26 Αυγούστου 2010

Επιστημονικη ετυμολογια των λεξεων

Επιστημονική ετυμολογία των λέξεων

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ | Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 1997
Στο κείμενό μου («Το Βήμα» 20ής Ιουλίου) σχετικά με την ορθογραφία ορισμένων λέξεων (κτήριο, καλύτερος, αφτί, αβγό κ.λπ.) είχα εξηγήσει ποια είναι η επιστημονική ετυμολογία η οποία υπαγορεύει και την ορθογραφία των λέξεων αυτών. Και φυσικά ανέφερα την ετυμολογία που δίδαξαν μεγάλοι γλωσσολόγοι (Χατζιδάκις, Ανδριώτης, Τριανταφυλλίδης κ.ά.) σύμφωνα με τις αρχές της επιστήμης της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας, αυτήν που θα βρει κανείς σε έγκυρα Λεξικά, όπως το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας ή το πρόσφατο λεξικό του καθηγ. κ. Εμμ. Κριαρά, αυτήν που θα βρει ο αναγνώστης στο κατ' εξοχήν έγκυρο, επιστημονικό και ειδικό για την ετυμολογία της νεοελληνικής γλώσσας λεξικό, το Ετυμολογικό λεξικό του αείμνηστου καθηγ. Ν. Ανδριώτη. Δεν εξέφρασα δικές μου απόψεις στο άρθρο μου, γιατί οι ετυμολογίες αυτές, που ρυθμίζουν και την ορθή γραφή των αντιστοίχων λέξεων, αποτελούν «τρέχον νόμισμα» για τους γλωσσολόγους και τους ενημερωμένους φιλολόγους, αποτελούν δηλ. γνωστά πράγματα τουλάχιστον σε εκείνους που ενδιαφέρονται να ανατρέξουν στα κατάλληλα βοηθήματα και να ξέρουν τι γράφουν και γιατί το γράφουν. Σκόπιμα δε στο άρθρο μου διάλεξα και αναφέρθηκα σε μερικές ετυμολογικές ορθογραφίες που ξενίζουν τους παλαιοτέρους ακόμη και σήμερα (αβγό, αφτί, κτήριο, καλύτερος, αλλιώς, βρόμα, παλιός, πιρούνι, γλείφω κ.ά.), τιτλοφορώντας μάλιστα γι' αυτό το άρθρο μου «Προκλητικές ορθογραφίες λέξεων». Κύριος σκοπός του κειμένου μου ήταν να δείξω ότι το να γράψεις λ.χ. αβγό με -β- ή καλύτερος με -υ- δεν είναι ζήτημα δημοτικής ή καθαρεύσουας (όπως δυστυχώς και ίσως σκόπιμα από κάποιους θεωρήθηκε παλιότερα), αλλά θέμα επιστημονικό ­ ανάλογη, άλλωστε, πρακτική ακολουθείται και σε άλλες γλώσσες. Παίρνοντας αφορμή από το κείμενό μου, η κυρία Αννα Τζιροπούλου - Ευσταθίου, φιλόλογος, επαναφέρει («Το Βήμα», 31.8.97) δυστυχώς γνωστές παλαιότερες απόψεις, που έχουν προ πολλού αναθεωρηθεί από την επιστήμη, πράγμα που δεν φαίνεται να γνωρίζει η κυρία Τζιροπούλου - Ευσταθίου, καίτοι φιλόλογος. Γιατί το να «απορρίπτεις» εμπειρικά ή με αφελή «επιχειρήματα» τις επιστημονικές θέσεις του Χατζιδάκι, του Ανδριώτη ή του Τριανταφυλλίδη και άλλων μεγάλων γλωσσολόγων καθώς και της πλειάδος των ειδικών του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας, που όλοι απέδειξαν εσφαλμένες τις παλαιότερες απόψεις τις οποίες «ανακαλύπτει» η κυρία Α. Τζ., εκτός από την άγνοια και τον επιστημονικό αναχρονισμό, είναι σύμπτωμα των καιρών μας όπου ερασιτέχνες καλούνται να υποκαταστήσουν τους ειδικούς (γιατρός λ.χ. στην κρατική ΕΤ2 «αναλύει» εβδομαδιαίως τις ρίζες και την ετυμολογία των λέξεων της Ελληνικής, άλλοτε χρησιμοποιώντας αναξιόπιστες σήμερα πηγές και άλλοτε παρανοώντας ­ ελλείψει γνώσεων ­ αυτά που αντλεί από έγκυρες πηγές! Κάθεται, αλήθεια, ο καλός γιατρός της ΕΤ2 να εγχειρισθεί από γλωσσολόγο ή φιλόλογο; Ετσι, για να ξέρουμε τι κάνουμε...). Τα γραφόμενα από την κυρία Α. Τζ. ενδιαφέρουν περισσότερο γιατί αντιπροσωπεύουν το φαινόμενο του ανενημέρωτου γλωσσολογικά φιλολόγου («ανημέρωτου» λένε μερικοί!..) που έχει επιπτώσεις στην όλη ποιότητα της παιδείας μας, όταν έχουμε να κάνουμε με (λίγους ευτυχώς) φιλολόγους οι οποίοι από άγνοια (δεν τα έχουν διδαχθεί στο Πανεπιστήμιο) ή αδιαφορία διδάσκουν άλλα αντί άλλων. Τέτοια φαινόμενα φέρνουν την επιστήμη από τον 21ο αιώνα στην προεπαναστατική Ελλάδα των αρχών του 19ου αιώνα και ακόμη παλαιότερα.
1. Η λέξη αφτί. Η κυρία Α. Τζ. «ξεθάβει» την, πριν από την εμφάνιση της γλωσσικής επιστήμης, άποψη του Κοραή (του 1804) ότι δήθεν το αφτί προήλθε από (αμάρτυρο) τύπο αυτίον, υποκοριστικό του δωρικού τ. αυς, αυτός (η λ. αυς μαρτυρείται στον Ησύχιο). Η άποψη αυτή είναι βεβαίως γνωστή 100 χρόνια πριν από την κυρία Τζιροπούλου σ' αυτούς, οι οποίοι και απέδειξαν ότι είναι εσφαλμένη. Αυτοί είναι ο Κ. Foy (1870), ο Γ. Χατζιδάκις (1907), ο Ρ. Kretschmer (1905), ο Μ. Τριανταφυλλίδης (1913 και 1943), το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών (1933) κ.ά. Ποιο είναι το μείζον θέμα που τίθεται υπό τέτοιες εσφαλμένες και ανιστόρητες ετυμολογήσεις, για το οποίο η φιλόλογος φαίνεται τελείως ανυποψίαστη; Μα, η λεγόμενη «αιολοδωρική θεωρία», σύμφωνα με την οποία η Νέα Ελληνική προήλθε απευθείας από την αρχαία αιολική και την αρχαία δωρική! ­ χωρίς τη μεσολάβηση δηλ. της Αττικής και της προέκτασής της βυζαντινής!.. Ε, λοιπόν, ο Χατζιδάκις απέδειξε ­ και είναι από τα τέλη του περασμένου αιώνα κοινά αποδεκτό ­ ότι η νεοελληνική γλώσσα μέσω της βυζαντινής ανάγεται στην ελληνιστική Κοινή, που είναι εξέλιξη της αρχαίας αττικής διαλέκτου, αλλιώς ανοίγουμε ένα χάσμα 12 αιώνων στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας! Πώς θα πάμε λοιπόν απευθείας στον δωρικό τύπο αυς; Από τη Δωρική έγινε η Νέα Ελληνική; Και το ωτιν που έχει σωθεί στις ελληνικές αρχαιοπινείς διαλέκτους του Πόντου και της Καππαδοκίας, πού βρέθηκε; Δεν είναι από το αττικό ωτίον; Το αττικό ωτίον είναι, όπως εξήγησαν οι γλωσσολόγοι που αναφέραμε, αυτό το οποίο έδωσε και τον τύπο αφτί (τα ωτία>ταουτία>ταφτία>τ' αφτί). Δεν άνοιξε η καλή φιλόλογος το Λεξικό του Ανδριώτη να δει τι συμβαίνει; Και επιτρέπεται στο τέλος του 20ού αιώνα να διδάσκει ο φιλόλογος τις εμπειρικές ετυμολογίες των αρχών του 19ου αιώνα; Για να εντυπωσιάσει προφανώς και να πείσει για τις ετυμολογίες που ανασύρει από το παρελθόν η κυρία Α. Τζ. παραπέμπει στο «έγκριτο Λεξικό των Liddell και Scott». Αγνοεί όμως ποια είναι η έγκυρη έκδοση του L.-S. στην οποία πρέπει να παραπέμψει! Αγνοεί δηλ. την έκδοση του 1940 (την ενάτη), όπως αγνοεί και την έκδοση του 1996 (με ενσωματωμένες διορθώσεις, βελτιώσεις κ.λπ.)! Στις εκδόσεις αυτές δεν υπάρχει, φυσικά, τέτοια ετυμολογία. Και πού παραπέμπει; Στην ελληνική έκδοση του 1900 που είναι μετάφραση της 7/8ης έκδοσης του L.-S. του 1897! Εκεί οι Ελληνες μεταφραστές ­ όχι φυσικά το L.-S. ­ έχουν περιλάβει απλώς την ετυμολογία του Κοραή. Αυτό το προβάλλει η κυρία Α. Τζ. ως επικρότηση της ετυμολογίας του Κοραή από το L.-S.! Πλήρης σύγχυση με το ελαφρυντικό της γλωσσολογικής άγνοιας...
2. Η λέξη αβγό. Εδώ η γλωσσολογική άγνοια φθάνει στο κορύφωμά της. Αποφαίνεται η κυρία Α. Τζ. δογματικά ότι «ο τύπος αβγό είναι λάθος» και ανυποψίαστη εξηγεί ότι το υ στο αυγό προέρχεται από το αρχαίο δίγαμμα (F): ωFόν>αυγό. Και η μεν αρχαία λ. ωόν (με υπογεγραμμένη) προήλθε πράγματι από αρχικό τ. ωFόν. Αλλά δεν διερωτάται η ευλογημένη το α τού αβγό πού βρέθηκε; Και το -γ- τού αβγό από πού βγήκε; Και αφού το F σιγήθηκε στην Ιωνική - Αττική από τους προκλασικούς χρόνους και έδωσε το αττικό ωόν, πώς ξαναφύτρωσε και έδωσε το υ; Σε τέτοια ατοπήματα πέφτει όποιος μιλάει για πράγματα που δεν γνωρίζει. Ο Χατζιδάκις εξήγησε με συστηματικό τρόπο τι συνέβη: τα ωά>ταουά>ταγουά>ταβγά>τ' αβγό. Ηδη δε από το 1907 (90 χρόνια πριν από την κυρία Α. Τζ.) προσπάθησε να αποτρέψει τέτοιες αγλωσσολόγητες εμπειρικές απόψεις όπως ότι το F έγινε υ, γράφοντας ειδικά γι' αυτό το θέμα: «και περί του F ανάγκη να γίνη εκτενής λόγος, το μεν διότι μεγάλη κατάχρησις αυτού εγένετο υπό των ερασιτέχνων [κατά τον Χατζιδάκι η λ. είναι ο ερασίτεχνος], ετυμολογούντων τας λέξεις της ημετέρας Ελληνικής και πολλά άτοπα και πλημμελή περί τούτου προηνέχθησαν, τούτο δε διότι η εξήγησις των τυχών αυτού μέγα συμβάλλεται εις το ζήτημα περί της καταγωγής της νέας Ελληνικής» [αν προέρχεται δηλ. από την Αττική ή από τη Δωρική και την Αιολική] («Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνική», τ. Β', σελ. 316). Ο Τριανταφυλλίδης μάλιστα παρατηρεί (Νέα Εστία 33, 1943, σ. 304) ότι τέτοιες γραφές με υ αντί β ή φ «είχαν απλοχωρέσει, εντελώς αδικαιολόγητα, ίσως και από ορθογραφικό αρχαϊσμό, στο σταύλος αντί για στάβλος (από το λατ. stab(u)lum), καυγάς αντί για καβγάς (από το τουρκ. kavga), ακόμη και στο εύγα [= έβγα], εύγαζα [= έβγαζα], εσκεύθηκε [= εσκέφθηκε] [...], που τη βρίσκομε στον Κοραή ή στον Βηλαρά, ακόμη και στον Τερτσέτη».

