H ελληνική λογοτεχνία του 2005 και τα χαρακτηριστικά της
απολογισμοί
Το 2005 στάθηκε μια χρονιά ακόμη πλουσιότερη σε μυθιστορήματα, με αντίβαρο ένα ακόμη μεγαλύτερο λογοτεχνικό έλλειμμα. Θα λέγαμε πως ευδοκίμησε περαιτέρω η ελαφρά λογοτεχνία έναντι της σοβαρής, αν δεν διστάζαμε να χρησιμοποιήσουμε παρόμοιους επιθετικούς προσδιορισμούς, αυτονόητους για το θέατρο και τη μουσική, στην περίπτωση της λογοτεχνίας, καθώς μας φαίνονται κάπως αντιφατικοί. Ας όψεται εκείνος ο παθιασμένος ομηριστής Ιωάννης Πανταζίδης, που εισηγήθηκε τον όρο λογοτεχνία κατά το καλλιτεχνία και μάλιστα τον επέβαλε από τα έδρανα του Αθήνησι. Ενώ, σοφότερος ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, έχοντας επαφή με το εξωτερικό αλλά και με τη σύγχρονή του πεζογραφία, επέμενε στον πλέον ουδέτερο όρο γράμματα, αν μη τι άλλο και προς ευθυγράμμιση με τα λοιπά ευρωπαϊκά έθνη, τουλάχιστον τα λατινογενή. Οπως κι αν έχει, απομείναμε με τον όρο λογοτεχνία, που δηλώνεται ως τέχνη του λόγου, όπου, σήμερα πλέον, η πρώτη σημασία του όρου τέχνη δεν είναι η κατασκευαστική αλλά η αισθητική.
Οπότε, για τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, που οι συγγραφείς γράφουν σε εντατικούς ρυθμούς και οι εκδότες τυπώνουν σε ακόμη εντατικότερους, καταφεύγουμε αναγκαστικά στον σύνθετο όρο ελαφρά λογοτεχνία, ως ειδολογικό χαρακτηρισμό, ει δυνατόν χωρίς ποιοτικές συνδηλώσεις, μακράν της παραλογοτεχνίας. Τα αξιόλογα βιβλία αυτής της κατηγορίας συνιστούν ψυχωφελή αναγνώσματα, όχι μόνο χάρη στον πλούτο των πραγματολογικών τους στοιχείων αλλά και με βάση τους εποικοδομητικούς προβληματισμούς που γεννούν. Για να επιτευχθεί η πρόσβαση στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, προτιμώνται μια κάπως σχηματική απόδοση των χαρακτήρων και η διαγραφή μάλλον στερεότυπων συνθηκών, ώστε να προκύπτουν αναγνωρίσιμοι κοινωνικοί τύποι και καταστάσεις, απέχοντας ωστόσο των εξιδανικευμένων ηρώων και των εξόχως δραματικών ή και γλυκερών εξελίξεων που χαρακτηρίζουν βιβλία εκτός του λογοτεχνικού κανόνα. Καθοριστικής σημασίας αποβαίνει και η αφήγηση· στο μέτρο του δυνατού, οικεία στον αναγνώστη, μη υπερβαίνουσα τον ορίζοντα των προσδοκιών του. Ποτέ υπαινικτική, αντίθετα αναλυτική και επεξηγηματική, έστω κι αν πλατειάζει, ώστε να μην απομένουν αδιευκρίνιστα σημεία και απορίες.
Και πάλι εφέτος κυριάρχησε το ιστορικό μυθιστόρημα, με πρωτοστατούντα το Για μια συντροφιά ανάμεσά μας (Κέδρος) του Νίκου Θέμελη και τη Θέκλη (Εστία) της Αθηνάς Κακούρη, που αποπειρώνται να αναστήσουν συναρπαστικές ιστορικές εποχές, όπως είναι τα χρόνια του Διαφωτισμού και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Δύο συγγραφείς με διαφορετικές προσλαμβάνουσες, που καταλήγουν και σε διαφορετικές χρήσεις ιστορικών συμβάντων και προσώπων. Δίπλα στα ιστορικά βιβλία, στις πρώτες θέσεις των ευπωλήτων βρέθηκε και η παραμυθική αλληγορία H μέθοδος της Ορλεάνης (Καστανιώτης) της Ευγενίας Φακίνου, η οποία εμφανίζεται όλο και περισσότερο ενδοτική στις επιθυμίες ενός πλατύτερου αναγνωστικού κοινού, όπως άλλωστε και πλείστοι άλλοι, ο καθένας κατά τις δυνατότητές του. Για παράδειγμα, ο Διονύσης Χαριτόπουλος μετά τον Αρη Βελουχιώτη στράφηκε στη δημοφιλή Μαλβίνα Κάραλη και στη θυελλώδη σχέση τους, επωφελούμενος και από την κληρονομιά του ερωτικού λόγου της ως ιδανικό παραγέμισμα της μυθιστορίας του Ο άνεμος κουβάρι (Ελληνικά Γράμματα).
