκτωβρίου ως τις 22 Μαΐου 2011 στην Παιδική Σκηνή του Βικτώρια από τη θεατρική ομάδα Πεφταστέρι. Η σκηνοθεσία είναι της Σοφίας Τσινάρη.
Βικτώρια, Μαγνησίας 5 και Γ΄ Σεπτεμβρίου 119, τηλ. 210 8233.125.

5. «Αλαντίν»
Ενα ρυθμικό «μπράβο» στο τέλος του «Αλαντίν» από μαθητές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αναστάτωσε τον σκηνοθέτη Δημήτρη Δεγαΐτη. «Δεν το είχα ξανασυναντήσει ποτέ αυτό σε σχολείο. Και ενθουσιάστηκα» μας λέει για την περυσινή παράσταση, που από τις 31 Οκτωβρίου ως τις 29 Μαΐου 2011 θα παρουσιάζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Τέχνης. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο αυτοσχεδιασμός στον οποίο έχει παράδοση η Σχολή του Τέχνης είναι το κύριο στοιχείο της παράστασης. Πώς μπαίνουν τα παιδιά στο παιχνίδι του αυτοσχεδιασμού; «Συμμετέχουν παρακολουθώντας. Και, πιστέψτε με, αυτό είναι αρκετό».
Θέατρο Τέχνης, Φρυνίχου 14, Πλάκα, τηλ.

210 3222.464.

6. «Μυστήριο στο Τούνδρα Εξπρές»
«Είναι γεγονός ότι η ελληνική παιδική δραματουργία είναι φτωχή» λέει η Τατιάνα Λύγαρη, ιδρύτρια του Τρένου στο Ρουφ, η οποία εδώ και δύο χρόνια τολμά στο παιδικό θέατρο. Ενα ελληνικό έργο μυστηρίου για παιδιά, λοιπόν, με την υπογραφή του Πέτρου Χατζόπουλου ( Αύγουστος Κορτώ ) είναι η εφετινή πρόταση του Τρένου (από 30 Οκτωβρίου ως 17 Απριλίου 2011). Ο σκίουρος Κορνήλιος Κρικ και η βοηθός του, η πυγολαμπίδα Μάρθα, καλούνται να εξιχνιάσουν το μυστήριο κατά τη διάρκεια ενός σιδηροδρομικού ταξιδιού στην Πατουσιβηρία, σκηνοθετημένο από την Τατιάνα Λύγαρη. Και επειδή το έργο μπορεί να «μιλήσει» τόσο σε μικρούς όσο και σε μεγάλους, η ίδια σκέφτεται και το ενδεχόμενο μιας ακόμη, βραδινής, παράστασης κάθε Τετάρτη στις 21.00.

Το Τρένο στο Ρουφ, σιδηροδρομικός σταθμός Ρουφ, επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως, τηλ. 210 5298.922. 7. «Ο Αυγερινός και η Πούλια»
Σε σκηνοθεσία και διασκευή Δημήτρη Αδάμη, «Ο Αυγερινός και η Πούλια» είναι ένα παραμύθι με καταβολές από την εποχή που γιαγιάδες και παραμυθάδες εξηγούσαν μέσα από ιστορίες τα φυσικά φαινόμενα. Τα παιδιά μπαίνουν στον κόσμο μιας έναστρης νυχτιάς καθώς αστεράκια προβάλλουν με μαγικό τρόπο παντού. Το έργο επαναλαμβάνεται εφέτος για λίγες μόνο παραστάσεις- ως τις 31 Οκτωβρίου. Θέατρο Αθηνών, Βουκουρεστίου 10, τηλ. 210 3312.343.

8. «Ομήρου Οδύσσεια»
«Είναι το παραμύθι των παραμυθιών» μας λέει υπερήφανα η Κάρμεν Ρουγγέρη για την παράσταση που ανέβηκε τη σεζόν 2008-2009 στο Θέατρο του Ελληνικού Κόσμου και επαναλαμβάνεται από την Κυριακή 31 Οκτωβρίου ως τα τέλη Δεκεμβρίου- αμέσως μετά η Κάρμεν Ρουγγέρη θα τολμήσει το δύσκολο εγχείρημα της γνωριμίας του παιδικού κοινού με τις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη. «Οπως η “Οδύσσεια”, έτσι και οι “Εκκλησιάζουσες” θα είναι μια διαδραστική παράσταση που θα κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον των παιδιών» λέει. «Ακόμη και αν δεν καταλάβει τα βαθύτερα νοήματα του έργου, το παιδί θα θέλει να ξαναπάει θέατρο».
Ελληνικός Κόσμος, Πειραιώς 254, Ταύρος, τηλ. 212 254031230.

9. «Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι»
Το όνομα του Ευγένιου Τριβιζά αποτελεί εγγύηση. Εφέτος- από τις 31 Οκτωβρίου ως τις 17 Απριλίου 2011- τον τιμά η Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα το Βασιλικό Θέατρο. Ενα χειμωνιάτικο πρωινό ένα κορίτσι, η Μαριάννα, φτιάχνει έναν χιονάνθρωπο και του ζητάει να μη λιώσει ποτέ, να ζήσει για πάντα. Θα τα καταφέρει;

Βασιλικό Θέατρο, πλ. Λευκού Πύργου, Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310 288.000.

10. «Ο εγωιστής γίγαντας»
Το κλασικό παιδικό θέατρο του Οσκαρ Γουάιλντ, γραμμένο το 1888, διασκευάστηκε από τον σκηνοθέτη Γιάννη Κόκκινο. Η ιστορία ζωντανεύει από επτά ηθοποιούς οι οποίοι ενσαρκώνουν 11 ρόλους. Η παράσταση ανοίγει αυλαία την Κυριακή 31 Οκτωβρίου.

Αποθήκη, Σαρρή 40, Θησείο, τηλ. 210


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artId=363315&dt=27/10/2010#ixzz13Z2XlHeJ

25 Οκτωβρίου 2010

Πόνος (από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν "ο προφήτης")

Πόνος  (από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν "ο προφήτης")  
Και μια γυναίκα μίλησε και είπε, Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Και κείνος αποκρίθηκε:
Ο πόνος σας είναι το σπάσιμο του οστράκου που περικλείει τη γνώση σας.
Όπως το τσόφλι του καρπού πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στο φως του ήλιου, έτσι κι εσείς πρέπει να γνωρίσετε τον πόνο.
Κι αν μπορούσατε να κρατάτε στην καρδιά σας το θαυμασμό για τα καθημερινά θαύματα της ζωής σας. Ο πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας.
Και θα δεχόσαστε τις εποχές της καρδιάς σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχές που περνούν πάνω από τα χωράφια σας.
Και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμώνες της θλίψης σας.
Πολλούς από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι.
Είναι το πικρό φάρμακο που μ' αυτό ο γιατρός που είναι μέσα σας θεραπεύει τον άρρωστο εαυτό σας.
Γι' αυτό, να εμπιστεύεστε το γιατρό, και να πίνετε το φάρμακό του, σιωπηλά και ήρεμα.
Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται από το τρυφερό χέρι του Αόρατου,
Και η κούπα που σας δίνει, μ' όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τον πηλό που ο μεγάλος Αγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.