http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=91323&dt=21/09/1997

Οι 10 πιο ενοχλητικές χρήσεις τής γλώσσας μας

Οι 10 πιο ενοχλητικές χρήσεις τής γλώσσας μας

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ | Κυριακή 12 Μαΐου 2002
Από την εκπομπή «Τη γλώσσα μού έδωσαν Ελληνική» που επιμελούμαι στη ΝΕΤ και που αφορά κυρίως σε ζητήματα χρήσεως τής γλώσσας μας, διεξήγαγα μιαν απλή αλλά χρήσιμη, νομίζω, έρευνα. Την ιδέα μού έδωσε ανάλογη έρευνα τού BBC για την Αγγλική («The Top Twenty Complaints») αλλά, ακόμη περισσότερο, το πλήθος των (συμβατικών και ηλεκτρονικών) επιστολών τηλεθεατών, οι οποίοι «παραπονούνται» για διάφορες χρήσεις τής Ελληνικής, τις οποίες θεωρούν από αδόκιμες ώς λανθασμένες, ζητώντας μου να τις σχολιάσω και να συμβάλω στο να αποφεύγονται. Ζητήθηκε, λοιπόν, από τους τηλεθεατές να επισημάνουν τις δέκα πιο ενοχλητικές γι' αυτούς χρήσεις τής Ελληνικής που μιλάμε και γράφουμε. Τι τους ενοχλεί περισσότερο. Τι νομίζουν ότι δεν έχει καλώς. Τι θεωρούν ότι πρέπει να αλλάξει ή να αποφεύγεται. Υπήρξε πληθώρα απαντήσεων. Ταξινομήθηκαν οι απαντήσεις, ιεραρχήθηκαν σύμφωνα με τη συχνότητά τους και έδωσαν τα εξής αποτελέσματα:
1. Χρήση ξένων λέξεων. Οι περισσότεροι συνέκλιναν στην επισήμανση ότι πρέπει να περιορισθεί η μεγάλης εκτάσεως χρήση ξένων λέξεων, τού τύπου budget, team, panel, talk-show, gallop, e-mail, follow-up κ.τ.ό.
2. Προστακτική αορίστου με αύξηση. Να μη χρησιμοποιούνται τύποι όπως υπέγραψέ μου εδώ, απήντησέ μου γρήγορα κ.λπ. αντί υπόγραψε, απάντησε.
3. Χρήση επιρρημάτων. Ζητούν να μη λέμε τύπους όπως προηγούμενα, ενδεχόμενα, πιθανά κ.τ.ό. αντί των προηγουμένως, ενδεχομένως, πιθανώς. Επίσης ζητούν να τηρούμε στην ομιλία μας τη διαφορά ανάμεσα σε λεξιλογικά ζεύγη, όπως απλά - απλώς, άμεσα - αμέσως, έκτακτα - εκτάκτως κ.τ.ό. που διαφέρουν στη σημασία τους.
4. Θηλυκά επιθέτων σε -ης. Τους ενοχλεί να ακούν ή να διαβάζουν χρήσεις όπως τής διεθνής συνθήκης, η συνεπή υπόσχεση, η διαφανές μπλούζα κ.τ.ό. αντί τής διεθνούς, η συνεπής, η διαφανής κ.λπ. Συναφώς επισημαίνουν τη λανθασμένη χρήση τού επιρρήματος επί κεφαλής επικεφαλής) ως επιθέτου, που μάλιστα κλίνεται: συνάντησαν τον επικεφαλή τής αντιπροσωπίας!
5. Σύγχυση αορίστου και ενεστώτα των συνθέτων σε -άγω και -βάλλω. Να προσέχουμε, γράφουν, να μη συγχέουμε χρήσεις όπως «πήγε στο Παρίσι να διεξαγάγει συνομιλίες» (μια φορά) με το «να διεξάγει» (πάντοτε/συχνά). Οπως και το «πρέπει να υποβάλεις αίτηση» (μια φορά) με το «να υποβάλλεις» (κάθε μήνα).
6. Το διαρρέω (πληροφορίες, ειδήσεις κ.λπ.). Αγανακτούν με τη χρήση τού διαρρέω με συμπλήρωμα (αντικείμενο): «Ο υπάλληλος διέρρευσε τις πληροφορίες» (αντί «διοχέτευσε» ή «άφησε να διαρρεύσουν»).
7. Το -ν των άρθρων. Επισημαίνουν τη χρήση τού άρθρου με -ν σε χρήσεις που δεν χρειάζεται (την χώρα, τον δάσκαλο) και, κυρίως, την παράλειψή του εκεί που χρειάζεται (τη πίστη, το πατέρα).
8. Χρήση αποθετικών (σε -μαι) ρημάτων ως παθητικών. Παραπον

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=114&artid=142476&dt=12/05/2002

Η επιβιωση χαρακτηριστικων εκφρασεων της αρχαιας Ελληνικης στη Νεα Ελληνικη Γλωσσα

24 Αυγούστου 2010

Ο συγγραφεας ως αναγνωστης

Ο συγγραφέας ως αναγνώστης
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ | Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Ο συγγραφέας ως αναγνώστης είναι ένας ιδιότυπος αναγνώστης. Ο ακριβέστερος προσδιορισμός αυτής της ιδιοτυπίας μπορεί, πιστεύω, να αποδοθεί με τη λέξη ιδιοτέλεια. Ο συγγραφέας (μιλάω κυρίως για τον άνθρωπο που γράφει λογοτεχνικά έργα) είναι ένας ιδιοτελής αναγνώστης, γιατί όταν διαβάζει (όταν διαβάζει κυρίως λογοτεχνικά έργα) εκείνο που καθοδηγεί και διακρίνει την αναγνωστική προσοχή του είναι περισσότερο η επιθυμία του να ανακαλύψει στα έργα των ομοτέχνων του στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να συνθέσει το δικό του έργο.

Αναφέρομαι βέβαια στη λειτουργία της επίδρασης η οποία ζει και υγιαίνει παρ΄ ότι η λέξη έχει αφρόνως εξοστρακιστεί από την καινοθηρία ενός υποτιθέμενου κριτικού εκσυγχρονισμού και αντικατασταθεί από τον όρο διακειμενικότητα· ο οποίος είναι μεν χρήσιμος για να δηλώσει γενικά τις σχέσεις μεταξύ των κειμένων, αλλά καθώς χρησιμοποιείται αδιακρίτως για να δηλώσει και κάθε μορφή διακειμενικής σχέσης, στην περίπτωση της λογοτεχνικής επίδρασης δεν σημαίνει τίποτε. Δεν γνωρίζω όρο ακριβέστερο από τη λέξη επίδραση για να εκφράσει, στις σχέσεις μεταξύ κειμένων, εκείνο που εννοούμε με τη λέξη επίδραση. Και καθώς η λογοτεχνική επίδραση υπάρχει ακόμη και θα εξακολουθήσει να υπάρχει, παρά τα διαθρυλούμενα περί θανάτου του συγγραφέα, θα ήμουν πρόθυμος να χρησιμοποιήσω έναν καταλληλότερο όρο, αν μου τον υπεδείκνυε κάποιος.

Η επίδραση είναι η κινητήρια δύναμη της λογοτεχνίας. Το λεγόμενο ότι η λογοτεχνία βγαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό μέσα από τη λογοτεχνία παρά μέσα από τη ζωή είναι αληθινό, γιατί τις περισσότερες από τις θρεπτικές της ουσίες η λογοτεχνία τις παίρνει από την ίδια τη λογοτεχνία και γιατί και η λογοτεχνία και η ανάγνωση της λογοτεχνίας είναι ζωή. Η αναγνωστική εμπειρία του συγγραφέα λοιπόν είναι και αυτή μια εμπειρία ζωής, και μάλιστα ζωής συμπυκνωμένης, μέσα από την οποία δοκιμάζεται η εκτός λογοτεχνίας ζωή του και πορεύεται η λογοτεχνική του ζωή.

Διαφορετικά από εκείνη του επαρκούς και του κοινού αναγνώστη, η οποία τελείται σε δύο χρονικές διάρκειες, η αναγνωστική εμπειρία του συγγραφέα λειτουργεί σε τρεις χρόνους. Πρώτον, στον χρόνο της «πραγματικής» ανάγνωσης, σ΄ εκείνον δηλαδή κατά τον οποίο ο αναγνώστης διαβάζει ένα κείμενο. Δεύτερον, στον χρόνο εκείνης της «ανάγνωσης» που θα μπορούσε να ονομαστεί μνημική. Διότι η εμπειρία της ανάγνωσης ενός λογοτεχνικού έργου, όταν το έργο μάς έχει πει κάτι, δεν τελειώνει με την «πραγματική» ανάγνωσή του. Αυτή είναι η πράξη της γνωριμίας μας με αυτό. Η εμπειρία ενός λογοτεχνικού έργου είναι και η εμπειρία της ανάμνησής του, και αυτό δεν είναι το ίδιο με την εμπειρία της ανάγνωσής του· γιατί τα νέα βιώματά μας, που έχουν παρεμβληθεί στο μεταξύ, τροποποιούν την ανταπόκρισή μας προς αυτό. Κάθε φορά που θυμόμαστε ένα σημαντικό για μας λογοτεχνικό κείμενο το ξαναδιαβάζουμε ενδιαθέτως, με διαφορετική χρονική διάρκεια. Η ανάγνωσή του δεν τελειώνει ποτέ.

Με εσωτερικότερες διεργασίες συνεχίζεται η ανάγνωση ενός έργου κατά τον τρίτο αναγνωστικό χρόνο, που είναι χρόνος αποκλειστικά του συγγραφέα· συνεχίζεται όταν έχει γίνει με τον τρόπο του συγγραφέα (γιατί ο συγγραφέας διαβάζει ως συγγραφέας μόνο τα κείμενα που αισθάνεται ότι μπορούν να ικανοποιήσουν τη συγγραφική του ιδιοτέλεια- τις περισσότερες φορές διαβάζει σαν επαρκής ή κοινός αναγνώστης). Συνεχίζεται η ανάγνωσή του και πέρα από τη μνημική επαφή με το κείμενο, λανθανόντως, όταν το κείμενο κοιμάται μέσα του, ως ένα είδος ανεπίγνωστης κυοφορίας, η οποία εκβάλλει σε στιγμές απροσδόκητης καρποφορίας. Αυτές οι στιγμές φέρνουν στην επιφάνεια στοιχεία από τα βαθύτερα κοιτάσματα της ψυχής ενός συγγραφέα.

Επίδραση και ανάγνωση έτσι είναι έννοιες ομόσημες. Το αποτέλεσμα της συγγραφικής ανάγνωσης ενός συγκεκριμένου κειμένου λειτουργεί λοιπόν και επιδρά σε έναν συγγραφέα είτε συνειδητά (κατά τη διάρκεια της «πραγματικής» ανάγνωσης του κειμένου), είτε προσυνειδητά (διά της μνημικής ανάγνωσής του), είτε ασύνειδα (όταν το αναγνωστικό απόσταγμα δρα ενδοφλεβίως). Εννοείται ότι τα όρια ανάμεσα σε αυτά τα τρία επίπεδα είναι δυσδιάκριτα. Εννοείται επίσης ότι, όταν ερευνάμε τη σχέση της επίδρασης ενός συγγραφέα σε έναν άλλον, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να μη χάνουμε από τα μάτια μας τα ευρύτερα διακειμενικά συμφραζόμενα, στο πλαίσιο των οποίων πραγματοποιείται αυτή η σχέση.

Ο χαρακτηρισμός του συγγραφέααναγνώστη ως ιδιοτελούς δεν θα πρέπει να νοηθεί με την τρέχουσα έννοια του επιθέτου. Διότι ο συγγραφέας αποδίδει πάντοτε την οφειλή του στο έργο από το οποίο οικειοποιήθηκε ό,τι μπορούσε να τον θρέψει. Οπως η οικειοποίηση αυτή είναι μια φυσική πράξη, έτσι και η ανταπόδοση των τροφείων πραγματοποιείται φυσικά, με την ευδοκίμηση του έργου του νεότερου συγγραφέα, η οποία αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του έργου-τροφού. Τα στοιχεία του έργου-τροφού τα οποία έχει απορροφήσει το νεότερο έργο κάνουν τον επαρκή αναγνώστη να διαβάζει το παλαιότερο έργο διαφορετικά, όχι μόνο από τον τρόπο με τον οποίο το διάβαζαν οι άνθρωποι της εποχής του- πράγμα ούτως ή άλλως αναμενόμενο- αλλά και από τον τρόπο ανάγνωσης των δικών του σύγχρονων κοινών αναγνωστών, αναγνωρίζοντας σε αυτό μια δυναμική η οποία δεν ήταν ορατή την εποχή της εμφάνισής του.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=271000&ct=122&dt=31/05/2009#ixzz0xVgXOMjm

Προσληψεις εκπαιδευτικων με το σταγονομετρο

2012 ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ, ψαλίδι σε μετακινήσεις και αποσπάσεις, υποχρεωτικές υπερωρίες εβδομαδιαίως

ΜΑΡΝΥ ΠΑΠΑΜΑΤΘΑΙΟΥ | Τρίτη 27 Απριλίου 2010
 
«Μπλόκο» στις προσλήψεις των εκπαιδευτικών βάζει το υπουργείο Παιδείας, καθώς ανακοινώθηκε και επισήμως χθες ότι ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ που θα γινόταν κανονικά εφέτος μετατίθεται τουλάχιστον κατά μία χρονιά. Ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ θα γίνει ως το 2012 με νέα χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα τη μείωση της ύλης. Παράλληλα όμως η υπουργός Παιδείας κυρία Αννα Διαμαντοπούλου δεν απέκλεισε χθες το ενδεχόμενο περαιτέρω περιορισμού των προσλήψεων εκπαιδευτικών για την επόμενη σχολική χρονιά.

« Θα δώσουμε μάχη καρδιάς για να μπουν οι εκπαιδευτικοί στις τάξεις » δήλωσε χθες η υπουργός παρουσιάζοντας το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που κατατέθηκε για ψήφιση στη Βουλή. « Οταν η χώρα βρίσκεται σε κρίση, η ευθύνη μας είναι να αντιμετωπίσουμε τα θέματα ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές μας » πρόσθεσε. Οπως επανέλαβε, περιορίζονται δραστικά αποσπάσεις και μετακινήσεις εκπαιδευτικών ώστε να καλυφθούν τα κενά, ενώ υποχρεωτικές θα είναι πλέον οι υπερωρίες 5 ωρών εβδομαδιαίως. Στο νομοσχέδιο αναφέρεται ότι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί θα προσλαμβάνονται μόνο αν οι δάσκαλοι ή καθηγητές ενός σχολείου έχουν εξαντλήσει το ωράριό τους και έχουν κάνει και τις 5 ώρες που προβλέπονται την εβδομάδα ως υπερωρίες.