Το μεγάλο κοινό
Εξυπνη η ιδέα της Λένας Διβάνη να στήσει ένα «διπλό βιβλίο»· από τη μία οι κατασκευασμένες ιστορίες και από την άλλη, κατ' αντίστροφη φορά, τα τάχατες συγγραφικά ερεθίσματα. Με εύστροφες ατάκες και φροϋδικώς μπερδεμένους ήρωες, το Ψέματα - H αλήθεια είναι... (Καστανιώτης) συγκαταλέγεται στα πλέον εύπεπτα της εφετινής σοδειάς. Σε ένα παραπλήσιο οικογενειακό αλαλούμ πάσης φύσεως συμπλεγμάτων και παρορμήσεων βυθίστηκε και ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, τον οποίον περιμένουμε να ανακόψει κάποτε την κεκτημένη ταχύτητα προτού τον χάσουμε οριστικά, όπως τον μπαμπά στο καινούργιο του μυθιστόρημα Χάσαμε τον Μπαμπά (Πατάκης). Περισσότερο πρωτότυπος ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στήνει μιαν «απόκρυφη» μυθιστορία πολυφυλετικού χαρακτήρα στο Αλούζα. Χίλιοι και ένας εραστές (Πατάκης), ικανοποιώντας και αυτός γούστα της εποχής μας.
Περισσότερο παρά ποτέ ευαίσθητοι οι δέκτες των μυθιστοριογράφων στα κελεύσματα της εκδοτικής αγοράς, εντοπίζουν θέματα που μπορεί να συγκινούν το μεγάλο κοινό. Ενα εσαεί καυτό, το ποδόσφαιρο, και ο Δημήτρης Μίγγας είχε τη φαεινή ιδέα να το εκμεταλλευτεί, μαζί με την αδιαμφισβήτητη αίγλη που προσφέρει ένας στίχος του Μανόλη Αναγνωστάκη ως τίτλος, Στα ψέματα παίζαμε! (Μεταίχμιο). Με ορατή τη μυθοπλαστική αδυναμία, επιδίδεται σε κοινωνιολογικής φύσεως ανασκόπηση της πρόσφατης τριακονταετίας, διανθισμένη με πάσης φύσεως στερεότυπα. Ενα άλλο θέμα, που αυτές τις ημέρες επανέρχεται στην επικαιρότητα, η τρομοκρατία, και ο Χρήστος Χωμενίδης πρόλαβε τις προθεσμίες. Προς διευκόλυνσή του, στη σχοινοτενή μυθιστορία του Το σπίτι και το κελλί (Πατάκης) δανείζεται συμβάντα από την ελληνική πραγματικότητα πλάθοντας διεστραμμένους ήρωες στα όρια της καρικατούρας. Εκτός επικαιρότητας αλλά πάντοτε συναρπαστικός, τουλάχιστον για μια μερίδα του αναγνωστικού κοινού, ο χώρος των παραεπιστημονικών φαινομένων, που είλκυσε και με την ευκολία του πλούσιου διαθέσιμου υλικού τον παραγωγικότατο Αλέξη Σταμάτη στο ένα από τα δύο εφετινά βιβλία του, το Μητέρα Στάχτη (Καστανιώτης) - το άλλο, Ζωή (Μίνωας), μάλλον θα πρέπει εσπευσμένως να το πολτοποιήσει. Απομυζώντας την επικαιρότητα, με ένα και πάλι αυτοβιογραφικού χαρακτήρα μυθιστόρημα επανήλθε ο Βασίλης Αλεξάκης αναδιηγούμενος ιστορίες που έχει ήδη αφηγηθεί. Ωστόσο το Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα (Εξάντας), όπως και το περσινό Ξένες λέξεις (Εξάντας) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2004, έτυχε καλής υποδοχής από το γαλλικό κοινό. Γεγονός που δείχνει πως η εύπεπτη λογοτεχνία δεν ανθεί μόνο στα καθ' ημάς.
Ανέκαθεν κύριος εκπρόσωπος της ελαφράς λογοτεχνίας, πέραν του ρομάντζου και του περιπετειώδους αναγνώσματος, το αστυνομικό, στο οποίο πρωτοδοκιμάζεται εφέτος μεταξύ πλείστων άλλων τακτικών του είδους η Ελιάνα Χουρμουζιάδου, συνδυάζοντάς το με ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας στον πρόσφορο χώρο της γενετικής. Μόνο που η μελλοντολογική διάσταση της Δεύτερης γυναίκας (Κέδρος) μένει επιφανειακή και τα ηθικά διλήμματα ρηχά. Ευχάριστη έκπληξη το αστυνομικό του Απόστολου Λυκεσά, Μπλάνκο (Εστία). Αν και κάπως άτολμο, παρουσιάζει ενδιαφέρον χάρις στην υποβόσκουσα σάτιρα του λογοτεχνικού σιναφιού. Οπως φαίνεται, σε οπισθοχώρηση η λογοτεχνία, αμύνεται από τις επάλξεις της ειρωνείας, όπου και το ευέλικτα κινούμενο μεταξύ παρωδίας και σάτιρας Ο παππούς μου και το Κακό (Κέδρος) του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, που κερδίζει σε λεκτική ευφορία ό,τι πιθανώς χάνει σε μυθοπλαστική επινοητικότητα.