Αυτογνωσία (από το βιβλίο "ο προφήτης", του Χαλίλ Γκιμπράν)

Και κάποιος άντρας είπε, Μίλησέ μας για την Αυτογνωσία.
Κι εκείνος απάντησε λέγοντας:
Οι καρδιές σας γνωρίζουν σιωπηλά τα μυστικά των ημερών και των νυχτών.
Αλλά τ' αφτιά σας διψούν για τον ήχο της γνώσης της καρδιάς σας.
Θέλετε να γνωρίσετε με λόγια αυτό που γνωρίζετε από πάντα στη σκέψη.
Θέλετε ν' αγγίξετε με τα δάχτυλά σας το γυμνό σώμα των ονείρων σας.
Και είναι καλό που το θέλετε.
Το κρυφό πηγάδι της ψυχής σας πρέπει να αναβλύσει και να τρέξει κελαρύζοντας προς τη θάλασσα.
Και ο θησαυρός του άπειρου βάθους σας πρέπει να αποκαλυφθεί στα μάτια σας.
Δεν πρέπει όμως να υπάρχουν ζυγαριές για να ζυγίζουν τον άγνωστο θησαυρό σας. Και μη μετράτε τα βάθη της γνώσης σας με το βυθομετρικό κοντάρι ή το σχοινί.
Γιατί ο εαυτός είναι μια θάλασσα απεριόριστη και άμετρη.
Μη λέτε, "Βρήκα την αλήθεια", αλλά να λέτε, "Βρήκα μιαν αλήθεια".
Μη λέτε, "Βρήκα το μονοπάτι της ψυχής", αλλά να λέτε, "Συνάντησα την ψυχή που περπατούσε στο μονοπάτι μου".
Γιατί η ψυχή περπατά πάνω σ' όλα τα μονοπάτια.
Η ψυχή δεν περπατά πάνω σε μια γραμμή, ούτε μεγαλώνει σαν καλάμι.
Η ψυχή ξεδιπλώνεται, όπως ο λωτός με τα αναρίθμητα πέταλα.

 

21 Οκτωβρίου 2010

Χρήσιμες οδηγίες για τη σωστή χρήση της Νεοελληνικής Γλώσσας

Γράφει ο Μιχ. Γ. Καβουλάκης, φιλόλογος, πρ. λυκειάρχης

Μέρος Ζ

1. Συχνά λέγεται εσφαλμένα: Δεν εκπληρείς τις υποσχέσεις σου, απαξιείς να απαντήσεις κλπ.

Το σωστό είναι: Δεν εκπληροίς τις υποσχέσεις του, απαξιοίς να απαντήσεις.

Τα ρ. πληρώ, εκπληρώ, αξιώ, απαξιώ, βεβαιώ, δικαιούμαι, υποχρεούμαι, καρπούμαι, ισούμαι, κλπ. κλίνονται σύμφωνα με τα ρ. σε -όω-ώ της αρχαίας. Πληρώ- πληροίς-πληρούμε-πληρούτε-πληρούν. Δικαιούμαι-δικαιούσαι-δικαιούται, δικαιούμεθα-δικαιούσθε-δικαιούνται.

2. Οι μετοχές με έρρινο θέμα που λήγει σε -μ-, -ν γράφονται με δύο -μ- π.χ. οξύνω, οξυμμένος (οξυμμένα προβλήματα), καταισχύνομαι-κατησχυμμένος κλπ.

Οι μετοχές διακεκριμένος, συγκεκριμένος, εγκεκριμένος γράφονται με ένα -μ-, διότι ο αόριστος και παρακείμενος του ρ. κρίνω σχηματίζεται με θέμα κρι-και όχι κριν- (εκρίθην-κριθώ-κέκριμαι).

3. Η λέξη αλιτήριος γράφεται με -ι-, γιατί προέρχεται από το αρχ. ρήμα: αλιταίνω (=βλάπτω), ενώ το ουσ. αλήτης γράφεται με -η-, γιατί προέρχεται από το ρ. αλώμαι (= περιπλανώμαι).

4. Συχνά λέγεται λανθασμένα: υπάρχει έλλειμμα εξουσίας.

Το σωστό είναι να πούμε: υπάρχει έλλειψη εξουσίας, διότι η λέξη έλλειμμα αναφέρεται σε οικονομικά μεγέθη, έλλειμμα του προϋπολογισμού, έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών.

5. Πολλοί δεν χρησιμοποιούν σωστά τα επιρρήματα τέως και πρώην.

Το επιρρ. τέως φανερώνει τον ακριβώς προηγούμενο του σημερινού π.χ. τέως δήμαρχους, ενώ το επίρρημα πρώην αναφέρεται γενικά στο παρελθόν.

6. Το ρ διπλασιάζεται:

α) Στις σύνθετες λέξεις στις οποίες το β’ συνθετικό αρχίζει από ρ και το α’ συνθετικό τελειώνει σε βραχύ φωνήεν, π.χ. αιμορραγία, απορρίπτω, απορροφώ, ετοιμόρροπος, ισόρροπος, ομόρρυθμος, αμφίρροπος, επιρρεπής, επιρροή, διάρρηξη, καταρρίπτω κλπ.

β) Στις λόγιες λέξεις στις οποίες το α’ συνθετικό είναι το α και ακολουθεί ρ, π.χ. άρρηκτος, άρρωστος, άρρητος, άρρυθμος κλπ.

γ) Στις σύνθετες λέξεις στις οποίες το α’ συνθετικό λήγει σε ν και το β’ συνθετικό αρχίζει από ρ, π.χ. έρρινος (εν-), παλίρροια (παλιν-), παρρησία (παν-), σύρραξη (συν-) συρραφή (συν-), συρροή (συν-).

δ) Με α’ συνθετικό την πρόθεση υπέρ και το β’ συνθετικό με λέξη που αρχίζει από ρ, π.χ. υπερρεαλισμός, υπερρομαντισμός.

7. Έχομε ρήματα που λήγουν σε:

- ύνω (διευθύνω, εκλεπτύνω, εκτραχύνω, καταισχύνω).

-είνω (κλείνω, ανοιγοκλείνω, τείνω), και τα συνώνυμά του:

παρατείνω, προεκτείνω, εντείνω, κατατείνω, κ.α.

ήνω (αργοσβήνω, αφήνω, τρεμοσβήνω, σβήνω, στήνω, συστήνω, ψήνω).

- ίνω (αποτίνω, δίνω, κλίνω, κρίνω, πίνω, φθίνω).

8. Τα περισσότερα αρσενικά ουσιαστικά που λήγουν σε -ητής γράφονται με -η- (αγορητής, μαθητής, περιηγητής, εκπορθητής κλπ.).