50 θεματα για ολες τις ειδικοτητες των εκπαιδευτικων και οι απαντησεις τους

Η αμεση η κατευθυνομενη διδασκαλια

Η άμεση ή κατευθυνόμενη διδασκαλία (direct instruction) ως όρος στην παιδαγωγική επιστήμη έκανε την εμφάνισή του στις αρχές του 20ού αιώνα. Κύριο χαρακτηριστικό της άμεσης διδασκαλίας είναι ο δασκαλοκεντρικός χαρακτήρας της διδασκαλίας. Ο δάσκαλος διδάσκει το γνωστικό αντικείμενο και έπειτα ζητά από τους μαθητές να εξασκηθούν σε όσα τους είχε διδάξει προηγουμένως. Ο ρόλος του δασκάλου είναι κυρίαρχος μέσα στην τάξη, κατευθύνει, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τη διδασκαλία. Έρευνες που έγιναν για την αποδοτικότητα αυτής της μεθόδου- κυρίως στη δεκαετία του ΄70- απέδειξαν ότι οι μαθητές εμφάνισαν καλύτερα αποτελέσματα σχολικής επίδοσης. Αυτή η διαπίστωση έκανε τους παιδαγωγούς να ασχοληθούν περισσότερο με την άμεση διδασκαλία και να αναλύσουν με περισσότερη προσοχή τη συγκεκριμένη μέθοδο.
Κύρια χαρακτηριστικά της άμεσης ή κατευθυνόμενης διδασκαλίας είναι τα παρακάτω: 

http://www.tanea.gr/default.asp?pid=46&ct=37&artid=71567&enthDate=17062008

Η καθολικη μεθοδος διδασκαλιας

ο εκπαιδευτικό πείραμα του Γάλλου φιλοσόφου Ζοζέφ Ζακοτό και η πνευματική χειραφέτηση των μαθητών
Της Μαγδαληνης Τσεβρενη*
Ζακ Ρανσιέρ
Ο αδαής δάσκαλος· πέντε μαθήματα πνευματικής χειραφέτησης
μτφρ. Δάφνη Μπουνάνου
επιστημονική επιμέλεια: Γ. Κουζέλης
εκδ. Νήσος
«Δάσκαλος είναι αυτός που κρατάει
τον ερευνητή στο δρόμο του, σε ένα δρόμο που τον ερευνά συνεχώς μόνος του»
Επί δεκαετίες, τα εκπαιδευτικά ζητήματα και ο προβληματισμός για το νόημα και το περιεχόμενο της παιδείας παράγουν μερικά από τα πιο προκλητικά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Τα ερωτήματα που αφορούν την παιδεία και την εκπαίδευση εξακολουθούν να παραμένουν ανοιχτά, προς συζήτηση και επίλυση· δυστυχώς, καμία απάντηση δεν έχει αποδειχθεί αρκετά ικανοποιητική. Ο σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ υποστηρίζει στο βιβλίο του «Ο αδαής δάσκαλος» ότι καμία μεταρρύθμιση, «κανένα κόμμα, καμία κυβέρνηση, κανένας στρατός, κανένα σχολείο και κανένας θεσμός» δεν πρόκειται να λύσει το εκπαιδευτικό πρόβλημα: Είναι αδύνατο, εξηγεί, να σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος μεταξύ άγνοιας και επιστήμης, παιδαγωγικής πρακτικής και διδακτικής μεθόδου, αν όλες οι λύσεις προέρχονται μέσα από αυτόν τον ίδιο κύκλο.
Το βιβλίο ξεκινά με την παρουσίαση και την ανάλυση του έργου του Ζοζέφ Ζακοτό, ενός Γάλλου διανοούμενου που λόγω των πολιτικών του επιλογών και των γεγονότων της εποχής βρέθηκε, το 1818, εξόριστος στη Λουβέν. Σ’ αυτή την ολλανδική πόλη τού προσέφεραν τη θέση του καθηγητή γαλλικών και έτσι, ο Ζακοτό έπρεπε να διδάξει ανθρώπους που δεν ήξεραν καθόλου τη δική του γλώσσα και των οποίων τη γλώσσα αγνοούσε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες αποφάσισε να κάνει ένα πείραμα και ζήτησε από τους μαθητές του, με τη βοήθεια ενός διερμηνέα, να προσπαθήσουν να διαβάσουν μια δίγλωσση έκδοση του Τηλέμαχου. Μετά από λίγο καιρό, οι μαθητές ήταν σε θέση, μέσω της παρατήρησης, της σύγκρισης, του συνδυασμού, της σκέψης, της πράξης, της μίμησης, της επανάληψης, της προσωπικής προσπάθειας, του σχολιασμού και του ελέγχου, όχι μόνο να μιλούν γαλλικά αλλά και να εκφράζουν γραπτώς τις απόψεις τους πάνω σε δύσκολα θεωρητικά θέματα. Ετσι, ο Ζακοτό, ο πρώτος αδαής δάσκαλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μαθητής δεν χρειάζεται απαραίτητα έναν δάσκαλο–κάτοχο της γνώσης να τον καθοδηγεί και να του εξηγεί βήμα βήμα, μεθοδικά, αυτά που γνωρίζει. Ο Ζοζέφ Ζακοτό απέδειξε πως ακόμα κι ένας αγράμματος μπορεί, αν θέλει, να διδάξει γράμματα χρησιμοποιώντας τη μέθοδό του, η οποία ονομάστηκε καθολική μέθοδος.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_11/01/2009_298499

Συνεργατικη μαθηση: Η εκπαιδευση του μελλοντος


Προβληματισμοί - Εκπαίδευση
Πέμπτη, 01 Φεβρουάριος 2007 19:02
του Νεόφυτου Χαριλάου

Αν ήταν δυνατόν να φέρναμε κάποιον γιατρό του 19ου αιώνα σ' ένα μοντέρνο χειρουργείο για να χειρουργήσει δεν θα είχε ιδέα τι ακριβώς να κάνει, αφού όλα θα του ήταν άγνωστα. Αντίθετα αν βάζαμε έναν καθηγητή του 19ου αιώνα σε μια σύγχρονη αίθουσα διδασκαλίας θα ήταν ικανός να διδάξει άνετα τους μαθητές. Οι μέθοδοι διδασκαλίας δυστυχώς ελάχιστα άλλαξαν εδώ και εκατό χρόνια και η εκπαιδευστική δαδικασία παραμένει κατά το μάλλον ή ήττον ίδια με ελάχιστες διαφορές.

Παρά τις αλλαγές που έγιναν τα τελευταία χρόνια στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα στο επίπεδο της διδακτικής και της παιδαγωγικής, το διδασκαλοκεντρικό μοντέλο μάθησης είναι και σήμερα η βάση για την απόκτηση της γνώσης. Αυτό πηγάζει από μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι ο καθηγητής είναι ή θα έπρεπε να είναι η αυθεντία και η μόνη πηγή παροχής γνώσης, ενώ οι μαθητές είναι άδεια δοχεία (Tabula rasa) τα οποία γεμίζουν με γνώσεις και πληροφορίες και το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να διαβάζουν και να γράφουν.

Αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά στον γεμάτο προκλήσεις σημερινό κόσμο, Τα δεδομένα και οι πληροφορίες για κάθε είδους γνώση είναι διαθέσιμα στις βιβλιοθήκες, στα CD Roms και στο διαδίκτυο. Εκείνο που έχουν ανάγκη σήμερα οι μαθητές είναι να αποκτήσουν τις δεξιότητες και το ενδιαφέρον να ψάχνουν μόνοι τους τις πληροφορίες, να τις χρησιμοποιούν σωστά και να μαθαίνουν να σκέπτονται δημιουργικά για την επίλυση των προβλημάτων που ανακύπτουν στη ζωή τους.

Η παρωχημένη ωστόσο διδακτική προσέγγιση για την απόκτηση της γνώσης συνδέεται και με την αντίληψη ότι κύρια αποστολή του σχολείου είναι να προετοιμάσει τους μαθητές για την κατάκτηση μιας θέσης σε ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. 'Eτσι λοιπόν, η εκπαιδευτική διαδικασία καθίσταται το μέσο για την επαγγελματική αποκατάσταση. Το ελληνικό σχολείο -ιδιαίτερα το Λύκειο - έχει αποκτήσει κατά συνέπεια ένα χρησιμοθηρικό χαρακτήρα, όπου η πνευματική και συναισθηματική καλλιέργεια και η μόρφωση των μαθητών έρχονται σε δεύτερη μοίρα, εάν δεν παραμελούνται εντελώς. 

http://www.ododeiktes.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=247:ekpedefsi5&catid=34:ekpaidefsi&Itemid=62 

What makes a good teacher?

Teachers are important and make a difference.   The quality of teaching is a crucial factor in promoting effective learning in schools.  Effective teaching requires individuals who are academically able and who care about the well-being of children and youth. 

Points Arising from Research


bullet
The most powerful single factor that enhances achievement is feedback – positive, encouraging, clearly targeted.
bullet
The setting of appropriate, specific and challenging goals is critical.
bullet
Effective teachers make purpose and content explicit, plan carefully, use systematic assessment and feedback, make connections, encourage children to think about thinking and model what they want the children to do.
Key Elements of What makes a good teacher?

Research detailing the direct effect of good teaching on pupils is difficult to assess, as relating ‘good teaching’ directly to higher attainment in pupils is almost impossible to verify.   However there are many attempts to analyse what constitutes a ‘good teacher’.   The following points are generally agreed to have an impact on pupils:

Subject Matter Knowledge

bullet
Highly knowledgeable and up to date in their subject area, but do not pretend to know it all, willing to learn from pupils
Teachers’ repertoires of best practices

bullet
Provide learner with clear tasks, goals, and requirement and inform them of progress made. A key skill in teaching is the ability to explain and describe things clearly
bullet
Encourage pupils to think, to make connections, to practise and reinforce, to learn from other learners and to feel that if they make mistakes they will not be ridiculed or treated negatively
bullet
Promote pupil participation through problem solving, questioning, discussion and “buzz group” activities
bullet
Treat all pupil questions seriously and do not intimidate or ridicule
bullet
Use regular informal assessment strategies including a range of types of questioning, observation and listening in
bullet
Understand that, since individuals learn at different rates and in different ways, we need to provide a variety of activities, tasks and pace of work, and monitor and evaluate children’s progress
bullet
Use breaks and activities to engage pupils’ thinking and interest
bullet
Turn to reading and research for fresh insights and relating these to their classroom and school
bullet
Work in a shared and collegial way with other staff
Personal qualities

bullet
Demonstrate an empathy with pupil thinking, anticipate misconceptions and allow pupils to develop understanding in a variety of ways
bullet
Observe pupils in class for signs that they are failing to keep up, are bored, or are not understanding
bullet
Show flexibility in responding to pupil needs
bullet
 Genuinely want pupils to learn, understand and develop critical thinking abilities, as well as master content or learn skills
bullet
Encourage pupils to take an active role in working through difficulties and take time to work through concepts in detail with those who have difficulties
bullet
Teachers who show enthusiasm for subject, professional area and teaching role motivate pupils as they look forward to coming to that class
bullet
Highly effective teachers are viewed as “easy going”, “relaxed”, with an “open” manner.   This brings a relaxed atmosphere to the classroom
bullet
Communicate effectively
bullet
Are resourceful and positive and adopt a problem-solving approach
bullet
Are creative and imaginative and have an open attitude to change
bullet
Are systematic and well organised, focused, determined and hardworking
bullet
Demonstrate empathy and fairness, are caring and approachable
Teacher Competences

The Standard for Chartered Teachers states that the quality of the educational service depends pre-eminently on the quality of our teachers.   The standard then list the following 4 components:

bullet
Professional values and personal commitments
bullet
Professional knowledge and understanding
bullet
Professional and personal attributes
bullet
Professional action
 

Ο κακος δασκαλος «χαντακωνει» τους καλους μαθητες

Σάββατο 24 Απριλίου 2010
ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ Μια ασυνήθιστη γενετική μελέτη ενισχύει την άποψη ότι ένας καλός δάσκαλος μπορεί να κάνει τη διαφορά μέσα στην τάξη, ενώ αντιθέτως ένας κακός δάσκαλος μπορεί να καταστρέψει ακόμη και τους πιο προικισμένους μαθητές. Η μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Science» ανήκει σε ειδικούς του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Φλόριδας και έδειξε ότι ένας χαρισματικός δάσκαλος μπορεί να βοηθήσει παιδιά δημοτικού με «προικισμένο» γενετικό υλικό να διαβάζουν καλύτερα. Την ίδια στιγμή ένας κακός δάσκαλος μπορεί να συμπαρασύρει στον «πάτο» τα παιδιά μιας τάξης, ακόμη και εκείνα που αν είχαν τη σωστή καθοδήγηση θα... έλαμπαν. Προκειμένου να ανακαλύψουν την επίδραση των γονιδίων αλλά και του περιβάλλοντος στην απόδοση ενός μαθητή, οι επιστήμονες στράφηκαν σε ζεύγη διδύμων. Εξέτασαν για την ακρίβεια 280 ζεύγη ομοζυγωτικών διδύμων που μοιράζονται το ίδιο ακριβώς γενετικό υλικό, αλλά και 526 ζεύγη ετεροζυγωτικών διδύμων που έχουν περίπου κατά το ήμισυ το ίδιο γενετικό υλικό (ή όσο μοιράζονται δύο απλά αδέλφια). Σύμφωνα με τη θεωρία των ερευνητών, αν ένα ταυτόσημο δίδυμο έχει καλύτερη επίδοση στο σχολείο σε σχέση με το δεύτερο, λογικά η διαφορά αυτή πιθανότατα να οφείλεται στον δάσκαλο. Ολα τα παιδιά φοιτούσαν σε διαφορετικά δημοτικά σχολεία της Φλόριδας.

«Οιδιπους Τυραννος» του Σπ.Ευαγγελατου με Μαρκουλακη και Κ.Καραμπέτη Read more: «Οιδίπους Τύραννος» του Σπ.Ευαγγελάτου με Μαρκο

Ερωτικeς και... ελληνοτουρκικες ιστοριες διαβαζουν οι Ελληνες αυτο το καλοκαιρι

ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ | Τρίτη 13 Ιουλίου 2010
Εκτύπωση Αποστολή με Email
Μικρό μέγεθος γραμματοσειράς Μεσαίο μέγεθος γραμματοσειράς Μεγάλο μέγεθος γραμματοσειράς
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark

Μαγιό, καπέλο, αντηλιακό, βιβλίο για την παραλία. Αυτά είναι τα απαραίτητα των διακοπών, με το βιβλίο να αποτελεί ένα από τα βασικά καταναλωτικά αγαθά του καλοκαιριού. Και αν κάποιοι μπορεί να δυσανασχετήσουν από τη γειτνίαση του βιβλίου με το αντηλιακό στην ίδια πρόταση, ας θυμηθούν ότι η κουλτούρα, όπως και ο Θεός, δεν έχει συγκεκριμένο μέρος όπου λατρεύεται.

Με δεδομένο ότι βιβλίο και διακοπές πάνε μαζί, λοιπόν, ο Ιούνιος και ιδίως ο Ιούλιος, μήνες αναχώρησης για εξοχές και θάλασσες, είναι οι πιο ευνοημένοι της αγοράς του βιβλίου. Τι γίνεται όμως όταν η οικονομική κρίση και η αβεβαιότητα επηρεάζουν ή ματαιώνουν τις εφετινές διακοπές; Εχει αυτό επίδραση στην αγορά του βιβλίου; «Το Βήμα» έκανε μια βόλτα σε τρία από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία του κέντρου της Αθήνας (Ελευθερουδάκης, Ιανός, Πολιτεία) και σε ένα των προαστίων (Ευριπίδης στη Στοά στο Χαλάνδρι), «ελέγχοντας» την αγοραστική κίνηση και ρωτώντας για τα δέκα βιβλία με τις καλύτερες πωλήσεις στο διάστημα από 1η Ιουνίου ως 8 Ιουλίου.