Καινούργιοι αναγνώστες
Πρωταρχικό αίτημα της ελαφράς λογοτεχνίας η προσέλκυση καινούργιων αναγνωστών από τις μικρότερες ηλικίες, που δεν διαβάζουν ούτε παραλογοτεχνία. Εξ ου και η σημασία των νεότερων συγγραφέων με επαγγελματική συνείδηση, που δίνουν τα τελευταία χρόνια ένα δυναμικό παρών. Από τους γρηγορούντες, όπως δείχνει και η επιφυλλιδογραφία της, η Αμάντα Μιχαλοπούλου προτείνει το Θα ήθελα (Καστανιώτης), μυθιστόρημα χαλαρά συνδεδεμένων επεισοδίων, δίκην διηγημάτων, γύρω από τις τραυματικές οικογενειακές σχέσεις. Ενώ ο Δημήτρης Σωτάκης αναδεικνύει τα υπαρξιακά αδιέξοδα στην αλληγορική αλλά ουδόλως σκοτεινή Παραφωνία (Κέδρος). Αν και το προσφιλές θέμα των νεότερων είναι οι κομπιουτεράκηδες. Ως νεόκοπη κοινωνική τάξη, με τα ψυχολογικά τους προβλήματα, ζωντανεύουν στο Σχεδόν σούπερ (Κέδρος) της Εύης Λαμπροπούλου που παραμένει, προς θέλξιν των αναγνωστριών, συναισθηματικό και παραδοσιακό. Αντίθετα ο ακοινώνητος χαρακτήρας τους και το ανώριμο της ψυχοσύστασής τους εμπνέουν τον Νίκο Βλαντή στο κάπως σχηματικό Μπάρτλεμπυ ο κομπιουτεράς (Απόπειρα) και τον Κώστα Κατσουλάρη στον φιλόδοξης σύλληψης αλλά αφηγηματικά αίολο Αντίπαλο (Πόλις). Ηρωες και ηρωίδες, δικτυωμένοι ή χάκερ, το στοιχείο που μυθοπλαστικά εξαίρεται είναι η νοσηρή συμπεριφορά τους σε τυποποιημένη μορφή.
Το πατρικό είδωλο, έστω και πολλαπλώς μεταμφιεσμένο, αναγνωρίζεται ως πυρηνικό θέμα στα μυθιστορήματα δύο συνομήλικων νεότερων συγγραφέων, του Θανάση Χειμωνά στο τέταρτο μυθιστόρημά του H μπλε ώρα (Πατάκης) και του πρωτοεμφανιζόμενου Ηλία Μαγκλίνη στο Σώμα με σώμα (Πόλις). Χωρίς αφηγηματικές καινοτομίες, ο Χειμωνάς και πάλι γοητεύει με τη χαρακτηριστική του πλέον αμφισημία προσώπων και σκηνικών, ωστόσο σε αυτό το μυθιστόρημα απώλεσε μια μοναδική ευκαιρία να υπερβεί τη θεματική στασιμότητα στην οποία έχει περιέλθει. Ενώ ο Μαγκλίνης διοχέτευσε τη συγκινησιακή φόρτιση σε ένα μυθιστόρημα συρραφής ντοκουμέντων. Οπως έχουμε ξαναγράψει, αυτός ο τύπος μυθιστορήματος με τον φύσει πλατειάζοντα χαρακτήρα του και την αφηγηματική ευκολία της κοπτοραπτικής ελκύει τους συγγραφείς, ιδιαίτερα τους νεότερους. Στην εφετινή σοδειά το είδος σπρώχτηκε και στη μορφή του κέντρωνα από τον Σταύρο Κρητιώτη σε μια επιδεξίως συρραμμένη κουρελού λογοτεχνικών και δοκιμιακών κομματιών, Το μηνολόγιο ενός απόντος (Πόλις), και από τον Κώστα Βούλγαρη, που είχε προ τετραετίας αναστήσει το είδος στη δολία Περούκα της Σοφίας Νέρη (Μεταίχμιο). Σε αντίθεση με τον Κρητιώτη, ο Βούλγαρης διαβάζει τα λογοτεχνικά και κριτικά κείμενα που χρησιμοποιεί, μένει ωστόσο ζητούμενο κατά πόσο η ανάγνωσή του αποβαίνει προς όφελός τους. Γενικότερα, η μεταμοντέρνα συνθήκη φαίνεται πως λειτουργεί απελευθερωτικά για τους συγγραφείς, που επιδίδονται στην αποκαθήλωση ιστορικών και λογοτεχνικών μορφών, συνάδοντας υποτίθεται με τις νοοτροπίες της εποχής. Οσο για την αισθητική της αφήγησης, πέραν της δυναμικής κάποιων ντοκουμέντων, τα μεταμοντέρνα βιβλία στοιχίζονται με αυτά της ελαφράς λογοτεχνίας, κυρίως ως προς το ανεπεξέργαστο της γλώσσας.