Με -ιτής γράφονται το ουσ. κριτής και τα σύνθετά του ανακριτής, επικριτής, υποκριτής κλπ.).

Με -υτής γράφονται τα: αναλυτής, ενισχυτής, επενδυτής, ιδρυτής, από ρ. σε -υω.

9. Από το ρ. άρχω-άρχομαι σχηματίζονται επίθετα σε -ικός από θέμα αρκτ.- και όχι αρτ.-, π.χ. αρκτ-ικός, προ-κατ-αρ κτ-ικός (όχι προκαταρτικός), αντ.-αρκτ-κός κλπ.

10. Η μετοχή παρακειμένου του ρ. βαρώ σχηματίζεται ως βεβαρημένος με -η- και όχι με -υ π.χ. το ποινικό του μητρώο είναι βεβαρημένο, η κατάσταση της υγείας του είναι βεβαρημένη.

11. Από τα τρία θέματα της αρχαίας λέξης ναυς (=πλοίο) ναυ, νηο, νεω, ως α’ συνθετικό, προέρχονται πολλές λέξεις, π.χ. ναύ-σταθμος, ναύ-αρχος, ναύ-κληρος, νηο-λόγιο, νηο-γνώμονας, νηο-πομπή, νεώ-ριο, νεώ-λκηση, νεώ-σοικος κ.α.

12. Γράφονται με ενωτικό (-) τα φραστικά σχήματα: νόμος-πλαίσιο, πόλη-φάντασμα, λέξη -κλειδί κλπ.

Με ενωτικό (-) γράφονται και τα προτακτικά: Αγια-Αϊ- γέρο-θεια-κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-π.χ.:

Αγια-Βαρβάρα, Αϊ-Νικόλας, γέρο-καπετάνιος, θεια-Νικολάκαινα, κυρα-Μαρία, μπάρμπα-Γιάννης κλπ.

13. Τα διαλυτικά (··) σημειώνονται πάνω από το ι ή το υ, για να δείξομε ότι το ι ή το υ πρέπει να τα προφέρομε χωριστά από το προηγούμενο φωνήεν α, ε, ο, υ, π.χ. Αγλαΐα, χαϊδεύω, αθεΐα, ναυσιπλοΐα, μυϊκός, καταπραϋνω κ.α.

Δεν βάζομε διαλυτικά (..)

α). Όταν πριν από το ι ή το υ υπάρχει δίψηφο φωνήεν (αι, ει, οι, υι, ου), π.χ. αλληλού-ια, πιγκου-ίνος, υι-ικός, αρτοποι-ία, παλαι-ικός κ.α.

β). Όταν ο τόνος φανερώνει τη χωριστή προσφορά του ι ή του υ από το φωνήεν που προηγείται, π.χ. Μάιος, πλάι, νεράιδα, κορόιδο κ.α.

γ). Όταν πριν από το ι και το υ υπάρχει άλλο φωνήεν, με το οποίο όμως το ι και το υ δεν σχηματίζουν δίψηφο φωνήεν, π.χ. πρωί, πρωινός, διυλιστήριο, Μωυσής κλπ.

14. Τα επίθετα τα δηλωτικά χρώματος λήγουν σε -ης, -ιά, -ί, π.χ. ο βυσσινής-ια-ί, μενεξεδής-ιά-ί κλπ.

14. Από τη λέξη: γη-γαία έχομε α’ συνθετικά λέξεων που παίρνουν τη μορφή: γαιο (γαιοκτήμονας), γεω (γεωργός), γη (γήπεδο).

Η λέξη χρησιμεύει και ως β’ συνθετικό με τη μορφή- γειος, π.χ. υπό-γειος, επί-γειος κλπ.

15. Το πρόθημα αλεξι γράφεται με ι και προέρχεται από το αρχαίο ρήμα: αλέξω (= αποκρούω, απομακρύνω).

Χρησιμοποιείται σε συσκευές προστασίαςαλεξι-κέραυνο, αλεξί-πτωτο, αλεξιβρόχιο (=ομπρέλα).

16. Τα παράγωγα του αριθμητικού δύο γράφονται με -υ, π.χ. δυάς, δυάρι, δυϊκός κλπ.

Τα σύνθετα που προέρχονται από το επίρρημα δις (=δυο φορές) γράφονται με -ι- και απαντούν με δύο μορφές ως -δι και δις π.χ. διμοιρία, δι-ώροφος, δί-τροχο, δισ-έγγονος, δισ-εκατομμύριο κλπ.

17. Υπάρχει όμως και το πρόθημα δυσ- ως α’ συνθετικό πολλών λέξεων που φανερώνει τη δυσκολία, π.χ. δυσ-ανάγνωστος, δυσ-αναπλήρωτος, και την κακή κατάσταση, π.χ. δυσ-αρέσκεια, δυσ-θυμία, δυσ-μένεια κλπ.

18. Το αποθετικό ρ. εντέλλομαι έχει ενεργητική διάθεση και συντάσσεται με αντικείμενο ως ενεργητικό. Έτσι πρέπει να πούμε: Το υπουργείο εντέλλεται την αστυνομία να φρουρήσει την πρεσβεία. Ο διευθυντής εντέλλεται τους μαθητές να επιδείξουν καλή συμπεριφορά κλπ.

19. Τα σύνθετα με β’ συνθετικό το-ωρύχος (από το ρ. ορύσσω= ανοίγω όρυγμα) γράφονται με ω, με έκταση του ο σε ω π.χ. ανθρακ-ωρύχος, μεταλλ-ωρύχος, τυμβ-ωρύχος κ.α.