«Υπήρχε σαφής πτώση σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες της προηγούμενης χρονιάς» λέει ο κ. Σταμάτης Σαμαράς, υπεύθυνος του Ευριπίδη στη Στοά, επιβεβαιώνοντας όσα ακούγονται στην αγορά, «η οποία όμως είναι ελεγχόμενη όσον αφορά εμάς και κυμαίνεται γύρω στο 10%». O Ιούνιος, εν μέσω της αβεβαιότητας για την οικονομική κατάσταση της χώρας και των κυβερνητικών ανακοινώσεων για τα μέτρα λιτότητας, «δημιούργησε αμηχανία στο αναγνωστικό κοινό και πάγωσε τις αγορές του. Σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι η Εργατική Εστία δεν μοίρασε εφέτος κουπόνια για βιβλία. Τον Ιούλιο όμως, κατ΄ εξοχήν μήνα του βιβλίου, η κίνηση ανέκαμψε» συνεχίζει ο κ. Σαμαράς.

Λογοτεχνία για γυναίκες, αστυνομική λογοτεχνία, ιστορία, πολιτική και δοκίμιο είναι τα είδη που απαρτίζουν την πρώτη δεκάδα, με τα ευπώλητα και επιτυχημένα βιβλία του εξαμήνου να συνθέτουν την εικόνα. Το στερεότυπο που θέλει τη λογοτεχνία να είναι η μεγάλη ευνοούμενη του καλοκαιριού παραμένει, με επτά στα δέκα βιβλία της λίστας των βιβλιοπωλείων να είναι λογοτεχνικά. Πρωταγωνιστεί η λεγόμενη λογοτεχνία για γυναίκες με το «Τελευταίο τσιγάρο» (Εκδόσεις Ψυχογιός) της Λένας Μαντά, το οποίο είναι το πρώτο σε απόλυτους αριθμούς (1.342 αντίτυπα). Ακολουθεί, από την ίδια κατηγορία, η «Λευκή ορχιδέα» της Καίτης Οικονόμου (επίσης Εκδόσεις Ψυχογιός). Π ιο εκλεπτυσμένες παρουσιάζονται οι προτιμήσεις των πελατών του βιβλιοπωλείου Πολιτεία: στις λογοτεχνικές επιλογές το «Τελευταίο τσιγάρο» και τη «Λευκή ορχιδέα» αντικαθιστούν το «Γυναικών» (Εκδόσεις Μελάνι) του Μιχάλη Γκανά και η «Συνάντηση» (Εκδόσεις Εστία) του Μίλαν Κούντερα, ενώ την πρώτη δεκάδα συμπληρώνουν πολλά δοκίμια «Εξι λοξοί στοχασμοί» (Εκδόσεις Scripta) του Σλάβοϊ Ζίζεκ, «Η Μεγάλη Ιδέα» (Εκδόσεις Τυπωθήτω) του Βασίλη Κρεμμυδά κ.ά.

Τα βιβλία όμως που βρίσκονται σταθερά στην πρώτη δεκάδα και στα τέσσερα βιβλιοπωλεία που ρωτήσαμε δεν είναι λογοτεχνικά. Εντυπωσιακές είναι οι πωλήσεις στο διάστημα αυτού του ενάμιση μήνα (1.293 αντίτυπα) του βιβλίου «Το στρατηγικό βάθος» (Εκδόσεις Ποιότητα) του κ. Αχμέτ Νταβούτογλου , του τούρκου υπουργού Εξωτερικών και καθηγητή Διεθνών Σχέσεων· ένα βιβλίο που εξετάζει τις στρατηγικές και τακτικές της τουρκικής διπλωματίας και το βαθύτερο φιλοσοφικό και κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας των δέκα τελευταίων ετών.

Το δεύτερο βιβλίο που βρέθηκε στα ευπώλητα κατά το συγκεκριμένο διάστημα και στα τέσσερα βιβλιοπωλεία ήταν το «Συνδεδεμένοι» (Εκδόσεις Κάτοπτρο) των Νίκολας Α. Χρηστάκης και Τζέιμς Χ. Φόουλερ, οι οποίοι εκθέτουν με συναρπαστικό τρόπο στοιχεία για τα κοινωνικά δίκτυα που επηρεάζουν τη ζωή μας.

Μήπως εντέλει η κρίση που μας χτυπά την πόρτα μάς κάνει να θέλουμε να γίνουμε περισσότερο κριτικοί, με καλύτερη ενημέρωση για τους γείτονες και το περιβάλλον μας και τη θέση μας σε αυτό, αλλάζοντας και τις καταναλωτικές μας συνήθειες;

Η έκπληξη: Δημουλά εναντίον Μαντά
Η μεγάλη έκπληξη ήταν η δεκάδα των ως τώρα θερινών ευπώλητων του βιβλιοπωλείου Ιανός, στη Σταδίου. Στην πρώτη θέση, με 501 αντίτυπα, βρίσκεται η συλλογή «Τα εύρετρα» (Εκδόσεις Ικαρος) της Κικής Δημουλά . Ακολουθεί, με δεκαπέντε αντίτυπα διαφορά, το «Τελευταίο τσιγάρο» της Λένας Μαντά. «Ηταν εντυπωσιακό ακόμη και για εμάς» λέει στο «Βήμα» ο εκδότης και διευθυντής του Ιανού κ. Βασίλης Χατζηιακώβου, «παρ΄ ότι το τμήμα της ποίησης στο συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο της αλυσίδας Ιανός είναι εξαιρετικά ενημερωμένο και ελκύει μεγάλο αριθμό πελατών».

Ο υποβιβασμός της βασίλισσας των μπεστ σέλερ από τη βραβευμένη ποιήτρια μέσα στο μεσοκαλόκαιρο αποδεικνύει ότι «η Δημουλά αποτελεί σταθερή αξία στην ποίηση και έχει ένα πιστό αναγνωστικό κοινό που περιμένει με αγωνία το επόμενο βιβλίο της» σχολιάζει ο κ. Χατζηιακώβου.

Διαβάστε περισσότερα: www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=60&artId=308884&dt=13%2F07%2F2010#ixzz0xWwBpPt1

Με 20.000 κενα ανοιγουν τα σχολεια

Η σχολική χρονιά θα είναι η δυσκολότερη των τελευταίων ετών, ομολόγησε χθες η υπουργός Παιδείας
ΜΑΡΝΥ ΠΑΠΑΜΑΤΘΑΙΟΥ | Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Εμφραγμα προκαλεί στην εκπαιδευτική κοινότητα η ομολογία της υπουργού Παιδείας κυρίας Αννας Διαμαντοπούλου ότι η εφετινή σχολική χρονιά θα είναι η δυσκολότερη των τελευταίων ετών. Η υπουργός Παιδείας παραδέχθηκε σε σημερινή συνέντευξη Τύπου ότι εφέτος θα είναι η δυσκολότερη χρονιά από τη μεταπολίτευση και μετά, καθώς θα έχουμε τους μισούς διορισμούς εκπαιδευτικών και μεγάλο αριθμό συνταξιοδοτήσεων (11.466 άτομα αποχώρησαν από τα σχολεία ολόκληρης της χώρας). Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι ένας στους εννέα εκπαιδευτικούς υπέβαλε εφέτος παραίτηση, ενώ την ίδια στιγμή οι μόνιμοι διορισμοί μειώθηκαν κατά 50% σε σχέση με την περσινή χρονιά (διορίστηκαν 2.825 άτομα). Το μέτρο του περιορισμού των αποσπάσεων φαίνεται ότι δεν απέδωσε, καθώς έχουν επιστρέψει στα σχολεία λιγότεροι από 5.000 εκπαιδευτικοί, πολλοί από τους οποίους θα επιστρέψουν πιθανότατα σε διοικητικά πόστα, καθώς οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης ανά τη χώρα «άδειασαν» και καλούν τώρα για νέες αποσπάσεις. Αδιάλλακτοι είναι όμως και οι εκπαιδευτικοί, που απειλούν το υπουργείο Παιδείας με «ανταρσία» εάν ακολουθήσει τη μόνη διέξοδο που έχει και ζητήσει υπερωρίες ή μετακινήσεις δασκάλων και καθηγητών. Ολα αυτά ενώ έχει ήδη προγραμματιστεί για την Πέμπτη η πρώτη εφετινή κινητοποίηση των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών της χώρας, με τη μορφή παράστασης διαμαρτυρίας, έξω από το κτίριο του υπουργείου Παιδείας στο Μαρούσι.

Τα δεδομένα που διαμορφώνονται στην εκπαιδευτική κοινότητα είκοσι ημέρες πριν από την έναρξη της σχολικής χρονιάς είναι αποκαρδιωτικά: κενά σε δασκάλους και καθηγητές που ξεπερνούν τον αριθμό των 20.000 σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, σχεδιασμός τμημάτων ακόμη και με 30 μαθητές, συγχωνεύσεις τμημάτων, άδεια ταμεία και αδυναμία της Πολιτείας να παρέμβει άμεσα για να επιλύσει τα προβλήματα. Ακόμη και όταν ολοκληρωθεί ο πρώτος κύκλος των προσλήψεων εκπαιδευτικών όμως, την 1η Σεπτεμβρίου, υπολογίζεται ότι θα παραμείνουν στα σχολεία 10.000 με 12.000 κενά. Τα παραπάνω συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια χθεσινής συνάντησης της υπουργού Παιδείας με τους 116 νέους διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας.

Από την πλευρά της η κυρία Διαμαντοπούλου δήλωσε χθες ότι καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για να λειτουργήσουν τα σχολεία ομαλά, ενώ το υπουργείο Παιδείας λειτουργεί με 300 λιγότερους υπαλλήλους. Η υπουργός επανέλαβε ότι η κάλυψη κενών θα γίνει με την επιστροφή των αποσπασμένων εκπαιδευτικών στις τάξεις τους, με την ορθολογική κατανομή του εκπαιδευτικού δυναμικού και τις μετακινήσεις εκπαιδευτικών από σχολείο σε σχολείο, στον ίδιο ή ακόμη και σε διπλανό νομό, και με την πρόσληψη χιλιάδων αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Οταν ρωτήθηκε δεν ανέφερε τον τελικό αριθμό των αναπληρωτών εκπαιδευτικών που θα προσληφθούν για να καλύψουν τις ανάγκες των σχολείων της χώρας, ενώ ξεκαθάρισε ότι δεν θα επαναληφθεί το φαινόμενο να γίνονται διορισμοί 9 ή και 10 φορές μέσα στη σχολική χρονιά.

Λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της εφετινής σχολικής χρονιάς όμως στο υπουργείο Παιδείας έχει σημάνει συναγερμός. Το κύμα των μαζικών παραιτήσεων εκπαιδευτικών λόγω του ασφαλιστικού νομοσχεδίου σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση των μαθητών στα δημόσια σχολεία λόγω αδυναμίας των οικογενειών τους να ανταποκριθούν στα δίδακτρα των ιδιωτικών προκαλεί ανησυχία στην ηγεσία του. Να γίνουν περισσότεροι μόνιμοι διορισμοί στα σχολεία και να κατοχυρωθεί νομοθετικά ο αριθμός των 25 μαθητών ανά τμήμα ως ανώτατος στα σχολεία ζητεί με δήλωσή του το μέλος της διοίκησης της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κ. Θ.Κοτσυφάκης. Σύμφωνα με τον κ. Χρ. Κάτσικα, εκπαιδευτικό αναλυτή και ειδικό γραμματέα της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων, «το υπουργείο Παιδείας αντιμετωπίζει τον ευαίσθητο χώρο της σχολικής εκπαίδευσης με λογιστικό τρόπο, καθώς κόβει και ράβει τους αριθμούς στα μέτρα του ΔΝΤ». «Αποτέλεσμα είναι αφενός να μην μπορούν να καλύψουν τα κενά που θα δημιουργηθούν, με κίνδυνο μέσα στον πρώτο μήνα να χαθούν χιλιάδες διδακτικές ώρες, αφετέρου να αλλάζουν τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών καθώς ετοιμάζονται να τους επιβαρύνουν με απλήρωτη υπερωριακή εργασία και μετακινήσεις από περιοχή σε περιοχή».

Πάντως, η υπουργός Παιδείας κάλεσε χθες γονείς και διευθυντές σχολείων να ολοκληρώσουν άμεσα τις εγγραφές στα σχολεία ώστε να γίνει ταχύτερα ο προγραμματισμός. Παράλληλα έδωσε προθεσμία ως τις 5 Σεπτεμβρίου για να καταγράψουν τα σχολεία στην ηλεκτρονική κάρτα τους τον αριθμό των εγγεγραμμένων μαθητών ανά τμήμα. Η κυρία Διαμαντοπούλου τόνισε ότι δεν θα ανεχθεί ανομίες στον χώρο της Παιδείας, ενώ πρόσθεσε ότι οι νόμοι του κράτους συχνά δεν εφαρμόζονται. Επανέλαβε ότι θα υπάρξει αυστηρή αντιμετώπιση του προβλήματος των απουσιών των μαθητών, καθώς, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, δεν μπορεί το σχολείο να εμφανίζει εικόνα διάλυσης μετά το Πάσχα.

Σχετικά με τα σχολικά βιβλία η υπουργός είπε ότι υπήρξε κάποια μικρή καθυστέρηση εξαιτίας της απεργίας των οδηγών φορτηγών. Τέλος ανέφερε ότι η επιλογή των νέων διευθυντών έγινε με τον νέο νόμο του Μαΐου και με βασικό στόχο την αποκομματικοποίηση της Παιδείας.

