Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σύγχρονη λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σύγχρονη λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

5 Απριλίου 2011

Πανελλήνια έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς του ΕΚΕΒΙ


Πανελλήνια έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς του ΕΚΕΒΙ
Το «Βήμα της Κυριακής», πρώτη προτίμηση των αναγνωστών από τις κυριακάτικες εφημερίδες
Πανελλήνια έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς του ΕΚΕΒΙ
Από αριστερά: Κατρίν Βελισσάρη, Τάκης Θεοδωρόπουλος



Δουλεύουμε περισσότερο και διαβάζουμε λιγότερο, όμως ευτυχώς ο σκληρός πυρήνας των συστηματικών αναγνωστών που διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία τον χρόνο παραμένει σταθερός. Η ελληνική και η ξένη λογοτεχνία πρωταγωνιστούν στις αναγνωστικές επιλογές, με τις γυναίκες να είναι οι πιο συστηματικές αναγνώστριες. Ορατά τα πρώτα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης: αν και το βιβλίο αντιστέκεται, αυξάνονται οι αναγνώστες που δανείζονται βιβλία από φίλους ή από βιβλιοθήκες. Η Λένα Μαντά και η Βικτόρια Χίσλοπ εισβάλλουν στην πρώτη εξάδα των πιο επιδραστικών συγγραφέων μαζί με τον Καζαντζάκη και τον Ντοστογέφσκι.

Αυτά είναι μερικά από τα αποτελέσματα της Γ΄ Πανελλήνιας Έρευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών που διενήργησε η Metron Analysis για λογαριασμό του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, την οποία παρουσίασαν τη Δευτέρα ο πρόεδρος του ΕΚΕΒΙ Τάκης Θεοδωρόπουλος, η διευθύντρια του ΕΚΕΒΙ Κατρίν Βελισσάρη, ο διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis Στράτος Φαναράς και ο Σωκράτης Καμπουρόπουλος, ειδικός σύμβουλος του ΕΚΕΒΙ, υπεύθυνος για την παρακολούθηση της έρευνας.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.502 ατόμων άνω των 15 ετών σε όλη τη χώρα, από τα μέσα Νοεμβρίου ως τα μέσα Δεκεμβρίου του 2010. Δίνει αποτελέσματα σε γενικές γραμμές θετικά για την άνοδο της αναγνωσιμότητας, ενώ αποτυπώνει και τους πρώτους τριγμούς στην οικονομία του βιβλίου λόγω της κρίσης.

Αισιόδοξα νέα τα καλά ποσοστά των αναγνωστών
Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά αναγνωσιμότητας, σταθερό παραμένει και στις τρεις έρευνες αναγνωσιμότητας του ΕΚΕΒΙ (οι προηγούμενες έγιναν το 1999 και το 2004) το ποσοστό των αναγνωστών που διαβάζουν περισσότερα από δέκα βιβλία τον χρόνο. Σε 780.000 αναγνώστες (έναντι 700.000 το 1999), μεταφράζεται το ποσοστό 8,1% . Επόμενη καλή είδηση η αύξηση του ποσοστού των «ασθενέστερων» αναγνωστών, εκείνων δηλαδή που διαβάζουν από 1-9 βιβλία τον χρόνο, που φτάνει στην παρούσα έρευνα το 34,2% του πληθυσμού (έναντι 25,4% το 2004 και 29,3% το 1999).

Τι είναι εκείνο που αποτρέπει από την ανάγνωση βιβλίων; Η αύξηση του χρόνου εργασίας, που έφτασε το 2010 τις 45,4 ώρες την εβδομάδα.

Ποιοι και τι διαβάζουν
Όπως και στις προηγούμενες έρευνες, προκύπτει ότι οι γυναίκες είναι εκείνες που διαβάζουν περισσότερο με ποσοστά που αυξάνονται καθώς προχωρούμε από τους συστηματικούς στους ολοένα και ασθενέστερους αναγνώστες.
Στο σύνολό τους οι αναγνώστες διαβάζουν περισσότερο ελληνική και ξένη λογοτεχνία, και ακολουθούν η ιστορία, η ψυχολογία και η θρησκεία. Ιστορία, φιλοσοφία, πολιτικό βιβλίο και κοινωνικές επιστήμες ελκύουν περισσότερους άνδρες από γυναίκες αναγνώστες.

Οσο για τους συγγραφείς που τους επηρεάζουν περισσότερο, τον Νίκο Καζαντζάκη δηλώνουν στο σύνολό τους ως πιο επιδραστικό συγγραφέα οι αναγνώστες. Ο Ντοστογέφκσι, ο Καβάφης, ο Λουντέμης, κλασικοί συγγραφείς και νεανικά αναγνώσματα, στις πρώτες προτιμήσεις ανενεώνονται με την παρουσία της Λένας Μαντά και της Βικτόριας Χίσλοπ.
Οι εφημερίδες είναι και σε αυτήν την έρευνα τα αναγνώσματα που συγκεντρώνουν τις περισσότερες προτιμήσεις (28%), με πρώτο στις προτιμήσεις τους από τα κυριακάτικα φύλλα το «Βήμα της Κυριακής». Το βιβλίο ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής έχοντας κερδίσει έδαφος (27%). Στην τρίτη θέση βρίσκονται τα περιοδικά, με τα γυναικεία να έρχονται πρώτα στις προτιμήσεις.

Βιβλίο και τηλεόραση έχουν αντίστροφη σχέση, σε ευθεία σχέση βρίσκεται όμως το βιβλίο με άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως ο κινηματογράφος, το θέατρο, οι συναυλίες, τα ταξίδια.

Πόσα πληρώνουν, από πού τα προμηθεύονται, πώς πληροφορούνται
Οι συστάσεις από στόμα σε στόμα παραμένουν ο βασικότερος τρόπος ενημέρωσης. Εχει αυξηθεί όμως η απήχηση του διαδικτύου σε σχέση με το 2004 ενώ έχει μειωθεί ο ρόλος των κριτικών και των διαφημίσεων στον Τύπο.
Σε ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία αλλά και σε αλυσίδες βιβλιοπωλείων ξοδεύουν 11,6 ευρώ τον μήνα κατά άτομο οι αναγνώστες (19,9 ευρώ οι συστηματικοί).

Πολιτισμός, βιβλίο και κρίση
Η οικονομική κρίση αντανακλάται σε αρκετά από τα ευρήματα της έρευνας: αυξάνεται ο δανεισμός βιβλίων από φίλους και συγγενείς και από τις βιβλιοθήκες, καθώς τα αντίστοιχα ποσοστά έχουν αυξηθεί την τελευταία δεκαετία, μειώνεται ο μέσος όρος των αναγνωσμένων βιβλίων (5,6 βιβλία το 2010, έναντι 7 βιβλίων το 1999), ενώ, σε ό,τι αφορά τις πολιτιστικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν οι αναγνώστες, παρατηρείται μείωση της συμμετοχής σε δραστηριότητες του λεγόμενου «υψηλού» πολιτιστικού προφίλ (όπερα και συναυλίες κλασικής μουσικής, παρουσιάσεις βιβλίων, επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους).
πηγή:http://www.tovima.gr

20 Μαρτίου 2011

Είσαι γυναίκα συγγραφέας; Τόσο το καλύτερο!

Λογοτεχνία απαιτήσεων, δύσκολα θέματα και πολλές πρωτοεμφανιζόμενες συγγραφείς περιλαμβάνει η ευρεία λίστα των 20 μυθιστοριογράφων στην οποία κατέληξε η επιτροπή του λογοτεχνικού βραβείου Orange.

Επτά Βρετανίδες, έξι αμερικανίδες, μία Ιρλανδή, μία Σουδανή, μία Καναδή, μία Ινδή και μία Νιγηριανή, μία συγγραφέας από τη Σιέρα Λεόνε και μία σερβοαμερικανή είναι οι συγγραφείς που έργα τους θα εξετάσει η επιτροπή του βραβείου Orange εφέτος. Ανάμεσά τους η Εμμα Ντόναχιου με το μυθιστόρημά της Το δωμάτιο, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, η Τζένιφερ Ιγκαν με το A Visit from the Goon Squad, η οποία πριν από λίγες μέρες έλαβε και το βραβείο του Κύκλου των Αμερικανών Κριτικών, και η Νικόλ Κράους με το Great House.

Το Orange Prize for Fiction βραβεύει μυθιστορήματα γυναικών συγγραφέων κάθε εθνικότητας που έχουν γραφεί στα αγγλικά και έχουν εκδοθεί στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι από τους πιο σημαντικούς λογοτεχνικούς θεσμούς στη Βρετανία και απονέμεται από το 1996, με σκοπό να βραβεύσει την υπεροχή και την πρωτοτυπία και να καταστήσει προσβάσιμα κείμενα γυναικών από όλον τον κόσμο.

Η νικήτρια θα ανακοινωθεί στις 8 Ιουνίου και θα λάβει μαζί με την τιμητική διάκριση και επιταγή για το καθόλου ευκαταφρόνητο πόσο των 30.000 στερλινών.

Στο παρελθόν το βραβείο έχουν λάβει σημαντικές συγγραφείς, γνωστές και στην Ελλάδα, η Μπάρμπαρα Κινγκσλόβερ (2010), η Μάριλιν Ρόμπινσον (2009), η Ρόουζ Τριμέιν (2008), η Τσιμαμάντα Αντίτσι το 2007 για το Δακρυσμένος ήλιος (Ψυχογιός, 2008), η Ζέιντι Σμιθ το 2006 για το Στην ομορφιά που χάνεται (Ψυχογιός, 2007), η Λάιονελ Σράιβερ το 2005 για το Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν (Μεταίχμιο, 2010), η Αντρεα Λίβυ το 2004 για το Μικρό νησί (Μίνωας, 2005). Κι ακόμη η Ανν Πράτσετ, η Κέιτ Γκρένβιλ, η Λίντα Γκραντ, η Σούζαν Μπερν. Πρώτη βραβευθείσα το 1996 ήταν η Ελεν Ντάνμορ με το Ανάμεσα σε δύο κόσμους (Ψυχογιός, 1998).

«Οι συγγραφείς της ευρείας λίστας εφέτος καταπιάνονται με εντυπωσιακά δύσκολα θέματα: αιμομιξία, σαδιστική σκληρότητα, πολυγαμία, θάνατο παιδιού, ψυχικές ασθένειες», λέει η δημοσιογράφος Σουζάνα Ράιντ, μέλος της κριτικής επιτροπής, «στα έργα τους συναντάμε όμως και ευαισθησία, χιούμορ, ζεστασιά και χαρά».

Αυτά για να θυμηθούμε ότι ο όρος «γυναικεία λογοτεχνία» δεν περιορίζεται σε αυτό που υποτιμητικά αποκαλείται «ροζ λογοτεχνία». Τα παραδείγματα και από τη δική μας αξιόλογη γυναικεία πεζογραφική παραγωγή είναι πολλά.  
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=390253

3 Φεβρουαρίου 2011

«Περιθωριοποιούνται οι συγγραφείς που δεν γράφουν στα αγγλικά»

ΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ | Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011  [ 07:14 ]
Εκτύπωση Αποστολή με Email
Μικρό μέγεθος γραμματοσειράς Μεσαίο μέγεθος γραμματοσειράς Μεγάλο μέγεθος γραμματοσειράς
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark Προσθήκη στο Twitter
Ο Ορχάν Παμούκ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 11 Ιανουαρίου, σε διάλεξη που έδωσε στα… αγγλικά
Ο Ορχάν Παμούκ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 11 Ιανουαρίου, σε διάλεξη που έδωσε στα… αγγλικά
Αγνοούμε το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας διότι η λογοτεχνία που το περιγράφει δεν είναι γραμμένη στην αγγλική γλώσσα, παραπονέθηκε ο τούρκος νομπελίστας Οχράν Παμούκ κατά το Φεστιβάλ Βιβλίου της Τζαϊπούρ. Τόνισε ότι η βιβλιοπαραγωγή του δυτικού κόσμου κυριαρχεί στο λογοτεχνικό σύμπαν και ότι διαρκώς μειώνονται οι μεταφράσεις αλλόγλωσσων έργων στα αγγλικά.
«Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς που συμμετέχουν σε φεστιβάλ, όπως ετούτο της Τζαϊπούρ, γράφουν στα αγγλικά. Και μπορεί εδώ τα αγγλικά να είναι επίσημη γλώσσα, αλλά για κάποιους συγγραφείς αλλού, το ότι δεν γράφουν στα αγγλικά σημαίνει ότι το έργο τους σπάνια μεταφράζεται και δεν διαβάζεται ποτέ. Επομένως, μεγάλο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας περιθωριοποιείται», ήταν τα λόγια του, σύμφωνα με την εφημερίδα «Guardian».
Ο συγγραφέας Γουίλιαμ Νταλρίμπλ, διευθυντής του Φεστιβάλ της Τζαϊπούρ, συμφώνησε: «Δεν τίθεται θέμα ότι τα αγγλικά είναι μια γλώσσα που τείνει να κυριαρχήσει επάνω σε όλες τις άλλες» και χαρακτήρισε το γεγονός αυτό «μεγάλο πρόβλημα». Πρόσθεσε μάλιστα ότι ακόμη και έργα γραμμένα σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές γλώσσες συναντούν προβλήματα στην προσέγγιση του αγγλόφωνου κοινού. Αφενός οι Αγγλοι δεν διακρίνονται για τη δεκτικότητά τους απέναντι στις ξένες γλώσσες και αφετέρου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να πείσει κανείς τους αμερικανούς εκδότες να μεταφράσουν ένα έργο. «Από την άλλη», συνέχισε, «για να μάθει ο κόσμος ένα έργο και έναν συγγραφέα είναι απαραίτητο να μεταφραστεί στα αγγλικά. Ο μεγάλος συγγραφέας Σάνκαρ, που έγραψε στη γλώσσα μπενγκάλι, πούλησε περισσότερα από τρία εκατομμύρια βιβλία, αλλά ο κόσμος τον έμαθε αφότου μεταφράστηκε στα αγγλικά, παρ’ όλο που τυπώθηκαν μονάχα 3.000 αντίτυπα του μυθιστορήματός του».
Οι εκδότες δεν μπορούν να διαφωνήσουν. Ακόμη και ο βρετανός Κρίστοφερ Μακλίχοζ, ο οποίος εκδίδει πολλά μεταφρασμένα έργα και πρωτοεξέδωσε τα έργα του Σουηδού Στιγκ Λάρσον στη Μεγάλη Βρετανία, παραδέχτηκε ότι «Ο Παμούκ έχει απόλυτο δίκιο».

