Με αφορμή το θάνατο του Εμμ. Κριαρά αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη που είχε δώσει πριν ένα χρόνο στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ"
«Το ξέρω καλά. Οι περισσότεροι – ειδικά κάποιοι νεόκοποι από τις τηλεοράσεις που έρχονται να με δουν, να μου ζητήσουν "δηλώσεις", δεν είναι γιατί γνωρίζουν και εκτιμούν το έργο και την προσωπικότητά μου. Είναι η ηλικία μου που τους κάνει εντύπωση. Δεν επεπόθησα ξέρετε τόσο μακρύ βίο... Έγινε. Δεν θέλω πια άλλο να ζήσω. Η χαρά μου (η αγαπημένη μου σύζυγος) έφυγε. Ο έρωτας– τον οποίο η ύπαρξή της και μόνο μου ενέπνεε, ο έρωτας για τη ζωή, τη δημιουργία και την εργασία, για τη δημιουργία, δεν υπάρχει πια. Οπότε, σας ευχαριστώ για τις ευχές και τα δώρα αλλά... είναι πλέον περιττά. Και η εποχή μας δεν το θέλει το περιττό..».
Αυτά ανέφερε, μεταξύ πολλών άλλων, στη συνέντευξή του την Πέμπτη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Βίκυ Χαρισοπούλου, ο Εμμανουήλ Κριαράς, με αφορμή τα 107α γενέθλιά του: Ο διακεκριμένος φιλόλογος και ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1906 (15 Νοεμβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε τότε) στον Πειραιά.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς ζει πάντα στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οδού Αγγελάκη, ανάμεσα σε βιβλία, χαρτιά, στυλό, λεξικά, φωτογραφίες (κυρίως της συζύγου του), μερικές παλιές πολυθρόνες, μια κλειστή (πάντα) τηλεόραση, λίγες εφημερίδες – «δεν αγοράζω πια τέσσερις την ημέρα, τις μείωσα... δεν έχουν πια ειδήσεις» λέει μάλλον απογοητευμένος.
Τα γενέθλιά του που τιμώνται πάντα από τους φίλους και συνεργάτες του – ή έστω όσους απ' αυτούς απέμειναν εν ζωή – «θα είναι κάτι λιτό. Απλώς θα μαζευτούμε να φάμε μαζί. Η εποχή δεν επιτρέπει πλέον τα περιττά...».
«Δεν ήλπιζα τόσο μακρά ζωή... Θυμάμαι, ξέρετε, τον κομήτη του Χάλεϊ, την εμφάνιση του Βενιζέλου, παρέστην – μικρό παιδί – σε ένοπλο συλλαλητήριο στην Κρήτη...».
«Δεν θέλω πλέον να ζω. Θέλω να διατηρήσω την αισιοδοξία μου αλλά δεν μου το επιτρέπουν τα "πράγματα" όπως έχουν καταστεί. Και σε κοινωνικό και σε προσωπικό επίπεδο. Κοινωνικά, μ' αυτή την κατάπτωση την οικονομική, αλλά όχι μόνο. Είναι πολιτικό το πρόβλημα και βεβαίως και πρόβλημα παιδείας. Ο Έλληνας έχει τον... ηρωισμό να θαυμάζει το αρχαίους– χωρίς, όμως, να τους γνωρίζει, ούτε να τους καταλαβαίνει. Έτσι, γιατί τον βολεύουν... Παράλληλα, φροντίζει για τον διορισμό του "ανάξιου" συνήθως παιδιού του σε βάρος του άξιου παιδιού του διπλανού, ο οποίος δεν έχει τις ίδιες... γνωριμίες, φροντίζει να δουλεύει όσο το δυνατό λιγότερο, να πάει αργότερα και να φεύγει νωρίτερα από τη δουλειά του, να βάζει στην τσέπη του ό,τι και όσο μπορεί ο καθένας– όχι μόνο οι πολιτικοί- απ' αυτά που δεν του ανήκουν, να μισεί και να υπονομεύει τον "άλλο", να...».