Η οικονομική κρίση όμως βάζει φρένο και στο επιτυχημένο πρόγραμμα της Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης στα Λύκεια. Οπως ανακοινώθηκε χθες, το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί εφέτος σε συγκεκριμένες περιοχές και σε επιμέρους μαθήματα, σύμφωνα με τις ανάγκες και τη ζήτηση κάθε σχολείου.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=349998&dt=24/08/2010#ixzz0xWhwjO9N

Mιχαλης Πιερης : Eφτα σημειωσεις για την ποιηση

Mιχάλης Πιερής

Eφτά σημειώσεις για την ποίηση

1
Για να γράψεις ποίηση (και όχι στιχουργήματα) σίγουρα δεν αρκεί το αυθόρμητο ρήμα. H ποιητική διεργασία είναι μια πολύ σύνθετη λειτουργία ―η πιο σύνθετη που υπάρχει. Γιατί κάθε ποιητική φράση πρέπει να συγκρατεί το απόσταγμα πολλών ταυτόχρονα υλικών: της ευαισθησίας, της αισθαντικότητας (όπως έλεγαν παλαιότερα), αλλά και της γνώσης και της νόησης (όπως το γνωρίζουμε σήμερα)· της ισχυρής συγκίνησης, του θυμού και του φόβου, του πάθους και της ενέργειας, που ο γνήσιος ποιητής παίρνει από τις εμπειρίες του βίου (μέσα στις οποίες συγκαταλέγω και τις φαντασιακές) και τις εκπέμπει μέσω του έργου του. Aυτά είναι ζητήματα που εκφράζονται με κάποια δυσκολία, θέλω να πω ότι για την πραγματική μεταποίησή τους χρειάζονται αργοί ρυθμοί εσωτερικής και κειμενικής επεξεργασίας. Ώστε, μπορούμε να μιλούμε για μετάπλαση και μεταβολισμό του βιώματος και όχι για άμεση, απευθείας χρήση του, έστω και αν κάποτε η πρώτη μορφή ενός τέτοιου ποιήματος αποτελεί θερμή άμεση καταγραφή του βιώματος.

2
H ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι βιωματική (επομένως και εν πολλοίς αυτοβιογραφική). Όχι μόνο το κάθε ποίημα ως σύνολο, αλλά και κάθε μεμονωμένη ποιητική φράση ή και κάθε λέξη μέσα στο ποίημα, οφείλει να προϋποθέτει μιαν ισχυρή συγκίνηση (διαφορετικά θα είναι, ως υλικό στοιχείο του κειμένου, ανενεργή). Συγκίνηση σωματική, εμπειρική, αναγνωστική, διανοητική, αισθησιακή, πνευματική, ατομική, συλλογική. Eίναι αυτονόητο, βέβαια, ότι όλα αυτά τα βιώματα δεν μπορούν να μεταφέρονται αυτούσια και μηχανικά στο έργο τέχνης. O αναγνώστης όταν διαβάζει ένα έργο, πρέπει να έχει μιαν ηδονική εμπειρία κυρίως μέσω της επαφής με την κειμενική του υπόσταση. Eννοώ, ότι το ποίημα πρέπει να έχει, ως κείμενο, την αυτάρκειά του, όσο καταλυτικό και αν ήταν το βίωμα που το προκάλεσε. Όσο έντονα βιωματικός και αν είναι ένας ποιητής, αν είναι συνειδητός τεχνίτης του λόγου, τότε θεωρεί απαραίτητη συνθήκη την κατχύρωση της κειμενικής αυτονομίας των ποιημάτων του. Διασφαλίζοντας έτσι ότι ο αναγνώστης θα έχει μια δική του προσωπική ηδονή από τη σχέση του με το κείμενο. Hδονή ανάλογη ενδεχομένως με την ηδονή (ή την οδύνη) της εμπειρίας συγγραφής του κειμένου, μα πάντως ανεξάρτητης από τα αισθήματα που είχε βιώσει ο δημιουργός πριν από (ή και κατά) τη διαδικασία της συγγραφής του ποιήματος.

3
O ποιητής, όσο και αν πατά στην πραγματικότητα (και πρέπει να πατά, από αυτήν αντλεί τα πάντα), θα πρέπει ταυτόχρονα «ν' ανυψώνεται κατακόρυφα» (καθώς μας το δίδαξε ο Σολωμός). Bέβαια, η έννοια της «ανύψωσης» (που όντως είναι το παν για την τέχνη της ποίησης από την εποχή του Λογγίνου), δεν μπορεί να γίνει συνταγή για κοινή χρήση από τον καθένα. O κάθε νέος ποιητής οφείλει να επιδιώκει, με τα δικά του μέσα να φανεί «εις μικρόν», έστω, «γενναίος», όπως το είπε ο Kαβάφης. Oφείλει να ανακαλύψει τί είναι γι' αυτόν, για το έργο του, η εμπειρία και η λειτουργία της «ανύψωσης». Πώς ο ίδιος, με τον δικό του, τον κατάδικό του τρόπο, θα κατορθώσει να ανυψωθεί πάνω από τη μιζέρια της ρουτίνας και της καθημερινότητας (περιλαμβάνω σε αυτή και τις συνθήκες του βολέματος κάποτε μέσα σε μιαν καθ' όλα ασφαλή συγγραφική εμπειρία). Γιατί, αν επιτύχει αυτή την ανύψωση, τότε θα περιχαρακώσει στο έργο του, πέρα από τις συγκινήσεις και τα βιώματά του, πέρα από το πάθος και την ένταση, τον φόβο και τον πανικό, θα περιχαρακώσει και το «θαύμα». Εκείνη την οριακή κατάσταση που, εφόσον επιτευχθεί, κατοχυρώνει το γνήσιο έργο τέχνης.
Mε την έννοια του θαύματος δεν εννοώ εδώ υποχρεωτικά το μεγάλο «θαύμα», ή το με θεολογική έννοια «θαύμα» και σίγουρα όχι το με θεολογική έννοια «θαύμα» Eννοώ το μικρό καθημερινό «θαύμα». Tο αίσθημα ότι έχει συμβεί κάτι το οποίο σε έχει αναστατώσει ή σε έχει ξεβολέψει από τη γλυκειά ρουτίνα της καθημερινότητας (περιλαμβάνω εδώ και τη συγγραφική ρουτίνα). Kαι ούτε περιορίζω την έννοια του «θαύματος», σε αυτό που συχνά θεματοποιείται σε μεγάλες και φιλόδοξες ποιητικές συνθέσεις. Kάθε γνήσιο έργο τέχνης προϋποθέτει ή εμπεριέχει την έννοια του «θαύματος», ανεξαρτήτως από το μέγεθος ή τη φιλοδοξία του δημιουργού. Έτσι, την έννοια του «θαύματος», όπως την ορίζω εδώ, δεν χρειάζεται να την αναζητήσει κανείς μόνο σε έργα όπως για παράδειγμα το Άξιον Eστί του Eλύτη ή το ...Kύπρον ου μ' εθέσπισεν... του Σεφέρη. Mπορεί να την ανιχνεύσει και σ' ένα μικρό ποίημα του Aσλάνογλου, για παράδειγμα, του Kαββαδία, ή του Γιώργη Παυλόπουλου. Kάθε δηλαδή γνήσιο ποίημα (μικρό ή μεγάλο) περιέχει αυτή την αίσθηση της λειτουργίας ενός μικρού θαύματος, περιέχει την έννοια της “ανύψωσης”, όπως την περιέγραψα εδώ.

4
H βάση μέσω της οποίας αντιλαμβάνεται ο ποιητής και κατανοεί το χώρο που τον περιβάλλει, είναι το ανθρώπινο σώμα του. Tο σώμα, ως ύλη, μορφή, στάση απέναντι στον κόσμο. Tο σώμα πρώτα κι ύστερα η σκέψη, η διάνοια, η νόηση. Στην τέχνη της ποίησης αυτό είναι κάτι παραπάνω από αξίωμα. Tο ανθρώπινο σώμα μου και η συγκεκριμένη μορφή μου, είναι η πρωτογενής πηγή, η βάση από την οποία ελέγχονται όλα τα σχήματα και αισθήματα, οι διαστάσεις και το μέγεθος, το μέτρο και η κλίμακα που συναρτά τις αισθήσεις και τα αισθήματά μου προς τον έξω κόσμο. Έτσι, η σχέση μου με το «άλλο», είτε είναι ανθρώπινη μορφή, είτε άψυχα αντικείμενα και σχήματα (φυσικά, είτε φτιαγμένα από την επιστήμη ή την τέχνη του ανθρώπου), είναι σχέση κατ' αρχήν σωματική. Eπομένως και η ποίησή μου είναι, εν πολλοίς, υπόθεση σωματική. Φυσικά, σε κάποιο στάδιο αντίληψης και επεξεργασίας αυτών των σωματικών αντιδράσεων, εντυπώσεων και αισθήσεων, υπεισέρχεται αποφασιστικά και η νόηση, ο κριτικός νους, αλλά και το αίσθημα. Όπως, βέβαια, αποφασιστικός παράγοντας είναι και η καλή πίστη που πρέπει να έχει ο ποιητής στον τρόπο που προσεγγίζει και απολαμβάνει, γεύεται και αφομοιώνει αλλότριες εμπειρίες, ξένες αντιδράσεις, τις μορφές και τα έργα των άλλων.


5
H ποίηση φτιάχνεται από λέξεις, συντάγματα λέξεων και φράσεων και από σημεία στίξεως. Aυτό είναι το υλικό της: έντεχνα στοιχισμένες αράδες από λέξεις, φράσεις και παύσεις που δίνουν μιαν αρμονία, ακόμη και όταν πρόθεση του ποιητή είναι να υπονομεύσει μια παλαιότερη αντίληψη για την έννοια της αρμονίας. Ποίηση που είναι κατασκευασμένη από ιδέες και πεποιθήσεις, ρητορικές εικόνες, κυρήγματα και συμπεράσματα δεν είναι άξια του ονόματός της. Γιατί δεν είναι «άδολη» λειτουργία, αλλά προγραμματισμένη (για να μην πω εντεταλμένη) αποστολή ―κι ο ποιητής δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ούτε μηχάνημα που κατασκευάζει ωραιολογικά ποιήματα, αλλά ούτε και ιεραπόστολος ούτε προφήτης. O ποιητής είναι ένα πολύ προσγειωμένο ανθρώπινο πλάσμα με βασανισμένη σκέψη και αναλωμένο σώμα σε λογής ηδονικές καταχρήσεις. Mε πολύ δυνατά πάθη, έντονες συγκινήσεις και με αυστηρούς κώδικες ηθικής ως προς την καλλιτεχνική του εργασία και ως προς τις αρχές του. Aυτή η αυστηρότητα, πρωτίστως με τον εαυτό του, είναι που τον δείχνει καμιά φορά στα μάτια των άλλων στριφνό ή στριμμένο, δύσκολο, εμπαθή, μανιακό, φιλέρημο. Aυτό φυσικά το τόσο γήινο άτομο «ανυψώνεται», καθώς είπαμε, μέσα στο έργο του. Mέσα στα κείμενά του είναι που κατορθώνεται εκείνη η λυρική ανύψωση που εξαγνίζει και εξαγιάζει το περιβάλλον (στο οποίο κινείται), τις εμπειρίες (τις οποίες βιώνει), τα αισθήματα (που τον κυριαρχούν). O χώρος του ποιητικού κειμένου, είναι ο μόνος πραγματικός χώρος του ποιητή.

6
H τέχνη δεν είναι το μέσο για να διαφύγει ο ποιητής από την πραγματικότητα. Tρόπος για να διαστρέψει την πραγματικότητα, ναι. Tρόπος για να βιώσει δυνατά, έστω και ανάστροφα, πηγαίνοντας «πάνω νερά» όπως το υπέδειξε ο Σεφέρης ή «κόντρα στο καιρό», όπως το τραγούδησαν οι Xαΐνηδες, ναι. Όχι όμως για να αποφύγει την πραγματικότητα. Γιατί από αυτήν αρμέγει, από εκεί αρδεύεται η ποιητική του ενδοχώρα. H τέχνη επιβάλλει, βέβαια, έναν ιδιόμορφο, προσωπικό τρόπο βίου, όχι αποκομμένου από την πραγματική εμπειρία ζωής, αλλά μέσω αισθαντικών, πρωτόγνωρων, δυνατών εμπειριών, που μπορούν να υπάρξουν μόνον όταν βίος και τέχνη γίνονται το ίδιο και το αυτό. Όταν το ένα εφάπτεται στο άλλο καθολικά. Oπότε ούτε διάσταση, ούτε προδοσία υπάρχει από το ένα στο άλλο. H ποιητική τέχνη υποχρεώνει τον ποιητή σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής. Kαι ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής, επιβάλλει μια συγκεκριμένη ποιητική στάση.

7
Yπάρχει ένας κώδικας ηθικής μέσα στη διεφθαρμένη, για τη συμβατική ηθική, ζωή του καλλιτέχνη εν γένει ή ειδικότερα του ποιητή. Άλλωστε, η ζωή ενός πραγματικού δημιουργού, όπως και κάθε γνήσιο έργο τέχνης, δεν μπορεί παρά να υπονομεύει τη διαφθορά που περικλείνει ο δήθεν ηθικός βίος της οργανωμένης υποκρισίας, της θρησκοληψίας, της πατριδοκαπηλείας και της σκηνοθετημένης σεμνότητας, που είναι σεμνοτυφία, της νόμιμης απάτης, της κρατικής βίας και της εξουσίας των λογής θεματοφυλάκων της κατεστημένης ηθικής. Mιλώ φυσικά για την εντιμότητα του τεχνίτη που είναι πραγματικά δοσμένος στο έργο που δημιουργεί. Oπότε, ό,τι και αν είναι ο ίδιος στα μάτια και τα μέτρα της συμβατικής ηθικής (ακόμη και ανήθικος ή διεφθαρμένος, για να το πω έτσι προκλητικά), δεν παύει η ζωή του να είναι έντιμη, δεν παύει ο βίος του να είναι αδιάφθορος, εφόσον υπηρετεί με τιμιότητα την τέχνη του.
πηγή:[Α' δημοσίευση, περ. Ύλαντρον, τχ 6-7 (Χριστούγεννα 2005) 84-88.
Τυπώθηκε και σε πλακέτα, εκδόσεις Ύλαντρον, Λευκωσία, 2006

At last - a beach book with a heart

The Island
by Victoria Hislop

It takes a brave writer to set her first novel on a Greek island, to populate it with an assortment of eccentric characters and follow the turbulent love lives of the women. All this against a backdrop of the Second World War. Brave because one might imagine that Louis de Bernières's Captain Corelli's Mandolin had already cornered the market in quirky Mediterranean love stories.

Victoria Hislop, however, has found a very different island, off Crete, for her first book. It is called Spinalonga and it is where lepers were banished to die.

Her story begins in London with Alexis Fielding, a self-assured young woman compelled to discover more about her Cretan mother's past, a past she is mysteriously unwilling to discuss. Her journey takes her back to Crete and to an old family friend who narrates Alexis's family history through three tumultuous generations.

The backbone of her tale is the relationship between two very different sisters: vibrant Anna who is as ambitious as she is beautiful, and Maria, obedient, sensible and faithful. While it might seem as though we've seen these types many times before, along with the loyal but dull husband, the lover who turns out to be a cad, the lovelorn widower who all also appear in the book, The Island fascinates when it shifts to Spinalonga.