Ορχάν Παμούκ «Γράφω μυθιστορήματα επειδή ο Θεός δεν μου ψιθυρίζει ποίηση»

«Γράφω μυθιστορήματα επειδή ο Θεός δεν μου ψιθυρίζει ποίηση»

Ο τούρκος νομπελίστας συγγραφέας γέμισε την Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΕΚΟΣ | Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011
Εκτύπωση Αποστολή με Email
Μικρό μέγεθος γραμματοσειράς Μεσαίο μέγεθος γραμματοσειράς Μεγάλο μέγεθος γραμματοσειράς
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark Προσθήκη στο Twitter
Μιλώντας σε ένα κατάμεστο Μέγαρο ο Ορχάν Παμούκ παρουσιάστηκε απρόσμενα απολαυστικός και οικείος (Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ)
Μιλώντας σε ένα κατάμεστο Μέγαρο ο Ορχάν Παμούκ παρουσιάστηκε απρόσμενα απολαυστικός και οικείος (Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ)
O Ορχάν Παμούκ χάρισε πρώτα ένα πλατύ χαμόγελο και έπειτα καλησπέρισε στα ελληνικά. Διατρέχοντας με τα μάτια την κατάμεστη αίθουσα δήλωσε έκπληκτος «από τον πολύ κόσμο» και ύστερα τα στύλωσε προς τους εξώστες απολαμβάνοντας την παρουσία του ενθουσιώδους κοινού.

Η Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, χωρητικότητας περίπου 1.800 θέσεων, πλημμύρισε από αναγνώστες που έσπευσαν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Μegaron Ρlus να ακούσουν από τα χείλη του τούρκου νομπελίστα συγγραφέα τι συμβαίνει στο μυαλό ενός ανθρώπου όταν διαβάζει ένα μυθιστόρημα.

Ο Ορχάν Παμούκ μίλησε για την τέχνη του μυθιστορήματος από τη μεριά του συγγραφέα και του αναγνώστη, για την εμπειρία της ανάγνωσης, ενώ χαρακτήρισε τη λογοτεχνία το πολυτιμότερο αγαθό για να καταλάβουμε τον εαυτό μας και τους άλλους- πάντα με την πειθαρχία ενός επαγγελματία και με το πάθος ενός ανθρώπου απολύτως ικανοποιημένου με αυτό που κάνει.

«Το μυθιστόρημα είναι μια διαδικασία μετάλλαξης των λέξεων σε εικόνες μέσω μιας δημιουργικής φαντασίας» τόνισε ο Παμούκ μιλώντας, μαζί με τον συγγραφέα Τάκη Θεοδωρόπουλο , για το πόσα πράγματα γίνονται ταυτόχρονα ενώ διαβάζουμε. Διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα για να εντοπίσουμε ένα «κέντρο» που θα μας δώσει το βάθος για να κατανοήσουμε τη ζωή μας μέσω μια άλλης «φανταστικής» ζωής.

Το μυθιστόρημα, είπε, είναι μια ιδανική μορφή «οικουμενικής επικοινωνίας», που μπορεί να μας μάθει σε έναν ολοένα αντιφατικό αλλά και περίπλοκο κόσμο τη διαδικασία «να μπαίνουμε στη θέση του άλλου».
Μίλησε για το τι συμβαίνει όταν κλείνεται στο δωμάτιό του και γράφει, για τις χαρές που αντλεί από αυτό, αλλά και για μεγάλους ομοτέχνους του, ενώ εξήρε τις εικόνες στον Προυστ και το δράμα στον Ντοστογέφσκι. «Ο ρόλος του συγγραφέα δεν έχει αλλάξει.Νιώθω πως κάνω ό,τι έκανε ο Ντίκενς·μιλάω για τις ζωές των ανθρώπων και πειραματιζόμενος με αυτό ψυχαγωγώ τους αναγνώστες μου».
Ανέγνωσε επίσης στα αγγλικά αποσπάσματα για τη σχέση με την κόρη του από τα «Αλλα χρώματα» (εκδόσεις Ωκεανίδα) και δήλωσε ότι «τα εθνικά μας δράματα δεν πρέπει να επισκιάζουν την ανθρωπιά και τις μικρές ιστορίες μας».
Οπως συνηθίζει, απέφυγε να αναφερθεί στην πολιτική, σημειώνοντας ότι το μυθιστόρημα δεν είναι χώρος «για προπαγάνδα και ηθικές κρίσεις». Ηταν, με δυο λόγια, ένας Παμούκ απρόσμενα απολαυστικός και οικείος.

H ελληνική λογοτεχνία του 2005 και τα χαρακτηριστικά της Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=47&artid=170509&dt=31/12/2005#ixzz1Cukm3gNE