20 Οκτωβρίου 2010

Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ | Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 1999
Δεν είναι η πρώτη φορά που με απασχολεί η ρητορική στην ποίηση ή αλλιώς: η ποιητική ρητορική. Σε προηγούμενη ανακοίνωσή μου εις μνήμην του Λίνου Πολίτη το 1986, η οποία αργότερα πήρε οριστικότερη γραπτή μορφή και ενσωματώθηκε στον τόμο «Πίσω - Μπρος», δοκίμασα να ανιχνεύσω σήματα της ποιητικής ρητορικής στους δύο κορυφαίους του νεοελληνικού υπερρεαλισμού, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο. Συγχρόνως υπέθεσα εκεί ότι νεοέλληνας γενάρχης της υπερρεαλιστικής αυτής ρητορικής θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Κάλβος, υπογραμμίζοντας όμως ότι η αρχική καταγωγή της θα πρέπει να αναζητηθεί στην αρχαιοελληνική υμνογραφική και υμνολογική ποίηση· λ.χ. στον Ησίοδο και στον Πίνδαρο.
Δεν πρόκειται να επαναλάβω εδώ τα όποια ευρήματα και πορίσματα εκείνης της μελέτης. Θυμίζω μόνον έξι χαρακτήρες ποιητικής ρητορικής, τους οποίους ενετόπισα, παραδειγμάτισα και συζήτησα: α) τη συχνή χρήση επιφωνηματικής κλητικής προσφώνησης στην αρχή του ποιήματος, η οποία κάποτε επαναλαμβάνεται και ενδιαμέσως· β) τη συνήθως θριαμβική κατάληξη του ποιήματος· γ) την πυκνή παρουσία διατακτικής και διδακτικής προστακτικής· δ) την προβεβλημένη επανάληψη στο εσωτερικό του ποιήματος της ίδιας λέξης ή έκφρασης· ε) την πληθωρική έξαρση του επιθέτου, σε βάρος κάποτε του ουσιαστικού και του ρήματος· στ) την αποτύπωση θαυμαστικών και αποσιωπητικών σε κομβικά σημεία του ποιήματος.
Υπενθυμίζω εδώ τους, εξωτερικούς έστω, αυτούς χαρακτήρες της ποιητικής ρητορικής, επειδή πιστεύω ότι προέχουν κατεξοχήν σε καθαρεύοντα ποιήματα, κυρίως της πρώτης αλλά ενίοτε και της δεύτερης κατηγορίας. Τούτο δεν σημαίνει ότι απουσιάζουν παντελώς και σε ποιήματα γραμμένα στη δημοτική, όταν μάλιστα αυτά παρακολουθούν τον υμνογραφικό και υμνολογικό τύπο. Εντούτοις στο γλωσσικό περιβάλλον της καθαρεύουσας οι χαρακτήρες αυτοί αποκτούν μεγαλύτερη ρητορική ισχύ και εξέχουν στο σώμα της ποιητικής σύνθεσης.
Προχωρώ τώρα στο υπεσχημένο ζητούμενο: αν και πώς αναπληρώνεται το κενό που ευνοεί η επιλογή της καθαρεύουσας, διασπώντας, ενμέρει ή ενόλω, την ενότητα της βιογλωσσικής βάσης του ποιήματος. Ο χώρος δεν με παίρνει να δείξω ότι το κενό αυτό παραμένει συνήθως ακάλυπτο στους προγραμματικά καθαρεύοντες ποιητές της Αθηναϊκής Σχολής. Θα περάσω επομένως αμέσως στους τρεις άλλους ποιητές που ανέφερα, οι οποίοι επιλέγουν, περισσότερο ή λιγότερο, την καθαρεύουσα απρογραμμάτιστα. Αρχίζω με τον Κάλβο.
Παρατήρηση πρώτη: πιστεύω ότι δεν χωρεί εύκολη επιφύλαξη στην εκτίμηση ότι, συγκριτικά προς τον Καβάφη και τον Εμπειρίκο, η γλώσσα του Κάλβου εμφανίζει όχι μόνον μεγαλύτερη ομοιογένεια και γλωσσική συνέπεια, αλλά κατά κάποιον τρόπο σφραγίζεται από το λόγιο λεξιλόγιο, τη λόγια γραμματική και τη λόγια σύνταξή της.
Παρατήρηση δεύτερη: μετά τη δίκαιη αποκατάσταση της τιμής του Κάλβου, πρώτα από τον Παλαμά και στον αιώνα μας κυρίως από τον Σεφέρη και τον Ελύτη, το βάρος της αξίας του ποιητή ζυγίστηκε προπαντός με το ζύγι της ιδιόρρυθμης γλώσσας του. Αντίθετα, η υποκείμενη στις καλβικές Ωδές βιωματική εμπειρία, προσωπική και συλλογική, ελάχιστα σχολιάστηκε ­ εννοείται η θερμή φιλοπατρία σε συνδυασμό προς τον επαναστατικό φιλελευθερισμό.
Με τους όρους αυτούς προτείνονται εφεξής τέσσερις προφανείς τρόποι, οι οποίοι αναπληρώνουν κατά τη γνώμη μου το περί ου ο λόγος κενό:
1) Αναπληρωματικό λοιπόν ρόλο παίζει καταρχήν η ίδια η υψηλή θερμοκρασία της διάχυτης μέσα στις Ωδές του Κάλβου φιλελεύθερης φιλοπατρίας· θερμοκρασία που αναθερμαίνει και την ιδιόρρυθμη λόγια γλώσσα του. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι, από τη στιγμή που οι ιστορικές συνθήκες ξεπέρασαν την αιχμή αυτής της φιλελεύθερης φιλοπατρίας, ο Κάλβος έκλεισε πρόωρα και οριστικά τον κύκλο των Ωδών του ­ θα έλεγε κάποιος ότι το βιωματικό απόθεμα είχε πλέον εκ των πραγμάτων εξαντληθεί. Σε τούτο το σημείο η σύγκριση Κάλβου και Σολωμού παρουσιάζει, πιστεύω, ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
2) Καθώς το σύνολο των καλβικών Ωδών έχει υμνολογικό χαρακτήρα, με επιδεικτικό και διδακτικό συνήθως απόβαρο, η καθαρεύουσα γλώσσα του ακούγεται και διαβάζεται δίχως δυσφορία, για να μην πω ότι δημιουργεί και ευφορία με τον υψηλόφωνο και θεσμικά επίσημο τόνο της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λόγια γλώσσα φαίνεται να υπηρετεί και να αναδεικνύει την αντικειμενική εμβέλεια των Ωδών, επισκιάζοντας στις εσοχές της τα υποκειμενικότερα στοιχεία.
3) Στην αναπλήρωση εξάλλου του κενού συντελεί αποφασιστικά και ο απροσδόκητα ανορθολογικός, κάποτε συνειρμικός τρόπος, με τον οποίο συντάσσονται στο εσωτερικό τους οι Ωδές του Κάλβου· γεγονός που δικαιολογεί, κατά τη γνώμη μου, τον θαυμασμό των δικών μας υπερρεαλιστών για την καλβική ποίηση.