Με επαναλήψεις
Ορισμένοι υποσχόμενοι συγγραφείς επανέρχονται με επαναλήψεις. Υπαρξιακό και μορφικά πειραματιζόμενο, όπως και τα παλαιότερα της Μαρίας Μήτσορα, το πρόσφατο βιβλίο της Καλός καιρός / μετακίνηση (Πατάκης), συνέχεια του προηγουμένου H μεθυσμένη γυναίκα (Εστία) της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, όπως και το Να δούμε ποιος θα φαγωθεί (Καστανιώτης) του Σπύρου Καρυδάκη. Ολοκληρώνοντας τη μυθιστορηματική επισκόπηση, από την πλημμυρίδα ιστορικού αναγνώσματος συγκρατούμε τρία αουτσάιντερ με θεματικό ενδιαφέρον. Από την οθωμανική κυριαρχία στην Κύπρο το Εμείναμεν σαν πρόβατα χωρίς βοσκόν στον κάμπον (Κέδρος) της Αγγελικής Σμυρλή, από τον καιρό του Εμφυλίου το Bella Ciao (Ελληνικά Γράμματα) του Θανάση Σκρουμπέλου και το βορειοελλαδικό χρονικό Στη σκιά της πεταλούδας (Πατάκης) του Ισίδωρου Ζουργού.
Απομένει το διήγημα, που κάποτε εντασσόταν στη λογοτεχνία, σκέτα, χωρίς πρόσθετους προσδιορισμούς, ώσπου προέκυψαν τα κατά παραγγελία διηγήματα. Τελευταία γράφονται και νουβέλες επί παραγγελία, σαν ανάπηρα μυθιστορήματα. Κάποτε η μορφή του διηγήματος ήταν διακριτή και ο διηγηματογράφος απείχε του μυθιστοριογράφου, όσο ο δρομέας στο κατοστάρι από τον μαραθωνοδρόμο. Σήμερα απαξάπαντες γράφουν διηγήματα. Οπότε στα βιβλία του 2005 πληθαίνουν οι αποκαλούμενες νουβέλες και οι συλλογές των λεγόμενων διηγημάτων, ενώ συρρικνώνονται περαιτέρω τα γνήσια του είδους. Μια νουβέλα του Χριστόφορου Μηλιώνη Το μοτέλ. Κομμωτής κομητών (Κέδρος), ένα αφήγημα του Σωτήρη Δημητρίου Τα οπωροφόρα της Αθήνας (Πατάκης) και μια ισχνή συλλογή διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη Ο καθρέφτης του τυφλού (Πόλις). Εν μέσω μυθοπλαστικών ιστοριών, κάποιες τελεσφορούσες, στις Μικρές χαρές (Μεταίχμιο) της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, στην Αχτίδα στο σκοτάδι (Κέδρος) της Ερσης Σωτηροπούλου και στα Αδεια ξενοδοχεία (Εστία) του Φαίδωνα Ταμβακάκη. Τέλος, ανάμεσα σε ατελή, ορισμένα εντυπωτικά διηγήματα στις συλλογές νεότερων, τη Μισάντρα (Κέδρος) του Γιάννη Καισαρίδη, Του χρόνου κυνήγια (Κέδρος) του Ηλία Παπαμόσχου και την Καρδιά του λαγού (Πόλις) της Βασιλικής Ηλιοπούλου.