H ελληνική λογοτεχνία του 2005 και τα χαρακτηριστικά της

απολογισμοί

ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ | Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2005
Αποστολή με Email
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark
Σκίτσο από το «Book Review» της εφημερίδας «The New York Times»
Σκίτσο από το «Book Review» της εφημερίδας «The New York Times»
Το 2005 στάθηκε μια χρονιά ακόμη πλουσιότερη σε μυθιστορήματα, με αντίβαρο ένα ακόμη μεγαλύτερο λογοτεχνικό έλλειμμα. Θα λέγαμε πως ευδοκίμησε περαιτέρω η ελαφρά λογοτεχνία έναντι της σοβαρής, αν δεν διστάζαμε να χρησιμοποιήσουμε παρόμοιους επιθετικούς προσδιορισμούς, αυτονόητους για το θέατρο και τη μουσική, στην περίπτωση της λογοτεχνίας, καθώς μας φαίνονται κάπως αντιφατικοί. Ας όψεται εκείνος ο παθιασμένος ομηριστής Ιωάννης Πανταζίδης, που εισηγήθηκε τον όρο λογοτεχνία κατά το καλλιτεχνία και μάλιστα τον επέβαλε από τα έδρανα του Αθήνησι. Ενώ, σοφότερος ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, έχοντας επαφή με το εξωτερικό αλλά και με τη σύγχρονή του πεζογραφία, επέμενε στον πλέον ουδέτερο όρο γράμματα, αν μη τι άλλο και προς ευθυγράμμιση με τα λοιπά ευρωπαϊκά έθνη, τουλάχιστον τα λατινογενή. Οπως κι αν έχει, απομείναμε με τον όρο λογοτεχνία, που δηλώνεται ως τέχνη του λόγου, όπου, σήμερα πλέον, η πρώτη σημασία του όρου τέχνη δεν είναι η κατασκευαστική αλλά η αισθητική.
Οπότε, για τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, που οι συγγραφείς γράφουν σε εντατικούς ρυθμούς και οι εκδότες τυπώνουν σε ακόμη εντατικότερους, καταφεύγουμε αναγκαστικά στον σύνθετο όρο ελαφρά λογοτεχνία, ως ειδολογικό χαρακτηρισμό, ει δυνατόν χωρίς ποιοτικές συνδηλώσεις, μακράν της παραλογοτεχνίας. Τα αξιόλογα βιβλία αυτής της κατηγορίας συνιστούν ψυχωφελή αναγνώσματα, όχι μόνο χάρη στον πλούτο των πραγματολογικών τους στοιχείων αλλά και με βάση τους εποικοδομητικούς προβληματισμούς που γεννούν. Για να επιτευχθεί η πρόσβαση στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, προτιμώνται μια κάπως σχηματική απόδοση των χαρακτήρων και η διαγραφή μάλλον στερεότυπων συνθηκών, ώστε να προκύπτουν αναγνωρίσιμοι κοινωνικοί τύποι και καταστάσεις, απέχοντας ωστόσο των εξιδανικευμένων ηρώων και των εξόχως δραματικών ή και γλυκερών εξελίξεων που χαρακτηρίζουν βιβλία εκτός του λογοτεχνικού κανόνα. Καθοριστικής σημασίας αποβαίνει και η αφήγηση· στο μέτρο του δυνατού, οικεία στον αναγνώστη, μη υπερβαίνουσα τον ορίζοντα των προσδοκιών του. Ποτέ υπαινικτική, αντίθετα αναλυτική και επεξηγηματική, έστω κι αν πλατειάζει, ώστε να μην απομένουν αδιευκρίνιστα σημεία και απορίες.
Και πάλι εφέτος κυριάρχησε το ιστορικό μυθιστόρημα, με πρωτοστατούντα το Για μια συντροφιά ανάμεσά μας (Κέδρος) του Νίκου Θέμελη και τη Θέκλη (Εστία) της Αθηνάς Κακούρη, που αποπειρώνται να αναστήσουν συναρπαστικές ιστορικές εποχές, όπως είναι τα χρόνια του Διαφωτισμού και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Δύο συγγραφείς με διαφορετικές προσλαμβάνουσες, που καταλήγουν και σε διαφορετικές χρήσεις ιστορικών συμβάντων και προσώπων. Δίπλα στα ιστορικά βιβλία, στις πρώτες θέσεις των ευπωλήτων βρέθηκε και η παραμυθική αλληγορία H μέθοδος της Ορλεάνης (Καστανιώτης) της Ευγενίας Φακίνου, η οποία εμφανίζεται όλο και περισσότερο ενδοτική στις επιθυμίες ενός πλατύτερου αναγνωστικού κοινού, όπως άλλωστε και πλείστοι άλλοι, ο καθένας κατά τις δυνατότητές του. Για παράδειγμα, ο Διονύσης Χαριτόπουλος μετά τον Αρη Βελουχιώτη στράφηκε στη δημοφιλή Μαλβίνα Κάραλη και στη θυελλώδη σχέση τους, επωφελούμενος και από την κληρονομιά του ερωτικού λόγου της ως ιδανικό παραγέμισμα της μυθιστορίας του Ο άνεμος κουβάρι (Ελληνικά Γράμματα).
Το μεγάλο κοινό
Εξυπνη η ιδέα της Λένας Διβάνη να στήσει ένα «διπλό βιβλίο»· από τη μία οι κατασκευασμένες ιστορίες και από την άλλη, κατ' αντίστροφη φορά, τα τάχατες συγγραφικά ερεθίσματα. Με εύστροφες ατάκες και φροϋδικώς μπερδεμένους ήρωες, το Ψέματα - H αλήθεια είναι... (Καστανιώτης) συγκαταλέγεται στα πλέον εύπεπτα της εφετινής σοδειάς. Σε ένα παραπλήσιο οικογενειακό αλαλούμ πάσης φύσεως συμπλεγμάτων και παρορμήσεων βυθίστηκε και ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, τον οποίον περιμένουμε να ανακόψει κάποτε την κεκτημένη ταχύτητα προτού τον χάσουμε οριστικά, όπως τον μπαμπά στο καινούργιο του μυθιστόρημα Χάσαμε τον Μπαμπά (Πατάκης). Περισσότερο πρωτότυπος ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στήνει μιαν «απόκρυφη» μυθιστορία πολυφυλετικού χαρακτήρα στο Αλούζα. Χίλιοι και ένας εραστές (Πατάκης), ικανοποιώντας και αυτός γούστα της εποχής μας.
Περισσότερο παρά ποτέ ευαίσθητοι οι δέκτες των μυθιστοριογράφων στα κελεύσματα της εκδοτικής αγοράς, εντοπίζουν θέματα που μπορεί να συγκινούν το μεγάλο κοινό. Ενα εσαεί καυτό, το ποδόσφαιρο, και ο Δημήτρης Μίγγας είχε τη φαεινή ιδέα να το εκμεταλλευτεί, μαζί με την αδιαμφισβήτητη αίγλη που προσφέρει ένας στίχος του Μανόλη Αναγνωστάκη ως τίτλος, Στα ψέματα παίζαμε! (Μεταίχμιο). Με ορατή τη μυθοπλαστική αδυναμία, επιδίδεται σε κοινωνιολογικής φύσεως ανασκόπηση της πρόσφατης τριακονταετίας, διανθισμένη με πάσης φύσεως στερεότυπα. Ενα άλλο θέμα, που αυτές τις ημέρες επανέρχεται στην επικαιρότητα, η τρομοκρατία, και ο Χρήστος Χωμενίδης πρόλαβε τις προθεσμίες. Προς διευκόλυνσή του, στη σχοινοτενή μυθιστορία του Το σπίτι και το κελλί (Πατάκης) δανείζεται συμβάντα από την ελληνική πραγματικότητα πλάθοντας διεστραμμένους ήρωες στα όρια της καρικατούρας. Εκτός επικαιρότητας αλλά πάντοτε συναρπαστικός, τουλάχιστον για μια μερίδα του αναγνωστικού κοινού, ο χώρος των παραεπιστημονικών φαινομένων, που είλκυσε και με την ευκολία του πλούσιου διαθέσιμου υλικού τον παραγωγικότατο Αλέξη Σταμάτη στο ένα από τα δύο εφετινά βιβλία του, το Μητέρα Στάχτη (Καστανιώτης) - το άλλο, Ζωή (Μίνωας), μάλλον θα πρέπει εσπευσμένως να το πολτοποιήσει. Απομυζώντας την επικαιρότητα, με ένα και πάλι αυτοβιογραφικού χαρακτήρα μυθιστόρημα επανήλθε ο Βασίλης Αλεξάκης αναδιηγούμενος ιστορίες που έχει ήδη αφηγηθεί. Ωστόσο το Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα (Εξάντας), όπως και το περσινό Ξένες λέξεις (Εξάντας) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2004, έτυχε καλής υποδοχής από το γαλλικό κοινό. Γεγονός που δείχνει πως η εύπεπτη λογοτεχνία δεν ανθεί μόνο στα καθ' ημάς.
Ανέκαθεν κύριος εκπρόσωπος της ελαφράς λογοτεχνίας, πέραν του ρομάντζου και του περιπετειώδους αναγνώσματος, το αστυνομικό, στο οποίο πρωτοδοκιμάζεται εφέτος μεταξύ πλείστων άλλων τακτικών του είδους η Ελιάνα Χουρμουζιάδου, συνδυάζοντάς το με ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας στον πρόσφορο χώρο της γενετικής. Μόνο που η μελλοντολογική διάσταση της Δεύτερης γυναίκας (Κέδρος) μένει επιφανειακή και τα ηθικά διλήμματα ρηχά. Ευχάριστη έκπληξη το αστυνομικό του Απόστολου Λυκεσά, Μπλάνκο (Εστία). Αν και κάπως άτολμο, παρουσιάζει ενδιαφέρον χάρις στην υποβόσκουσα σάτιρα του λογοτεχνικού σιναφιού. Οπως φαίνεται, σε οπισθοχώρηση η λογοτεχνία, αμύνεται από τις επάλξεις της ειρωνείας, όπου και το ευέλικτα κινούμενο μεταξύ παρωδίας και σάτιρας Ο παππούς μου και το Κακό (Κέδρος) του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, που κερδίζει σε λεκτική ευφορία ό,τι πιθανώς χάνει σε μυθοπλαστική επινοητικότητα.
Καινούργιοι αναγνώστες
Πρωταρχικό αίτημα της ελαφράς λογοτεχνίας η προσέλκυση καινούργιων αναγνωστών από τις μικρότερες ηλικίες, που δεν διαβάζουν ούτε παραλογοτεχνία. Εξ ου και η σημασία των νεότερων συγγραφέων με επαγγελματική συνείδηση, που δίνουν τα τελευταία χρόνια ένα δυναμικό παρών. Από τους γρηγορούντες, όπως δείχνει και η επιφυλλιδογραφία της, η Αμάντα Μιχαλοπούλου προτείνει το Θα ήθελα (Καστανιώτης), μυθιστόρημα χαλαρά συνδεδεμένων επεισοδίων, δίκην διηγημάτων, γύρω από τις τραυματικές οικογενειακές σχέσεις. Ενώ ο Δημήτρης Σωτάκης αναδεικνύει τα υπαρξιακά αδιέξοδα στην αλληγορική αλλά ουδόλως σκοτεινή Παραφωνία (Κέδρος). Αν και το προσφιλές θέμα των νεότερων είναι οι κομπιουτεράκηδες. Ως νεόκοπη κοινωνική τάξη, με τα ψυχολογικά τους προβλήματα, ζωντανεύουν στο Σχεδόν σούπερ (Κέδρος) της Εύης Λαμπροπούλου που παραμένει, προς θέλξιν των αναγνωστριών, συναισθηματικό και παραδοσιακό. Αντίθετα ο ακοινώνητος χαρακτήρας τους και το ανώριμο της ψυχοσύστασής τους εμπνέουν τον Νίκο Βλαντή στο κάπως σχηματικό Μπάρτλεμπυ ο κομπιουτεράς (Απόπειρα) και τον Κώστα Κατσουλάρη στον φιλόδοξης σύλληψης αλλά αφηγηματικά αίολο Αντίπαλο (Πόλις). Ηρωες και ηρωίδες, δικτυωμένοι ή χάκερ, το στοιχείο που μυθοπλαστικά εξαίρεται είναι η νοσηρή συμπεριφορά τους σε τυποποιημένη μορφή.
Το πατρικό είδωλο, έστω και πολλαπλώς μεταμφιεσμένο, αναγνωρίζεται ως πυρηνικό θέμα στα μυθιστορήματα δύο συνομήλικων νεότερων συγγραφέων, του Θανάση Χειμωνά στο τέταρτο μυθιστόρημά του H μπλε ώρα (Πατάκης) και του πρωτοεμφανιζόμενου Ηλία Μαγκλίνη στο Σώμα με σώμα (Πόλις). Χωρίς αφηγηματικές καινοτομίες, ο Χειμωνάς και πάλι γοητεύει με τη χαρακτηριστική του πλέον αμφισημία προσώπων και σκηνικών, ωστόσο σε αυτό το μυθιστόρημα απώλεσε μια μοναδική ευκαιρία να υπερβεί τη θεματική στασιμότητα στην οποία έχει περιέλθει. Ενώ ο Μαγκλίνης διοχέτευσε τη συγκινησιακή φόρτιση σε ένα μυθιστόρημα συρραφής ντοκουμέντων. Οπως έχουμε ξαναγράψει, αυτός ο τύπος μυθιστορήματος με τον φύσει πλατειάζοντα χαρακτήρα του και την αφηγηματική ευκολία της κοπτοραπτικής ελκύει τους συγγραφείς, ιδιαίτερα τους νεότερους. Στην εφετινή σοδειά το είδος σπρώχτηκε και στη μορφή του κέντρωνα από τον Σταύρο Κρητιώτη σε μια επιδεξίως συρραμμένη κουρελού λογοτεχνικών και δοκιμιακών κομματιών, Το μηνολόγιο ενός απόντος (Πόλις), και από τον Κώστα Βούλγαρη, που είχε προ τετραετίας αναστήσει το είδος στη δολία Περούκα της Σοφίας Νέρη (Μεταίχμιο). Σε αντίθεση με τον Κρητιώτη, ο Βούλγαρης διαβάζει τα λογοτεχνικά και κριτικά κείμενα που χρησιμοποιεί, μένει ωστόσο ζητούμενο κατά πόσο η ανάγνωσή του αποβαίνει προς όφελός τους. Γενικότερα, η μεταμοντέρνα συνθήκη φαίνεται πως λειτουργεί απελευθερωτικά για τους συγγραφείς, που επιδίδονται στην αποκαθήλωση ιστορικών και λογοτεχνικών μορφών, συνάδοντας υποτίθεται με τις νοοτροπίες της εποχής. Οσο για την αισθητική της αφήγησης, πέραν της δυναμικής κάποιων ντοκουμέντων, τα μεταμοντέρνα βιβλία στοιχίζονται με αυτά της ελαφράς λογοτεχνίας, κυρίως ως προς το ανεπεξέργαστο της γλώσσας.
Με επαναλήψεις
Ορισμένοι υποσχόμενοι συγγραφείς επανέρχονται με επαναλήψεις. Υπαρξιακό και μορφικά πειραματιζόμενο, όπως και τα παλαιότερα της Μαρίας Μήτσορα, το πρόσφατο βιβλίο της Καλός καιρός / μετακίνηση (Πατάκης), συνέχεια του προηγουμένου H μεθυσμένη γυναίκα (Εστία) της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, όπως και το Να δούμε ποιος θα φαγωθεί (Καστανιώτης) του Σπύρου Καρυδάκη. Ολοκληρώνοντας τη μυθιστορηματική επισκόπηση, από την πλημμυρίδα ιστορικού αναγνώσματος συγκρατούμε τρία αουτσάιντερ με θεματικό ενδιαφέρον. Από την οθωμανική κυριαρχία στην Κύπρο το Εμείναμεν σαν πρόβατα χωρίς βοσκόν στον κάμπον (Κέδρος) της Αγγελικής Σμυρλή, από τον καιρό του Εμφυλίου το Bella Ciao (Ελληνικά Γράμματα) του Θανάση Σκρουμπέλου και το βορειοελλαδικό χρονικό Στη σκιά της πεταλούδας (Πατάκης) του Ισίδωρου Ζουργού.
Απομένει το διήγημα, που κάποτε εντασσόταν στη λογοτεχνία, σκέτα, χωρίς πρόσθετους προσδιορισμούς, ώσπου προέκυψαν τα κατά παραγγελία διηγήματα. Τελευταία γράφονται και νουβέλες επί παραγγελία, σαν ανάπηρα μυθιστορήματα. Κάποτε η μορφή του διηγήματος ήταν διακριτή και ο διηγηματογράφος απείχε του μυθιστοριογράφου, όσο ο δρομέας στο κατοστάρι από τον μαραθωνοδρόμο. Σήμερα απαξάπαντες γράφουν διηγήματα. Οπότε στα βιβλία του 2005 πληθαίνουν οι αποκαλούμενες νουβέλες και οι συλλογές των λεγόμενων διηγημάτων, ενώ συρρικνώνονται περαιτέρω τα γνήσια του είδους. Μια νουβέλα του Χριστόφορου Μηλιώνη Το μοτέλ. Κομμωτής κομητών (Κέδρος), ένα αφήγημα του Σωτήρη Δημητρίου Τα οπωροφόρα της Αθήνας (Πατάκης) και μια ισχνή συλλογή διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη Ο καθρέφτης του τυφλού (Πόλις). Εν μέσω μυθοπλαστικών ιστοριών, κάποιες τελεσφορούσες, στις Μικρές χαρές (Μεταίχμιο) της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, στην Αχτίδα στο σκοτάδι (Κέδρος) της Ερσης Σωτηροπούλου και στα Αδεια ξενοδοχεία (Εστία) του Φαίδωνα Ταμβακάκη. Τέλος, ανάμεσα σε ατελή, ορισμένα εντυπωτικά διηγήματα στις συλλογές νεότερων, τη Μισάντρα (Κέδρος) του Γιάννη Καισαρίδη, Του χρόνου κυνήγια (Κέδρος) του Ηλία Παπαμόσχου και την Καρδιά του λαγού (Πόλις) της Βασιλικής Ηλιοπούλου.
Να σημειώσουμε ότι ορίζοντας αυστηρά τα πράγματα η επισκόπηση της πεζογραφικής παραγωγής ενός έτους προϋποθέτει πλήρη εποπτεία. Αίτημα που ένας βιβλιοπαρουσιαστής κατά κανόνα δεν πληροί, πόσο μάλλον όταν ο απολογισμός συμπίπτει με τη χριστουγεννιάτικη εκδοτική έκρηξη. Προσδιορίζουμε λοιπόν ότι αν η εφετινή πεζογραφική σοδειά υπερβαίνει τα 500 βιβλία, εμείς διαβάσαμε γύρω στα εκατό, εντρυφώντας μόλις στο ένα τρίτο. Παρεμπιπτόντως μια εικόνα των αναγνωστικών προτιμήσεων δίνεται από τον τελικό κατάλογο των υποψήφιων μυθιστορημάτων για το Βραβείο Αναγνωστών 2006, που διοργανώνουν ο ραδιοσταθμός Σκάι 100,3 και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου: H μέθοδος της Ορλεάνης της Φακίνου, Για μια συντροφιά ανάμεσά μας του Θέμελη, Ο θείος Τάκης του Γιάννη Ξανθούλη, H συγχώρεση της Σώτης Τριανταφύλλου και τα ισοψηφήσαντα Μακρινοί περίπατοι του Γιώργου Πολυράκη και Ψέματα - H αλήθεια είναι... της Διβάνη. Το βραβείο θα ανακοινωθεί στις 14 Φεβρουαρίου, του Αγίου Βαλεντίνου. Μήπως να τον ανακηρύσσαμε και προστάτη άγιο της ανάγνωσης;Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=47&artid=170509&dt=31/12/2005#ixzz1Cukm3gNE