Δηλαδή, «μαζί τα φάγαμε»;
«Ενέχει μια μεγάλη αλήθεια αυτή η ρήση. Υπό την έννοια της νοοτροπίας που έχει επικρατήσει. Λείπει η εθνική αλληλεγγύη και επικρατεί - ακόμα και σήμερα εν μέσω αυτής της ανθρωποφονικής κρίσης - το ατομικό συμφέρον». Για να διαβάσετε τη συνέχεια του άρθρου πατήστε εδώ
«Το ξέρω καλά. Οι περισσότεροι – ειδικά κάποιοι νεόκοποι από τις τηλεοράσεις που έρχονται να με δουν, να μου ζητήσουν "δηλώσεις", δεν είναι γιατί γνωρίζουν και εκτιμούν το έργο και την προσωπικότητά μου. Είναι η ηλικία μου που τους κάνει εντύπωση. Δεν επεπόθησα ξέρετε τόσο μακρύ βίο... Έγινε. Δεν θέλω πια άλλο να ζήσω. Η χαρά μου (η αγαπημένη μου σύζυγος) έφυγε. Ο έρωτας– τον οποίο η ύπαρξή της και μόνο μου ενέπνεε, ο έρωτας για τη ζωή, τη δημιουργία και την εργασία, για τη δημιουργία, δεν υπάρχει πια. Οπότε, σας ευχαριστώ για τις ευχές και τα δώρα αλλά... είναι πλέον περιττά. Και η εποχή μας δεν το θέλει το περιττό..».
Αυτά ανέφερε, μεταξύ πολλών άλλων, στη συνέντευξή του την Πέμπτη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Βίκυ Χαρισοπούλου, ο Εμμανουήλ Κριαράς, με αφορμή τα 107α γενέθλιά του: Ο διακεκριμένος φιλόλογος και ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1906 (15 Νοεμβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε τότε) στον Πειραιά.
Ο Εμμανουήλ Κριαράς ζει πάντα στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οδού Αγγελάκη, ανάμεσα σε βιβλία, χαρτιά, στυλό, λεξικά, φωτογραφίες (κυρίως της συζύγου του), μερικές παλιές πολυθρόνες, μια κλειστή (πάντα) τηλεόραση, λίγες εφημερίδες – «δεν αγοράζω πια τέσσερις την ημέρα, τις μείωσα... δεν έχουν πια ειδήσεις» λέει μάλλον απογοητευμένος.
Τα γενέθλιά του που τιμώνται πάντα από τους φίλους και συνεργάτες του – ή έστω όσους απ' αυτούς απέμειναν εν ζωή – «θα είναι κάτι λιτό. Απλώς θα μαζευτούμε να φάμε μαζί. Η εποχή δεν επιτρέπει πλέον τα περιττά...».
«Δεν ήλπιζα τόσο μακρά ζωή... Θυμάμαι, ξέρετε, τον κομήτη του Χάλεϊ, την εμφάνιση του Βενιζέλου, παρέστην – μικρό παιδί – σε ένοπλο συλλαλητήριο στην Κρήτη...».
«Δεν θέλω πλέον να ζω. Θέλω να διατηρήσω την αισιοδοξία μου αλλά δεν μου το επιτρέπουν τα "πράγματα" όπως έχουν καταστεί. Και σε κοινωνικό και σε προσωπικό επίπεδο. Κοινωνικά, μ' αυτή την κατάπτωση την οικονομική, αλλά όχι μόνο. Είναι πολιτικό το πρόβλημα και βεβαίως και πρόβλημα παιδείας. Ο Έλληνας έχει τον... ηρωισμό να θαυμάζει το αρχαίους– χωρίς, όμως, να τους γνωρίζει, ούτε να τους καταλαβαίνει. Έτσι, γιατί τον βολεύουν... Παράλληλα, φροντίζει για τον διορισμό του "ανάξιου" συνήθως παιδιού του σε βάρος του άξιου παιδιού του διπλανού, ο οποίος δεν έχει τις ίδιες... γνωριμίες, φροντίζει να δουλεύει όσο το δυνατό λιγότερο, να πάει αργότερα και να φεύγει νωρίτερα από τη δουλειά του, να βάζει στην τσέπη του ό,τι και όσο μπορεί ο καθένας– όχι μόνο οι πολιτικοί- απ' αυτά που δεν του ανήκουν, να μισεί και να υπονομεύει τον "άλλο", να...».
Δηλαδή, «μαζί τα φάγαμε»;
«Ενέχει μια μεγάλη αλήθεια αυτή η ρήση. Υπό την έννοια της νοοτροπίας που έχει επικρατήσει. Λείπει η εθνική αλληλεγγύη και επικρατεί - ακόμα και σήμερα εν μέσω αυτής της ανθρωποφονικής κρίσης - το ατομικό συμφέρον». Για να διαβάσετε τη συνέχεια του άρθρου πατήστε εδώ