Leprosy may be the world's oldest known disease, but it is also one of its most misunderstood. To the fishermen and their families on Crete who can see the leper colony, the first symptom - dry, numb patches on the skin - is to be dreaded. Leprosy, they imagine, is highly contagious. It means a slow and agonising path to death, cast out by loved ones and forced to live out your days with an incurable illness.

The revelation is that, in Hislop's imagination, Spinalonga is more civilised than many aspects of the mainland. There are deaths, but there are marriages, too. These are people imprisoned behind fortressed walls but they have rights and freedoms that gradually come to heal.

In many respects, despite its meticulous research into Cretan culture, Hislop has written a beach novel predictably packed with family sagas, doomed love affairs, devastating secrets. However, she also forces us to reflect on illness, both the nasty, narrow-mindedness of the healthy and the spirit of survival in the so-called 'unclean'. Her message seems as relevant today as it would have been a century ago. Same prejudice, different disease.

Τι απεγιναν οι αριστουχοι πανελλαδικων εξετασεων

"The Island"

Victoria Hislop's first novel "The Island" is an international bestseller. It was selceted for the Richard and Judy Summer Read, and won Victoria the "Newcomer of the Year" Award at the Galaxy British Book Awards 2007. It has been translated into more than a dozen languages.

The Island by Victoria Hislop

http://www.illiterarty.com/reviews/book-review-island-victoria-hislop

A story about the loves, lives and losses of four generations of Greeks; from the fishing village Plaka to London; and the devastating effect of the island off the coast of Plaka: Spinalonga.
The story

Alexis Fielding, a Londoner, is holidaying on Crete and is in a turmoil of indecisiveness. She has knows there are deep dark family secrets on the side of her mother, Sophia, who came from Crete but has always refused to mention anything about her past. She also doesn’t think she loves her long-term boyfriend, Ed, but she doesn’t really understand love and passion. So she is astounded when her mother agrees that she should visit Sophia’s home town, and some of her friends, to finally discover the secrets in her mother’s past.

Alexis leaves Ed sulking in Hania while she makes the long journey to the tiny fishing village of Plaka; her mother’s home town. She is surprised to find that just out to sea from Plaka sits Spinalonga—once the enforced colony for all of Crete’s lepers. Alexis seeks out Fontini, the woman to whom her mother has entrusted with telling their family history. Alexis not only discovers her deep connection to Plaka, but also her equally deep connection to Spinalonga. As Fontini’s tale unfolds, Alexis is drawn into the story of her family, and the passionate loves, hates, and lives of the villagers. And of course, their silent neighbours across the water.
The style

Victoria Hislop has tried to create a four generation family saga, as is the popular and done thing in some circles. She’s got the correct elements in play; secrets, lies, betrayal, deceit, scandal, love, leprosy (okay, maybe leprosy isn’t an essential element of the genre, but you get the drift). She has the exotic setting (for all those non-Creteans out there). She has a cast of characters who are flung across the spectrum from saintly to evil. She even has the obligatory war-disrupts-lives vibe. It’s all there. I have read some really amazing examples of the genre that have absolutely blown me away and The Island, unfortunately, is not going to be added to that list. It left me luke-warm, at best. And the worst part is that it had so much promise!

The Island is divided into four parts, and the whole thing is told from the third person limited perspective. Part one, in the present, is mainly told with Alexis. Part two and three make up the bulk of the story, and flick back to the past. This bit of the story is being told by Fontini, but obviously for ease of telling it is told third person narrative from various points of view, although mainly that of Maria, Sophia’s aunt. The fourth and final part is back to the present with Alexis and Sophia.
συνέχεια http://www.illiterarty.com/reviews/book-review-island-victoria-hislop

23 Αυγούστου 2010

Η γοητεία της βιβλιομανίας

Ο μαγικός κόσμος του γραπτού λόγου, οι γοητευτικοί λαβύρινθοι των αναγνωστηρίων και το μέλλον του βιβλίου στην εποχή της ηλεκτρονικής επανάστασης
Ι. Ν. ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ | Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

«Ητο βιβλιοθήκη. Υψηλά έπιπλα εκ μελαίνης παλισάνδρας, πεποικιλμένης διά χαλκού, εβάσταζον επί των μεγάλων ραφίδων των πολυάριθμα βιβλία ομοιομόρφως δεδεμένα. Ηκολούθουν την περιστροφήν της αιθούσης και απέληγον εις το κατώτερον μέρος των επί ευρέων ανακλίντρων,επεστρωμένων διά δέρματος καστανοχρόου και αναπαυτικοτάτων.Ελαφρά κινητά αναλόγια,μακρυνόμενα ή πλησιαζόμενα κατά βούλησιν,επέτρεπον να τίθεται επ΄ αυτών το προς ανάγνωσιν βιβλίον.Εις το κέντρον υψούτο πλατεία τράπεζα, κεκαλυμμένη υπό φυλλαδίων και τινων εφημερίδων παλαιών ήδη». Ποιος δεν θα ήθελε να έχει μια τέτοια βιβλιοθήκη σαν αυτή του πλοιάρχου Νέμο με την οποία ζούσε Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν (Ιούλιος Βερν, μετάφραση Αλεξάνδρου Σκαλίδου, εκδόσεις Θ. Λιβέριος, 1894).

Δεν ξέρουμε αν η σωστή βιβλιοθήκη «αποτελείται από έναν ακαθόριστο και ίσως άπειρο αριθμό εξαγωνικών στοών, με τεράστιους αεραγωγούς στη μέση», όπως περιγράφει στη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ ο Μπόρχες την ιδανική βιβλιοθήκη, αλλά μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του ότι «η βιβλιοθήκη είναι το Σύμπαν» ή τουλάχιστον για κάποιους είναι πραγματικά το σύμπαν που τους περιέχει. Εναν ύμνο σε αυτές τις βιβλιοθήκες αποτελεί το μικρό βιβλιαράκι της Αγρας με κείμενα συγγραφέων που μιλούν για ιδανικές βιβλιοθήκες. Μπορεί να βρίσκονται σε πλοία όπως πάνω στον Μεγάλο Ανατολικό, να θυμίζουν ευτυχισμένες φυλακές όπως αισθάνεται η ηρωίδα του Jaques Roubaud στο Η ωραία Ορτάνς, να είναι πλούσιες σε βιβλία και να σε δυσκολεύουν να τα τακτοποιήσεις, οπότε πρέπει να ακολουθήσεις τις συμβουλές ενός Ζορζ Περέκ ή ενός Ουμπέρτο Εκο.

Οι συλλέκτες βιβλίων
[Το εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Εσκοριάλ στην Ισπανία ]
Το εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Εσκοριάλ στην Ισπανία
Οι βιβλιοθήκες δεν είναι ανάγκη να βρίσκονται μέσα σε υψηλά κτίρια, επαύλεις, πλοία ή υποβρύχια. Τα βιβλία μπορεί να είναι μέσα στα μυαλά των ανθρώπων και να επιζούν μεταδιδόμενα από γενιά σε γενιά, όπως στο περίφημο Φαρενάιτ 451 του Ray Βradbury, όπου σε ένα μελλοντικό καθεστώς απαγόρευσης των βιβλίων μια παράνομη οργάνωση είχε δημιουργηθεί, με τα μέλη της να αποστηθίζουν κεφάλαια από βιβλία. Πολύ ωραία θέτει ένας ήρωας τον στόχο μιας βιβλιοθήκης: «Δεν μπορείς να κάμεις τον κόσμο να ακούσει (τα βιβλία ακούγονταν τότε,δεν διαβάζονταν).Πρέπει να έρθουν σε μας από μόνοι τους, όταν φτάσει η ώρα να αναρωτηθούν τι έγινε και ο κόσμος έχει εκραγεί κάτω από τα πόδια τους».

Οι βιβλιοθήκες δεν είναι φετίχ, είναι ένας τρόπος μετάδοσης του πολιτισμού και των γνώσεων. Αυτό ισχύει γενικά αλλά για κάποιους άλλους, συλλέκτες και παθιασμένους βιβλιόφιλους, τα βιβλία είναι το ελιξίριο της ζωής και η συλλογή τους ένα κίνητρο για να ζουν. Στο δεύτερο βιβλίο των εκδόσεων Αγρα του Jacques Βonnet με τίτλο Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα εξιστορούνται τα προβλήματα των ιδιοκτητών τεράστιων βιβλιοθηκών. Οι βιβλιομανείς χωρίζονται σε αυτούς που συλλέγουν οτιδήποτε σε βιβλίο (τους συσσωρεύοντες) και τους ειδικούς. Οι τελευταίοι μαζεύουν σπάνια βιβλία, ειδικά ή κάποιας κατηγορίας που τους ενδιαφέρει απόλυτα. Ολοι έχουν το ίδιο πρόβλημα: πώς να ταξινομήσει κάποιος ένα σωρό από δεκάδες χιλιάδες βιβλία; Αλφαβητικά, γεωγραφικά, κατά χρώματα, κατά ημερομηνία απόκτησης, κατά ημερομηνία έκδοσης, κατά μεγέθη, είδη, λογοτεχνικές περιόδους, αναγνωστικές προτεραιότητες του ιδιοκτήτη, γλώσσες, βιβλιοδεσίες ή εκδοτικές σειρές; Ο συγγραφέας συμφωνεί με την άποψη του Ζ. Περέκ ότι ο καθένας χρησιμοποιεί τέτοιους μεικτούς τρόπους ταξινόμησης που να τον βολεύει. Ο συγγραφέας, τέλος, προσπαθεί να απαντήσει και σε σειρά άλλων ερωτήσεων, όπως το πώς διαβάζει κάποιος όλους αυτούς τους τίτλους, ο ρόλος των λεξικών ή των λευκωμάτων κ.ά.

Το βιβλίο στο μέλλον
Το τελευταίο βιβλίο ασχολείται με το μέλλον του βιβλίου. Στη συλλογική μελέτη με τίτλο Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν τον τρόπο με τον οποίο θα προσλαμβάνουμε το βιβλίο στο άμεσο μέλλον. Στην εισαγωγή του ο Γιώργος Δαρδανός, ο οποίος επιμελήθηκε το βιβλίο, θυμάται την εποχή που η στοιχειοθεσία γινόταν στο χέρι και οι τυπογράφοι ενημερώθηκαν ότι θα έρθουν οι πρώτες λινοτυπικές μηχανές. Το Σωματείο των Τυπογράφων κατέβασε τα μέλη του στον Πειραιά για να μην εκτελωνίσει ο εισαγωγέας Μπουτόπουλος τις πρώτες τέτοιες μηχανές. Οι μηχανές ήρθαν και από τότε ήρθαν ένα σωρό άλλες αλλαγές. Το βιβλίο όμως εξακολούθησε να υπάρχει. Στον συλλογικό αυτόν τόμο δεν έχουν όλοι οι γράφοντες την ίδια θέση. Κάποιοι πιστεύουν ότι η εγκυρότητα και η πιστότητα των βιβλίων δεν μπορούν να βρεθούν στον όγκο των πληροφοριών του Διαδικτύου, άλλοι πιστεύουν ότι δύσκολα θα απαλλαγούμε από το άρωμα του τυπωμένου βιβλίου και, τέλος, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι πρόκειται για μια φυσιολογική εξέλιξη για την οποία πρέπει να προετοιμαστούμε. Στη συλλογή αυτή αξίζει να προσεχτεί το Παράρτημα που παρέχει διάφορα στοιχεία όπως ο γαλλικός νόμος για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και πολλά δημοσιεύματα στον ελληνικό και ξένο Τύπο.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=348598&dt=14/08/2010#ixzz0xSoTr5iX

Δημητρης Μπουραντας: "Η ποιοτικη λογοτεχνια ειναι αδυναμη να επηρεασει την κυριαρχη κουλτουρα"

πηγή:P
Δ.Μπουραντάς: "Η ποιοτική λογοτεχνία είναι αδύναμη να επηρεάσει την κυρίαρχη κουλτούρα"

Συντάκτης: Ειρήνη Σπυριδάκη
Κυριακή, 11 Ιούλιος 2010 13:53

Από μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα στα πανεπιστημιακά έδρανα, και από τη συγγραφή πλήθους επιστημονικών βιβλίων που αφορούν στη διοίκηση επιχειρήσεων και το μάρκετινγκ, ο Δημήτρης Μπουραντάς εισέρχεται στο χώρο της λογοτεχνίας, συστήνοντας στους αναγνώστες το μυθιστόρημα «Όλα σου τα’ μαθα, μα ξέχασα μια λέξη», το οποίο σημείωσε πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα εμπορική επιτυχία. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο Πανεπιστημιακός δάσκαλος και συγγραφέας αναλύει τους λόγους που τον ώθησαν στη λογοτεχνική έκφραση, σκιαγραφεί τα μελανά σημεία της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, και αναπτύσσει τη θεωρία του για τη χρησιμότητα των αλλαγών στη ζωή και την ελευθερία της επιλογής των ανθρώπων. Ο κ. Μπουραντάς αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στη δύναμη και τις παγίδες του διαδικτύου, καθώς και στην αποστολή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

- Έχετε συγγράψει πλήθος βιβλίων για τη διοίκηση επιχειρήσεων και το μάνατζμεντ. Τι ήταν εκείνο που σας ώθησε να γράψετε ένα λογοτεχνικό βιβλίο και πώς οι γνώσεις σας από τον επιστημονικό χώρο παρεισέφρησαν σε αυτό;

Πιστεύω ότι η αποστολή μου, ως καθηγητής, δεν είναι να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο ή σε στελέχη και να συμβουλεύω επιχειρήσεις. Αυτά είναι η δουλειά μου για την οποία πληρώνομαι. Αποστολή και κοινωνική μου ευθύνη είναι να συμβάλλω στην οικονομική και κοινωνική ευημερία και πρόοδο, διαδίδοντας γνώσεις, έννοιες, αξίες και αρχές από την επιστήμη που υπηρετώ. Η ιδέα να γράψω αυτό το βιβλίο δεν ήταν έμπνευση αλλά υποχρέωση που πηγάζει από αυτή την αίσθηση αποστολής και κοινωνικής ευθύνης. Αποφάσισα να γράψω μυθιστόρημα και όχι δοκίμιο, διότι μέσα από τις ιστορίες και τους μύθους, έννοιες, αξίες και γνώσεις γίνονται πιο χειροπιαστές, κατανοητές ίσως και αποδέκτες, αφού ταυτόχρονα απευθύνονται στο μυαλό, τη ψυχή και την καρδιά των ανθρώπων.