6 Νοεμβρίου 2010

Το νησί - υπόθεση, κριτική κ.α.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ 2 SITES

"Είμαι γενικά πολύ επιφυλακτική με όσα βιβλία...αυτοδιαφημίζονται. Οι δυο πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος της Victoria Hislop "Το νησί"Διόπτρα, 2007), είναι γεμάτες από το τι "έγραψαν...είπαν" διάφοροι, γνωστοί και άγνωστοι, για το βιβλίο. Γιατί με προκαταλαμβάνει; Γιατί δεν με αφήνει να κρίνω μόνη μου; Κι έπειτα, αυτό το "15η έκδοση" στο εξώφυλλο τι σημαίνει; Πότε έγινε η πρώτη έκδοση; Στο εσώφυλλο δεν βλέπω άλλη χρονολογία από το 2007. Μπορούμε να μιλάμε για καινούριες εκδόσεις, όταν πρόκειται απλώς για ανατυπώσεις; Και πόσα αντίτυπα εκδίδονταν σε κάθε έκδοση; Πουθενά δεν το λέει.
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτά τα εμπορικά τεχνάσματα δεν έχουν σημασία, αν το ίδιο το βιβλίο αξίζει. Μήπως όμως ακριβώς αυτά τα διαφημιστικά ευρήματα φανερώνουν μια φοβία των εκδοτών και μια προσπάθεια προσέλκυσης αναγνωστών με τεχνητά μέσα;
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που βρήκα στο βιβλίο της Hislop (που σημειωτέον απέσπασε το βρετανικό βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2007) είναι οι πληροφορίες που μας δίνει για το νησί των λεπρών, τη Σπιναλόγκα, ένα μικρό νησί στα ανατολικά της Κρήτης, καθώς και οι γνώσεις γύρω από την ίδια την αρρώστια και οι προσπάθειες για τη θεραπεία της. Η συγγραφέας θα πρέπει να έχει μελετήσει πολύ το θέμα της λέπρας, να έχει επισκεφθεί την Κρήτη και πολύ να την έχει αγαπήσει.
Η υπόθεση με λίγα λόγια είναι η εξής: Μια νεαρή κοπέλα, η Αλέξις, στην πρσπάθειά της να ανακαλύψει τις ρίζες της, την ιστορία του παρελθόντος της Ελληνίδας μητέρας της, που με σχολαστική μυστικοπάθεια εκείνη απέκρυβε, ξεκινά από το Λονδίνο για την Κρήτη.

Εκεί, σε μια μακροσκελέστατη αφήγηση (σχεδόν όλο το βιβλίο) μιας παλιάς γνωστής της μητέρας της, θα μάθει όλο το παρελθόν, μια δραματική ιστορία που ξεκίνησε το 1939 και τελειώνει το 2001.
Ενώ όμως η συγγραφέας είχε στα χέρια της ένα ενδιαφέρον και πρωτότυπο θέμα, δεν κατάφερε, πέρα από το πληροφοριακό στοιχείο, να το αξιοποιήσει και λογοτεχνικά. Βρίσκω ότι το βιβλίο αυτό μεγαλύτερο ενδιαφέρον μπορεί να δημιουργήσει στους ξένους αναγνώστες παρά στους Έλληνες. Είναι εμφανής η προσπάθειά της να περιγράψει τη ζωή στην Κρήτη. Για παράδειγμα, η αναφορά στα πιατάκια με τους μεζέδες, η περιγραφή της νύχτας της Ανάστασης, ενός γλεντιού ή του χορού σε πανηγύρι, του γάμου, του τρύγου ή του μαζέματος των ελιών, μπορεί να δημιουργούν μια εξωτική ατμόσφαιρα για τους μη Έλληνες αναγνώστες, όχι όμως και για μας που όλα αυτά αποτελούν καθημερινές και αυτονόητες συνήθειες.
Έπειτα, στην όλη ιστορία λείπει η ένταση και το πάθος, λείπει το βάθος και η συγκίνηση. Είναι μια "φλατ" αφήγηση, θα έλεγα, που εξελίσσεται στο ίδιο ύφος, είτε μας περιγράφει εξωτερικά ένα τοπίο είτε τη συγκλονιστική στιγμή που μια νέα, όμορφη, αρραβωνιασμένη κοπέλα ανακαλύπτει στο σώμα της τα πρώτα σημάδια της λέπρας.
Ασφαλώς, για να τελειώσω το 500 σελίδων μυθιστόρημα (με αρκετό κόπο, ομολογώ) κάποιο ενδιαφέρον βρήκα σ' αυτό. Όχι όμως τόσο όσο θα μπορούσε και θα έπρεπε να προσδώσει στο θέμα της η συγγραφέας."

πηγή:anagnostria.blogspot.com
"Ο έλληνας αναγνώστης της Βικτόρια Χίσλοπ έχει πρόβλημα. Με τους αφύσικους διαλόγους. Σταχυολογώ ορισμένες ατάκες, που αποδίδονται σε χωρικούς της Κρήτης, στην Κατοχή και λίγο αργότερα. Η ταβερνιάρισσα λέει για κάποια απιστία: «Κατά γενική ομολογία, το κτήμα βουίζει από τις εικασίες εδώ και εβδομάδες». Ο ψαράς στην κόρη του: «Αν όλοι αμφέβαλλαν για το ότι πρέπει να κάνουν πράγματα ο ένας για τον άλλον, ο κόσμος θα σταματούσε να γυρίζει». Η πάμπλουτη, λαϊκής καταγωγής συμπεθέρα: «Ολοι έχουμε συναίσθηση της ανισότητας αυτής της πιθανής ένωσης». Ετσι ομιλούσαν στην Κρήτη; Οι εκλεπτυσμένες στιχομυθίες μεταφρασμένες από τα αγγλικά μόνο ιλαρότητα μπορούν να προκαλέσουν. Εν τούτοις το βιβλίο έχει επιτυχία. Στα ελληνικά πούλησε 10.000 αντίτυπα σε 2 μήνες. Τίποτε δηλαδή μπροστά στην απήχηση στο αγγλόφωνο κοινό. Η πρωτοεμφανιζόμενη Βρετανή ξεπέρασε τις 850.000. Μεταφράστηκε σε 17 χώρες. Δεν είναι δύσκολο να ερμηνευτεί το φαινόμενο. Το βιβλίο έχει υπόθεση, έχει ήρωες και δυο δυνατά θέματα: τον αποκλεισμό, όπως τον βιώνουν οι λεπροί, και τη διατήρηση των οικογενειακών μυστικών. Εκτυλίσσεται δε στο εξωτικό περιβάλλον της Μεσογείου.
Απόγονοι ασθενών
Το «νησί» του τίτλου είναι η Σπιναλόγκα, όπου από το 1903 ως το 1957 λειτουργούσε λεπροκομείο. Ως αφηγηματικό πρόσχημα χρησιμοποιείται μια απόγονη ασθενών, γεννημένη στην Αγγλία, η οποία σκαλίζει το παρελθόν της μητέρας της. Φτάνει στην Κρήτη για διακοπές με τον φίλο της και τον αφήνει για μερικές μέρες για να επισκεφτεί μόνη της την Πλάκα, το ψαροχώρι απέναντι από τη Σπιναλόγκα, τόπο καταγωγής της. Η Βικτόρια Χίσλοπ, όταν επισκέφτηκε το μέρος, το βρήκε τόσο φορτισμένο ώστε να τοποθετήσει εκεί το πρώτο βιβλίο της. Επισκέφτηκε την Κρήτη περί τις 30 φορές και πρόσφατα απέκτησε εκεί δικό της σπίτι. Εχει γνωρίσει πολλούς ντόπιους και μάλιστα εκφράζει την επιθυμία να μάθει τη γλώσσα. Είναι παράξενο που την προσήλκυσε με τέτοιο εμμονικό τρόπο η Ελλάδα, καθώς έχει περιδιαβεί τον πλανήτη γράφοντας ταξιδιωτικά άρθρα. Στο βιογραφικό της αναφέρει ότι συνεργάζεται με τις εφημερίδες Sunday Telegraph και Daily Telegraph καθώς και με το περιοδικό Woman & Home. Ο σύζυγός της είναι εκδότης της σατιρικής εφημερίδας Private Eye. Συμπτωματικά και στη Σπιναλόγκα οι έγκλειστοι εξέδιδαν το δικό τους σατιρικό έντυπο αλλά η Χίσλοπ το περνάει στην αφήγηση ως απλή εφημερίδα, για να μη θεωρηθεί έμμεση παραπομπή στον άντρα της.
Καθώς πρόκειται για μυθιστόρημα, υπάρχουν ελευθερίες. Το χωριό Πλάκα για παράδειγμα είχε εκκενωθεί στη διάρκεια της Κατοχής καθώς υπήρχε ο φόβος απόβασης των Αγγλων. Η περιοχή ήταν γεμάτη ναρκοπέδια και πολυβολεία. Στο βιβλίο υπάρχουν μεν γερμανοί στρατιώτες, που περιπολούν κάθε απόγευμα αλλά η ζωή συνεχίζεται κανονικά. Κατά τα άλλα, είναι μάλλον πειστική η απεικόνιση ενός χωριού της εποχής. Τα επαγγέλματα, οι καθημερινές συνήθειες, οι κοινωνικοί διαχωρισμοί, οι προσωπικές σχέσεις έχουν ρεαλιστική βάση. Κεντρική φιγούρα του βιβλίου ο βαρκάρης που μεταφέρει προμήθειες και ανθρώπους προς τη Σπιναλόγκα. Ο Γιώργης Πετράκης είναι άνθρωπος που υπομένει τη μοίρα σχεδόν αδιαμαρτύρητα: προσπαθεί σε κάθε περίσταση να τα βγάλει πέρα. Δέχεται το πρώτο χτύπημα της μοίρας όταν η γυναίκα του αρρωσταίνει και πηγαίνει υποχρεωτικά απέναντι, στο «νησί». Του αφήνει δυο ανήλικα κορίτσια να τα μεγαλώσει. Η ίδια είναι δασκάλα και φεύγει μαζί με έναν μαθητή της, ο οποίος ίσως να την κόλλησε, ίσως όχι. Αναλαμβάνει πάντως την ανατροφή του και λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή της στον οικισμό των χανσενικών αναλαμβάνει τη διδασκαλία των μικρών κατοίκων. Στη Σπιναλόγκα υπήρχαν τόσα παιδιά ώστε να λειτουργεί σχολείο. Στο νησί γίνονταν και γάμοι και μάλιστα υπήρξαν περιπτώσεις γέννησης υγιών παιδιών (το βακτήριο δεν προσβάλλει ηλικίες κάτω των 3 ετών). Το απέφευγαν πάντως γιατί ήταν υποχρεωμένοι να τα δώσουν για υιοθεσία.
Οργανωμένη κοινωνία
Στη Σπιναλόγκα λειτούργησε μια οργανωμένη κοινωνία, η οποία ζωντανεύει με πολλές παραστάσεις στο μυθιστόρημα. Οι κάτοικοι καλλιεργούσαν τη γη, υπήρχε υποτυπώδες εμπόριο, άνοιξε καφενείο, κουρείο και ασφαλώς νοσοκομείο, εκκλησία. Το νησί απέκτησε γεννήτρια και ηλεκτροδοτήθηκε προτού πάρει ρεύμα η απέναντι παραλία. Στο μυθιστόρημα μία από τις σημαντικές προσωπικότητες είναι ένας δικηγόρος από την Αθήνα, ο οποίος ενθάρρυνε τους χανσενικούς σε ένα είδος συνδικαλισμού που βελτίωσε κατά πολύ τις συνθήκες διαβίωσης. Τέτοια προσωπικότητα υπήρξε και στην πραγματικότητα ονομάζεται Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, ήταν πράγματι δικηγόρος και υπήρξε ιδρυτής της Αδελφότητας Ασθενών Σπιναλόγκας. Αυτός και κάποιοι άλλοι που παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην ιατρική έρευνα ενέπνευσαν τους συγκατοίκους του να κρατηθούν στη ζωή. Στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο εκτυλίσσεται το κυρίως μέρος του βιβλίου (1939-1957) η ψυχολογία αλλάζει. Ανακαλύπτεται φάρμακο. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την ανάρρωση των πρώτων ασθενών. Ανατροπή αντιλήψεων που πηγάζουν από τις Γραφές: οι λεπροί τελικά δεν είναι καταραμένοι. Η Χίσλοπ φέρεται με σεβασμό απέναντί τους - υπάρχουν επιζώντες που το επιβεβαιώνουν. Το βιβλίο αντί προμετωπίδας χρησιμοποιεί δήλωση του Εμμανουήλ Φουντουκάκη, ο οποίος έζησε όσα περιγράφονται στο βιβλίο. Λέει ότι η συγγραφέας χειρίστηκε το ζήτημα με λεπτότητα.
Ανάμεσα στους θεραπευθέντες είναι και η κόρη του Γιώργη Πετράκη - η σύζυγος-δασκάλα πέθανε και στο νησί ακολούθησε το δεύτερο μέλος της ίδιας οικογένειας. Η ατυχής νέα ερωτεύεται τον γιατρό της και τα αισθήματα είναι, παραδόξως, αμοιβαία. Η ιστορία του βιβλίου δεν περιορίζεται στο πηγαινέλα ασθενών στη Σπιναλόγκα, ούτε επικεντρώνει αποκλειστικά στα της θεραπείας ή της κοινότητας της λεπρών. Η Μαρία Πετράκη με τον έρωτα για τον γιατρό ξεχνά εύκολα τον πρώην αρραβωνιαστικό, τον πιο ωραίο άντρα της περιοχής, που αναστατώνει τους πάντες με τις επιπολαιότητές του. Ενα μεγάλο μέρος του βιβλίου εκτυλίσσεται στην απέναντι όχθη, των υγιών. Η υπόθεση περιλαμβάνει ερωτικά δράματα, αντιζηλίες, οικογενειακές συγκρούσεις, ανατροπές. Η οικογένεια του βαρκάρη μέσω της άλλης κόρης του συνδέεται με τους Βανδουλάκηδες, τους προύχοντες της περιοχής. Αν η Χίσλοπ επιτυγχάνει κάτι είναι να καταγράψει τις διαστρωματώσεις και τα ήθη της εποχής χωρίς να γίνεται κουραστική με λεπτομέρειες. Και αν για τους Ελληνες τα στιβάνια και τα τσεμπέρια ακούγονται φολκλορικά, για τους ξένους έχουν τη γοητεία της couleur local. Το νησί άρεσε ίσως επειδή περιλαμβάνει χρώματα κι αρώματα κάπως εξωτικά. Δεν είναι τυχαίο το ότι μίλησαν για το νέο Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι. Δεν είναι τυχαίο ότι παρέχονται στον αναγνώστη πλουσιοπάροχα σκηνές από τις παραδόσεις της Κρήτης: γάμος, αρραβώνας, βάφτιση, κηδεία. Ο,τι πρέπει για να γίνει ταινία.
Το βάρος του στίγματος
Κάποια στιγμή έρχεται η ίαση και οι ασθενείς φεύγουν από το νησί. Οι είκοσι βαριά άρρωστοι που δεν έχουν ελπίδα μεταφέρονται στην Αθήνα - κάτι που έγινε στην πραγματικότητα. Πέρα από τα γεγονότα, λιγότερο ή περισσότερο αληθινά, καταγράφεται στο βιβλίο και το ζήτημα του στίγματος. Δεν πρόκειται για την κακή υποδοχή των θεραπευμένων αλλά για την ντροπή που νιώθουν οι οικογένειες των «βρώμικων». Η λέπρα είναι ασθένεια που όλοι ήθελαν να αποκρύψουν από το γενεαλογικό δέντρο τους. Αντιμετωπιζόταν ως θεόσταλτη τιμωρία. Η Χίσλοπ περιγράφει τον επιδέξιο τρόπο με τον οποίο οι Πετράκηδες αποσιωπούν την ασθένεια της δασκάλας αλλά και το σκάνδαλο στην αποκάλυψη ότι έχει μολυνθεί και η κόρη. Το άλλο σόι, των Βανδουλάκηδων, διακόπτει κάθε σχέση με τους εξ αγχιστείας συγγενείς όταν γίνεται γνωστό ότι πήραν νύφη από μολυσμένο σπίτι. Η καλοπαντρεμένη κόρη κρατά σκληρή στάση απέναντι στον πατέρα και την άρρωστη αδελφή της. Πάντως όλα τα πρόσωπα, πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, παρουσιάζονται πλήρως ως προσωπικότητες, οι πράξεις έχουν συνέπεια αληθινών προσώπων. Αν λοιπόν η Χίσλοπ πρέπει να επαινεθεί για κάτι είναι για τη σκιαγράφηση ανθρώπων: δεν κάνει καρικατούρες.
Από άποψη δομής το βιβλίο ξεκινά με την Αγγλοελληνίδα που αναζητεί τις ρίζες της. Βρίσκει την καλύτερη φίλη της γιαγιάς της η οποία αφηγείται τα πάντα. Ακόμη και περιστατικά που δεν είχαν μάρτυρες. Ενώ δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος αποκαλύπτονται τα γεγονότα μέσα από τις αναμνήσεις, τις φημολογίες και τα κουτσομπολιά, υπάρχουν σημεία όπου αποκαλύπτονται λεπτομέρειες ή αποκαθίστανται διάλογοι που δεν υπήρχε τρόπος να μεταφερθούν ή τουλάχιστον δεν μαθαίνουμε από ποιο κανάλι έγιναν όλα αυτά γνωστά. Η εξιστόρηση αρχίζει με μια σύμβαση «η Φωτεινή είπε στην Αλέξις όλα όσα ήξερε για την ιστορία της οικογένειάς της, χωρίς να αφήσει τίποτα κρυφό», όμως μαθαίνουμε πολύ περισσότερα από αυτά που θα μπορούσε να ξέρει η Φωτεινή. Στο τελευταίο, τέταρτο μέρος του βιβλίου, γίνεται επαναφορά στο παρόν (στο 2001) και το βιβλίο κλείνει με την απροσδόκητη επίσκεψη της μητέρας της Αλέξις στην Πλάκα. Οι τελευταίες ψηφίδες θα μπουν στη θέση τους. Δεν υπάρχουν πλέον οικογενειακά μυστικά."
πηγή: tovima.gr