Να σημειώσουμε ότι ορίζοντας αυστηρά τα πράγματα η επισκόπηση της πεζογραφικής παραγωγής ενός έτους προϋποθέτει πλήρη εποπτεία. Αίτημα που ένας βιβλιοπαρουσιαστής κατά κανόνα δεν πληροί, πόσο μάλλον όταν ο απολογισμός συμπίπτει με τη χριστουγεννιάτικη εκδοτική έκρηξη. Προσδιορίζουμε λοιπόν ότι αν η εφετινή πεζογραφική σοδειά υπερβαίνει τα 500 βιβλία, εμείς διαβάσαμε γύρω στα εκατό, εντρυφώντας μόλις στο ένα τρίτο. Παρεμπιπτόντως μια εικόνα των αναγνωστικών προτιμήσεων δίνεται από τον τελικό κατάλογο των υποψήφιων μυθιστορημάτων για το Βραβείο Αναγνωστών 2006, που διοργανώνουν ο ραδιοσταθμός Σκάι 100,3 και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου: H μέθοδος της Ορλεάνης της Φακίνου, Για μια συντροφιά ανάμεσά μας του Θέμελη, Ο θείος Τάκης του Γιάννη Ξανθούλη, H συγχώρεση της Σώτης Τριανταφύλλου και τα ισοψηφήσαντα Μακρινοί περίπατοι του Γιώργου Πολυράκη και Ψέματα - H αλήθεια είναι... της Διβάνη. Το βραβείο θα ανακοινωθεί στις 14 Φεβρουαρίου, του Αγίου Βαλεντίνου. Μήπως να τον ανακηρύσσαμε και προστάτη άγιο της ανάγνωσης;Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=47&artid=170509&dt=31/12/2005#ixzz1Cukm3gNE
Οπότε, για τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, που οι συγγραφείς γράφουν σε εντατικούς ρυθμούς και οι εκδότες τυπώνουν σε ακόμη εντατικότερους, καταφεύγουμε αναγκαστικά στον σύνθετο όρο ελαφρά λογοτεχνία, ως ειδολογικό χαρακτηρισμό, ει δυνατόν χωρίς ποιοτικές συνδηλώσεις, μακράν της παραλογοτεχνίας. Τα αξιόλογα βιβλία αυτής της κατηγορίας συνιστούν ψυχωφελή αναγνώσματα, όχι μόνο χάρη στον πλούτο των πραγματολογικών τους στοιχείων αλλά και με βάση τους εποικοδομητικούς προβληματισμούς που γεννούν. Για να επιτευχθεί η πρόσβαση στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, προτιμώνται μια κάπως σχηματική απόδοση των χαρακτήρων και η διαγραφή μάλλον στερεότυπων συνθηκών, ώστε να προκύπτουν αναγνωρίσιμοι κοινωνικοί τύποι και καταστάσεις, απέχοντας ωστόσο των εξιδανικευμένων ηρώων και των εξόχως δραματικών ή και γλυκερών εξελίξεων που χαρακτηρίζουν βιβλία εκτός του λογοτεχνικού κανόνα. Καθοριστικής σημασίας αποβαίνει και η αφήγηση· στο μέτρο του δυνατού, οικεία στον αναγνώστη, μη υπερβαίνουσα τον ορίζοντα των προσδοκιών του. Ποτέ υπαινικτική, αντίθετα αναλυτική και επεξηγηματική, έστω κι αν πλατειάζει, ώστε να μην απομένουν αδιευκρίνιστα σημεία και απορίες.
Και πάλι εφέτος κυριάρχησε το ιστορικό μυθιστόρημα, με πρωτοστατούντα το Για μια συντροφιά ανάμεσά μας (Κέδρος) του Νίκου Θέμελη και τη Θέκλη (Εστία) της Αθηνάς Κακούρη, που αποπειρώνται να αναστήσουν συναρπαστικές ιστορικές εποχές, όπως είναι τα χρόνια του Διαφωτισμού και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Δύο συγγραφείς με διαφορετικές προσλαμβάνουσες, που καταλήγουν και σε διαφορετικές χρήσεις ιστορικών συμβάντων και προσώπων. Δίπλα στα ιστορικά βιβλία, στις πρώτες θέσεις των ευπωλήτων βρέθηκε και η παραμυθική αλληγορία H μέθοδος της Ορλεάνης (Καστανιώτης) της Ευγενίας Φακίνου, η οποία εμφανίζεται όλο και περισσότερο ενδοτική στις επιθυμίες ενός πλατύτερου αναγνωστικού κοινού, όπως άλλωστε και πλείστοι άλλοι, ο καθένας κατά τις δυνατότητές του. Για παράδειγμα, ο Διονύσης Χαριτόπουλος μετά τον Αρη Βελουχιώτη στράφηκε στη δημοφιλή Μαλβίνα Κάραλη και στη θυελλώδη σχέση τους, επωφελούμενος και από την κληρονομιά του ερωτικού λόγου της ως ιδανικό παραγέμισμα της μυθιστορίας του Ο άνεμος κουβάρι (Ελληνικά Γράμματα).
Το μεγάλο κοινό
Εξυπνη η ιδέα της Λένας Διβάνη να στήσει ένα «διπλό βιβλίο»· από τη μία οι κατασκευασμένες ιστορίες και από την άλλη, κατ' αντίστροφη φορά, τα τάχατες συγγραφικά ερεθίσματα. Με εύστροφες ατάκες και φροϋδικώς μπερδεμένους ήρωες, το Ψέματα - H αλήθεια είναι... (Καστανιώτης) συγκαταλέγεται στα πλέον εύπεπτα της εφετινής σοδειάς. Σε ένα παραπλήσιο οικογενειακό αλαλούμ πάσης φύσεως συμπλεγμάτων και παρορμήσεων βυθίστηκε και ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, τον οποίον περιμένουμε να ανακόψει κάποτε την κεκτημένη ταχύτητα προτού τον χάσουμε οριστικά, όπως τον μπαμπά στο καινούργιο του μυθιστόρημα Χάσαμε τον Μπαμπά (Πατάκης). Περισσότερο πρωτότυπος ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στήνει μιαν «απόκρυφη» μυθιστορία πολυφυλετικού χαρακτήρα στο Αλούζα. Χίλιοι και ένας εραστές (Πατάκης), ικανοποιώντας και αυτός γούστα της εποχής μας.