- Στο βιβλίο σας «Όλα σου τα ’μαθα, μα ξέχασα μια λέξη» αναλύετε τη θεωρία σας για την ύπαρξη δύο Ελλάδων. Πόσο αισιόδοξος είστε σήμερα για την βιωσιμότητα της μικρής φερέλπιδος Ελλάδας, σε αντιπαράθεση με τη μεγάλη Ελλάδα που οπισθοδρομεί;

Είναι αλήθεια ότι στο βιβλίο περιγράφω ουσιαστικά τα αίτια που οδήγησαν στην οικονομική και πολιτική χρεοκοπία την πατρίδα μας, δηλαδή, την κυριαρχία της διαπλοκής, της διαφθοράς, της ανευθυνότητας του ατομισμού, της αναξιοκρατίας, της αρπαχτής, της απερίσκεπτης κατανάλωσης, του ωχαδερφισμού, της μιζέριας, ταυτόχρονα με τη «μικρή» Ελλάδα της δημιουργίας, της εντιμότητας, της ανταγωνιστικότητας, της υγιούς επιχειρηματικότητας και της υπευθυνότητας. Παρότι το κατεστημένο πολιτικό σύστημα που είναι υπεύθυνο για την «μεγάλη» Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει και χαροπαλεύει, δεν είμαι αισιόδοξος για την ανατροπή του, αφού αυτό απαιτεί πρωτοβουλίες από ανθρώπους της «μικρής» Ελλάδας, πράγμα που εκτιμώ ότι είναι πολύ δύσκολο. Δεν αποκλείεται όμως να υπάρξουν πολίτες της «μικρής» Ελλάδας που θα συναντηθούν, θα ανασυστηθούν και κοιταχθούν στα μάτια, θα ξαναονειρευτούν και να επιχειρήσουν ένα νέο ξεκίνημα. Πιστεύω ότι έχουμε ακόμη δυνατότητες να ξαναονειρευτούμε και να κάνουμε το όνειρο της «μικρής» Ελλάδας πραγματικότητα, μετατρέποντάς την σε μεγάλη Ελλάδα. Για παράδειγμα, πήραμε να ιδρύσουμε το Κύκλο των Χαμένων Αξιών που αναφέρεται στο βιβλίο, με σκοπό να συμβάλλουμε στην αναγέννηση του πολιτικού πολιτισμού (http://e-cli.blogspot.com).

- Το μυθιστόρημά σας διαπνέεται από την ανάγκη να προσαρμοζόμαστε στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της εποχής. Ποιο ρόλο πιστεύετε ότι διαδραματίζουν οι αλλαγές στη ζωή μας και κατά πόσον οι άνθρωποι είναι προετοιμασμένοι να προσαρμοστούν σε αυτές;

Κάθε αλλαγή δεν είναι πρόοδος. Για παράδειγμα, οι Έλληνες δεν έπρεπε να χάσουμε τις αξίες μας, τη διατροφή μας, την όμορφη φύση μας και άλλα. Όμως πρόοδος χωρίς αλλαγή δεν μπορεί να υπάρξει, ούτε σε επίπεδο ατόμου, ούτε σε επίπεδο ομάδας, οργανισμού ή κοινωνίας. Δυστυχώς, υπάρχει το παράδοξο που λέει «η αλλαγή μας είναι αναγκαία κι όμως αντιστεκόμαστε». Αυτό συμβαίνει διότι τα παλιά παπούτσια μας είναι πιο βολικά από τα καινούργια και δεν μας αρέσει να ξεβολευόμαστε, υπάρχει φόβος απέναντι στην αβεβαιότητα της αλλαγής, εφησυχάζουμε και αδρανούμε. Το χειρότερο είναι ότι κάποια στιγμή αναγκαζόμαστε ν’ αλλάξουμε, αλλά τότε είναι αργά. Γι’ αυτό πιστεύω στο «άλλαξε πριν αναγκασθείς ν’ αλλάξεις».

- Πιστεύετε στην ελευθερία της βούλησης των ανθρώπων ή θεωρείτε ότι ενίοτε είναι απαραίτητη η καθοδήγηση στη ζωή μας, γεγονός που επαληθεύεται από το παράδειγμα της μυθιστορηματικής ηρωίδας σας, της Άννας;

Πιστεύω στην ελευθερία της επιλογής. Αυτό όμως απαιτεί να συλλογιέται κανείς ελεύθερα και σωστά. Η ορθότητα και η ελευθερία των επιλογών μας αυξάνει όταν έχουμε περισσότερες γνώσεις, πληροφορίες, εμπειρίες, εναλλακτικές. Συνεπώς, αν η καθοδήγηση δεν είναι διαταγή ή επιταγή αλλά ενημέρωση, γνώσεις και συμβουλές, τότε ενισχύει την ελευθερία των επιλογών μας.

- Σκιαγραφείτε με μοναδικό τρόπο την ηγετική φυσιογνωμία του Νίκου στο βιβλίο σας. Ποια είναι, κατά την προσωπική σας άποψη, τα βασικά συστατικά που συνθέτουν το χαρακτήρα ενός ηγέτη;

Ο Ηγέτης είναι αυτός που εμπνέει μέσω οράματος και αξιών, μιλά στο μυαλό, την καρδιά και ψυχή των ανθρώπων, τους ασκεί επιρροή (όχι δύναμη ή εξουσία) και τους κάνει και τον ακολουθούν εθελοντικά και πρόθυμα στην ατομική ή συλλογική πρόοδο και το κοινό καλό. Η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από ταπεινότητα, ακεραιότητα, μη ανεκτικότητα σε ανέντιμες συμπεριφορές και μετριότητα στις επιδόσεις των συνεργατών του. Ο ηγέτης θέλει και μπορεί να οδηγεί τους ανθρώπους σε εξαιρετικά αποτελέσματα για το κοινό καλό. Ο ηγέτης αισθάνεται υπηρέτης της ομάδας και επιδιώκει να ικανοποιεί τις ανάγκες του με νόημα και αυτοπραγμάτωση μέσω της συνεισφοράς του στο κοινό καλό και τη συνεχή πρόοδο. Ασφαλώς διαθέτει αυτοπεποίθηση, απόθεμα ψυχικής αντοχής, κουράγιο, τσαγανό, αξίες, ικανότητες, συναισθηματική και κυρίως υπαρξιακή νοημοσύνη.

- Ποιες διαφορές εντοπίζετε στην επαφή με τους φοιτητές σας στα πανεπιστημιακά έδρανα και στην επικοινωνία σας με το αναγνωστικό κοινό στις παρουσιάσεις του μυθιστορήματός σας;

Νομίζω καμία. Οι άνθρωποι σέβονται και είναι θετικοί στη διδασκαλία, αρκεί ο δάσκαλος να κερδίσει το σεβασμό και την εμπιστοσύνη τους, να μπορεί να επικοινωνεί με ένα κατανοητό λόγο, να νοιάζεται γι’ αυτούς και να προσπαθεί με ειλικρίνεια και εντιμότητα να τους δίνει τον καλύτερο του εαυτό.

- Το μυθιστόρημά σας χαρακτηρίστηκε best seller, σημειώνοντας με την κυκλοφορία του υψηλό αριθμό πωλήσεων. Έχετε εντοπίσει τα στοιχεία εκείνα που κατέστησαν το μυθιστόρημά σας ευπώλητο;

Πράγματι, η απήχηση του κόσμου στο βιβλίο μου είναι εντυπωσιακή ποσοτικά και ποιοτικά. Από τις εκατοντάδες παρουσιάσεις που έχω κάνει σ’ όλη την Ελλάδα και τα χιλιάδες emails που έχω πάρει, πιστεύω ότι αυτό που συγκίνησε στο βιβλίο μου ήταν, η αυθεντικότητα, η ειλικρίνεια, οι έννοιες, οι αρχές, οι αξίες και οι γνώσεις που βοηθάνε τον αναγνώστη να σκεφθεί, να γίνει παρατηρητής του εαυτού του, να κάνει την ενδοσκόπηση του, να στοχασθεί και τελικά να μάθει.

- Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι η οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα μας θα επηρεάσει την αναγνωσιμότητα των βιβλίων;

Την έχει ήδη επηρεάσει αρνητικά από ό, τι γνωρίζω. Εύχομαι να μη δούμε χειρότερα, αλλά το φοβάμαι.

- Διατηρείτε προσωπικό ιστολόγιο, όπου αναδημοσιεύετε άρθρα και συνεντεύξεις σας. Πώς αντικρίζετε τη συνεισφορά του διαδικτύου, ως εργαλείου διεύρυνσης των ορίων της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων;

Αποτελεί εργαλείο με τεράστια δύναμη. Ως τέτοιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί επικά ή αρνητικά. Όπως παντού και σ’ αυτό χρειάζονται κανόνες. Για παράδειγμα, δεν πιστεύω ότι βοηθά η ανωνυμία. Πάντως έχετε απόλυτο δίκιο ότι διευρύνει τα όρια επικοινωνίας των ανθρώπων κι αυτό είναι θετικό αν δεν υποκαθιστά την προσωπική επαφή που είναι αναντικατάστατη.

- Ποια είναι τα οφέλη που πιστεύετε ότι η λογοτεχνία παρέχει στο σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος αντιμετωπίζει μια σειρά από αδιέξοδα;

Η λογοτεχνία σήμερα, σε γενικές γραμμές, έχει επακολουθήσει τη δυναμική της εμπορευματοποίησης, του lifestyle και της κατανάλωσης. Αλλά ακόμη και η ποιοτική λογοτεχνία που θέλει να συμβάλλει σ’ ένα καλύτερο πολιτισμό είναι εσωστρεφής και αδύναμη να επηρεάσει την κυρίαρχη κουλτούρα. Πιστεύω ότι πρέπει να δούμε την αποστολή (raison d’ etre) και την απήχηση της λογοτεχνίας από την αρχή θέτοντας τα σωστά ερωτήματα.

The art of slow reading


Is it time to slow our reading down?
Photograph: Steve Caplin

If you're reading this article in print, chances are you'll only get through half of what I've written. And if you're reading this online, you might not even finish a fifth. At least, those are the two verdicts from a pair of recent research projects – respectively, the Poynter Institute's Eyetrack survey, and analysis by Jakob Nielsen – which both suggest that many of us no longer have the concentration to read articles through to their conclusion.

The problem doesn't just stop there: academics report that we are becoming less attentive book-readers, too. Bath Spa University lecturer Greg Garrard recently revealed that he has had to shorten his students' reading list, while Keith Thomas, an Oxford historian, has written that he is bemused by junior colleagues who analyse sources with a search engine, instead of reading them in their entirety.

So are we getting stupider? Is that what this is about? Sort of. According to The Shallows, a new book by technology sage Nicholas Carr, our hyperactive online habits are damaging the mental faculties we need to process and understand lengthy textual information. Round-the-clock news feeds leave us hyperlinking from one article to the next – without necessarily engaging fully with any of the content; our reading is frequently interrupted by the ping of the latest email; and we are now absorbing short bursts of words on Twitter and Facebook more regularly than longer texts.

Which all means that although, because of the internet, we have become very good at collecting a wide range of factual titbits, we are also gradually forgetting how to sit back, contemplate, and relate all these facts to each other. And so, as Carr writes, "we're losing our ability to strike a balance between those two very different states of mind. Mentally, we're in perpetual locomotion".

Still reading? You're probably in a dwindling minority. But no matter: a literary revolution is at hand. First we had slow food, then slow travel. Now, those campaigns are joined by a slow-reading movement – a disparate bunch of academics and intellectuals who want us to take our time while reading, and re-reading. They ask us to switch off our computers every so often and rediscover both the joy of personal engagement with physical texts, and the ability to process them fully.

"If you want the deep experience of a book, if you want to internalise it, to mix an author's ideas with your own and make it a more personal experience, you have to read it slowly," says Ottawa-based John Miedema, author of Slow Reading (2009).

But Lancelot R Fletcher, the first present-day author to popularise the term "slow reading", disagrees. He argues that slow reading is not so much about unleashing the reader's creativity, as uncovering the author's. "My intention was to counter postmodernism, to encourage the discovery of authorial content," the American expat explains from his holiday in the Caucasus mountains in eastern Europe. "I told my students to believe that the text was written by God – if you can't understand something written in the text, it's your fault, not the author's."

And while Fletcher used the term initially as an academic tool, slow reading has since become a more wide-ranging concept. Miedema writes on his website that slow reading, like slow food, is now, at root, a localist idea which can help connect a reader to his neighbourhood. "Slow reading," writes Miedema, "is a community event restoring connections between ideas and people. The continuity of relationships through reading is experienced when we borrow books from friends; when we read long stories to our kids until they fall asleep." Meanwhile, though the movement began in academia, Tracy Seeley, an English professor at the University of San Francisco, and the author of a blog about slow reading, feels strongly that slow reading shouldn't "just be the province of the intellectuals. Careful and slow reading, and deep attention, is a challenge for all of us."

So the movement's not a particularly cohesive one – as Malcolm Jones wrote in a recent Newsweek article, "there's no letterhead, no board of directors, and, horrors, no central website" – and nor is it a new idea: as early as 1623, the first edition of Shakespeare's folio encouraged us to read the playwright "again and again"; in 1887, Friedrich Nietzsche described himself as a "teacher of slow reading"; and, back in the 20s and 30s, dons such as IA Richards popularised close textual analysis within academic circles.

But what's clear is that our era's technological diarrhoea is bringing more and more slow readers to the fore. Keith Thomas, the Oxford history professor, is one such reader. He doesn't see himself as part of a wider slow community, but has nevertheless recently written – in the London Review of Books – about his bewilderment at the hasty reading techniques in contemporary academia. "I don't think using a search engine to find certain key words in a text is a substitute for reading it properly," he says. "You don't get a proper sense of the work, or understand its context. And there's no serendipity – half the things I've found in my research have come when I've luckily stumbled across something I wasn't expecting."

Some academics vehemently disagree, however. One literature professor, Pierre Bayard, notoriously wrote a book about how readers can form valid opinions about texts they have only skimmed – or even not read at all. "It's possible to have a passionate conversation about a book that one has not read, including, perhaps especially, with someone else who has not read it," he says in How to Talk About Books that You Haven't Read (2007), before suggesting that such bluffing is even "at the heart of a creative process".

