Δήμος Χλωπτσιούδης
Οι ερμηνείες και οι ορισμοί της λογοτεχνίας και της ποίησης ειδικότερα σχεδόν πάντα τείνουν να περικλείουν την έννοια ή τη χρήση της γλώσσας. Κατά τον Tzvetan Todorov είναι η τέχνη των λέξεων, καθώς βασικό της εργαλείο είναι η γλώσσα. Η ποίηση, λοιπόν, μπορεί να εκμεταλλευτεί τη διττή λειτουργία της γλώσσας (αναφορική και ποιητική, κυριολεκτική και μεταφορική) σε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο επικοινωνίας και τέρψης. Σχηματίζει εικόνες, σκέψεις, συμβουλεύει, μεταφέρει μηνύματα υπαρξιακά, αγωνίες, περιγράφει, διηγείται… Η γλώσσα στην ποίηση κατέχει, λοιπόν, κομβικό ρόλο.
Ήδη οι ποιητές της Επτανησιακής Σχολής αντιλαμβανόμενοι ακριβώς αυτό και δρώντες μέσα σε ένα δίγλωσσο ποιητικό περιβάλλον (συχνά χωρίς βαθιά γνώση της επίσημης γλώσσας) αναζήτησαν τρόπους έκφρασης στη ζωντανή γλώσσα της εποχής. Έτσι ανέδειξαν τη λαϊκή γλώσσα και καθιέρωσαν τη δημοτική στον ποιητικό λόγο (σε αντίθεση με την πιο συντηρητική γλωσσικά πεζογραφία της εποχής). Κάποια στιγμή όμως ο Ροΐδης εγκαλεί τους σύγχρονούς του ποιητές για γλωσσική αδυναμία, καθώς οι περισσότεροι απλά ακολουθούσαν τον προφορικό λόγο χωρίς καμία προσπάθεια καλλιέργειας της ποιητικής γλώσσας.
Τούτη την αδυναμία εντόπισε -πολύ μακριά από το κέντρο και άρα ανεξάρτητος κι ελεύθερος καλλιτεχνικά και γλωσσικά- ο Καβάφης. Εμπλούτισε γλωσσικά τη νεοελληνική ποίηση με τέτοιο τρόπο ώστε καμία από τις δύο γλωσσικές τάσεις της εποχής να μην τον αποδεχτούν στους κόλπους της. Ένα κεντρικό ζήτημα σε τούτη τη γλωσσική καινοτομία του Καβάφη δεν ήταν η αρχαιολατρεία του αυτή καθεαυτή, αλλά η βαθιά γνώση της ελληνικής και η αναγνώριση της στενότητας στην οποία είχε περιέλθει η ποιητική στην εποχή του.
Στην ουσία ο Καβάφης όχι μόνο ανέδειξε την ανάγκη γλωσσικής καινοτομίας μέσα από τον πλούτο της ελληνικής (αρχαΐζουσες λέξεις, όροι αμιγώς λαϊκοί και τοπικοί, επιβιωμένες λέξεις με άλλη σημασία) και προσέγγισε διαφορετικά τη σημειολογία της μέσα στη στιχουργική του χωρίς να υστερούν ρυθμικά και νοηματικά. Ταυτόχρονα όμως έδειξε και την αναγκαιότητα της γλωσσικής μελέτης.
Οι δημιουργοί της γενιάς του 1920 και εκείνοι της γενιάς του 1930 και οι μεταπολεμικοί ποιητές. Μελέτησαν ξένα ρεύματα και μετέφρασαν δημιουργώντας νέες γλωσσικές αναζητήσεις. Μελέτησαν τη λαϊκή γλώσσα, έχοντας και το οπλοστάσιο των δημοτικιστών και της ελληνικής ηθογραφίας, και την προσάρμοσαν στα νέα ρεύματα.
Ανάλογη ήταν και η καινοτομία του Ελύτη με την ανάδειξη της πλούσιας εκκλησιαστικής γλώσσας. Μάλιστα τούτη ήταν εγγύτερα στο λαό καθώς η θρησκευτική αποτελούσε τμήμα της λαϊκής γλώσσας και άρα συγκροτούσε μέρος του προφορικού λόγου. Η ελύτικη γλωσσική ανανέωση παρατηρείται στον ένα ή άλλο βαθμό μέχρι σήμερα έως το Λειβαδίτη και τους εκπροσώπους της γενιάς του 1970 (γενιά της Μεταπολίτευσης).
Οι μοντερνιστές κατέδειξαν ότι η ποιητική γλώσσα πρέπει να έχει μέσα της την ομορφιά και τη χάρη της προφορικής γλώσσας χωρίς να την ακολουθούν πιστά. Κατέδειξαν ότι πηγές γλωσσικής έμπνευσης υπάρχουν παντού. Στην εκκλησιαστική ορολογία, στην Ψυχολογία, στα λαϊκά ιδιώματα, στην αργκό και το νεανικό ιδιόλεκτο.
Ο προφορικός λόγος δε διακρίνεται απλά για τη ζωντάνια αλλά και ως το καλύτερο μέσο μετάδοσης νοημάτων σύνθετων, σαν αυτών που απασχολούν την ποίηση. Διαθέτει ρυθμό και την ίδια στιγμή διακρίνεται για την πεζολογική και ποιητική του δυναμική. Η διάταξή του, η τοποθέτησή του είναι εκείνη που διαμορφώνει το συναίσθημα και τονίζει τη λέξη που κρίνει αναγκαία ο δημιουργός.
Ο ποιητής οφείλει να γράφει λαμβάνοντας υπόψη όλες τις γλωσσικές ποικιλίες της εποχής του (διαφημιστικός λόγος, sms, τηλεοπτική γλώσσα, διάλεκτοι και ιδιώματα, συνθηματική και αποφθεγματική γλώσσα) και να αξιοποιεί εκείνες τις ποικιλίες που εξυπηρετούν περισσότερο την τέχνη και το μήνυμά του. Άλλωστε, ο ποιητής είναι σκλάβος της τέχνης, υπηρέτης του δημιούργηματός του. Στην αντίθετη περίπτωση απλά κάνει ποιητικό τουρισμό.
Σήμερα που όλοι μιλάνε για γλωσσική πενία είναι ανάγκη οι υπηρέτες της ρηματικής αυτής τέχνης να αξιοποιήσουν όλο το γλωσσικό θησαυροφυλάκιο του τόπου. Η επιστροφή σε παλαιότερες γλωσσικές επιρροές (καθαρεύουσα και αρχαΐζουσα κατά το πρότυπο των πεζογράφων του ΙΘ΄ αιώνα) όχι μόνο δεν υπηρετεί την τέχνη, αλλά αδυνατίζει και το ίδιο το έργο. Οι γλωσσικές επιλογές του ποιητή μπορούν να καταστήσουν ένα ποίημα όχι μόνο δυσνόητο, αλλά και απροσπέλαστο. Τούτο όμως καθιστά την ποίηση κρυπτική και εξοστρακίζει το ρυθμό του στίχου προς όφελος του δύσληπτου και του φτιαχτού. Ο ποιητής απεμπολεί τη φυσικότητα από το λόγο του.
Οι σύγχρονες συνθέσεις απαιτούν σύγχρονη γλώσσα, γλώσσα λαϊκή. Ο εμπλουτισμός δε θα έρθει από το παρελθόν, μα μόνο από το παρόν. Από τα κοινωνικά βιώματα που διαμορφώνουν τη γλώσσα και από τη συνθετική δύναμη του ποιητή να τις συνδυάζει με ευαισθησία και γνώση. Η μαγεία της ποιητικής γλώσσας δε λανθάνει στα μέσα του παρελθόντος, αλλά στο σύγχρονο ποιητικό τρόπο που συνδέεται με το συναίσθημα και τις αξίες της εποχής. Και τούτο θα γίνει με μία γλώσσα που θεραπεύει το ποιητικό υλικό. Τα παλαιότερα γλωσσικά εργαλεία αδυνατούν να αποδώσουν το συναίσθημα και το περιεχόμενο της σύγχρονης περιόδου (ειδικά εν μέσω κρίσης αξιών, οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης).
Η εμπειρία των μοντερνιστών (ήδη από την εποχή του Παλαμά) αναδεικνύει και την ανάγκη της μελέτης. Το σύγχρονο ποιητικό αδιέξοδο -που πολλοί παρατηρούν- δεν οφείλεται στο διαδίκτυο ή την ελευθεροστιχία και τη γλωσσική πενία, αλλά στην αδυναμία παρακολούθησης των νέων τάσεων του εξωτερικού και στην απουσία μελέτης της ποίησης.
Χωρίς το υπόβαθρο και την αξιοποίηση της ποιητικής παράδοσης (από το δημοτικό άσμα, το Σολωμό και τον Κάλβο έως το Λειβαδίτη και τη λεγόμενη γενιά της κρίσης), δίχως τη μελέτη παλαιότερων και σύγχρονων ποιητικών δοκιμών, ο ποιητής δεν είναι υπηρέτης της τέχνης.
Παράλληλα, η απουσία επαφής των σύγχρονων ποιητών με συνομήλικους εκπροσώπους άλλων Τεχνών τους περιορίζει και γλωσσικά και ως προς το περιεχόμενο. Η επαφή με τη μουσική και τα νέα ρεύματα θα εμπλουτίσει και τη μελωδικότητα και τη γλώσσα της ποίησης και θα ενισχύσει την ποιητική σύνθεση της μελωδίας με τον άμετρο στίχο. Η δε επαφή με τη ζωγραφική θα ενισχύει την εικονοπλαστική δύναμη του στίχου.