4) Τέλος και κυρίως: το επίμαχο κενό τείνει συχνά να εξαφανιστεί εξαιτίας της τολμηρής σύζευξης κυριολεξίας και μεταφοράς, που ο Κάλβος επιχειρεί και κατορθώνει με μεταφορικό καταλύτη προπάντων τα επίθετά του. Και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι ο έπαινος του Σεφέρη για συγκεκριμένα μόνον μέρη των καλβικών Ωδών συγκεντρώνεται σε τέτοιου είδους μεταφορικούς θυλάκους.
Πρέπει όμως να μιλήσω αμέσως και για τη γλωσσική αλχημεία του Καβάφη, όπου συμπλέκονται στοιχεία της δικής του καθαρεύουσας και της δικής του δημοτικής. Και η περίπτωση όμως του Καβάφη απαιτεί πρώτα κάποιες περιφερειακές διαπιστώσεις, οι οποίες αφορούν τόσο την επιλογή όσο και την υποδοχή της μεικτής γλώσσας του.
Θυμίζω λοιπόν ότι το καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα σαφώς εξελίσσεται: στην πρώιμη περίοδο η καβαφική καθαρεύουσα ανακαλεί την προγραμματική καθαρεύουσα της Αθηναϊκής Σχολής· στη συμβολική περίοδο εμφανίζεται και εξέχει το χαρακτηριστικό καβαφικό μείγμα λόγιας και δημοτικής γλώσσας· το μείγμα ωστόσο αυτό υποχωρεί, υπέρ της δημοτικής, στην ώριμη και όψιμη πια περίοδο, όταν σαφώς ο Καβάφης ορίζει και ασκεί τον δικό του ιστορικό και ερωτικό ρεαλισμό.
Προκειμένου εξάλλου να εξηγηθεί το μεικτό καβαφικό γλωσσικό ιδίωμα, που διαστίζεται από καθαρεύοντα στοιχεία, νομίζω ότι οφείλουμε να λάβουμε υπόψη την αναγνωστική προσήλωση του αλεξανδρινού ποιητή σε κείμενα της ελληνιστικής και όψιμης αρχαιότητας. Προφανώς η αναγνωστική αυτή τριβή του Καβάφη με την αρχαία ελληνική γλώσσα αφήνει τα ίχνη της στην εξελισσόμενη γλώσσα του.
Τέλος, η λόγια καθαρεύουσα επιλέγεται από τον Καβάφη ειδικότερα σε ποιήματα με επιγραμματικό χαρακτήρα. Παράδειγμα το πασίγνωστο ποίημα «Θερμοπύλες» αλλά και το διασημότερο «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Σ' αυτόν τον τύπο ποιήματος το λόγιο γλωσσικό ιδίωμα εξασφαλίζει πράγματι έναν ποιητικό λόγο θεσμοθετημένης σεμνότητας και τελετουργικής αυστηρότητας.
Οπως κι αν έχει το πράγμα, πρέπει να ομολογηθεί ότι η ανεπιφύλακτη υποδοχή της καβαφικής γλώσσας εμφανίζεται μάλλον αργά. Στον μεσοπόλεμο πάντως δημιουργεί ακόμη είτε βίαιες αντιδράσεις των δημοτικιστών (ο Βλαστός λ.χ. χαρακτηρίζει τον Καβάφη, εξαιτίας της γλώσσας του, καραγκιόζη) ή έστω ανομολόγητη αμηχανία (ευδιάκριτη στην πρώτη επαφή του Σεφέρη με την καβαφική ποίηση και τα καβαφικά ποιήματα).
Ειδικότερα τώρα η καβαφική αναπλήρωση του κενού, όπως το όρισα, πραγματοποιείται με τρεις τουλάχιστον τρόπους:
1) Ο Καβάφης φαίνεται να διαπιστώνει εγκαίρως την απροκάλυπτη κάποτε αισθηματικότητα ή και αισθηματολογία της δημοτικής γλώσσας· για να την αποφύγει μετασχηματίζει, με στοιχεία της καθαρεύουσας, το άμεσο αίσθημα σε ιστορικό, ερωτικό ή και καθαρώς νοητικό είδωλο. Ετσι επιτυγχάνεται η επικάλυψη της βιωματικής παθολογίας.
2) Τούτο σημαίνει ότι η λόγια γλώσσα στον Καβάφη λειτουργεί συγχρόνως ως φίλτρο υπόκρισης και ειρωνείας· τον βοηθεί δηλ. να μεταβάλει τα πρόσωπα των ποιημάτων του σε προσωπεία και, κυρίως, να καταστήσει τη δική του persona διφορούμενη.
3) Αναπληρωματικό επίσης ρόλο του ενδιάμεσου κενού μεταξύ βιωματικής και γλωσσικής εμπειρίας αναλαμβάνει η επιλεκτική καθαρεύουσα του Καβάφη, στον βαθμό που βοηθεί στη σκόπιμα πεζολογική προσγείωση του ποιητικού λόγου. Υπενθυμίζεται ότι ο Αλεξανδρινός συνθέτει τα ποιήματά του, προτού ακόμη ανθίσει ο δικός μας μοντερνισμός, ο οποίος, εκτός των άλλων, επιφέρει δραστικές αλλαγές στο προηγούμενο ποιητικό λεξιλόγιο. Προδρομικά λοιπόν ο Καβάφης, αντιδρώντας και σε τούτο το κεφάλαιο στην παλαμική παράδοση, σπάζει το φράγμα του παραδοσιακού ποιητικού λεξιλογίου, με τη βοήθεια της τρέχουσας καθαρεύουσας, ως γλώσσας της καθημερινής συναλλαγής. Και τούτο συμβαίνει, όπου και όταν το ποίημα απαιτεί ένα είδος δραστικής πεζολογίας, για να δηλώσει επαρκώς τη ρεαλιστική του σκηνοθεσία.
Θα κλείσω τη διάκενη αυτή πρόταση, επιβάλλοντας ελάχιστα μόνο σχόλια και για την αναπληρωματική καθαρεύουσα του Εμπειρίκου, η καμπύλη της οποίας αποδεικνύεται μάλλον κατιούσα από συλλογή σε συλλογή.
Εχω λοιπόν την αίσθηση ότι τα καθαρεύοντα στοιχεία στο λεξιλόγιο, στο τυπικό και στη σύνταξη, που απαντούν σε ποιήματα του Εμπειρίκου, επιλέγονται και λειτουργούν ως δείχτες της γενικότερης υπερρεαλιστικής του ανταρσίας. Πρόκειται, επομένως, για ένα είδος γλωσσικής πρόκλησης, στην οποία υπολογίζει ο υπερρεαλιστής ποιητής, ελπίζοντας ότι θα συμπαρασύρει τον αναγνώστη-ακροατή στον ούτως ή άλλως ρηξικέλευθο δρόμο του.
Με δεδομένη μάλιστα την οιστρήλατη συχνά ερωτική ιδεολογία, την οποία ο Εμπειρίκος εμφανώς ευαγγελίζεται, η επιλεκτική καθαρεύουσα κατοχυρώνει, κατά κάποιον τρόπο, τον κηρυγματικό τόνο των ποιημάτων του, καθώς του προσφέρει άφθονα τεχνήματα ρητορικής πειθούς. Ετσι, ο ιδεολογικός οίστρος, με τη συνδρομή και της καθαρεύουσας, μεταφράζεται σε γλωσσικό οίστρο, ο οποίος κάνει τον ποιητικό λόγο να παφλάζει στην ευρύχωρη κοίτη του, προτού ορμητικά εκβάλει στο μεταγλωσσικό πέλαγος.