Περισσότερο παρά ποτέ ευαίσθητοι οι δέκτες των μυθιστοριογράφων στα κελεύσματα της εκδοτικής αγοράς, εντοπίζουν θέματα που μπορεί να συγκινούν το μεγάλο κοινό. Ενα εσαεί καυτό, το ποδόσφαιρο, και ο Δημήτρης Μίγγας είχε τη φαεινή ιδέα να το εκμεταλλευτεί, μαζί με την αδιαμφισβήτητη αίγλη που προσφέρει ένας στίχος του Μανόλη Αναγνωστάκη ως τίτλος, Στα ψέματα παίζαμε! (Μεταίχμιο). Με ορατή τη μυθοπλαστική αδυναμία, επιδίδεται σε κοινωνιολογικής φύσεως ανασκόπηση της πρόσφατης τριακονταετίας, διανθισμένη με πάσης φύσεως στερεότυπα. Ενα άλλο θέμα, που αυτές τις ημέρες επανέρχεται στην επικαιρότητα, η τρομοκρατία, και ο Χρήστος Χωμενίδης πρόλαβε τις προθεσμίες. Προς διευκόλυνσή του, στη σχοινοτενή μυθιστορία του Το σπίτι και το κελλί (Πατάκης) δανείζεται συμβάντα από την ελληνική πραγματικότητα πλάθοντας διεστραμμένους ήρωες στα όρια της καρικατούρας. Εκτός επικαιρότητας αλλά πάντοτε συναρπαστικός, τουλάχιστον για μια μερίδα του αναγνωστικού κοινού, ο χώρος των παραεπιστημονικών φαινομένων, που είλκυσε και με την ευκολία του πλούσιου διαθέσιμου υλικού τον παραγωγικότατο Αλέξη Σταμάτη στο ένα από τα δύο εφετινά βιβλία του, το Μητέρα Στάχτη (Καστανιώτης) - το άλλο, Ζωή (Μίνωας), μάλλον θα πρέπει εσπευσμένως να το πολτοποιήσει. Απομυζώντας την επικαιρότητα, με ένα και πάλι αυτοβιογραφικού χαρακτήρα μυθιστόρημα επανήλθε ο Βασίλης Αλεξάκης αναδιηγούμενος ιστορίες που έχει ήδη αφηγηθεί. Ωστόσο το Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα (Εξάντας), όπως και το περσινό Ξένες λέξεις (Εξάντας) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2004, έτυχε καλής υποδοχής από το γαλλικό κοινό. Γεγονός που δείχνει πως η εύπεπτη λογοτεχνία δεν ανθεί μόνο στα καθ' ημάς.
Ανέκαθεν κύριος εκπρόσωπος της ελαφράς λογοτεχνίας, πέραν του ρομάντζου και του περιπετειώδους αναγνώσματος, το αστυνομικό, στο οποίο πρωτοδοκιμάζεται εφέτος μεταξύ πλείστων άλλων τακτικών του είδους η Ελιάνα Χουρμουζιάδου, συνδυάζοντάς το με ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας στον πρόσφορο χώρο της γενετικής. Μόνο που η μελλοντολογική διάσταση της Δεύτερης γυναίκας (Κέδρος) μένει επιφανειακή και τα ηθικά διλήμματα ρηχά. Ευχάριστη έκπληξη το αστυνομικό του Απόστολου Λυκεσά, Μπλάνκο (Εστία). Αν και κάπως άτολμο, παρουσιάζει ενδιαφέρον χάρις στην υποβόσκουσα σάτιρα του λογοτεχνικού σιναφιού. Οπως φαίνεται, σε οπισθοχώρηση η λογοτεχνία, αμύνεται από τις επάλξεις της ειρωνείας, όπου και το ευέλικτα κινούμενο μεταξύ παρωδίας και σάτιρας Ο παππούς μου και το Κακό (Κέδρος) του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, που κερδίζει σε λεκτική ευφορία ό,τι πιθανώς χάνει σε μυθοπλαστική επινοητικότητα.