Σπιναλόγκα 105 χρόνια μετά .

Σπιναλόγκα 105 χρόνια μετά ...



Ο Φραγκίσκος της Ασίζης στο βιβλίο του Καζαντζάκη με τίτλο "Ο Φτωχούλης του Θεού" περιγράφει με τον συνήθη γλαφυρό του τρόπο μιλώντας στον Φράτε Λεόνε τον μεγαλύτερο του φόβο. "Να, λέει, δεν αντέχω τους λεπρούς, φοβάμαι να τους δω. Και μόνο να αφουγκραστώ από μακριά τα κουδουνάκια, που φορούν, για να τ' ακούν και ν' αλαργαίνουν οι διαβάτες, λιποθυμώ".

Η αίσθηση αυτή στους περισσότερους από μας δεν λέει απολύτως τίποτα. Δεν πρόλαβε να καταγραφεί στις μνήμες μας καθώς η λέπρα πάνε 60 χρόνια πια που δεν αποτελεί φόβητρο για την ανθρωπότητα. Στην Κρήτη όμως οι ιστορίες των λεπρών και της Σπιναλόγκας πέρασαν με τη μορφή της αφήγησης και στη γενιά μας.
Άλλωστε, το νησάκι είναι πλάι μας και όποιος πάτησε έστω και μία φορά τα χώματά του ένοιωσε το αδιόρατο σφίξιμο, που προκαλεί ένας τόσο βαριά φορτισμένος τόπος.
Πήγα πρόσφατα. Παρακινημένη από μία ιστορία που τυχαία έμαθα πως δένει κάποιον συγγενή μου με την Σπιναλόγκα. Έτυχε επίσης να μάθω πως τούτες τις μέρες (στις 30 του μήνα) θα συμπληρωθούν εκατόν πέντε χρόνια από την πρώτη μέρα, που τα κουδουνάκια των λεπρών έπαψαν να ηχούν στις ρούγες των πόλεων της Κρήτης. Ως τότε οι Χανσενικοί συνήθως ζούσαν σε άθλιους οικισμούς έξω από τις πόλεις του νησιού, τα επονομαζόμενα Μεσκήνια και βίωναν -συνάμα με την απάνθρωπη ταλαιπωρία της νόσου τους- έναν εξίσου αδυσώπητο κοινωνικό αποκλεισμό. Μέχρι την 30η Μαϊου του 1903, που η Κρητική Πολιτεία με διάταγμά της αποφάσισε την μεταφορά τους στην Σπιναλόγκα.

Λένε πως τα ονόματα που διαλέγουμε για τόπους και ανθρώπους, άλλοτε δένονται με την ιστορία τους κι άλλοτε την καθορίζουν. Η Σπιναλόγκα πήρε το όνομα της πιθανά από την
παραφθορά του ονόματος Spinalonde (ονομασία που αναφέρεται σε έγγραφα του 13ου αιώνα και παραπέμπει "στην Ελούντα" ενώ αργότερα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας
μετασχηματίστηκε σε Spina-lunga = μακρύ αγκάθι). Για 54 χρόνια το «μακρύ αγκάθι» της, τρεφόταν με τα σωματικά και ψυχικά βάσανα εκατοντάδων ανθρώπων που εξορίστηκαν στο νησί. Κρητικοί μόνο στην αρχή κι αργότερα –μετά το 1913- η Σπιναλόγκα λειτούργησε ως το «Διεθνές Λεπροκομείο» της Ευρώπης, φιλοξενώντας 1000 και πλέον ασθενείς. Οι ελπίδες για
ίαση της νόσου γεννήθηκαν το 1948, όταν ανακαλύφθηκε στην Αμερική το φάρμακο που θεράπευε τον ιό της λέπρας (ή νόσου του Hansen όπως αποκαλείται επιστημονικά). Από το 1948 έως το 1957 ο αριθμός των ασθενών της Σπιναλόγκας μειώθηκε δραστικά.
Κάποιοι πρόλαβαν να αποθεραπευτούν. Κάποιοι άλλοι όχι.

Στις μέρες μας, ένα βιβλίο που πούλησε ήδη 1.000.000 αντίτυπα και μεταφράστηκε σε 25 γλώσσες, θύμισε σε μερικούς και έμαθε σε πολλούς, τα δράματα που φόρτισαν συγκινησιακά αυτόν τον τόπο. Τίτλος του είναι: «το νησί» και συγγραφέας του η Βικτόρια Χίσλοπ.
Κι η Σπιναλόγκα κάνει ήδη «ταμείο» αυτής της ανέλπιστης δημοσιότητας. Οι επισκέπτες της την μετατρέπουν σε ένα ιδιότυπο «προσκυνηματικό» μνημείο, που πασχίζει πια με σεβασμό να αντικαταστήσει τα … αγκάθια του με ρόδα.
Εν τούτοις, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν πως ο χώρος χρειάζεται φροντίδα και
κυρίως περισσότερη πληροφορία για το τι ακριβώς συνέβη εκεί. Κι αυτό γιατί σπάνια ένας τόπος διαθέτει τόσους αιώνες έντονης κληρονομιάς, κουβαλώντας τη σφραγίδα της αρχαίας Ελλάδας, των Σαρακηνών, των Ενετών, των Τούρκων, της Κρητικής Πολιτείας, των Χανσενικών και των Νεοελλήνων. Άλλοτε ως Ενετικό κάστρο με τείχη και δεξαμενές, άλλοτε ως οθωμανικός οικισμός ή κέντρο ελεύθερου εμπορίου κι άλλοτε ως λεπροκομείο, τόπος αποκλεισμού και κομβικό σημείο για την εξέλιξη της σύγχρονης Ιατρικής. Κι αν τελικά κάτι διαφοροποιεί την Σπιναλόγκα από τα άλλα αξιοθέατα μας, είναι ότι εδώ η γη ποτίστηκε με ιστορίες αδιέξοδα τραγικές, που όμως μέσα στην απόλυτη απελπισία τους κατόρθωναν να στήσουν ρωγμές ελπίδας και ζωής, όπως αυτές που φτιάχνουν ο έρωτας, η πίστη, το ανθρώπινο πείσμα κι η αέναη δίψα για ένα πιο αισιόδοξο αύριο.
Πίσω από την μυθιστορία της Βικτόρια Χίσλοπ, υπάρχουν κρυμμένες ένα σωρό αληθινές
τραγικές  ιστορίες. Όπως εκείνη της προγόνου μου, που όταν έμαθε πως ο σύντροφός της
μεταφέρθηκε στη Σπιναλόγκα, πούλησε κρυφά τον αργαλειό της για να δώσει "πολλούς
παράδες" σε έναν βαρκάρη, τόσους ώστε να τον πείσει να την μεταφέρει νύχτα στο νησί. Κανείς δεν έμαθε πως κατάφερε να μπει στις παράγκες των λεπρών (το νησί είχε περίφραξη σαν "φρούριο" για τον αντίστροφο ακριβώς λόγο: να μην διαφύγουν από εκεί οι Χανσενικοί). Χρόνια μετά, όταν το φάρμακο βρέθηκε ο Γιάννης της, γύρισε στο χωριό. Εκείνη όμως όχι.

Ένας Μανόλης στάθηκε πιο τυχερός στα ίδια χρόνια. Νόσησε όντας αρραβωνιασμένος με το Ρηνιώ του. Συγγενείς και φίλοι σαν έμαθαν πως ο Μανόλης μεταφέρεται στη Σπιναλόγκα, αποφάσισαν να παρακάμψουν τα αυστηρά κρητικά εθιμικά και να αποδεσμεύσουν την Ειρήνη από το λογόστεμμα. Αρχές του 1940 ήταν και το Ρηνιώ μόλις στα 16 του. Ήξερε μόνο πως το καραβάκι που πήγαινε τρόφιμα στη Σπιναλόγκα επέστρεφε στον Άγιο Νικόλαο
κάθε Παρασκευή. Η Ειρήνη γύριζε τα προξενιά πίσω. Έτσι κι αλλιώς πολλά δεν ήταν.
Πανέμορφη κοπέλα -λένε- αλλά όλοι ήξεραν πως ήταν η μνηστή του λεπρού.
Οι Παρασκευές του 1940 την έβρισκαν πάντα στο λιμάνι. Όμως ο καπετάνιος ποτέ δεν είχε νέα να της πει. Άφηνε τα τρόφιμα στην βορεινή πύλη κι έφευγε σαν κλέφτης, πριν ξεπροβάλει πίσω από τα κάγκελα κανένας λεπρός.
Πέρασαν χρόνια δύσκολα.
Ο πόλεμος κι η Μάχη της Κρήτης στρέψαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων αλλού. Το Ρηνιώ όμως κάθε Παρασκευή κατέβαινε στο μώλο. Μέχρι που μία τέτοια μέρα ο Μανόλης γύρισε. Υγιής κι αποθεραπευμένος. Κατέβηκε σαν χαμένος από το καράβι και κοίταξε γύρω του. Το βλέμμα του την συνάντησε μα δεν την γνώρισε καν. Δεν ήταν όμορφη πια αλλά .. ήταν εκεί.



Ο Άγιος Παντελεήμονας της Σπιναλόγκας


Συνήθως λένε πως ο Θεός οργίζεται με τους ανθρώπους. Στη Σπιναλόγκα όμως για χρόνια ένοιωθες πως συνέβαινε τ' αντίθετο. Οι Χανσενικοί ήταν οργισμένοι με τον Θεό. Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη λειτουργία δεν πάτησε ψυχή. Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.
- Παπά, θα κάτσω στην λειτουργία σου μ' έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις
την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.

Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι Χανσενικοί στο τέλος της λειτουργίας κι είδαν τον Παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Αγία Τράπεζα να κάνει την κατάλυση.
Πέρασε μήνας. Οι Χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θα ρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναϊσκου. Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι Χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το "θαύμα της Σπιναλόγκας" συνέβαινε ξανά και ξανά. 

Αλλά ο ιερέας δεν ήταν ο μόνος υγιής στην κοινωνία του νησιού. Ήταν και η Ελένη. Λένε πως ήταν παντρεμένη με τον Κωστή στο Ηράκλειο, όταν εκείνος νόσησε. Νοσοκόμα η ίδια, δεν άντεχε στην ιδέα να αποχωριστεί τον άνθρωπό της. Εκείνος πάλι για να την προστατεύσει αποφάσισε αμέσως να κόψει κάθε επαφή μαζί της. Η Ελένη πήγε με το καραβάκι στη Σπιναλόγκα για να τον δει. Έκλαιγε στα κάγκελα της πύλης, παρακαλώντας να τον φωνάξουν αλλά ο Κωστής έκανε ό,τι μπορούσε για να την αποθαρρύνει. "Συνέχισε τη ζωή σου και ξέχνα με" της μύνησε. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μαντατοφόρων η Ελένη λένε πως πέρασε μία σήρυγγα στη φλέβα της που είχε γεμάτη με το δικό του αίμα. Ο Κωστής έτρεξε κοντά της κι οι "κλειδοκράτορες" θεώρησαν πως ανήκει πια αυτοδίκαια στην "μέσα πλευρά" της Σπιναλόγκας. Η Ελένη έζησε καιρό στο νησί των λεπρών και φρόντισε πολλούς από αυτούς. Ο άντρας της πέθανε στα χέρια της. Η ίδια όμως επέστρεψε υγιής στο σπίτι της χρόνια μετά.


Περνοδιαβαίνοντας τα κακοτράχαλα σοκάκια της Σπιναλόγκας ακόμη και σήμερα -105 χρόνια μετά- νοιώθεις την πίκρα που πότισε τον τόπο. Ίσως όσοι την επισκέπτονται θα ‘πρεπε να γνωρίζουν τα λόγια που άφησε ως παρακαταθήκη του ο άνθρωπος -που όντας φοιτητής της Νομικής τότε κι ασθενής ο ίδιος- οργάνωσε στην Σπιναλόγκα την κοινωνία των λεπρών το 1936, ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης: «Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον ίδιο δρόμο, που εσύ διαβαίνεις σήμερα».

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ
Διαβάστηκε: 356 φορές

Συγγραφέας: ΠΡΑΤΣΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Εκδόσεις: ΣΑΒΒΑΛΑΣ (16 βιβλία συνολικά)
Κατηγορία: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (60 βιβλία συνολικά)

Το νησί Σπιναλόγκα πάντα με γοήτευε. Κάτι το όνομα, κάτι η ιστορία του, κάτι η τοποθεσία του, το πακέτο γενικότερα.

Η Σπιναλόγκα είναι της μόδας φέτος. Έχει παίξει πολύ στην τηλεόραση και όπως ήταν φυσικό βγήκαν και τα αντίστοιχα βιβλία.

Ένα τέτοιο είναι και αυτό που κρατάω στα χέρια μου: "ο γιατρός της Σπιναλόγκας". Η γενική με ξένισε λίγο (τα καζίνα, τα πάρτια) αλλά φαντάζομαι το βιβλίο θα πέρασε από φιλόλογο οπότε αυτός/αυτή ξέρει καλύτερα.

Το βιβλίο είναι πολύ καλό. Καλύτερο από ό,τι το περίμενα, για να πω την αλήθεια. Το μόνο που του λείπει είναι η ...γυναικεία του πλευρά. Είναι τετράγωνο, γεμάτο ακμές. Αν το έπιανε ένα γυναικείο χέρι σίγουρα θα το έκανε πιο ...καμπύλο. ;)


Στοιχεία του βιβλίου: 383 σελίδες, 14εκ επί 21εκ διαστάσεις, 16,50€


ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ:
Από κάποιο κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από το μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Αφησε δυο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτό το δρόμο.» Αυτό παραγγέλνει στους επισκέπτες της Σπιναλόγκας ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ο τελευταίος γιατρεμένος λεπρός του νοσηλευτηρίου του νησιού. 0 διευθυντής του νοσηλευτηρίου, ο γιατρός Γιώργος Παπαδάκης, είναι για τους έγκλειστους ο άνθρωπος τους. Ακριβώς αυτή η ανθρωπιά του θα γίνει η αιτία να γεννηθεί, στα δύσκολα χρόνια του Β" Παγκόσμιου Πολέμου και της Κατοχής, μια αληθινή φιλία ανάμεσα σ' αυτόν και τον Έριχ, ένα Γερμανό αξιωματικό. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ζωής τους, οι δύο άνδρες θα ανακαλύψουν ανθρώπους και γεγονότα που τους ενώνουν, θα μιλήσουν για το παρελθόν τους, το παρόν τους, το μέλλον τους και για τις γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή τους. Η μετάθεση του Έριχ σε άλλο μέτωπο του πολέμου θα τους κάνει για αρκετά χρόνια να χάσουν ο ένας τα ίχνη του άλλου. Όμως η μοίρα τους επιφυλλάσει μεγάλες εκπλήξεις...
Ο Γιώργος Πρατσίνης γεννήθηκε στη Φουρνή Λασιθίου Κρήτης. Τελείωσε το Γυμνάσιο Νεαπόλεως και την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης. Διετέλεσε Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Εγγείων Βελτιώσεων Λασιθίου και το Υπουργείο τον έστειλε σε Γαλλία και Ολλανδία να παρακολουθήσει μαθήματα του κλάδου του. Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά, με τα οποία εδώ και χρόνια συνεργάζεται. Έργα του:

Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Αυτή την Κυριακή η καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο και συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου διαβάζει τις νουβέλες του Θέμου Κορνάρου «Σπιναλόγκα» και της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Η άρρωστη πολιτεία», που κυκλοφορούν σε έναν τόμο με θέμα τη λέπρα και το κοινωνικό στίγμα

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Προσθήκη στο Twitter
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark
Οι τόποι εξορίας χρειάζονται για να εστιάζεται πάνω τους το Κακό. Η σκέψη αυτή σε συντροφεύει όσο διαβάζεις το συγκλονιστικό αυτό βιβλίο. «Σπιναλόγκα». Το άκουσμα και μόνο της λέξης γεννά ρίγος, φόβο, αποτροπιασμό. Αλλά και μια κρυφή έλξη. Η έλξη του αποτρόπαιου.

Το 1957, ύστερα από μισό αιώνα «ζωής», οι τελευταίοι κάτοικοι μεταφέρονται στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και το λεπροκομείο κλείνει. Ομως ο εξοστρακισμός, το «εκεί- έξω- μακριά» δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το συλλογικό φαντασιακό. Είναι μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι από ξεχασμένους χρόνους που ατέρμονα συνεχίζεται. Στην καρδιά του κακού πρέπει να φωλιάζει το «άλλο», το «ξένο». Ετσι το Κακό αποκτά μια πηγή. Εστιάζεται. Δεν κυκλοφορεί έωλο μέσα στο σώμα, στην ψυχή, στον οικείο τόπο. Οχι εδώ. Αλλά εκεί- έξω- εντοπισμένο- εκτοπισμένο- οριοθετημένο- μακρινό. Η Σπιναλόγκα, ένας εμβληματικός χώρος υποδοχής ενός τέτοιου Κακού. Ενός Κακού που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δύναμη έτσι καθώς διανθίζεται από καθημερινές ιστορίες ζωής μέσα από τη στενή διαπλοκή του έρωτα και του θανάτου.

Σενάρια οδύνης και ηδονής εμπνέουν σήμερα μπεστ σέλερ (πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα πούλησε σε όλον τον κόσμο το βιβλίο της Χίσλοπ) και τηλεοπτικές υπερπαραγωγές. Μια παράδοξη επικαιρότητα μεταμορφώνει το νησί των απόκληρων σε μια σημερινή επικράτεια σημείων μεστή σημασιών και μεταφορικών σχημάτων.

Μακριά από την κοινωνία του θεάματος, το 1913 η Καζαντζάκη και είκοσι χρόνια αργότερα ο Κορνάρος αποτύπωσαν σε δύο τολμηρές νουβέλες το δικό τους βλέμμα για το νησί των καταραμένων. Για πρώτη φορά τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό μαζί. Εύστοχα συνδεδεμένα και πλαισιωμένα από ένα εξαιρετικά ποιητικό και στοχαστικό επίμετρο του Μάνου Λουκάκη. Ενα βιωματικό κείμενο που τροφοδοτήθηκε από προσωπικές μνήμες και λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος, μια αναπάντεχη γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες των δύο άλλων κειμένων. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τρία ερεθιστικά για τη σκέψη και το συναίσθημα κείμενα.

Η Αρρωστη πολιτεία πρωτοδημοσιεύεται το 1914 από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη. Και είναι η πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία που αναδεικνύεται το θέμα της λέπρας μέσα από μια ερωτική ιστορία. Ενα κείμενο ρεαλιστικό και συνάμα συμβολιστικό, με έντονη την επιρροή του Καζαντζάκη και τα στοιχεία της νιτσεϊκής γοητείας. Ενα «ρομάντζο», όπως η ίδια το αποκάλεσε, γραμμένο λίγο προτού χρονικά στραφεί ενεργά στη μαχόμενη αριστερή ιδεολογία.

Με τον Κορνάρο περνάμε στο πεδίο της άγριας καταγγελίας. Ενα κείμενο-ουρλιαχτό. Ενα βιβλίο μάχης, γραμμένο μαζί με το Αγιον Ορος το 1933 με μια γλώσσα ωμού νατουραλισμού. Ο λόγος ενός εκ των πλέον στρατευμένων πεζογράφων του Μεσοπολέμου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Οταν το διακύβευμα είναι η εξαπάτηση, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, η «κοινωνία των εμπόρων» ή, αν θέλετε, των δουλεμπόρων, ο λόγος θα είναι οξύς, ανυποχώρητος, αγριευτικός ή δεν θα είναι.

Αν και με πιο ήπιο τρόπο, το κυρίαρχο σύστημα και στην Καζαντζάκη βάλλεται από τις πρώτες κιόλας γραμμές (βλέπε και το εμπεριστατωμένο κείμενο της Κέλυ Δασκαλά στην Αρρωστη πολιτεία των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα). Τονίζεται η υποκρισία, ο κοινωνικός έλεγχος, η βαρβαρότητα των υγιών. Η ευκολία με την οποία αδειάζει ο άνθρωπος από ό,τι το ανθρώπινο κατά λάθος τον κατοικεί. Ο υγιής, πιο λεπρός από τον λεπρό. «Η σχέση του πολιτισμού με το μαδημένο πετσί τ΄ ανθρώπου». Ιδού η μεγάλη όσο και επίκαιρη ανατροπή που κομίζουν τα δύο κείμενα. Η υγεία τελικά αποβαίνει μια ύποπτη και για τους δύο συγγραφείς έννοια. Οι κάτοικοι στο νησί ζουν με έναν διπλό καταναγκασμό: από τη μια η φριχτή νόσος με το ροκάνισμα του σώματος, και από την άλλη ένα κοινωνικό σύστημα που απορρίπτει, αποβάλλει, ποινικοποιεί προκειμένου να κρατηθεί αμόλυντο, να διατηρήσει την ευταξία και τον ευπρεπισμό του. Η ασθένεια, το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, αποκτά εδώ μια ιδιότυπη σκληρότητα.

Ο λεπρός μπορεί να μην έχει το σαλεμένο μυαλό του τρελού, έχει όμως τη σαλεμένη όψη ενός αποκρουστικά δύσμορφου πλάσματος. «Πρόσωπο δεν ξεχώριζες απ΄ τα πρηξίματα και τις πράσινες κλιτσανισμένες πληγές», «σάπιο στόμα που βρωμάει και με το λουβιασμένο λαρύγγι».

Η Σπιναλόγκα. Το λεπροκομείο έκλεισε το 1957
Η εμβληματική φιγούρα της παραμόρφωσης εκτοπισμένης εκεί-έξω καθησυχάζει όλους εμάς ως προς την αρτιμέλεια και την ευμορφία μας.

Ο καθημερινός αγώνας που δίνουν οι λεπροί, οι αμυντικοί μηχανισμοί επιβίωσης, η στενή διαπλοκή του έρωτα με τον θάνατο, του λογικού με το παράλογο, του εφησυχαστικού με το τρομαχτικό συνθέτουν ένα πολύτιμο υλικό «ανθρωπογνωσίας». Η ακραία συνθήκη αποτελεί έναν μεγεθυντικό, αποκαλυπτικό της ύπαρξης φακό. Η παρούσα έκδοση προσφέρει μια συγκλονιστική μαρτυρία ύπαρξης και αξίζει ειδικά σήμερα να διαβαστεί από όλους.

Η επικαιρότητα εν τέλει της Σπιναλόγκα έχει να κάνει με μια κοινωνία που εξακολουθεί να καλλιεργεί στο σύγχρονο άτομο το αίσθημα του εξόριστου από τον εαυτό του και την ιστορία του. Τα σημαίνοντα της εξορίας πολλαπλασιάζονται σήμερα στον αδειασμένο από νόημα και έμπλεο αγωνίας για το σήμερα και τρόμο για το αύριο ανελεύθερο κόσμο μας. Αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα για την ταυτότητα και τους όρους λειτουργίας της, για την παθολογία και τη δυσμορφία της ευρύτερης ομάδας, για την ηθική της ζωής που κατακλύζει τα παραμορφωμένα μελλοθάνατα πλάσματα του καταραμένου νησιού που και στα δύο κείμενα ερωτεύονται, ζουν, υπάρχουν, στήνουν έναν ανέλπιδο αλλά ταυτόχρονα γενναίο και θαρρετό αγώνα ζωής. Στον νου μού έρχεται ο Παβέζε «Μία μόνο ηδονή υπάρχει, να είσαι ζωντανός, όλα τα άλλα είναι αθλιότητες».

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=356846&dt=26/09/2010#ixzz14Wz6oiTS

Η μόνη αλήθεια για τη Σπιναλόγκα

Δύο ελληνικά κείμενα στις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάζουν τον καθημερινό αγώνα των χανσενικών Της Τιτικας Δημητρουλια
ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η άρρωστη πολιτεία
Επίμετρο: Κέλη Δασκαλά
εκδ. Ελληνικά Γράμματα

ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ - ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το νησί των σημαδεμένων. Σπιναλόγκα – Η άρρωστη πολιτεία
Επιλεγόμενα: Μ. Λουκάκης εκδ. Καστανιώτη
Αντιγράφω από το «Νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ, που διασκευασμένο προβάλλεται φέτος τον χειμώνα και στην τηλεόραση: (η Σπιναλόγκα) «ήταν παράδεισος. Πρόσφερε ελευθερία που δεν την είχαν φανταστεί, με τον καθαρό αέρα, το κελάηδημα των πουλιών και ένα δρόμο ιδανικό για βόλτες· εδώ θα μπορούσαν να ανακαλύψουν ξανά τη χαμένη ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους» (σ.120). Η Χίσλοπ ξεκινά την αφήγησή της το 1939, όταν έχουν αρχίσει οι μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν σημαντικά τη ζωή των χανσενικών, οι οποίοι από το 1894 ήδη κατέληγαν στη Σπιναλόγκα – πριν δηλαδή ιδρυθεί από την κρητική Πολιτεία επισήμως το λεπροκομείο το 1903. Οσο και αν η ιστορία της Χίσλοπ προάγει την εξάλειψη της προκατάληψης, η Σπιναλόγκα ουδέποτε υπήρξε παράδεισος. Οπως επισημαίνει η Κέλη Δασκαλά στο επίμετρό της στη νουβέλα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, «η Αγγλίδα πεζογράφος δεν στέκεται στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ασθενείς, παρά φωτίζει την “αλήθεια” που εκείνοι κατέκτησαν». Η μόνη αλήθεια, όμως, ήταν αυτές οι δυσκολίες, η ζωή των χανσενικών που άλλαζε μαζί με την εικόνα τους στον καθρέφτη, καθώς ως ατομικά και κοινωνικά υποκείμενα έρχονταν αντιμέτωποι με ακραίες προκλήσεις. Τον αγώνα των ασθενών ενάντια στις υλικές αλλά και τις ψυχικές δυσκολίες της παραμόρφωσης, της απόρριψης, πρώτα από τον εαυτό και δευτερευόντως από την κοινωνία, της απομόνωσης, της ταλάντευσης ανάμεσα στην ελπίδα της θεραπείας και την απόγνωση, την αποκτήνωση και την υπέρβαση τις αποτυπώνουν ανάγλυφα δύο πολύ σημαντικά ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, στις αρχές του 20ού αιώνα ήδη, η «Αρρωστη πολιτεία» της Γαλάτειας Καζαντζάκη και η «Σπιναλόγκα» του Θέμου Κορνάρου.
Κρητικοί και οι δύο, με άμεση εποπτεία του θέματος, δημοσιεύουν τα κείμενά τους με περίπου είκοσι χρόνια διαφορά: το 1914 η Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη, το 1933 ο Κορνάρος. Στο «ρομάντζο» της, όπως η ίδια το ονομάζει, η Καζαντζάκη εστιάζει στην ψυχολογία της νεαρής, άρρωστης ηρωίδας της, η οποία βιώνει την ανεξήγητη, ανίατη ασθένειά της ως όνειδος και ο εκφυλισμός του σώματός της την οδηγεί σε διπλή περιθωριοποίηση. Από τη μια το «νησί» και από την άλλη η δική της εκούσια απομόνωση από τους άλλους, των οποίων περιφρονεί την ίδια την προσαρμοστικότητα, τη δύναμή τους να ζουν την κάθε στιγμή παρά την παραμόρφωση, τον διαμελισμό, τον πόνο.
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η Καζαντζάκη συσχετίζει το σωματικό με το ηθικό, το χαλασμένο σώμα με την άρρωστη ψυχή. Τη θέση της αυτή θα την αναιρέσει η ίδια, στη δεκαετία του 1930, όπως μας πληροφορεί η Δασκαλά, όταν θα επισκεφτεί τη Σπιναλόγκα ξανά για ένα ρεπορτάζ και θα διαπιστώσει πως οι λεπροί θεωρούνται ηθικά επικίνδυνοι και κομμουνιστές ακόμα λόγω της ασθένειάς τους. Θα αρχίσει μάλιστα να αναθεωρεί πιο συστηματικά το έργο της, αλλά δεν θα ολοκληρώσει ποτέ την προσπάθεια αυτή. Δεν θα συμμεριστεί, όμως, παρά το γεγονός ότι κινούνται στον ίδιο ιδεολογικό χώρο, τον καταγγελτικό τόνο του Κορνάρου, που στην εισαγωγή της δικής του Σπιναλόγκας καλεί, με αφορμή τους λεπρούς και τα βάσανά τους, σε εργατική επανάσταση: οι λεπροί γίνονται μια εφιαλτική προεικόνιση του προλεταριάτου, όταν το πετά, αφού πρώτα το έχει ξεζουμίσει, ο καπιταλισμός.
Στη νουβέλα της Καζαντζάκη, η ηρωίδα ανοίγει ένα σχολείο για τα παιδιά του νησιού και το κλείνει μετά από λίγο, απογοητευμένη, αηδιασμένη από τη μορφή και το ήθος των ασθενών, μικρών και μεγάλων, και απόλυτα πεπεισμένη για το ανίατο της ασθένειας. Ξανανιώθει την ελπίδα όταν συναντά έναν δάσκαλο και σχεδόν τον ερωτεύεται. Συναινεί σε έναν συμβατικό γάμο, για να υπαναχωρήσει την τελευταία στιγμή, επιλέγοντας μια ελεύθερη ένωση και κατακτώντας την υπέρβαση στην οποία εξαρχής αποσκοπούσε μέσα από μια κατάφαση, τελικά, στη ζωή – η ερμηνεία της τελευταίας σκηνής στη σπηλιά ως σκηνής αυτοκτονίας από τη Δασκαλά προσωπικά δεν με πείθει διόλου.
Στο βιβλίο του Κορνάρου, ο ήρωας είναι επίσης δάσκαλος και ταλαντεύεται εξίσου ανάμεσα στη μόνωση και τη συμβίωση, την απέχθεια και τη συμπόνια. Ο Κορνάρος περιγράφει με ιδιαιτέρως μελανά χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης και περίθαλψης των ασθενών, τη στάση της εξουσίας, της τοπικής κοινωνίας, των γιατρών, της Εκκλησίας (ας μην ξεχνάμε ότι πολύ πρόσφατα ξαναήρθε στην επικαιρότητα με το βιβλίο του «Οι άγιοι χωρίς μάσκα» με αφορμή το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις). Οι σκηνές με τον γιατρό του νησιού και οι θέσεις του για την ιατρική δεοντολογία αποδεικνύονται δυστυχώς διαχρονικά επίκαιρες. Από την άλλη, ο Κορνάρος κλείνει το βιβλίο του με την εικόνα ενός θανάτου που διδάσκει την αξία της ζωής, επίσης με την ελπίδα δηλαδή, μέσα σε όλο τον ζόφο που έχει ήδη περιγράψει με μια ακρίβεια που δημιουργεί αισθήματα ναυτίας στον αναγνώστη αλλά και ενάντια σ’ αυτόν.
Δύο πολύ δυνατά κείμενα που δίνουν το μέτρο αυτής της άνισης μάχης με μια αρρώστια που υπονομεύει την ίδια την ανθρωπινότητα. Το κατατοπιστικό επίμετρο της Δασκαλά, παρά τις όποιες ενστάσεις. Κι ένα κείμενο πολύ προσωπικό όσο και δυνατό: το επίμετρο του Μάνου Λουκάκη, που θέτει καίρια ζητήματα για την αρρώστια και την ετεροτοπία που συνιστά το «Απέναντι», για τους τόπους που μας κατοικούν και τον Αλλον που μας ορίζει. Εικόνες δύσκολες, σκηνές ζόρικες, λόγια ασήκωτα από όλα εκείνα που δεν λέγονται. Τα συμπληρώνει όσο γίνεται το σελιλόιντ, το «Νησί της σιωπής» της Λίλας Κουρκουλάκου το 1958, οι εξαιρετικές «Τελευταίες λέξεις» («Letzte Worte») του Βέρνερ Χέρτζογκ το 1968, για τον τελευταίο κάτοικο της Σπιναλόγκας που δεν ήθελε να επιστρέψει στον πολιτισμό (αναζητήστε το στο YouTube), η μικρού μήκους «Σπιναλόγκα» του Κώστα Αθουσάκη το 2007…

8 Οκτωβρίου 2010

Νοµπελ Λογοτεχνιας στον Περουβιανο Μάριο Βαργκας Λιοσα «Συγγραφεας ισον διαµαρτυρια!»

Του Μανώλη Πιµπλή

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010
Ο 74χρονος περουβιανός  συγγραφέας Μάριο  Βάργκας Λιόσα στον οποίο  η Σουηδική Ακαδηµία  απένειµε χθες το Νοµπέλ  Λογοτεχνίας 2010
Είναι αναρχικός της Δεξιάς; Μάλλον όχι. Είναι όµως οπωσδήποτε ο πιο προοδευτικός... συντηρητικός – ό,τι και αν σηµαίνει αυτό. Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, που πήρε χθες τη µεγαλύτερη λογοτεχνική διάκριση στον κόσµο, το Βραβείο Νοµπέλ Λογοτεχνίας, έχει µπερδέψει και τους κριτικούς και όσους παρακολουθούν τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Στα νεανικά του χρόνια συµπαθούσε αρκετά το κίνηµα του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα. Οταν πήγε στο Παρίσι, συνδέθηκε µε τον Ζαν-Πολ Σαρτρ. Αποµακρύνθηκε όµως όταν εκείνος υποστήριξε την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, καθώς αυτό ξεπερνούσε τις αντοχές του. Αρκετά αργότερα, το 1990, θα αιφνιδιάσει ακόµη και όσους δεν τον θεωρούσαν πια και τόσο αριστερό: έβαλε υποψηφιότητα για πρόεδρος του Περού µε τους συντηρητικούς του Δηµοκρατικού Κόµµατος. Μάλλον ευτυχώς, γι’ αυτόν, έχασε. Τον κέρδισε τότε ένας άλλος πρωτάρης της πολιτικής, ο ιαπωνικής καταγωγής Αλµπέρτο Φουτζιµόρι, ο οποίος αργότερα θα το σκάσει στην Ιαπωνία για να γλιτώσει από ένα σκάνδαλο.

Τι του έµεινε από όλα αυτά; «Ανακάλυψα τη βαθύτερη πραγµατικότητα της πολιτικής. Εκεί που βρίσκεις τα χειρότερα συστατικά της ανθρώπινης υπόστασης», είπε πρόσφατα. Οι περισσότεροι απέδιδαν το ότι δεν είχε πάρει Νοµπέλ ακριβώς στη συντηρητική του στροφή, καθώς οι επιλογές της Σουηδικής Ακαδηµίας είναι αρκετά αριστερόστροφες. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια δεν έµπαινε καν στις λίστες όσων προβλέπουν και στοιχηµατίζουν κάθε χρόνο για το ποιος θα πάρει το Βραβείο. Τον είχαν ξεγράψει, αλλά διαψεύστηκαν. Και διαψεύστηκαν γιατί η Ακαδηµία δείχνει να ενδιαφέρεται για έργα που έχουν ευρύτε ρη θέαση, έναν ευρυγώνιο φακό στον κόσµο, είναι πολιτικά και κοσµοπολίτικα ταυτόχρονα. Και από αυτά τα στοιχεία, ο Λιόσα έχει περίσσευµα. Πολιτικοποιηµένος ώς το κόκαλο, έχει φτάσει να πει ότι «η πολιτική είναι ένας από τους πιο επίµονους “δαίµονες” που καλλιεργούν τη δηµιουργικότητά του». Και ότι «λόγος ύπαρξης του συγγραφέα είναι η διαµαρτυρία, η αντίρρηση, η κριτική». Ταυτόχρονα, πριν από λίγα χρόνια έλεγε, απογοητευµένος από τη διεθνή πολιτική, ότι «η Ευρώπη είναι η τελευταία ρεαλιστική ουτοπία». Με αφορµή το δηµοψήφισµα για το Ευρωσύνταγµα σηµείωνε: «Η Ευρώπη µοιάζει να είναι το µόνο µεγάλο επαναστατικό σχέδιο του δηµοκρατικού πολιτισµού στην εποχή µας. Θα έπρεπε να βοηθήσει τον κόσµο να αµφισβητήσει δηµοκρατικά την αµερικανική ηγεµονία. Θα έπρεπε να είναι το αντίβαρο σε έναν κόσµο µονοπολικό, να φέρει έναν υγιή ανταγωνισµό στη διανόηση και την οικονοµία για την καλή υγεία της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει κανένα άλλο σχέδιο αυτού του βεληνεκούς. Μέχρι το δηµοψήφισµα, κατάφερνε να συµφιλιώσει την εκπληκτική διασπορά σε µία γεωγραφική ολότητα µεγάλης εµβέλειας, χάρις σε ένα πολιτικό σύστηµα ευέλικτο, πλουραλιστικό, όπου κάθε χώρα έκανε παραχωρήσεις ώστε όλος ο κόσµος να έχει τη θέση του. Αυτό το σύστηµα σήµερα έχει υποστεί βλάβη, λόγω του διαζυγίου ανάµεσα στην άρχουσα πολιτική τάξη και τον πιο ευάλωτο πληθυσµό».

Εν τέλει η Σουηδική Ακαδηµία δεν αποµακρύνθηκε και πολύ από τον προσανατολισµό της. Εξ ου και στην επίσηµη αναγγελία, δήλωσε ότι τον βραβεύει «για τη χαρτογράφηση των δοµών εξουσίας και τις καυστικές εικόνες της ατοµικής αντίστασης, εξέγερσης και ήττας».

27 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ΕΠΙΜΟΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

Αυτή την Κυριακή η καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο και συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου διαβάζει τις νουβέλες του Θέμου Κορνάρου «Σπιναλόγκα» και της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Η άρρωστη πολιτεία», που κυκλοφορούν σε έναν τόμο με θέμα τη λέπρα και το κοινωνικό στίγμα

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010
Σπιναλόγκα». Το άκουσμα και μόνο της λέξης γεννά ρίγος, φόβο, αποτροπιασμό. Αλλά και μια κρυφή έλξη. Η έλξη του αποτρόπαιου.

Το 1957, ύστερα από μισό αιώνα «ζωής», οι τελευταίοι κάτοικοι μεταφέρονται στην Αγία Βαρβάρα Αττικής και το λεπροκομείο κλείνει. Ομως ο εξοστρακισμός, το «εκεί- έξω- μακριά» δεν έπαψε ποτέ να τροφοδοτεί το συλλογικό φαντασιακό. Είναι μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι από ξεχασμένους χρόνους που ατέρμονα συνεχίζεται. Στην καρδιά του κακού πρέπει να φωλιάζει το «άλλο», το «ξένο». Ετσι το Κακό αποκτά μια πηγή. Εστιάζεται. Δεν κυκλοφορεί έωλο μέσα στο σώμα, στην ψυχή, στον οικείο τόπο. Οχι εδώ. Αλλά εκεί- έξω- εντοπισμένο- εκτοπισμένο- οριοθετημένο- μακρινό. Η Σπιναλόγκα, ένας εμβληματικός χώρος υποδοχής ενός τέτοιου Κακού. Ενός Κακού που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη δύναμη έτσι καθώς διανθίζεται από καθημερινές ιστορίες ζωής μέσα από τη στενή διαπλοκή του έρωτα και του θανάτου.

Σενάρια οδύνης και ηδονής εμπνέουν σήμερα μπεστ σέλερ (πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα πούλησε σε όλον τον κόσμο το βιβλίο της Χίσλοπ) και τηλεοπτικές υπερπαραγωγές. Μια παράδοξη επικαιρότητα μεταμορφώνει το νησί των απόκληρων σε μια σημερινή επικράτεια σημείων μεστή σημασιών και μεταφορικών σχημάτων.

Μακριά από την κοινωνία του θεάματος, το 1913 η Καζαντζάκη και είκοσι χρόνια αργότερα ο Κορνάρος αποτύπωσαν σε δύο τολμηρές νουβέλες το δικό τους βλέμμα για το νησί των καταραμένων. Για πρώτη φορά τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται στο αναγνωστικό κοινό μαζί. Εύστοχα συνδεδεμένα και πλαισιωμένα από ένα εξαιρετικά ποιητικό και στοχαστικό επίμετρο του Μάνου Λουκάκη. Ενα βιωματικό κείμενο που τροφοδοτήθηκε από προσωπικές μνήμες και λειτουργεί σαν ένας συνδετικός κρίκος, μια αναπάντεχη γέφυρα ανάμεσα στο σήμερα και στο χθες των δύο άλλων κειμένων. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με τρία ερεθιστικά για τη σκέψη και το συναίσθημα κείμενα.

Η Αρρωστη πολιτεία πρωτοδημοσιεύεται το 1914 από τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη. Και είναι η πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία που αναδεικνύεται το θέμα της λέπρας μέσα από μια ερωτική ιστορία. Ενα κείμενο ρεαλιστικό και συνάμα συμβολιστικό, με έντονη την επιρροή του Καζαντζάκη και τα στοιχεία της νιτσεϊκής γοητείας. Ενα «ρομάντζο», όπως η ίδια το αποκάλεσε, γραμμένο λίγο προτού χρονικά στραφεί ενεργά στη μαχόμενη αριστερή ιδεολογία.

Με τον Κορνάρο περνάμε στο πεδίο της άγριας καταγγελίας. Ενα κείμενο-ουρλιαχτό. Ενα βιβλίο μάχης, γραμμένο μαζί με το Αγιον Ορος το 1933 με μια γλώσσα ωμού νατουραλισμού. Ο λόγος ενός εκ των πλέον στρατευμένων πεζογράφων του Μεσοπολέμου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Οταν το διακύβευμα είναι η εξαπάτηση, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, η «κοινωνία των εμπόρων» ή, αν θέλετε, των δουλεμπόρων, ο λόγος θα είναι οξύς, ανυποχώρητος, αγριευτικός ή δεν θα είναι.

Αν και με πιο ήπιο τρόπο, το κυρίαρχο σύστημα και στην Καζαντζάκη βάλλεται από τις πρώτες κιόλας γραμμές (βλέπε και το εμπεριστατωμένο κείμενο της Κέλυ Δασκαλά στην Αρρωστη πολιτεία των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα). Τονίζεται η υποκρισία, ο κοινωνικός έλεγχος, η βαρβαρότητα των υγιών. Η ευκολία με την οποία αδειάζει ο άνθρωπος από ό,τι το ανθρώπινο κατά λάθος τον κατοικεί. Ο υγιής, πιο λεπρός από τον λεπρό. «Η σχέση του πολιτισμού με το μαδημένο πετσί τ΄ ανθρώπου». Ιδού η μεγάλη όσο και επίκαιρη ανατροπή που κομίζουν τα δύο κείμενα. Η υγεία τελικά αποβαίνει μια ύποπτη και για τους δύο συγγραφείς έννοια. Οι κάτοικοι στο νησί ζουν με έναν διπλό καταναγκασμό: από τη μια η φριχτή νόσος με το ροκάνισμα του σώματος, και από την άλλη ένα κοινωνικό σύστημα που απορρίπτει, αποβάλλει, ποινικοποιεί προκειμένου να κρατηθεί αμόλυντο, να διατηρήσει την ευταξία και τον ευπρεπισμό του. Η ασθένεια, το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, αποκτά εδώ μια ιδιότυπη σκληρότητα.

Ο λεπρός μπορεί να μην έχει το σαλεμένο μυαλό του τρελού, έχει όμως τη σαλεμένη όψη ενός αποκρουστικά δύσμορφου πλάσματος. «Πρόσωπο δεν ξεχώριζες απ΄ τα πρηξίματα και τις πράσινες κλιτσανισμένες πληγές», «σάπιο στόμα που βρωμάει και με το λουβιασμένο λαρύγγι».


Η Σπιναλόγκα. Το λεπροκομείο έκλεισε το 1957
Η εμβληματική φιγούρα της παραμόρφωσης εκτοπισμένης εκεί-έξω καθησυχάζει όλους εμάς ως προς την αρτιμέλεια και την ευμορφία μας.

Ο καθημερινός αγώνας που δίνουν οι λεπροί, οι αμυντικοί μηχανισμοί επιβίωσης, η στενή διαπλοκή του έρωτα με τον θάνατο, του λογικού με το παράλογο, του εφησυχαστικού με το τρομαχτικό συνθέτουν ένα πολύτιμο υλικό «ανθρωπογνωσίας». Η ακραία συνθήκη αποτελεί έναν μεγεθυντικό, αποκαλυπτικό της ύπαρξης φακό. Η παρούσα έκδοση προσφέρει μια συγκλονιστική μαρτυρία ύπαρξης και αξίζει ειδικά σήμερα να διαβαστεί από όλους.

Η επικαιρότητα εν τέλει της Σπιναλόγκα έχει να κάνει με μια κοινωνία που εξακολουθεί να καλλιεργεί στο σύγχρονο άτομο το αίσθημα του εξόριστου από τον εαυτό του και την ιστορία του. Τα σημαίνοντα της εξορίας πολλαπλασιάζονται σήμερα στον αδειασμένο από νόημα και έμπλεο αγωνίας για το σήμερα και τρόμο για το αύριο ανελεύθερο κόσμο μας. Αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα για την ταυτότητα και τους όρους λειτουργίας της, για την παθολογία και τη δυσμορφία της ευρύτερης ομάδας, για την ηθική της ζωής που κατακλύζει τα παραμορφωμένα μελλοθάνατα πλάσματα του καταραμένου νησιού που και στα δύο κείμενα ερωτεύονται, ζουν, υπάρχουν, στήνουν έναν ανέλπιδο αλλά ταυτόχρονα γενναίο και θαρρετό αγώνα ζωής. Στον νου μού έρχεται ο Παβέζε «Μία μόνο ηδονή υπάρχει, να είσαι ζωντανός, όλα τα άλλα είναι αθλιότητες».


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=356846&dt=26/09/2010#ixzz10jZpVZNX