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=108333&dt=21/02/1999#ixzz12uJ9oKTI

Προκλητικές ορθογραφίες λέξεων

Πολλοί, μιλώντας για την «κακοδαιμονία» ­ όπως την χαρακτηρίζουν ­ της σύγχρονης γλώσσας, της δημοτικής και συγχέοντας γλώσσα και ορθογραφία (πράγμα που είναι φυσικό για έναν μη ειδικό), αναφέρουν ως δείγματα αυτής της «κακοδαιμονίας» ορισμένες αδιανόητες ή εξωφρενικές, όπως τις χαρακτηρίζουν, ορθογραφίες λέξεων. «Τώρα στη δημοτική», λέει ένας, «γράφουν το αφτί με φ και το αβγό με β. Αντε να γράψεις σωστά!». «Εγώ είδα το εταιρεία με ει», λέει άλλος, «και το αλλοιώς που το μαθαίναμε στο σχολείο με -οι- το είδα αλλιώς με -ι-. Δεν ξέρω πια τι είναι σωστό και τι δεν είναι στη δημοτική!». Αλλος προσθέτει στη συζήτηση ως καινοφανές χαρακτηριστικό της ορθογραφίας της δημοτικής ότι είδε κάπου το παλιός με -ι- αντί του παληός με -η- που μάθαινε στο σχολείο, το βρομώ με -ο- και το γλείφω με -ει- αντί για -υ. «Εγώ», δηλώνει, «δεν ξέρω να γράψω τη δημοτική. Γράφω τις λέξεις όπως τις ήξερα στην καθαρεύουσα»! Τη χαριστική βολή στους απελπισμένους συνομιλητές δίνει ένας αρχιτέκτονας: «Αμ το κτήριο που το γράφουν με -η-, ενώ το κτίζω γράφεται με ι; Ναι, όπως σας το λέω! Ασε το πιρούνι που το έχω δει με -ι- και το καλύτερος με -υ- αντί του καλλίτερος που μαθαίναμε. Πρέπει να ξαναπάμε στο σχολείο, να μάθουμε να γράφουμε στη δημοτική»!
Όλοι, ιδίως όσοι ασχολούμαστε επαγγελματικά με τη γλώσσα (γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, δάσκαλοι κ.ά.), ακούμε συχνά τέτοιες παρατηρήσεις-καταγγελίες, οι οποίες στηρίζονται σε μία πλάνη: ότι αυτές οι ορθογραφήσεις οφείλονται στην καθιέρωση της νεοελληνικής ή δημοτικής. Πρόκειται για πλάνη, το επαναλαμβάνω, αφού η ορθογραφία δεν είναι ζήτημα δημοτικής και (παλιότερα) καθαρεύουσας, αλλά ζήτημα ετυμολογικής προέλευσης των λέξεων, αυτής που καθορίζει σε μια γλώσσα με ιστορική ορθογραφία όπως η Ελληνική και την ορθή γραφή κάθε λέξης.
Στην Ελληνική δηλ., όπως και στις περισσότερες άλλες εθνικές γλώσσες (Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική, Κινεζική, Ιαπωνική κ.ά.), γράφουμε τις λέξεις όχι ακριβώς όπως τις προφέρουμε σήμερα, αλλά όπως γράφονταν παραδοσιακά σύμφωνα με την ιστορία κάθε λέξης και την ορθογραφία της από τότε που εμφανίζεται στην ιστορία μιας γλώσσας. Στις περισσότερες περιπτώσεις η ιστορική ορθογραφία συμπίπτει με αυτό που ονομάζουμε ετυμολογία της λέξης, δηλ. με «την αληθή προέλευσή» της (έτυμος = αληθής). Ετσι όταν ο Αγγλος προφέρει «νάιτ» και γράφει knight «ιππότης», είναι γιατί γράφει τη λέξη με την ιστορική (και όχι τη φωνητική) ορθογραφία· την γράφει όπως προφερόταν παλιά (κνιχτ) στις γερμανικές γλώσσες σύμφωνα με την (ετυμολογική) προέλευσή της.
Η ιστορική, λοιπόν, ορθογραφία, που ακολουθούμε και στην Ελληνική, είναι αυτή που υπαγορεύει να γράφουμε το ποιητικός με τρία διαφορετικά i (οι, η και ι), το επώνυμο με -ω- και -υ- (τα σύνθετα της αρχαίας λέξης όνυμα, τύπου της αρχαίας θεσσαλικής διαλέκτου αντί του αττικού όνομα, γράφονται με -ω-· πρβλ. συνώνυμος, ανώνυμος, διώνυμο κλπ.), το ιστορία με -ι- (από το ίστωρ «γνώστης»· προέρχεται από το θέμα ιδ- του ιδ-είν, που συνδέεται ετυμολογικά με το οίδα «γνωρίζω») κ.ο.κ.
Αφού, λοιπόν, κύριο κριτήριο της ορθογραφίας των λέξεων είναι η ιστορική, δηλ. η ετυμολογική τους προέλευση, η ορθογραφία μιας λέξης καθορίζεται από την ετυμολογία της όπως προσδιορίζεται από τους ειδικούς μελετητές της ιστορίας της γλώσσας (κανονικά από γλωσσολόγους της ιστορικοσυγκριτικής, λεγόμενης, γλωσσολογίας, όπως ήταν παλιότερα ο Γ. Χατζιδάκις, ο Γιάννης Ψυχάρης, ο Γ. Αναγνωστόπουλος, ο Β. Φάβης, ο Μ. Τριανταφυλλίδης, ο Ν. Ανδριώτης, ο Αγ. Τσοπανάκης, ο Γ. Κουρμούλης, ο Α. Γεωργακάς, ο Αντ. Θαβώρης, οι κλασικοί φιλόλογοι Κ. Κόντος, Χ. Χαριτωνίδης, Ι. Κακριδής, Στ. Καψωμένος, ο σοφός Αδ. Κοραής, οι βυζαντινολόγοι Φ. Κουκουλές και Εμμ. Κριαράς, ο αυτοδίδακτος Μένιος Φιλήντας κ.ά.
Από αυτό φαίνεται, νομίζω, ότι η ορθογραφία μιας λέξης δεν είναι ζήτημα δημοτικής ή καθαρεύουσας, αλλά θέμα επιστημονικό, που συνδέεται με την ετυμολογία της λέξης κατά τις επιταγές της ιστορικής ορθογραφίας που εφαρμόζουμε στη γλώσσα μας. Ετσι ό,τι φαίνεται να ξενίζει, δεν είναι νεοτερισμός της γλώσσας (πέρα από μερικές ορθογραφικές απλοποιήσεις που καθιερώθηκαν και από την καθαρεύουσα παλιότερα και, κυρίως, από τη γραμματική της δημοτικής, όπως λ.χ. η ορθογραφία των -ότερος/-ότατος με -ο- σε όλες τις περιπτώσεις) αλλά προϊόν επιστημονικής διδασκαλίας.
Και χρωστάμε πολλά και στους επιστήμονες που εργάστηκαν στον χώρο της ετυμολογίας ­ σήμερα οι περισσότεροι γλωσσολόγοι έχουν στρέψει αλλού τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα ­ και, πολύ περισσότερα, στον αείμνηστο καθηγητή της Γλωσσολογίας Νικόλαο Ανδριώτη, του οποίου το «Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» (έκδ. Ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη), όπου κωδικοποιούνται κριτικά οι ετυμολογήσεις και οι ορθογραφίες των λέξεων που προκύπτουν από αυτές, αποτελεί πολύτιμο βοήθημα.
Ας έλθουμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Το αβγό (όπως έδειξαν ο Χατζιδάκις και ο Τριανταφυλλίδης), έχοντας τους φθόγγους βγ από φωνητική εξέλιξη, γράφεται κανονικά με -β- (τα ωά > ταουα > ταγουά > ταουγά > ταβγά > τ' αβγό). Ομοια και το αφτί (τα ωτία > ταουτία > ταφτία > τ' αφτί). Το αβγό δηλ. συνδεόμενο με την αρχ. λ. ωόν, και το αφτί, συνδεόμενο με την αρχ. λ. ωτίον (υποκοριστικό του ους, ωτός), δεν δικαιολογούν αντιστοίχως γραφές με αυ (αυγό) και αυ (αυτί). Το αλλιώς έδειξε ο Στ. Ψάλτης ότι προέρχεται από το μεσαιωνικό αλλιώς (στο οποίο μεταβλήθηκε με συνίζηση το επίρρ. αλλέως από επίθ. αλλέος, παράλληλο τύπο του άλλος) και όχι από το επίθ. αλλοίος, που θα δικαιολογούσε τη γραφή αλλοιώς. Το παλιός γράφεται με -ι-, γιατί δεν είναι άλλο από το αρχ. παλαιός όπου το /e/ (αι) συμπροφέρθηκε ως ι με το τονούμενο φωνήεν που ακολουθεί.
Δεν πρόκειται δηλ. για τροπή του αι σε η, όπως νόμιζαν παλιά και έγραφαν παληός, προτού η γλωσσολογία διδάξει ότι όταν έγινε η συμπροφορά (συνίζηση) του αι σε ι σε νεότερους χρόνους ούτε το αι ήταν δίφθογγος (έγινε e ήδη στην αρχαία) ούτε το η ήταν μακρό! (έγινε παντού ι, «ιωτακίστηκε» όπως λέμε, στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες). Το ίδιο ισχύει και για το ελιά (από το ελαία), που παλιότερα γράφτηκε εσφαλμένα με -η- εληά (πρβλ. και μηλεά > μηλιά, νέος > νιος, πανωραία > πανώρια κ.λπ.).
Το εταιρεία γράφεται σωστά με -ει- ως θηλ. (εταιρεία) του αρχ. επιθέτου εταιρείος, και όχι ως παράγωγο του εταίρος, οπότε θα ήταν εταιρία (για θηλυκά από επίθετα πρβλ. φίλιος - φιλία, πλατύς - πλατεία κ.ά.). Το βρομώ γράφεται με -ο-, γιατί ο Χατζιδάκις έδειξε ότι παράγεται από το αρχ. βρομώ «κάνω κρότο» (επειδή ορισμένοι χαρακτηριστικοί κρότοι ακολουθούνται από δυσοσμία) και όχι από το βρώμα «φαγητό», γιατί τότε θα είναι βρωματίζω (πρβλ. χρώμα - χρωματίζω, θρύμμα - θρυμματίζω κ.λπ.). Το γλείφω γράφεται με -ει- (άλλο είναι το γλύφω με -υ- απ' όπου το γλύπτης), γιατί παράγεται από το αρχ. εκλείχω (λείχω σημαίνει «γλείφω») με -φ- αντί -χ- κατά το αλείφω. Το κτήριο γράφεται με -η-, γιατί είναι από το ευκτήριον (οίκημα) «οίκος προσευχής».
Το ρήμα κτίζω δεν μπορεί να δώσει παράγωγο σε -ριος που να δικαιολογεί γραφή με -ι- (κτίριο), η δε παρετυμολογική σύνδεση με το κτίζω ως εξήγηση θα αποτελούσε ερμηνευτικό τέχνασμα. Το πιρούνι γράφεται με -ι-, για να δηλωθεί με τον πιο απλό τρόπο η φωνητική τροπή του -ε- (περόνη - περόνιον) σε -ι- (πιρούνι)· πρβλ. και πιγούνι από μεσ. πουγούνι που προέρχεται από το αρχ. πωγώνιον, υποκορ. του πώγων. Το καλύτερος γράφεται με -υ- (όχι καλλίτερος), γιατί σχηματίζεται κατά τα συγκριτικά σε -ύτερος των επιθ. σε -ύς (πλατύς - πλατύτερος, παχύς - παχύτερος ταχύς - ταχύτερος κ.λπ. και καλός - καλύτερος, μεγάλος - μεγαλύτερος, πρώτος - πρωτύτερος/πρωτύτερα, κοντά - κοντύτερα κ.τ.ό.).
Απ' όσα είπαμε φαίνεται καθαρά ότι «προκλητικές ορθογραφίες» ελληνικών λέξεων, όπως αυτές που αναφέραμε, δεν είναι νεοτερισμοί της δημοτικής αλλά επιστημονικές αποκαταστάσεις της ορθής γραφής μέσω της διαδικασίας της ετυμολογίας. Και δεν χρειάζεται «να ξαναπάμε στο σχολείο» παρά να ανατρέχουμε συχνότερα σε έγκυρα λεξικά που περιέχουν τέτοιες πληροφορίες.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ
Το Βήμα: Νέες Εποχές, σ. 5, 20/7/1997

Πόση καθαρεύουσα επιτρέπει η δημοτική;

Σπύρος Α. Μοσχονάς
Δεν είναι καθαρευουσιάνικη η αντίληψη ότι η κοινή γλώσσα, βασίζεται βέβαια στη δημοτική, περιλαμβάνει όμως και κάποια "στοιχεία της καθαρεύουσας" ή, ορθότερα, στοιχεία λόγια ή Σπύρος Παπαλουκάς - Αγόρι με Tιράντες αρχαϊστικά. Την αντίληψη αυτή την υπερασπίστηκαν επιφανείς δημοτικιστές, και μάλιστα εκείνοι στους οποίους κυρίως οφείλεται η μερική έστω τυποποίηση της σημερινής κοινής γλώσσας (Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Αχιλλέας Τζάρτζανος). Καθαρευουσιάνοι δεν υπάρχουν πια΄ούτε καθαρεύουσα΄υπάρχει όμως και συντηρείται το αντίπαλο δέος της καθαρεύουσας. Οι "γλωσσικοί αγώνες" -πραγματικοί ή φανταστικοί, αδιάφορο- συνεχίζονται τώρα γύρω από το ασαφές ερώτημα «Πόση καθαρεύουσα επιτρέπεται;».
Θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα αυτό με περιγραφικό μάλλον, παρά κανονιστικό τρόπο και να αναρωτηθούμε «πόσα και ποιά αρχαϊστικά στοιχεία περιλαμβάνει η σημερινή γλώσσα;». Ομως επαρκείς στατιστικές μελέτες της νεοελληνικής δεν έχουν γίνει΄και για να γίνουν, οι ειδικοί θα πρέπει πρώτα να αποφασίσουν ποιά κείμενα πρέπει να υποβληθούν σε στατιστική επεξεργασία (και ο Μακρυγιάννης και ο Παπαδιαμάντης;). Με κανονιστικό τρόπο αντιμετωπίζει το ζήτημα και η σύγχρονη λεξικογραφία, και της μιας και της άλλης τάσης΄τα λεξικά καταγράφουν εκείνα τα λόγια στοιχεία που εξαρχής θεωρούν απαραίτητα οι συντάκτες τους και όχι εκείνα που πράγματι χρησιμοποιούνται. Αλλωστε, η ίδια η έννοια της "κοινής γλώσσας" εξακολουθεί να είναι έννοια κανονιστική: αναφέρεται και στη γλωσσική συμπεριφορά και στα πρότυπά της. Και ειδικά μεταξύ ειδικών τα πρότυπα διαφέρουν.
'Εναν κατάλογο των λόγιων στοιχείων που ανέχεται ή επιζητεί το γλωσσικό αισθητήριο των εγγράμματων ομιλητών της κοινής γλώσσας παρουσιάζει ο Geoffrey Horrocks στο τέλος τής νηφάλιας και εμπεριστατωμένης Ιστορίας του τής ελληνικής (Greek: A History of the Language and its Speakers, Λονδίνο 1997). Οι σημαντικότερες επισημάνσεις του Horrocks είναι οι ακόλουθες: Πάγκοινες λέξεις όπως "ποιητής", "εχθρός", "παύση", "συμφωνώ", "ρεύμα" παραβιάζουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τους φωνολογικούς και φωνοτακτικούς κανόνες της δημοτικής. Η ονοματική μορφολογία σώζει πολλά παραδείγματα της λόγιας κλίσης: τα δευτερόκλιτα θηλυκά σε -ος ("η οδός", "η μέθοδος"), τα τριτόκλιτα ουδέτερα σε -ον/-οντος, -εν/-εντος, -αν/-αντος ("προίόν", "ενδιαφέρον", "φωνήεν", "γεγονός", "καθεστώς", "σύμπαν"), τα επίθετα σε -ης και -υς ("επιμελής", "ευρύς"). Γράφεται και λέγεται, έστω και υφολογικά χαρακτηρισμένη, έστω και ιδεολογικά στιγματισμένη, η γενική σε -εως ("της κυβερνήσεως"). Πολλά συναιρεμένα (ή "συνηρημένα";) ρήματα σε -εω και -άω κλίνονται μερικώς κατά το αρχαίο υπόδειγμα (π.χ. "επιχειρώ", "προηγούμε", "αντιδρώ", "εξαρτώμαι"). Διατηρούνται: αρκετοί μεσοπαθητικοί αόριστοι σε -θην (αντί για -θηκα: "συνελήφθησαν"), η λόγια μορφολογία σε -ευσα (αντί για -εψα: "συσσώρευσα"), η εσωτερική αύξηση πολλών εμπρόθετων ("εισέπραξα"). Γνωρίζουν αναγέννηση, καθώς λέγεται, οι επιθετικοποιημένες μετοχές σε -ων/-ουσα/-ον, -ομενος/-η/-ον, κάποτε και με αναδιπλασιασμό ("ο προκύπτων τόκος", "οι εργαζόμενες γυναίκες", "οι τεταμένες σχέσεις"). Είναι αισθητή η τάση για χρήση λόγιων τύπων στη σύνθεση ("μιλώ/μιλάς", αλλά "συνομιλώ/συνομιλείς"΄"διώχνω" αλλά "επιδιώκω").
Απολιθώματα της αρχαϊστικής σύνταξης (γενικές απόλυτοι, δοτικές, αρχαίες προθέσεις) διασώζονται σε εκατοντάδες στερεότυπες φράσεις ("Θεού θέλοντος", "προκειμένου να", "τοις εκατό(ν)", "υπόψη", "κατευθείαν", "εν αντιθέσει προς") - περισσότερες από 2.000 τις υπολογίζει η γλωσσολόγος Αννα Ιορδανίδου, με μετρήσεις στον καθημερινό Τύπο των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα σε εφημερίδες όπως "Η Καθημερινή" και "Το Βήμα". Τέλος, το πνεύμα της νεκρής καθαρεύουσας, επισημαίνει ο Horrocks, επιβιώνει στους νεολογισμούς που συνεχώς πλάθονται για να ονοματίσουν νέα πράγματα και ιδέες, κατά το υπόδειγμα ξένων λέξεων. Πολλοί δημοτικιστές εξακολουθούν να υποτιμούν τη συχνότητα χρήσης των λόγιων αυτών στοιχείων και να υποβαθμίζουν τη λειτουργικότητά τους. Θεωρούν ότι τα αρχαϊστικά στοιχεία συντηρούνται σε μία προσπάθεια μίμησης της καθαρεύουσας από νεότερους κυρίως συγγραφείς που προσβλέπουν σε κάποιο "συμβολικό κέρδος διάκρισης" (θέλουν, ας πούμε, να δείξουν "μορφωμένοι" ή αρχαιομαθείς). Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο δηλωμένοι δημοτικιστές να ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη διόρθωση της καθαρεύουσας, να επισημαίνουν δηλαδή, όχι χωρίς κάποια χαιρεκακία, τα λάθη που προκαλούνται από έλλειψη εξοικείωσης με την καθαρεύουσα (λ.χ. "την ακτίναν", "της εξαχθείσας"). Τα λάθη προδίδουν. Και στην προκειμένη περίπτωση προδίδουν εκείνη την παρωχημένη νοοτροπία που θεωρεί τη γνώση μιας γλώσσας τεχνητής πρόσφορο μέσο για να ξεχωρίζουν οι λίγοι και εκλεκτοί - οι λόγιοι. Οι δημοτικιστές εξακολουθούν να αρνούνται τα συμβολικά οφέλη που μπορεί να προσπορίσει μια τέτοια χρήση τής καθαρεύουσας και τονίζουν την εγγενή αδυναμία της να καταστεί κοινό γλωσσικό και πολιτισμικό πρότυπο - πρότυπο των πολλών.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια σύγχρονη εξέλιξη του δημοτικισμού που να αγκαλιάζει το σύνολο της κοινής γλώσσας, άρα κι εκείνο το κομμάτι της που είναι λόγιο ή "καθαρευουσιάνικο". Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τους δημοτικιστές να διορθώνουν τη λόγια γλώσσα, όχι για να τη στιγματίσουν αλλά επειδή θεωρούν τη διόρθωση εκπαιδευτική πρακτική που αποσκοπεί στη μάθηση. Μια τέτοια εξέλιξη όμως θα έμοιαζε με φάρσα: η καθαρεύουσα να επιβιώνει χωρίς καθαρευουσιάνους, με τη βοήθεια των δημοτικιστών.
Ο κ. Σπύρος Μοσχονάς είναι γλωσσολόγος, λέκτορας στο τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.