Slow readers, obviously, are at loggerheads with Bayard. Seeley says that you might be able to engage "in a basic conversation if you have only read a book's summary, but for the kinds of reading I want my students to do, the words matter. The physical shape of sentences matter."

Nicholas Carr's book elaborates further. "The words of the writer," suggests Carr, "act as a catalyst in the mind of the reader, inspiring new insights, associations, and perceptions, sometimes even epiphanies." And, perhaps even more significantly, it is only through slow reading that great literature can be cultivated in the future. As Carr writes, "the very existence of the attentive, critical reader provides the spur for the writer's work. It gives the author the confidence to explore new forms of expression, to blaze difficult and demanding paths of thought, to venture into uncharted and sometimes hazardous territory."

What's more, Seeley argues, Bayard's literary bluffing merely obscures a bigger problem: the erosion of our powers of concentration, as highlighted by Carr's book. Seeley notes that after a conversation with some of her students, she discovered that "most can't concentrate on reading a text for more than 30 seconds or a minute at a time. We're being trained away from slow reading by new technology." But unlike Bath Spa's Greg Garrard, she does not want to cut down on the amount of reading she sets her classes. "It's my responsibility to challenge my students," says Seeley. "I don't just want to throw in the towel."

Seeley finds an unlikely ally in Henry Hitchings, who – as the author of the rather confusingly named How to Really Talk About Books You Haven't Read (2008) – could initially be mistaken as a follower of Bayard. "My book on the subject notwithstanding," says Hitchings, "I'm no fan of bluffing and blagging. My book was really a covert statement to the effect that reading matters. It's supposed to encourage would-be bluffers to go beyond mere bluffing, though it does this under the cover of arming them for literary combat."

But Hitchings also feels that clear-cut distinctions between slow and fast reading are slightly idealistic. "In short, the fast-slow polarity – or antithesis, if you prefer – strikes me as false. We all have several guises as readers. If I am reading – to pick an obvious example – James Joyce, slow reading feels appropriate. If I'm reading the instruction manual for a new washing machine, it doesn't."

Hitchings does agree that the internet is part of the problem. "It accustoms us to new ways of reading and looking and consuming," Hitchings says, "and it fragments our attention span in a way that's not ideal if you want to read, for instance, Clarissa." He also argues that "the real issue with the internet may be that it erodes, slowly, one's sense of self, one's capacity for the kind of pleasure in isolation that reading has, since printed books became common, been standard".

What's to be done, then? All the slow readers I spoke to realise that total rejection of the web is extremely unrealistic, but many felt that temporary isolation from technology was the answer. Tracy Seeley's students, for example, have advocated turning their computer off for one day a week. But, given the pace at which most of us live, do we even have time? Garrard seems to think so: "I'm no luddite – I'm on my iPhone right now, having just checked my email – but I regularly carve out reading holidays in the middle of my week: four or five hours with the internet disconnected."

Meanwhile, Jakob Nielsen – the internet guru behind some of the statistics at the beginning of this article – thinks the iPad might just be the answer: "It's pleasant and fun, and doesn't remind people of work." But though John Miedema thinks iPads and Kindles are "a good halfway house, particularly if you're on the road", the author reveals that, for the true slow reader, there's simply no substitute for particular aspects of the paper book: "The binding of a book captures an experience or idea at a particular space and time." And even the act of storing a book is a pleasure for Miedema. "When the reading is complete, you place it with satisfaction on your bookshelf," he says.

Personally, I'm not sure I could ever go offline for long. Even while writing this article I was flicking constantly between sites, skimming too often, absorbing too little; internet reading has become too ingrained in my daily life for me to change. I read essays and articles not in hard copy but as PDFs, and I'm more comfortable churning through lots of news features from several outlets than just a few from a single print source. I suspect that many readers are in a similar position.

But if, like me, you just occasionally want to read more slowly, help is at hand. You can download a computer application called Freedom, which allows you to read in peace by cutting off your internet connection. Or if you want to remove adverts and other distractions from your screen, you could always download offline reader Instapaper for your iPhone. If you're still reading, that is.

http://www.guardian.co.uk/books/2010/jul/15/slow-reading

Το «αργο διαβασμα» γινεται κινημα

Μετά τα «slow food» και «slow travel» αναπτύσσεται μια εκστρατεία για αργή ανάγνωση, που τείνει να εκλείψει εξαιτίας του Ιντερνετ

The Guardian

Αν διαβάζετε αυτό το άρθρο τυπωμένο στο χαρτί, το πιο πιθανό είναι να φτάσετε κάπου στη μέση όσων έχω γράψει. Αν το διαβάζετε στο Διαδίκτυο, το πιο πιθανό είναι να φτάσετε μόνο στο ένα πέμπτο. Αυτή, τουλάχιστον, είναι η ετυμηγορία δύο πρόσφατων μελετών -της έκθεσης Eyetrack του Ινστιτούτου Poynter και της ανάλυσης του Τζέικομπ Νίλσεν- που αμφότερες υποστηρίζουν ότι πολλοί από μας δεν διαθέτουμε πια την ικανότητα συγκέντρωσης για να διαβάσουμε άρθρα μέχρι το τέλος τους.

Το πρόβλημα δεν σταματάει εδώ: πανεπιστημιακοί αναφέρουν ότι έχουμε γίνει, επίσης, λιγότερο προσεκτικοί αναγνώστες βιβλίων. Ο λέκτορας του Πανεπιστημίου του Μπαθ, Γκρεγκ Γκάραρντ, αποκάλυψε πρόσφατα ότι αναγκάστηκε να μικρύνει τη λίστα βιβλίων που αναθέτει στους φοιτητές του να διαβάσουν, ενώ ο Κιθ Τόμας, ιστορικός στην Οξφόρδη, έγραψε ότι έχει απορήσει με νέους συναδέλφους του, οι οποίοι αναλύουν τις πηγές τους με μια ψηφιακή «μηχανή αναζήτησης» αντί να διαβάσουν τα έργα στο σύνολό τους.

Το Διαδίκτυο βλάπτει

Γινόμαστε λοιπόν λιγότερο έξυπνοι; Περί αυτού πρόκειται; Πιθανόν. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται στο «The Shallows» («Τα ρηχά»), το νέο βιβλίο του γκουρού της τεχνολογίας Νίκολας Καρ, η υπερδραστηριότητά μας στο Διαδίκτυο βλάπτει τις διανοητικές ικανότητες που χρειαζόμαστε για να επεξεργαστούμε και να κατανοήσουμε απαιτητικά κείμενα. Η ολοήμερη τροφοδότηση με ειδήσεις μάς κάνει να πηδάμε από το ένα άρθρο στο άλλο, χωρίς αναγκαστικά να εμβαθύνουμε σε οποιοδήποτε περιεχόμενο. Το διάβασμά μας διακόπτεται συχνά από το ηχητικό σήμα του τελευταίου email. Και απορροφούμε τώρα μικρές σειρές λέξεων στο Twitter και το Facebook πολύ πιο συχνά απ' ό, τι μεγαλύτερα κείμενα.

Ολα αυτά σημαίνουν ότι, αν και, εξαιτίας του Ιντερνετ, έχουμε γίνει πολύ καλοί στο να συλλέγουμε ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών, ταυτόχρονα ξεχνάμε βαθμιαία πώς να σταθούμε, να συλλογιστούμε και να συσχετίσουμε όλα αυτά τα στοιχεία μεταξύ τους. Ετσι, όπως παρατηρεί ο Καρ, «χάνουμε την ικανότητά μας να εξισορροπούμε αυτές τις δύο διανοητικές λειτουργίες».

Μειονότητα

Διαβάζετε ακόμη; Πιθανόν να ανήκετε σε μια μικρή μειονότητα. Δεν έχει σημασία, όμως: έχει αρχίσει μια φιλολογική επανάσταση. Πρώτα είχαμε την επανάσταση του αργού φαγητού, μετά του αργού ταξιδιού. Τώρα, στις εκστρατείες αυτές προστέθηκε το κίνημα του αργού διαβάσματος - μια ετερογενής ομάδα πανεπιστημιακών και διανοουμένων που θέλουν να μας πείσουν να μη βιαζόμαστε όταν διαβάζουμε και να μην αποφεύγουμε να ξαναδιαβάζουμε. Μας ζητούν να σβήνουμε όσο συχνότερα γίνεται το κομπιούτερ και να ανακαλύψουμε και πάλι τόσο τη χαρά της προσωπικής επαφής με «υλικά» κείμενα, όσο και την ικανότητα να τα επεξεργαζόμαστε πλήρως.

Δεν αφορά μόνο τους διανοούμενους

«Αν θέλεις να έχεις τη βαθιά εμπειρία ενός βιβλίου, αν θέλεις να το εσωτερικεύσεις, να αναμείξεις τις ιδέες ενός συγγραφέα με τις δικές σου, πρέπει να το διαβάσεις αργά», λέει ο JohMiedema, ο Καναδός συγγραφέας του «Slow Reading» (2009). Ωστόσο, ο Λάνσελοτ Φλέτσερ, ο πρώτος συγγραφέας που διέδωσε τον όρο «αργό διάβασμα», διαφωνεί. Υποστηρίζει ότι το αργό διάβασμα δεν έχει τόσο να κάνει με το ξεδίπλωμα της δημιουργικότητας του αναγνώστη όσο με την ανακάλυψη της δημιουργικότητας του συγγραφέα. «Πρόθεσή μου ήταν να αντικρούσω τον μεταμοντερνισμό, να ενθαρρύνω την ανακάλυψη του συγγραφικού περιεχομένου», λέει ο Αμερικανός συγγραφέας που βρίσκεται τώρα σ' ένα ορεινό θέρετρο της ανατολικής Ευρώπης. «Λέω στους φοιτητές μου να σκεφτούν ότι το κείμενο το έγραψε ο Θεός. Αν δεν μπορούν να καταλάβουν κάτι, φταίνε αυτοί και όχι ο συγγραφέας».

Και ενώ ο Φλέτσερ χρησιμοποίησε αρχικά τον όρο σαν ακαδημαϊκό εργαλείο, το αργό διάβασμα έχει γίνει έκτοτε πολύ ευρύτερης εμβέλειας αντίληψη. Ο Miedema γράφει στην ιστοσελίδα του ότι το αργό διάβασμα, όπως και το αργό φαγητό, είναι κατά βάθος μια τοπικιστική ιδέα που μπορεί να βοηθήσει να συνδεθεί ο αναγνώστης με τη γειτονιά του. «Το αργό διάβασμα», γράφει, «είναι ένα κοινοτικό γεγονός που αποκαθιστά τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και στις ιδέες. Η διατήρηση των σχέσεων μέσα από το διάβασμα βιώνεται όταν δανειζόμαστε βιβλία από φίλους, όταν διαβάζουμε ιστορίες στα παιδιά μας μέχρι να κοιμηθούν».

Πρόκληση

Εν τω μεταξύ, παρότι το κίνημα ξεκίνησε στους πανεπιστημιακούς κύκλους, η Τρέισι Σίλεϊ, καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και συγγραφέας ενός μπλογκ για το αργό διάβασμα, είναι πεπεισμένη ότι το αργό διάβασμα «δεν αφορά μόνο τους διανοούμενους. Το προσεκτικό και αργό διάβασμα είναι μια πρόκληση για όλους μας». Το κίνημα, λοιπόν, δεν είναι ιδιαίτερα συνεκτικό -όπως έγραψε ο Μάλκολμ Τζόουνς σ' ένα άρθρο στο Newsweek, «δεν υπάρχει έμβλημα, ούτε κεντρικό συμβούλιο ούτε, δόξα τω Θεώ, κεντρική ιστοσελίδα» -, άλλωστε δεν είναι καν καινούργια ιδέα: ήδη από το 1623, η πρώτη έκδοση έργων του Σαίξπηρ παρακινούσε τους αναγνώστες να διαβάσουν τον συγγραφέα «ξανά και ξανά», ενώ το 1887, ο Φρειδερίκος Νίτσε περιέγραφε τον εαυτό του ως «δάσκαλο της αργής ανάγνωσης».

Εκείνο όμως που σαφώς συμβαίνει είναι ότι η εποχή μας της τεχνολογικής διάρροιας φέρνει όλο και περισσότερους αργούς αναγνώστες στο προσκήνιο. Οπως έγραψε ο Κιθ Τόμας στο LondoReview of Books, «η χρησιμοποίηση μηχανών αναζήτησης για να βρει κανείς λέξεις-κλειδιά μέσα σ' ένα κείμενο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κανονικό διάβασμα. Δεν αποκτάς ουσιαστική αντίληψη του κειμένου ούτε καταλαβαίνεις το περιεχόμενό του. Και δεν υπάρχει αυτόματος τρόπος να ανακαλύπτεις θησαυρούς - τα μισά πράγματα που έχω βρει στην έρευνά μου τα συνάντησα τυχαία καθώς έψαχνα για κάτι άλλο».

Ο Πιερ Μπαγιάρ άναψε «φωτιές» με ένα βιβλίο

Ορισμένοι λόγιοι, πάντως, διαφωνούν. Ενας καθηγητής Λογοτεχνίας, ο Πιερ Μπαγιάρ, προκάλεσε αίσθηση όταν έγραψε ένα βιβλίο για το πώς οι αναγνώστες μπορούν να διαμορφώσουν αξιόπιστη γνώμη για έργα που απλώς έχουν ξεφυλλίσει ή δεν έχουν καν διαβάσει ποτέ. «Εχεις τη δυνατότητα να συζητήσεις παθιασμένα για ένα βιβλίο που δεν έχεις διαβάσει, ακόμα και (κατά προτίμηση) με κάποιον που επίσης δεν το έχει διαβάσει», λέει στο «Πώς να μιλάτε για βιβλία που δεν έχετε διαβάσει» (2007), προσθέτοντας ότι αυτού του είδους η μπλόφα βρίσκεται μάλιστα «στο κέντρο της δημιουργικής διαδικασίας».

Οι αργοί αναγνώστες είναι στα μαχαίρια με τον Μπαγιάρ. Η Τρέισι Σίλεϊ λέει ότι «πιθανόν να μπορείς να κάνεις μια στοιχειώδη συζήτηση για ένα βιβλίο αν έχεις διαβάσει μόνο μια περίληψή του, αλλά όσον αφορά το διάβασμα που θέλω να κάνουν οι φοιτητές μου, οι λέξεις έχουν σημασία. Το συγκεκριμένο σχήμα των προτάσεων έχει σημασία». (εκδ. Πατάκης)
πηγή:http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_48_22/08/2010_411922