Καινούργιοι αναγνώστες
Πρωταρχικό αίτημα της ελαφράς λογοτεχνίας η προσέλκυση καινούργιων αναγνωστών από τις μικρότερες ηλικίες, που δεν διαβάζουν ούτε παραλογοτεχνία. Εξ ου και η σημασία των νεότερων συγγραφέων με επαγγελματική συνείδηση, που δίνουν τα τελευταία χρόνια ένα δυναμικό παρών. Από τους γρηγορούντες, όπως δείχνει και η επιφυλλιδογραφία της, η Αμάντα Μιχαλοπούλου προτείνει το Θα ήθελα (Καστανιώτης), μυθιστόρημα χαλαρά συνδεδεμένων επεισοδίων, δίκην διηγημάτων, γύρω από τις τραυματικές οικογενειακές σχέσεις. Ενώ ο Δημήτρης Σωτάκης αναδεικνύει τα υπαρξιακά αδιέξοδα στην αλληγορική αλλά ουδόλως σκοτεινή Παραφωνία (Κέδρος). Αν και το προσφιλές θέμα των νεότερων είναι οι κομπιουτεράκηδες. Ως νεόκοπη κοινωνική τάξη, με τα ψυχολογικά τους προβλήματα, ζωντανεύουν στο Σχεδόν σούπερ (Κέδρος) της Εύης Λαμπροπούλου που παραμένει, προς θέλξιν των αναγνωστριών, συναισθηματικό και παραδοσιακό. Αντίθετα ο ακοινώνητος χαρακτήρας τους και το ανώριμο της ψυχοσύστασής τους εμπνέουν τον Νίκο Βλαντή στο κάπως σχηματικό Μπάρτλεμπυ ο κομπιουτεράς (Απόπειρα) και τον Κώστα Κατσουλάρη στον φιλόδοξης σύλληψης αλλά αφηγηματικά αίολο Αντίπαλο (Πόλις). Ηρωες και ηρωίδες, δικτυωμένοι ή χάκερ, το στοιχείο που μυθοπλαστικά εξαίρεται είναι η νοσηρή συμπεριφορά τους σε τυποποιημένη μορφή.
Το πατρικό είδωλο, έστω και πολλαπλώς μεταμφιεσμένο, αναγνωρίζεται ως πυρηνικό θέμα στα μυθιστορήματα δύο συνομήλικων νεότερων συγγραφέων, του Θανάση Χειμωνά στο τέταρτο μυθιστόρημά του H μπλε ώρα (Πατάκης) και του πρωτοεμφανιζόμενου Ηλία Μαγκλίνη στο Σώμα με σώμα (Πόλις). Χωρίς αφηγηματικές καινοτομίες, ο Χειμωνάς και πάλι γοητεύει με τη χαρακτηριστική του πλέον αμφισημία προσώπων και σκηνικών, ωστόσο σε αυτό το μυθιστόρημα απώλεσε μια μοναδική ευκαιρία να υπερβεί τη θεματική στασιμότητα στην οποία έχει περιέλθει. Ενώ ο Μαγκλίνης διοχέτευσε τη συγκινησιακή φόρτιση σε ένα μυθιστόρημα συρραφής ντοκουμέντων. Οπως έχουμε ξαναγράψει, αυτός ο τύπος μυθιστορήματος με τον φύσει πλατειάζοντα χαρακτήρα του και την αφηγηματική ευκολία της κοπτοραπτικής ελκύει τους συγγραφείς, ιδιαίτερα τους νεότερους. Στην εφετινή σοδειά το είδος σπρώχτηκε και στη μορφή του κέντρωνα από τον Σταύρο Κρητιώτη σε μια επιδεξίως συρραμμένη κουρελού λογοτεχνικών και δοκιμιακών κομματιών, Το μηνολόγιο ενός απόντος (Πόλις), και από τον Κώστα Βούλγαρη, που είχε προ τετραετίας αναστήσει το είδος στη δολία Περούκα της Σοφίας Νέρη (Μεταίχμιο). Σε αντίθεση με τον Κρητιώτη, ο Βούλγαρης διαβάζει τα λογοτεχνικά και κριτικά κείμενα που χρησιμοποιεί, μένει ωστόσο ζητούμενο κατά πόσο η ανάγνωσή του αποβαίνει προς όφελός τους. Γενικότερα, η μεταμοντέρνα συνθήκη φαίνεται πως λειτουργεί απελευθερωτικά για τους συγγραφείς, που επιδίδονται στην αποκαθήλωση ιστορικών και λογοτεχνικών μορφών, συνάδοντας υποτίθεται με τις νοοτροπίες της εποχής. Οσο για την αισθητική της αφήγησης, πέραν της δυναμικής κάποιων ντοκουμέντων, τα μεταμοντέρνα βιβλία στοιχίζονται με αυτά της ελαφράς λογοτεχνίας, κυρίως ως προς το ανεπεξέργαστο της γλώσσας.
Με επαναλήψεις
Ορισμένοι υποσχόμενοι συγγραφείς επανέρχονται με επαναλήψεις. Υπαρξιακό και μορφικά πειραματιζόμενο, όπως και τα παλαιότερα της Μαρίας Μήτσορα, το πρόσφατο βιβλίο της Καλός καιρός / μετακίνηση (Πατάκης), συνέχεια του προηγουμένου H μεθυσμένη γυναίκα (Εστία) της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, όπως και το Να δούμε ποιος θα φαγωθεί (Καστανιώτης) του Σπύρου Καρυδάκη. Ολοκληρώνοντας τη μυθιστορηματική επισκόπηση, από την πλημμυρίδα ιστορικού αναγνώσματος συγκρατούμε τρία αουτσάιντερ με θεματικό ενδιαφέρον. Από την οθωμανική κυριαρχία στην Κύπρο το Εμείναμεν σαν πρόβατα χωρίς βοσκόν στον κάμπον (Κέδρος) της Αγγελικής Σμυρλή, από τον καιρό του Εμφυλίου το Bella Ciao (Ελληνικά Γράμματα) του Θανάση Σκρουμπέλου και το βορειοελλαδικό χρονικό Στη σκιά της πεταλούδας (Πατάκης) του Ισίδωρου Ζουργού.
Απομένει το διήγημα, που κάποτε εντασσόταν στη λογοτεχνία, σκέτα, χωρίς πρόσθετους προσδιορισμούς, ώσπου προέκυψαν τα κατά παραγγελία διηγήματα. Τελευταία γράφονται και νουβέλες επί παραγγελία, σαν ανάπηρα μυθιστορήματα. Κάποτε η μορφή του διηγήματος ήταν διακριτή και ο διηγηματογράφος απείχε του μυθιστοριογράφου, όσο ο δρομέας στο κατοστάρι από τον μαραθωνοδρόμο. Σήμερα απαξάπαντες γράφουν διηγήματα. Οπότε στα βιβλία του 2005 πληθαίνουν οι αποκαλούμενες νουβέλες και οι συλλογές των λεγόμενων διηγημάτων, ενώ συρρικνώνονται περαιτέρω τα γνήσια του είδους. Μια νουβέλα του Χριστόφορου Μηλιώνη Το μοτέλ. Κομμωτής κομητών (Κέδρος), ένα αφήγημα του Σωτήρη Δημητρίου Τα οπωροφόρα της Αθήνας (Πατάκης) και μια ισχνή συλλογή διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη Ο καθρέφτης του τυφλού (Πόλις). Εν μέσω μυθοπλαστικών ιστοριών, κάποιες τελεσφορούσες, στις Μικρές χαρές (Μεταίχμιο) της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, στην Αχτίδα στο σκοτάδι (Κέδρος) της Ερσης Σωτηροπούλου και στα Αδεια ξενοδοχεία (Εστία) του Φαίδωνα Ταμβακάκη. Τέλος, ανάμεσα σε ατελή, ορισμένα εντυπωτικά διηγήματα στις συλλογές νεότερων, τη Μισάντρα (Κέδρος) του Γιάννη Καισαρίδη, Του χρόνου κυνήγια (Κέδρος) του Ηλία Παπαμόσχου και την Καρδιά του λαγού (Πόλις) της Βασιλικής Ηλιοπούλου.
Να σημειώσουμε ότι ορίζοντας αυστηρά τα πράγματα η επισκόπηση της πεζογραφικής παραγωγής ενός έτους προϋποθέτει πλήρη εποπτεία. Αίτημα που ένας βιβλιοπαρουσιαστής κατά κανόνα δεν πληροί, πόσο μάλλον όταν ο απολογισμός συμπίπτει με τη χριστουγεννιάτικη εκδοτική έκρηξη. Προσδιορίζουμε λοιπόν ότι αν η εφετινή πεζογραφική σοδειά υπερβαίνει τα 500 βιβλία, εμείς διαβάσαμε γύρω στα εκατό, εντρυφώντας μόλις στο ένα τρίτο. Παρεμπιπτόντως μια εικόνα των αναγνωστικών προτιμήσεων δίνεται από τον τελικό κατάλογο των υποψήφιων μυθιστορημάτων για το Βραβείο Αναγνωστών 2006, που διοργανώνουν ο ραδιοσταθμός Σκάι 100,3 και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου: H μέθοδος της Ορλεάνης της Φακίνου, Για μια συντροφιά ανάμεσά μας του Θέμελη, Ο θείος Τάκης του Γιάννη Ξανθούλη, H συγχώρεση της Σώτης Τριανταφύλλου και τα ισοψηφήσαντα Μακρινοί περίπατοι του Γιώργου Πολυράκη και Ψέματα - H αλήθεια είναι... της Διβάνη. Το βραβείο θα ανακοινωθεί στις 14 Φεβρουαρίου, του Αγίου Βαλεντίνου. Μήπως να τον ανακηρύσσαμε και προστάτη άγιο της ανάγνωσης;Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=47&artid=170509&dt=31/12/2005#ixzz1Cukm3gNE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου