24 Αυγούστου 2010

Με 20.000 κενα ανοιγουν τα σχολεια

Η σχολική χρονιά θα είναι η δυσκολότερη των τελευταίων ετών, ομολόγησε χθες η υπουργός Παιδείας
ΜΑΡΝΥ ΠΑΠΑΜΑΤΘΑΙΟΥ | Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Εμφραγμα προκαλεί στην εκπαιδευτική κοινότητα η ομολογία της υπουργού Παιδείας κυρίας Αννας Διαμαντοπούλου ότι η εφετινή σχολική χρονιά θα είναι η δυσκολότερη των τελευταίων ετών. Η υπουργός Παιδείας παραδέχθηκε σε σημερινή συνέντευξη Τύπου ότι εφέτος θα είναι η δυσκολότερη χρονιά από τη μεταπολίτευση και μετά, καθώς θα έχουμε τους μισούς διορισμούς εκπαιδευτικών και μεγάλο αριθμό συνταξιοδοτήσεων (11.466 άτομα αποχώρησαν από τα σχολεία ολόκληρης της χώρας). Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι ένας στους εννέα εκπαιδευτικούς υπέβαλε εφέτος παραίτηση, ενώ την ίδια στιγμή οι μόνιμοι διορισμοί μειώθηκαν κατά 50% σε σχέση με την περσινή χρονιά (διορίστηκαν 2.825 άτομα). Το μέτρο του περιορισμού των αποσπάσεων φαίνεται ότι δεν απέδωσε, καθώς έχουν επιστρέψει στα σχολεία λιγότεροι από 5.000 εκπαιδευτικοί, πολλοί από τους οποίους θα επιστρέψουν πιθανότατα σε διοικητικά πόστα, καθώς οι Διευθύνσεις Εκπαίδευσης ανά τη χώρα «άδειασαν» και καλούν τώρα για νέες αποσπάσεις. Αδιάλλακτοι είναι όμως και οι εκπαιδευτικοί, που απειλούν το υπουργείο Παιδείας με «ανταρσία» εάν ακολουθήσει τη μόνη διέξοδο που έχει και ζητήσει υπερωρίες ή μετακινήσεις δασκάλων και καθηγητών. Ολα αυτά ενώ έχει ήδη προγραμματιστεί για την Πέμπτη η πρώτη εφετινή κινητοποίηση των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών της χώρας, με τη μορφή παράστασης διαμαρτυρίας, έξω από το κτίριο του υπουργείου Παιδείας στο Μαρούσι.

Τα δεδομένα που διαμορφώνονται στην εκπαιδευτική κοινότητα είκοσι ημέρες πριν από την έναρξη της σχολικής χρονιάς είναι αποκαρδιωτικά: κενά σε δασκάλους και καθηγητές που ξεπερνούν τον αριθμό των 20.000 σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, σχεδιασμός τμημάτων ακόμη και με 30 μαθητές, συγχωνεύσεις τμημάτων, άδεια ταμεία και αδυναμία της Πολιτείας να παρέμβει άμεσα για να επιλύσει τα προβλήματα. Ακόμη και όταν ολοκληρωθεί ο πρώτος κύκλος των προσλήψεων εκπαιδευτικών όμως, την 1η Σεπτεμβρίου, υπολογίζεται ότι θα παραμείνουν στα σχολεία 10.000 με 12.000 κενά. Τα παραπάνω συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια χθεσινής συνάντησης της υπουργού Παιδείας με τους 116 νέους διευθυντές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας.

Από την πλευρά της η κυρία Διαμαντοπούλου δήλωσε χθες ότι καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για να λειτουργήσουν τα σχολεία ομαλά, ενώ το υπουργείο Παιδείας λειτουργεί με 300 λιγότερους υπαλλήλους. Η υπουργός επανέλαβε ότι η κάλυψη κενών θα γίνει με την επιστροφή των αποσπασμένων εκπαιδευτικών στις τάξεις τους, με την ορθολογική κατανομή του εκπαιδευτικού δυναμικού και τις μετακινήσεις εκπαιδευτικών από σχολείο σε σχολείο, στον ίδιο ή ακόμη και σε διπλανό νομό, και με την πρόσληψη χιλιάδων αναπληρωτών εκπαιδευτικών. Οταν ρωτήθηκε δεν ανέφερε τον τελικό αριθμό των αναπληρωτών εκπαιδευτικών που θα προσληφθούν για να καλύψουν τις ανάγκες των σχολείων της χώρας, ενώ ξεκαθάρισε ότι δεν θα επαναληφθεί το φαινόμενο να γίνονται διορισμοί 9 ή και 10 φορές μέσα στη σχολική χρονιά.

Λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της εφετινής σχολικής χρονιάς όμως στο υπουργείο Παιδείας έχει σημάνει συναγερμός. Το κύμα των μαζικών παραιτήσεων εκπαιδευτικών λόγω του ασφαλιστικού νομοσχεδίου σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση των μαθητών στα δημόσια σχολεία λόγω αδυναμίας των οικογενειών τους να ανταποκριθούν στα δίδακτρα των ιδιωτικών προκαλεί ανησυχία στην ηγεσία του. Να γίνουν περισσότεροι μόνιμοι διορισμοί στα σχολεία και να κατοχυρωθεί νομοθετικά ο αριθμός των 25 μαθητών ανά τμήμα ως ανώτατος στα σχολεία ζητεί με δήλωσή του το μέλος της διοίκησης της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κ. Θ.Κοτσυφάκης. Σύμφωνα με τον κ. Χρ. Κάτσικα, εκπαιδευτικό αναλυτή και ειδικό γραμματέα της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων, «το υπουργείο Παιδείας αντιμετωπίζει τον ευαίσθητο χώρο της σχολικής εκπαίδευσης με λογιστικό τρόπο, καθώς κόβει και ράβει τους αριθμούς στα μέτρα του ΔΝΤ». «Αποτέλεσμα είναι αφενός να μην μπορούν να καλύψουν τα κενά που θα δημιουργηθούν, με κίνδυνο μέσα στον πρώτο μήνα να χαθούν χιλιάδες διδακτικές ώρες, αφετέρου να αλλάζουν τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών καθώς ετοιμάζονται να τους επιβαρύνουν με απλήρωτη υπερωριακή εργασία και μετακινήσεις από περιοχή σε περιοχή».

Πάντως, η υπουργός Παιδείας κάλεσε χθες γονείς και διευθυντές σχολείων να ολοκληρώσουν άμεσα τις εγγραφές στα σχολεία ώστε να γίνει ταχύτερα ο προγραμματισμός. Παράλληλα έδωσε προθεσμία ως τις 5 Σεπτεμβρίου για να καταγράψουν τα σχολεία στην ηλεκτρονική κάρτα τους τον αριθμό των εγγεγραμμένων μαθητών ανά τμήμα. Η κυρία Διαμαντοπούλου τόνισε ότι δεν θα ανεχθεί ανομίες στον χώρο της Παιδείας, ενώ πρόσθεσε ότι οι νόμοι του κράτους συχνά δεν εφαρμόζονται. Επανέλαβε ότι θα υπάρξει αυστηρή αντιμετώπιση του προβλήματος των απουσιών των μαθητών, καθώς, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, δεν μπορεί το σχολείο να εμφανίζει εικόνα διάλυσης μετά το Πάσχα.

Σχετικά με τα σχολικά βιβλία η υπουργός είπε ότι υπήρξε κάποια μικρή καθυστέρηση εξαιτίας της απεργίας των οδηγών φορτηγών. Τέλος ανέφερε ότι η επιλογή των νέων διευθυντών έγινε με τον νέο νόμο του Μαΐου και με βασικό στόχο την αποκομματικοποίηση της Παιδείας.

Η οικονομική κρίση όμως βάζει φρένο και στο επιτυχημένο πρόγραμμα της Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης στα Λύκεια. Οπως ανακοινώθηκε χθες, το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί εφέτος σε συγκεκριμένες περιοχές και σε επιμέρους μαθήματα, σύμφωνα με τις ανάγκες και τη ζήτηση κάθε σχολείου.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artId=349998&dt=24/08/2010#ixzz0xWhwjO9N

Mιχαλης Πιερης : Eφτα σημειωσεις για την ποιηση

Mιχάλης Πιερής

Eφτά σημειώσεις για την ποίηση

1
Για να γράψεις ποίηση (και όχι στιχουργήματα) σίγουρα δεν αρκεί το αυθόρμητο ρήμα. H ποιητική διεργασία είναι μια πολύ σύνθετη λειτουργία ―η πιο σύνθετη που υπάρχει. Γιατί κάθε ποιητική φράση πρέπει να συγκρατεί το απόσταγμα πολλών ταυτόχρονα υλικών: της ευαισθησίας, της αισθαντικότητας (όπως έλεγαν παλαιότερα), αλλά και της γνώσης και της νόησης (όπως το γνωρίζουμε σήμερα)· της ισχυρής συγκίνησης, του θυμού και του φόβου, του πάθους και της ενέργειας, που ο γνήσιος ποιητής παίρνει από τις εμπειρίες του βίου (μέσα στις οποίες συγκαταλέγω και τις φαντασιακές) και τις εκπέμπει μέσω του έργου του. Aυτά είναι ζητήματα που εκφράζονται με κάποια δυσκολία, θέλω να πω ότι για την πραγματική μεταποίησή τους χρειάζονται αργοί ρυθμοί εσωτερικής και κειμενικής επεξεργασίας. Ώστε, μπορούμε να μιλούμε για μετάπλαση και μεταβολισμό του βιώματος και όχι για άμεση, απευθείας χρήση του, έστω και αν κάποτε η πρώτη μορφή ενός τέτοιου ποιήματος αποτελεί θερμή άμεση καταγραφή του βιώματος.

2
H ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι βιωματική (επομένως και εν πολλοίς αυτοβιογραφική). Όχι μόνο το κάθε ποίημα ως σύνολο, αλλά και κάθε μεμονωμένη ποιητική φράση ή και κάθε λέξη μέσα στο ποίημα, οφείλει να προϋποθέτει μιαν ισχυρή συγκίνηση (διαφορετικά θα είναι, ως υλικό στοιχείο του κειμένου, ανενεργή). Συγκίνηση σωματική, εμπειρική, αναγνωστική, διανοητική, αισθησιακή, πνευματική, ατομική, συλλογική. Eίναι αυτονόητο, βέβαια, ότι όλα αυτά τα βιώματα δεν μπορούν να μεταφέρονται αυτούσια και μηχανικά στο έργο τέχνης. O αναγνώστης όταν διαβάζει ένα έργο, πρέπει να έχει μιαν ηδονική εμπειρία κυρίως μέσω της επαφής με την κειμενική του υπόσταση. Eννοώ, ότι το ποίημα πρέπει να έχει, ως κείμενο, την αυτάρκειά του, όσο καταλυτικό και αν ήταν το βίωμα που το προκάλεσε. Όσο έντονα βιωματικός και αν είναι ένας ποιητής, αν είναι συνειδητός τεχνίτης του λόγου, τότε θεωρεί απαραίτητη συνθήκη την κατχύρωση της κειμενικής αυτονομίας των ποιημάτων του. Διασφαλίζοντας έτσι ότι ο αναγνώστης θα έχει μια δική του προσωπική ηδονή από τη σχέση του με το κείμενο. Hδονή ανάλογη ενδεχομένως με την ηδονή (ή την οδύνη) της εμπειρίας συγγραφής του κειμένου, μα πάντως ανεξάρτητης από τα αισθήματα που είχε βιώσει ο δημιουργός πριν από (ή και κατά) τη διαδικασία της συγγραφής του ποιήματος.

3
O ποιητής, όσο και αν πατά στην πραγματικότητα (και πρέπει να πατά, από αυτήν αντλεί τα πάντα), θα πρέπει ταυτόχρονα «ν' ανυψώνεται κατακόρυφα» (καθώς μας το δίδαξε ο Σολωμός). Bέβαια, η έννοια της «ανύψωσης» (που όντως είναι το παν για την τέχνη της ποίησης από την εποχή του Λογγίνου), δεν μπορεί να γίνει συνταγή για κοινή χρήση από τον καθένα. O κάθε νέος ποιητής οφείλει να επιδιώκει, με τα δικά του μέσα να φανεί «εις μικρόν», έστω, «γενναίος», όπως το είπε ο Kαβάφης. Oφείλει να ανακαλύψει τί είναι γι' αυτόν, για το έργο του, η εμπειρία και η λειτουργία της «ανύψωσης». Πώς ο ίδιος, με τον δικό του, τον κατάδικό του τρόπο, θα κατορθώσει να ανυψωθεί πάνω από τη μιζέρια της ρουτίνας και της καθημερινότητας (περιλαμβάνω σε αυτή και τις συνθήκες του βολέματος κάποτε μέσα σε μιαν καθ' όλα ασφαλή συγγραφική εμπειρία). Γιατί, αν επιτύχει αυτή την ανύψωση, τότε θα περιχαρακώσει στο έργο του, πέρα από τις συγκινήσεις και τα βιώματά του, πέρα από το πάθος και την ένταση, τον φόβο και τον πανικό, θα περιχαρακώσει και το «θαύμα». Εκείνη την οριακή κατάσταση που, εφόσον επιτευχθεί, κατοχυρώνει το γνήσιο έργο τέχνης.
Mε την έννοια του θαύματος δεν εννοώ εδώ υποχρεωτικά το μεγάλο «θαύμα», ή το με θεολογική έννοια «θαύμα» και σίγουρα όχι το με θεολογική έννοια «θαύμα» Eννοώ το μικρό καθημερινό «θαύμα». Tο αίσθημα ότι έχει συμβεί κάτι το οποίο σε έχει αναστατώσει ή σε έχει ξεβολέψει από τη γλυκειά ρουτίνα της καθημερινότητας (περιλαμβάνω εδώ και τη συγγραφική ρουτίνα). Kαι ούτε περιορίζω την έννοια του «θαύματος», σε αυτό που συχνά θεματοποιείται σε μεγάλες και φιλόδοξες ποιητικές συνθέσεις. Kάθε γνήσιο έργο τέχνης προϋποθέτει ή εμπεριέχει την έννοια του «θαύματος», ανεξαρτήτως από το μέγεθος ή τη φιλοδοξία του δημιουργού. Έτσι, την έννοια του «θαύματος», όπως την ορίζω εδώ, δεν χρειάζεται να την αναζητήσει κανείς μόνο σε έργα όπως για παράδειγμα το Άξιον Eστί του Eλύτη ή το ...Kύπρον ου μ' εθέσπισεν... του Σεφέρη. Mπορεί να την ανιχνεύσει και σ' ένα μικρό ποίημα του Aσλάνογλου, για παράδειγμα, του Kαββαδία, ή του Γιώργη Παυλόπουλου. Kάθε δηλαδή γνήσιο ποίημα (μικρό ή μεγάλο) περιέχει αυτή την αίσθηση της λειτουργίας ενός μικρού θαύματος, περιέχει την έννοια της “ανύψωσης”, όπως την περιέγραψα εδώ.

4
H βάση μέσω της οποίας αντιλαμβάνεται ο ποιητής και κατανοεί το χώρο που τον περιβάλλει, είναι το ανθρώπινο σώμα του. Tο σώμα, ως ύλη, μορφή, στάση απέναντι στον κόσμο. Tο σώμα πρώτα κι ύστερα η σκέψη, η διάνοια, η νόηση. Στην τέχνη της ποίησης αυτό είναι κάτι παραπάνω από αξίωμα. Tο ανθρώπινο σώμα μου και η συγκεκριμένη μορφή μου, είναι η πρωτογενής πηγή, η βάση από την οποία ελέγχονται όλα τα σχήματα και αισθήματα, οι διαστάσεις και το μέγεθος, το μέτρο και η κλίμακα που συναρτά τις αισθήσεις και τα αισθήματά μου προς τον έξω κόσμο. Έτσι, η σχέση μου με το «άλλο», είτε είναι ανθρώπινη μορφή, είτε άψυχα αντικείμενα και σχήματα (φυσικά, είτε φτιαγμένα από την επιστήμη ή την τέχνη του ανθρώπου), είναι σχέση κατ' αρχήν σωματική. Eπομένως και η ποίησή μου είναι, εν πολλοίς, υπόθεση σωματική. Φυσικά, σε κάποιο στάδιο αντίληψης και επεξεργασίας αυτών των σωματικών αντιδράσεων, εντυπώσεων και αισθήσεων, υπεισέρχεται αποφασιστικά και η νόηση, ο κριτικός νους, αλλά και το αίσθημα. Όπως, βέβαια, αποφασιστικός παράγοντας είναι και η καλή πίστη που πρέπει να έχει ο ποιητής στον τρόπο που προσεγγίζει και απολαμβάνει, γεύεται και αφομοιώνει αλλότριες εμπειρίες, ξένες αντιδράσεις, τις μορφές και τα έργα των άλλων.


5
H ποίηση φτιάχνεται από λέξεις, συντάγματα λέξεων και φράσεων και από σημεία στίξεως. Aυτό είναι το υλικό της: έντεχνα στοιχισμένες αράδες από λέξεις, φράσεις και παύσεις που δίνουν μιαν αρμονία, ακόμη και όταν πρόθεση του ποιητή είναι να υπονομεύσει μια παλαιότερη αντίληψη για την έννοια της αρμονίας. Ποίηση που είναι κατασκευασμένη από ιδέες και πεποιθήσεις, ρητορικές εικόνες, κυρήγματα και συμπεράσματα δεν είναι άξια του ονόματός της. Γιατί δεν είναι «άδολη» λειτουργία, αλλά προγραμματισμένη (για να μην πω εντεταλμένη) αποστολή ―κι ο ποιητής δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ούτε μηχάνημα που κατασκευάζει ωραιολογικά ποιήματα, αλλά ούτε και ιεραπόστολος ούτε προφήτης. O ποιητής είναι ένα πολύ προσγειωμένο ανθρώπινο πλάσμα με βασανισμένη σκέψη και αναλωμένο σώμα σε λογής ηδονικές καταχρήσεις. Mε πολύ δυνατά πάθη, έντονες συγκινήσεις και με αυστηρούς κώδικες ηθικής ως προς την καλλιτεχνική του εργασία και ως προς τις αρχές του. Aυτή η αυστηρότητα, πρωτίστως με τον εαυτό του, είναι που τον δείχνει καμιά φορά στα μάτια των άλλων στριφνό ή στριμμένο, δύσκολο, εμπαθή, μανιακό, φιλέρημο. Aυτό φυσικά το τόσο γήινο άτομο «ανυψώνεται», καθώς είπαμε, μέσα στο έργο του. Mέσα στα κείμενά του είναι που κατορθώνεται εκείνη η λυρική ανύψωση που εξαγνίζει και εξαγιάζει το περιβάλλον (στο οποίο κινείται), τις εμπειρίες (τις οποίες βιώνει), τα αισθήματα (που τον κυριαρχούν). O χώρος του ποιητικού κειμένου, είναι ο μόνος πραγματικός χώρος του ποιητή.

6
H τέχνη δεν είναι το μέσο για να διαφύγει ο ποιητής από την πραγματικότητα. Tρόπος για να διαστρέψει την πραγματικότητα, ναι. Tρόπος για να βιώσει δυνατά, έστω και ανάστροφα, πηγαίνοντας «πάνω νερά» όπως το υπέδειξε ο Σεφέρης ή «κόντρα στο καιρό», όπως το τραγούδησαν οι Xαΐνηδες, ναι. Όχι όμως για να αποφύγει την πραγματικότητα. Γιατί από αυτήν αρμέγει, από εκεί αρδεύεται η ποιητική του ενδοχώρα. H τέχνη επιβάλλει, βέβαια, έναν ιδιόμορφο, προσωπικό τρόπο βίου, όχι αποκομμένου από την πραγματική εμπειρία ζωής, αλλά μέσω αισθαντικών, πρωτόγνωρων, δυνατών εμπειριών, που μπορούν να υπάρξουν μόνον όταν βίος και τέχνη γίνονται το ίδιο και το αυτό. Όταν το ένα εφάπτεται στο άλλο καθολικά. Oπότε ούτε διάσταση, ούτε προδοσία υπάρχει από το ένα στο άλλο. H ποιητική τέχνη υποχρεώνει τον ποιητή σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής. Kαι ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής, επιβάλλει μια συγκεκριμένη ποιητική στάση.

7
Yπάρχει ένας κώδικας ηθικής μέσα στη διεφθαρμένη, για τη συμβατική ηθική, ζωή του καλλιτέχνη εν γένει ή ειδικότερα του ποιητή. Άλλωστε, η ζωή ενός πραγματικού δημιουργού, όπως και κάθε γνήσιο έργο τέχνης, δεν μπορεί παρά να υπονομεύει τη διαφθορά που περικλείνει ο δήθεν ηθικός βίος της οργανωμένης υποκρισίας, της θρησκοληψίας, της πατριδοκαπηλείας και της σκηνοθετημένης σεμνότητας, που είναι σεμνοτυφία, της νόμιμης απάτης, της κρατικής βίας και της εξουσίας των λογής θεματοφυλάκων της κατεστημένης ηθικής. Mιλώ φυσικά για την εντιμότητα του τεχνίτη που είναι πραγματικά δοσμένος στο έργο που δημιουργεί. Oπότε, ό,τι και αν είναι ο ίδιος στα μάτια και τα μέτρα της συμβατικής ηθικής (ακόμη και ανήθικος ή διεφθαρμένος, για να το πω έτσι προκλητικά), δεν παύει η ζωή του να είναι έντιμη, δεν παύει ο βίος του να είναι αδιάφθορος, εφόσον υπηρετεί με τιμιότητα την τέχνη του.
πηγή:[Α' δημοσίευση, περ. Ύλαντρον, τχ 6-7 (Χριστούγεννα 2005) 84-88.
Τυπώθηκε και σε πλακέτα, εκδόσεις Ύλαντρον, Λευκωσία, 2006

At last - a beach book with a heart

The Island
by Victoria Hislop

It takes a brave writer to set her first novel on a Greek island, to populate it with an assortment of eccentric characters and follow the turbulent love lives of the women. All this against a backdrop of the Second World War. Brave because one might imagine that Louis de Bernières's Captain Corelli's Mandolin had already cornered the market in quirky Mediterranean love stories.

Victoria Hislop, however, has found a very different island, off Crete, for her first book. It is called Spinalonga and it is where lepers were banished to die.

Her story begins in London with Alexis Fielding, a self-assured young woman compelled to discover more about her Cretan mother's past, a past she is mysteriously unwilling to discuss. Her journey takes her back to Crete and to an old family friend who narrates Alexis's family history through three tumultuous generations.

The backbone of her tale is the relationship between two very different sisters: vibrant Anna who is as ambitious as she is beautiful, and Maria, obedient, sensible and faithful. While it might seem as though we've seen these types many times before, along with the loyal but dull husband, the lover who turns out to be a cad, the lovelorn widower who all also appear in the book, The Island fascinates when it shifts to Spinalonga.

Leprosy may be the world's oldest known disease, but it is also one of its most misunderstood. To the fishermen and their families on Crete who can see the leper colony, the first symptom - dry, numb patches on the skin - is to be dreaded. Leprosy, they imagine, is highly contagious. It means a slow and agonising path to death, cast out by loved ones and forced to live out your days with an incurable illness.

The revelation is that, in Hislop's imagination, Spinalonga is more civilised than many aspects of the mainland. There are deaths, but there are marriages, too. These are people imprisoned behind fortressed walls but they have rights and freedoms that gradually come to heal.

In many respects, despite its meticulous research into Cretan culture, Hislop has written a beach novel predictably packed with family sagas, doomed love affairs, devastating secrets. However, she also forces us to reflect on illness, both the nasty, narrow-mindedness of the healthy and the spirit of survival in the so-called 'unclean'. Her message seems as relevant today as it would have been a century ago. Same prejudice, different disease.

Τι απεγιναν οι αριστουχοι πανελλαδικων εξετασεων

"The Island"

Victoria Hislop's first novel "The Island" is an international bestseller. It was selceted for the Richard and Judy Summer Read, and won Victoria the "Newcomer of the Year" Award at the Galaxy British Book Awards 2007. It has been translated into more than a dozen languages.

The Island by Victoria Hislop

http://www.illiterarty.com/reviews/book-review-island-victoria-hislop

A story about the loves, lives and losses of four generations of Greeks; from the fishing village Plaka to London; and the devastating effect of the island off the coast of Plaka: Spinalonga.
The story

Alexis Fielding, a Londoner, is holidaying on Crete and is in a turmoil of indecisiveness. She has knows there are deep dark family secrets on the side of her mother, Sophia, who came from Crete but has always refused to mention anything about her past. She also doesn’t think she loves her long-term boyfriend, Ed, but she doesn’t really understand love and passion. So she is astounded when her mother agrees that she should visit Sophia’s home town, and some of her friends, to finally discover the secrets in her mother’s past.

Alexis leaves Ed sulking in Hania while she makes the long journey to the tiny fishing village of Plaka; her mother’s home town. She is surprised to find that just out to sea from Plaka sits Spinalonga—once the enforced colony for all of Crete’s lepers. Alexis seeks out Fontini, the woman to whom her mother has entrusted with telling their family history. Alexis not only discovers her deep connection to Plaka, but also her equally deep connection to Spinalonga. As Fontini’s tale unfolds, Alexis is drawn into the story of her family, and the passionate loves, hates, and lives of the villagers. And of course, their silent neighbours across the water.
The style

Victoria Hislop has tried to create a four generation family saga, as is the popular and done thing in some circles. She’s got the correct elements in play; secrets, lies, betrayal, deceit, scandal, love, leprosy (okay, maybe leprosy isn’t an essential element of the genre, but you get the drift). She has the exotic setting (for all those non-Creteans out there). She has a cast of characters who are flung across the spectrum from saintly to evil. She even has the obligatory war-disrupts-lives vibe. It’s all there. I have read some really amazing examples of the genre that have absolutely blown me away and The Island, unfortunately, is not going to be added to that list. It left me luke-warm, at best. And the worst part is that it had so much promise!

The Island is divided into four parts, and the whole thing is told from the third person limited perspective. Part one, in the present, is mainly told with Alexis. Part two and three make up the bulk of the story, and flick back to the past. This bit of the story is being told by Fontini, but obviously for ease of telling it is told third person narrative from various points of view, although mainly that of Maria, Sophia’s aunt. The fourth and final part is back to the present with Alexis and Sophia.
συνέχεια http://www.illiterarty.com/reviews/book-review-island-victoria-hislop

23 Αυγούστου 2010

Η γοητεία της βιβλιομανίας

Ο μαγικός κόσμος του γραπτού λόγου, οι γοητευτικοί λαβύρινθοι των αναγνωστηρίων και το μέλλον του βιβλίου στην εποχή της ηλεκτρονικής επανάστασης
Ι. Ν. ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ | Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

«Ητο βιβλιοθήκη. Υψηλά έπιπλα εκ μελαίνης παλισάνδρας, πεποικιλμένης διά χαλκού, εβάσταζον επί των μεγάλων ραφίδων των πολυάριθμα βιβλία ομοιομόρφως δεδεμένα. Ηκολούθουν την περιστροφήν της αιθούσης και απέληγον εις το κατώτερον μέρος των επί ευρέων ανακλίντρων,επεστρωμένων διά δέρματος καστανοχρόου και αναπαυτικοτάτων.Ελαφρά κινητά αναλόγια,μακρυνόμενα ή πλησιαζόμενα κατά βούλησιν,επέτρεπον να τίθεται επ΄ αυτών το προς ανάγνωσιν βιβλίον.Εις το κέντρον υψούτο πλατεία τράπεζα, κεκαλυμμένη υπό φυλλαδίων και τινων εφημερίδων παλαιών ήδη». Ποιος δεν θα ήθελε να έχει μια τέτοια βιβλιοθήκη σαν αυτή του πλοιάρχου Νέμο με την οποία ζούσε Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν (Ιούλιος Βερν, μετάφραση Αλεξάνδρου Σκαλίδου, εκδόσεις Θ. Λιβέριος, 1894).

Δεν ξέρουμε αν η σωστή βιβλιοθήκη «αποτελείται από έναν ακαθόριστο και ίσως άπειρο αριθμό εξαγωνικών στοών, με τεράστιους αεραγωγούς στη μέση», όπως περιγράφει στη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ ο Μπόρχες την ιδανική βιβλιοθήκη, αλλά μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του ότι «η βιβλιοθήκη είναι το Σύμπαν» ή τουλάχιστον για κάποιους είναι πραγματικά το σύμπαν που τους περιέχει. Εναν ύμνο σε αυτές τις βιβλιοθήκες αποτελεί το μικρό βιβλιαράκι της Αγρας με κείμενα συγγραφέων που μιλούν για ιδανικές βιβλιοθήκες. Μπορεί να βρίσκονται σε πλοία όπως πάνω στον Μεγάλο Ανατολικό, να θυμίζουν ευτυχισμένες φυλακές όπως αισθάνεται η ηρωίδα του Jaques Roubaud στο Η ωραία Ορτάνς, να είναι πλούσιες σε βιβλία και να σε δυσκολεύουν να τα τακτοποιήσεις, οπότε πρέπει να ακολουθήσεις τις συμβουλές ενός Ζορζ Περέκ ή ενός Ουμπέρτο Εκο.

Οι συλλέκτες βιβλίων
[Το εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Εσκοριάλ στην Ισπανία ]
Το εσωτερικό της Βιβλιοθήκης του Εσκοριάλ στην Ισπανία
Οι βιβλιοθήκες δεν είναι ανάγκη να βρίσκονται μέσα σε υψηλά κτίρια, επαύλεις, πλοία ή υποβρύχια. Τα βιβλία μπορεί να είναι μέσα στα μυαλά των ανθρώπων και να επιζούν μεταδιδόμενα από γενιά σε γενιά, όπως στο περίφημο Φαρενάιτ 451 του Ray Βradbury, όπου σε ένα μελλοντικό καθεστώς απαγόρευσης των βιβλίων μια παράνομη οργάνωση είχε δημιουργηθεί, με τα μέλη της να αποστηθίζουν κεφάλαια από βιβλία. Πολύ ωραία θέτει ένας ήρωας τον στόχο μιας βιβλιοθήκης: «Δεν μπορείς να κάμεις τον κόσμο να ακούσει (τα βιβλία ακούγονταν τότε,δεν διαβάζονταν).Πρέπει να έρθουν σε μας από μόνοι τους, όταν φτάσει η ώρα να αναρωτηθούν τι έγινε και ο κόσμος έχει εκραγεί κάτω από τα πόδια τους».

Οι βιβλιοθήκες δεν είναι φετίχ, είναι ένας τρόπος μετάδοσης του πολιτισμού και των γνώσεων. Αυτό ισχύει γενικά αλλά για κάποιους άλλους, συλλέκτες και παθιασμένους βιβλιόφιλους, τα βιβλία είναι το ελιξίριο της ζωής και η συλλογή τους ένα κίνητρο για να ζουν. Στο δεύτερο βιβλίο των εκδόσεων Αγρα του Jacques Βonnet με τίτλο Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα εξιστορούνται τα προβλήματα των ιδιοκτητών τεράστιων βιβλιοθηκών. Οι βιβλιομανείς χωρίζονται σε αυτούς που συλλέγουν οτιδήποτε σε βιβλίο (τους συσσωρεύοντες) και τους ειδικούς. Οι τελευταίοι μαζεύουν σπάνια βιβλία, ειδικά ή κάποιας κατηγορίας που τους ενδιαφέρει απόλυτα. Ολοι έχουν το ίδιο πρόβλημα: πώς να ταξινομήσει κάποιος ένα σωρό από δεκάδες χιλιάδες βιβλία; Αλφαβητικά, γεωγραφικά, κατά χρώματα, κατά ημερομηνία απόκτησης, κατά ημερομηνία έκδοσης, κατά μεγέθη, είδη, λογοτεχνικές περιόδους, αναγνωστικές προτεραιότητες του ιδιοκτήτη, γλώσσες, βιβλιοδεσίες ή εκδοτικές σειρές; Ο συγγραφέας συμφωνεί με την άποψη του Ζ. Περέκ ότι ο καθένας χρησιμοποιεί τέτοιους μεικτούς τρόπους ταξινόμησης που να τον βολεύει. Ο συγγραφέας, τέλος, προσπαθεί να απαντήσει και σε σειρά άλλων ερωτήσεων, όπως το πώς διαβάζει κάποιος όλους αυτούς τους τίτλους, ο ρόλος των λεξικών ή των λευκωμάτων κ.ά.

Το βιβλίο στο μέλλον
Το τελευταίο βιβλίο ασχολείται με το μέλλον του βιβλίου. Στη συλλογική μελέτη με τίτλο Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν τον τρόπο με τον οποίο θα προσλαμβάνουμε το βιβλίο στο άμεσο μέλλον. Στην εισαγωγή του ο Γιώργος Δαρδανός, ο οποίος επιμελήθηκε το βιβλίο, θυμάται την εποχή που η στοιχειοθεσία γινόταν στο χέρι και οι τυπογράφοι ενημερώθηκαν ότι θα έρθουν οι πρώτες λινοτυπικές μηχανές. Το Σωματείο των Τυπογράφων κατέβασε τα μέλη του στον Πειραιά για να μην εκτελωνίσει ο εισαγωγέας Μπουτόπουλος τις πρώτες τέτοιες μηχανές. Οι μηχανές ήρθαν και από τότε ήρθαν ένα σωρό άλλες αλλαγές. Το βιβλίο όμως εξακολούθησε να υπάρχει. Στον συλλογικό αυτόν τόμο δεν έχουν όλοι οι γράφοντες την ίδια θέση. Κάποιοι πιστεύουν ότι η εγκυρότητα και η πιστότητα των βιβλίων δεν μπορούν να βρεθούν στον όγκο των πληροφοριών του Διαδικτύου, άλλοι πιστεύουν ότι δύσκολα θα απαλλαγούμε από το άρωμα του τυπωμένου βιβλίου και, τέλος, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι πρόκειται για μια φυσιολογική εξέλιξη για την οποία πρέπει να προετοιμαστούμε. Στη συλλογή αυτή αξίζει να προσεχτεί το Παράρτημα που παρέχει διάφορα στοιχεία όπως ο γαλλικός νόμος για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και πολλά δημοσιεύματα στον ελληνικό και ξένο Τύπο.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=348598&dt=14/08/2010#ixzz0xSoTr5iX

Δημητρης Μπουραντας: "Η ποιοτικη λογοτεχνια ειναι αδυναμη να επηρεασει την κυριαρχη κουλτουρα"

πηγή:P
Δ.Μπουραντάς: "Η ποιοτική λογοτεχνία είναι αδύναμη να επηρεάσει την κυρίαρχη κουλτούρα"

Συντάκτης: Ειρήνη Σπυριδάκη
Κυριακή, 11 Ιούλιος 2010 13:53

Από μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα στα πανεπιστημιακά έδρανα, και από τη συγγραφή πλήθους επιστημονικών βιβλίων που αφορούν στη διοίκηση επιχειρήσεων και το μάρκετινγκ, ο Δημήτρης Μπουραντάς εισέρχεται στο χώρο της λογοτεχνίας, συστήνοντας στους αναγνώστες το μυθιστόρημα «Όλα σου τα’ μαθα, μα ξέχασα μια λέξη», το οποίο σημείωσε πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα εμπορική επιτυχία. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ο Πανεπιστημιακός δάσκαλος και συγγραφέας αναλύει τους λόγους που τον ώθησαν στη λογοτεχνική έκφραση, σκιαγραφεί τα μελανά σημεία της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, και αναπτύσσει τη θεωρία του για τη χρησιμότητα των αλλαγών στη ζωή και την ελευθερία της επιλογής των ανθρώπων. Ο κ. Μπουραντάς αναφέρεται, μεταξύ των άλλων, στη δύναμη και τις παγίδες του διαδικτύου, καθώς και στην αποστολή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

- Έχετε συγγράψει πλήθος βιβλίων για τη διοίκηση επιχειρήσεων και το μάνατζμεντ. Τι ήταν εκείνο που σας ώθησε να γράψετε ένα λογοτεχνικό βιβλίο και πώς οι γνώσεις σας από τον επιστημονικό χώρο παρεισέφρησαν σε αυτό;

Πιστεύω ότι η αποστολή μου, ως καθηγητής, δεν είναι να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο ή σε στελέχη και να συμβουλεύω επιχειρήσεις. Αυτά είναι η δουλειά μου για την οποία πληρώνομαι. Αποστολή και κοινωνική μου ευθύνη είναι να συμβάλλω στην οικονομική και κοινωνική ευημερία και πρόοδο, διαδίδοντας γνώσεις, έννοιες, αξίες και αρχές από την επιστήμη που υπηρετώ. Η ιδέα να γράψω αυτό το βιβλίο δεν ήταν έμπνευση αλλά υποχρέωση που πηγάζει από αυτή την αίσθηση αποστολής και κοινωνικής ευθύνης. Αποφάσισα να γράψω μυθιστόρημα και όχι δοκίμιο, διότι μέσα από τις ιστορίες και τους μύθους, έννοιες, αξίες και γνώσεις γίνονται πιο χειροπιαστές, κατανοητές ίσως και αποδέκτες, αφού ταυτόχρονα απευθύνονται στο μυαλό, τη ψυχή και την καρδιά των ανθρώπων.

- Στο βιβλίο σας «Όλα σου τα ’μαθα, μα ξέχασα μια λέξη» αναλύετε τη θεωρία σας για την ύπαρξη δύο Ελλάδων. Πόσο αισιόδοξος είστε σήμερα για την βιωσιμότητα της μικρής φερέλπιδος Ελλάδας, σε αντιπαράθεση με τη μεγάλη Ελλάδα που οπισθοδρομεί;

Είναι αλήθεια ότι στο βιβλίο περιγράφω ουσιαστικά τα αίτια που οδήγησαν στην οικονομική και πολιτική χρεοκοπία την πατρίδα μας, δηλαδή, την κυριαρχία της διαπλοκής, της διαφθοράς, της ανευθυνότητας του ατομισμού, της αναξιοκρατίας, της αρπαχτής, της απερίσκεπτης κατανάλωσης, του ωχαδερφισμού, της μιζέριας, ταυτόχρονα με τη «μικρή» Ελλάδα της δημιουργίας, της εντιμότητας, της ανταγωνιστικότητας, της υγιούς επιχειρηματικότητας και της υπευθυνότητας. Παρότι το κατεστημένο πολιτικό σύστημα που είναι υπεύθυνο για την «μεγάλη» Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει και χαροπαλεύει, δεν είμαι αισιόδοξος για την ανατροπή του, αφού αυτό απαιτεί πρωτοβουλίες από ανθρώπους της «μικρής» Ελλάδας, πράγμα που εκτιμώ ότι είναι πολύ δύσκολο. Δεν αποκλείεται όμως να υπάρξουν πολίτες της «μικρής» Ελλάδας που θα συναντηθούν, θα ανασυστηθούν και κοιταχθούν στα μάτια, θα ξαναονειρευτούν και να επιχειρήσουν ένα νέο ξεκίνημα. Πιστεύω ότι έχουμε ακόμη δυνατότητες να ξαναονειρευτούμε και να κάνουμε το όνειρο της «μικρής» Ελλάδας πραγματικότητα, μετατρέποντάς την σε μεγάλη Ελλάδα. Για παράδειγμα, πήραμε να ιδρύσουμε το Κύκλο των Χαμένων Αξιών που αναφέρεται στο βιβλίο, με σκοπό να συμβάλλουμε στην αναγέννηση του πολιτικού πολιτισμού (http://e-cli.blogspot.com).

- Το μυθιστόρημά σας διαπνέεται από την ανάγκη να προσαρμοζόμαστε στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της εποχής. Ποιο ρόλο πιστεύετε ότι διαδραματίζουν οι αλλαγές στη ζωή μας και κατά πόσον οι άνθρωποι είναι προετοιμασμένοι να προσαρμοστούν σε αυτές;

Κάθε αλλαγή δεν είναι πρόοδος. Για παράδειγμα, οι Έλληνες δεν έπρεπε να χάσουμε τις αξίες μας, τη διατροφή μας, την όμορφη φύση μας και άλλα. Όμως πρόοδος χωρίς αλλαγή δεν μπορεί να υπάρξει, ούτε σε επίπεδο ατόμου, ούτε σε επίπεδο ομάδας, οργανισμού ή κοινωνίας. Δυστυχώς, υπάρχει το παράδοξο που λέει «η αλλαγή μας είναι αναγκαία κι όμως αντιστεκόμαστε». Αυτό συμβαίνει διότι τα παλιά παπούτσια μας είναι πιο βολικά από τα καινούργια και δεν μας αρέσει να ξεβολευόμαστε, υπάρχει φόβος απέναντι στην αβεβαιότητα της αλλαγής, εφησυχάζουμε και αδρανούμε. Το χειρότερο είναι ότι κάποια στιγμή αναγκαζόμαστε ν’ αλλάξουμε, αλλά τότε είναι αργά. Γι’ αυτό πιστεύω στο «άλλαξε πριν αναγκασθείς ν’ αλλάξεις».

- Πιστεύετε στην ελευθερία της βούλησης των ανθρώπων ή θεωρείτε ότι ενίοτε είναι απαραίτητη η καθοδήγηση στη ζωή μας, γεγονός που επαληθεύεται από το παράδειγμα της μυθιστορηματικής ηρωίδας σας, της Άννας;

Πιστεύω στην ελευθερία της επιλογής. Αυτό όμως απαιτεί να συλλογιέται κανείς ελεύθερα και σωστά. Η ορθότητα και η ελευθερία των επιλογών μας αυξάνει όταν έχουμε περισσότερες γνώσεις, πληροφορίες, εμπειρίες, εναλλακτικές. Συνεπώς, αν η καθοδήγηση δεν είναι διαταγή ή επιταγή αλλά ενημέρωση, γνώσεις και συμβουλές, τότε ενισχύει την ελευθερία των επιλογών μας.

- Σκιαγραφείτε με μοναδικό τρόπο την ηγετική φυσιογνωμία του Νίκου στο βιβλίο σας. Ποια είναι, κατά την προσωπική σας άποψη, τα βασικά συστατικά που συνθέτουν το χαρακτήρα ενός ηγέτη;

Ο Ηγέτης είναι αυτός που εμπνέει μέσω οράματος και αξιών, μιλά στο μυαλό, την καρδιά και ψυχή των ανθρώπων, τους ασκεί επιρροή (όχι δύναμη ή εξουσία) και τους κάνει και τον ακολουθούν εθελοντικά και πρόθυμα στην ατομική ή συλλογική πρόοδο και το κοινό καλό. Η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από ταπεινότητα, ακεραιότητα, μη ανεκτικότητα σε ανέντιμες συμπεριφορές και μετριότητα στις επιδόσεις των συνεργατών του. Ο ηγέτης θέλει και μπορεί να οδηγεί τους ανθρώπους σε εξαιρετικά αποτελέσματα για το κοινό καλό. Ο ηγέτης αισθάνεται υπηρέτης της ομάδας και επιδιώκει να ικανοποιεί τις ανάγκες του με νόημα και αυτοπραγμάτωση μέσω της συνεισφοράς του στο κοινό καλό και τη συνεχή πρόοδο. Ασφαλώς διαθέτει αυτοπεποίθηση, απόθεμα ψυχικής αντοχής, κουράγιο, τσαγανό, αξίες, ικανότητες, συναισθηματική και κυρίως υπαρξιακή νοημοσύνη.

- Ποιες διαφορές εντοπίζετε στην επαφή με τους φοιτητές σας στα πανεπιστημιακά έδρανα και στην επικοινωνία σας με το αναγνωστικό κοινό στις παρουσιάσεις του μυθιστορήματός σας;

Νομίζω καμία. Οι άνθρωποι σέβονται και είναι θετικοί στη διδασκαλία, αρκεί ο δάσκαλος να κερδίσει το σεβασμό και την εμπιστοσύνη τους, να μπορεί να επικοινωνεί με ένα κατανοητό λόγο, να νοιάζεται γι’ αυτούς και να προσπαθεί με ειλικρίνεια και εντιμότητα να τους δίνει τον καλύτερο του εαυτό.

- Το μυθιστόρημά σας χαρακτηρίστηκε best seller, σημειώνοντας με την κυκλοφορία του υψηλό αριθμό πωλήσεων. Έχετε εντοπίσει τα στοιχεία εκείνα που κατέστησαν το μυθιστόρημά σας ευπώλητο;

Πράγματι, η απήχηση του κόσμου στο βιβλίο μου είναι εντυπωσιακή ποσοτικά και ποιοτικά. Από τις εκατοντάδες παρουσιάσεις που έχω κάνει σ’ όλη την Ελλάδα και τα χιλιάδες emails που έχω πάρει, πιστεύω ότι αυτό που συγκίνησε στο βιβλίο μου ήταν, η αυθεντικότητα, η ειλικρίνεια, οι έννοιες, οι αρχές, οι αξίες και οι γνώσεις που βοηθάνε τον αναγνώστη να σκεφθεί, να γίνει παρατηρητής του εαυτού του, να κάνει την ενδοσκόπηση του, να στοχασθεί και τελικά να μάθει.

- Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι η οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα μας θα επηρεάσει την αναγνωσιμότητα των βιβλίων;

Την έχει ήδη επηρεάσει αρνητικά από ό, τι γνωρίζω. Εύχομαι να μη δούμε χειρότερα, αλλά το φοβάμαι.

- Διατηρείτε προσωπικό ιστολόγιο, όπου αναδημοσιεύετε άρθρα και συνεντεύξεις σας. Πώς αντικρίζετε τη συνεισφορά του διαδικτύου, ως εργαλείου διεύρυνσης των ορίων της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων;

Αποτελεί εργαλείο με τεράστια δύναμη. Ως τέτοιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί επικά ή αρνητικά. Όπως παντού και σ’ αυτό χρειάζονται κανόνες. Για παράδειγμα, δεν πιστεύω ότι βοηθά η ανωνυμία. Πάντως έχετε απόλυτο δίκιο ότι διευρύνει τα όρια επικοινωνίας των ανθρώπων κι αυτό είναι θετικό αν δεν υποκαθιστά την προσωπική επαφή που είναι αναντικατάστατη.

- Ποια είναι τα οφέλη που πιστεύετε ότι η λογοτεχνία παρέχει στο σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος αντιμετωπίζει μια σειρά από αδιέξοδα;

Η λογοτεχνία σήμερα, σε γενικές γραμμές, έχει επακολουθήσει τη δυναμική της εμπορευματοποίησης, του lifestyle και της κατανάλωσης. Αλλά ακόμη και η ποιοτική λογοτεχνία που θέλει να συμβάλλει σ’ ένα καλύτερο πολιτισμό είναι εσωστρεφής και αδύναμη να επηρεάσει την κυρίαρχη κουλτούρα. Πιστεύω ότι πρέπει να δούμε την αποστολή (raison d’ etre) και την απήχηση της λογοτεχνίας από την αρχή θέτοντας τα σωστά ερωτήματα.

The art of slow reading


Is it time to slow our reading down?
Photograph: Steve Caplin

If you're reading this article in print, chances are you'll only get through half of what I've written. And if you're reading this online, you might not even finish a fifth. At least, those are the two verdicts from a pair of recent research projects – respectively, the Poynter Institute's Eyetrack survey, and analysis by Jakob Nielsen – which both suggest that many of us no longer have the concentration to read articles through to their conclusion.

The problem doesn't just stop there: academics report that we are becoming less attentive book-readers, too. Bath Spa University lecturer Greg Garrard recently revealed that he has had to shorten his students' reading list, while Keith Thomas, an Oxford historian, has written that he is bemused by junior colleagues who analyse sources with a search engine, instead of reading them in their entirety.

So are we getting stupider? Is that what this is about? Sort of. According to The Shallows, a new book by technology sage Nicholas Carr, our hyperactive online habits are damaging the mental faculties we need to process and understand lengthy textual information. Round-the-clock news feeds leave us hyperlinking from one article to the next – without necessarily engaging fully with any of the content; our reading is frequently interrupted by the ping of the latest email; and we are now absorbing short bursts of words on Twitter and Facebook more regularly than longer texts.

Which all means that although, because of the internet, we have become very good at collecting a wide range of factual titbits, we are also gradually forgetting how to sit back, contemplate, and relate all these facts to each other. And so, as Carr writes, "we're losing our ability to strike a balance between those two very different states of mind. Mentally, we're in perpetual locomotion".

Still reading? You're probably in a dwindling minority. But no matter: a literary revolution is at hand. First we had slow food, then slow travel. Now, those campaigns are joined by a slow-reading movement – a disparate bunch of academics and intellectuals who want us to take our time while reading, and re-reading. They ask us to switch off our computers every so often and rediscover both the joy of personal engagement with physical texts, and the ability to process them fully.

"If you want the deep experience of a book, if you want to internalise it, to mix an author's ideas with your own and make it a more personal experience, you have to read it slowly," says Ottawa-based John Miedema, author of Slow Reading (2009).

But Lancelot R Fletcher, the first present-day author to popularise the term "slow reading", disagrees. He argues that slow reading is not so much about unleashing the reader's creativity, as uncovering the author's. "My intention was to counter postmodernism, to encourage the discovery of authorial content," the American expat explains from his holiday in the Caucasus mountains in eastern Europe. "I told my students to believe that the text was written by God – if you can't understand something written in the text, it's your fault, not the author's."

And while Fletcher used the term initially as an academic tool, slow reading has since become a more wide-ranging concept. Miedema writes on his website that slow reading, like slow food, is now, at root, a localist idea which can help connect a reader to his neighbourhood. "Slow reading," writes Miedema, "is a community event restoring connections between ideas and people. The continuity of relationships through reading is experienced when we borrow books from friends; when we read long stories to our kids until they fall asleep." Meanwhile, though the movement began in academia, Tracy Seeley, an English professor at the University of San Francisco, and the author of a blog about slow reading, feels strongly that slow reading shouldn't "just be the province of the intellectuals. Careful and slow reading, and deep attention, is a challenge for all of us."

So the movement's not a particularly cohesive one – as Malcolm Jones wrote in a recent Newsweek article, "there's no letterhead, no board of directors, and, horrors, no central website" – and nor is it a new idea: as early as 1623, the first edition of Shakespeare's folio encouraged us to read the playwright "again and again"; in 1887, Friedrich Nietzsche described himself as a "teacher of slow reading"; and, back in the 20s and 30s, dons such as IA Richards popularised close textual analysis within academic circles.

But what's clear is that our era's technological diarrhoea is bringing more and more slow readers to the fore. Keith Thomas, the Oxford history professor, is one such reader. He doesn't see himself as part of a wider slow community, but has nevertheless recently written – in the London Review of Books – about his bewilderment at the hasty reading techniques in contemporary academia. "I don't think using a search engine to find certain key words in a text is a substitute for reading it properly," he says. "You don't get a proper sense of the work, or understand its context. And there's no serendipity – half the things I've found in my research have come when I've luckily stumbled across something I wasn't expecting."

Some academics vehemently disagree, however. One literature professor, Pierre Bayard, notoriously wrote a book about how readers can form valid opinions about texts they have only skimmed – or even not read at all. "It's possible to have a passionate conversation about a book that one has not read, including, perhaps especially, with someone else who has not read it," he says in How to Talk About Books that You Haven't Read (2007), before suggesting that such bluffing is even "at the heart of a creative process".

Slow readers, obviously, are at loggerheads with Bayard. Seeley says that you might be able to engage "in a basic conversation if you have only read a book's summary, but for the kinds of reading I want my students to do, the words matter. The physical shape of sentences matter."

Nicholas Carr's book elaborates further. "The words of the writer," suggests Carr, "act as a catalyst in the mind of the reader, inspiring new insights, associations, and perceptions, sometimes even epiphanies." And, perhaps even more significantly, it is only through slow reading that great literature can be cultivated in the future. As Carr writes, "the very existence of the attentive, critical reader provides the spur for the writer's work. It gives the author the confidence to explore new forms of expression, to blaze difficult and demanding paths of thought, to venture into uncharted and sometimes hazardous territory."

What's more, Seeley argues, Bayard's literary bluffing merely obscures a bigger problem: the erosion of our powers of concentration, as highlighted by Carr's book. Seeley notes that after a conversation with some of her students, she discovered that "most can't concentrate on reading a text for more than 30 seconds or a minute at a time. We're being trained away from slow reading by new technology." But unlike Bath Spa's Greg Garrard, she does not want to cut down on the amount of reading she sets her classes. "It's my responsibility to challenge my students," says Seeley. "I don't just want to throw in the towel."

Seeley finds an unlikely ally in Henry Hitchings, who – as the author of the rather confusingly named How to Really Talk About Books You Haven't Read (2008) – could initially be mistaken as a follower of Bayard. "My book on the subject notwithstanding," says Hitchings, "I'm no fan of bluffing and blagging. My book was really a covert statement to the effect that reading matters. It's supposed to encourage would-be bluffers to go beyond mere bluffing, though it does this under the cover of arming them for literary combat."

But Hitchings also feels that clear-cut distinctions between slow and fast reading are slightly idealistic. "In short, the fast-slow polarity – or antithesis, if you prefer – strikes me as false. We all have several guises as readers. If I am reading – to pick an obvious example – James Joyce, slow reading feels appropriate. If I'm reading the instruction manual for a new washing machine, it doesn't."

Hitchings does agree that the internet is part of the problem. "It accustoms us to new ways of reading and looking and consuming," Hitchings says, "and it fragments our attention span in a way that's not ideal if you want to read, for instance, Clarissa." He also argues that "the real issue with the internet may be that it erodes, slowly, one's sense of self, one's capacity for the kind of pleasure in isolation that reading has, since printed books became common, been standard".

What's to be done, then? All the slow readers I spoke to realise that total rejection of the web is extremely unrealistic, but many felt that temporary isolation from technology was the answer. Tracy Seeley's students, for example, have advocated turning their computer off for one day a week. But, given the pace at which most of us live, do we even have time? Garrard seems to think so: "I'm no luddite – I'm on my iPhone right now, having just checked my email – but I regularly carve out reading holidays in the middle of my week: four or five hours with the internet disconnected."

Meanwhile, Jakob Nielsen – the internet guru behind some of the statistics at the beginning of this article – thinks the iPad might just be the answer: "It's pleasant and fun, and doesn't remind people of work." But though John Miedema thinks iPads and Kindles are "a good halfway house, particularly if you're on the road", the author reveals that, for the true slow reader, there's simply no substitute for particular aspects of the paper book: "The binding of a book captures an experience or idea at a particular space and time." And even the act of storing a book is a pleasure for Miedema. "When the reading is complete, you place it with satisfaction on your bookshelf," he says.

Personally, I'm not sure I could ever go offline for long. Even while writing this article I was flicking constantly between sites, skimming too often, absorbing too little; internet reading has become too ingrained in my daily life for me to change. I read essays and articles not in hard copy but as PDFs, and I'm more comfortable churning through lots of news features from several outlets than just a few from a single print source. I suspect that many readers are in a similar position.

But if, like me, you just occasionally want to read more slowly, help is at hand. You can download a computer application called Freedom, which allows you to read in peace by cutting off your internet connection. Or if you want to remove adverts and other distractions from your screen, you could always download offline reader Instapaper for your iPhone. If you're still reading, that is.

http://www.guardian.co.uk/books/2010/jul/15/slow-reading

Το «αργο διαβασμα» γινεται κινημα

Μετά τα «slow food» και «slow travel» αναπτύσσεται μια εκστρατεία για αργή ανάγνωση, που τείνει να εκλείψει εξαιτίας του Ιντερνετ

The Guardian

Αν διαβάζετε αυτό το άρθρο τυπωμένο στο χαρτί, το πιο πιθανό είναι να φτάσετε κάπου στη μέση όσων έχω γράψει. Αν το διαβάζετε στο Διαδίκτυο, το πιο πιθανό είναι να φτάσετε μόνο στο ένα πέμπτο. Αυτή, τουλάχιστον, είναι η ετυμηγορία δύο πρόσφατων μελετών -της έκθεσης Eyetrack του Ινστιτούτου Poynter και της ανάλυσης του Τζέικομπ Νίλσεν- που αμφότερες υποστηρίζουν ότι πολλοί από μας δεν διαθέτουμε πια την ικανότητα συγκέντρωσης για να διαβάσουμε άρθρα μέχρι το τέλος τους.

Το πρόβλημα δεν σταματάει εδώ: πανεπιστημιακοί αναφέρουν ότι έχουμε γίνει, επίσης, λιγότερο προσεκτικοί αναγνώστες βιβλίων. Ο λέκτορας του Πανεπιστημίου του Μπαθ, Γκρεγκ Γκάραρντ, αποκάλυψε πρόσφατα ότι αναγκάστηκε να μικρύνει τη λίστα βιβλίων που αναθέτει στους φοιτητές του να διαβάσουν, ενώ ο Κιθ Τόμας, ιστορικός στην Οξφόρδη, έγραψε ότι έχει απορήσει με νέους συναδέλφους του, οι οποίοι αναλύουν τις πηγές τους με μια ψηφιακή «μηχανή αναζήτησης» αντί να διαβάσουν τα έργα στο σύνολό τους.

Το Διαδίκτυο βλάπτει

Γινόμαστε λοιπόν λιγότερο έξυπνοι; Περί αυτού πρόκειται; Πιθανόν. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται στο «The Shallows» («Τα ρηχά»), το νέο βιβλίο του γκουρού της τεχνολογίας Νίκολας Καρ, η υπερδραστηριότητά μας στο Διαδίκτυο βλάπτει τις διανοητικές ικανότητες που χρειαζόμαστε για να επεξεργαστούμε και να κατανοήσουμε απαιτητικά κείμενα. Η ολοήμερη τροφοδότηση με ειδήσεις μάς κάνει να πηδάμε από το ένα άρθρο στο άλλο, χωρίς αναγκαστικά να εμβαθύνουμε σε οποιοδήποτε περιεχόμενο. Το διάβασμά μας διακόπτεται συχνά από το ηχητικό σήμα του τελευταίου email. Και απορροφούμε τώρα μικρές σειρές λέξεων στο Twitter και το Facebook πολύ πιο συχνά απ' ό, τι μεγαλύτερα κείμενα.

Ολα αυτά σημαίνουν ότι, αν και, εξαιτίας του Ιντερνετ, έχουμε γίνει πολύ καλοί στο να συλλέγουμε ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών, ταυτόχρονα ξεχνάμε βαθμιαία πώς να σταθούμε, να συλλογιστούμε και να συσχετίσουμε όλα αυτά τα στοιχεία μεταξύ τους. Ετσι, όπως παρατηρεί ο Καρ, «χάνουμε την ικανότητά μας να εξισορροπούμε αυτές τις δύο διανοητικές λειτουργίες».

Μειονότητα

Διαβάζετε ακόμη; Πιθανόν να ανήκετε σε μια μικρή μειονότητα. Δεν έχει σημασία, όμως: έχει αρχίσει μια φιλολογική επανάσταση. Πρώτα είχαμε την επανάσταση του αργού φαγητού, μετά του αργού ταξιδιού. Τώρα, στις εκστρατείες αυτές προστέθηκε το κίνημα του αργού διαβάσματος - μια ετερογενής ομάδα πανεπιστημιακών και διανοουμένων που θέλουν να μας πείσουν να μη βιαζόμαστε όταν διαβάζουμε και να μην αποφεύγουμε να ξαναδιαβάζουμε. Μας ζητούν να σβήνουμε όσο συχνότερα γίνεται το κομπιούτερ και να ανακαλύψουμε και πάλι τόσο τη χαρά της προσωπικής επαφής με «υλικά» κείμενα, όσο και την ικανότητα να τα επεξεργαζόμαστε πλήρως.

Δεν αφορά μόνο τους διανοούμενους

«Αν θέλεις να έχεις τη βαθιά εμπειρία ενός βιβλίου, αν θέλεις να το εσωτερικεύσεις, να αναμείξεις τις ιδέες ενός συγγραφέα με τις δικές σου, πρέπει να το διαβάσεις αργά», λέει ο JohMiedema, ο Καναδός συγγραφέας του «Slow Reading» (2009). Ωστόσο, ο Λάνσελοτ Φλέτσερ, ο πρώτος συγγραφέας που διέδωσε τον όρο «αργό διάβασμα», διαφωνεί. Υποστηρίζει ότι το αργό διάβασμα δεν έχει τόσο να κάνει με το ξεδίπλωμα της δημιουργικότητας του αναγνώστη όσο με την ανακάλυψη της δημιουργικότητας του συγγραφέα. «Πρόθεσή μου ήταν να αντικρούσω τον μεταμοντερνισμό, να ενθαρρύνω την ανακάλυψη του συγγραφικού περιεχομένου», λέει ο Αμερικανός συγγραφέας που βρίσκεται τώρα σ' ένα ορεινό θέρετρο της ανατολικής Ευρώπης. «Λέω στους φοιτητές μου να σκεφτούν ότι το κείμενο το έγραψε ο Θεός. Αν δεν μπορούν να καταλάβουν κάτι, φταίνε αυτοί και όχι ο συγγραφέας».

Και ενώ ο Φλέτσερ χρησιμοποίησε αρχικά τον όρο σαν ακαδημαϊκό εργαλείο, το αργό διάβασμα έχει γίνει έκτοτε πολύ ευρύτερης εμβέλειας αντίληψη. Ο Miedema γράφει στην ιστοσελίδα του ότι το αργό διάβασμα, όπως και το αργό φαγητό, είναι κατά βάθος μια τοπικιστική ιδέα που μπορεί να βοηθήσει να συνδεθεί ο αναγνώστης με τη γειτονιά του. «Το αργό διάβασμα», γράφει, «είναι ένα κοινοτικό γεγονός που αποκαθιστά τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και στις ιδέες. Η διατήρηση των σχέσεων μέσα από το διάβασμα βιώνεται όταν δανειζόμαστε βιβλία από φίλους, όταν διαβάζουμε ιστορίες στα παιδιά μας μέχρι να κοιμηθούν».

Πρόκληση

Εν τω μεταξύ, παρότι το κίνημα ξεκίνησε στους πανεπιστημιακούς κύκλους, η Τρέισι Σίλεϊ, καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και συγγραφέας ενός μπλογκ για το αργό διάβασμα, είναι πεπεισμένη ότι το αργό διάβασμα «δεν αφορά μόνο τους διανοούμενους. Το προσεκτικό και αργό διάβασμα είναι μια πρόκληση για όλους μας». Το κίνημα, λοιπόν, δεν είναι ιδιαίτερα συνεκτικό -όπως έγραψε ο Μάλκολμ Τζόουνς σ' ένα άρθρο στο Newsweek, «δεν υπάρχει έμβλημα, ούτε κεντρικό συμβούλιο ούτε, δόξα τω Θεώ, κεντρική ιστοσελίδα» -, άλλωστε δεν είναι καν καινούργια ιδέα: ήδη από το 1623, η πρώτη έκδοση έργων του Σαίξπηρ παρακινούσε τους αναγνώστες να διαβάσουν τον συγγραφέα «ξανά και ξανά», ενώ το 1887, ο Φρειδερίκος Νίτσε περιέγραφε τον εαυτό του ως «δάσκαλο της αργής ανάγνωσης».

Εκείνο όμως που σαφώς συμβαίνει είναι ότι η εποχή μας της τεχνολογικής διάρροιας φέρνει όλο και περισσότερους αργούς αναγνώστες στο προσκήνιο. Οπως έγραψε ο Κιθ Τόμας στο LondoReview of Books, «η χρησιμοποίηση μηχανών αναζήτησης για να βρει κανείς λέξεις-κλειδιά μέσα σ' ένα κείμενο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το κανονικό διάβασμα. Δεν αποκτάς ουσιαστική αντίληψη του κειμένου ούτε καταλαβαίνεις το περιεχόμενό του. Και δεν υπάρχει αυτόματος τρόπος να ανακαλύπτεις θησαυρούς - τα μισά πράγματα που έχω βρει στην έρευνά μου τα συνάντησα τυχαία καθώς έψαχνα για κάτι άλλο».

Ο Πιερ Μπαγιάρ άναψε «φωτιές» με ένα βιβλίο

Ορισμένοι λόγιοι, πάντως, διαφωνούν. Ενας καθηγητής Λογοτεχνίας, ο Πιερ Μπαγιάρ, προκάλεσε αίσθηση όταν έγραψε ένα βιβλίο για το πώς οι αναγνώστες μπορούν να διαμορφώσουν αξιόπιστη γνώμη για έργα που απλώς έχουν ξεφυλλίσει ή δεν έχουν καν διαβάσει ποτέ. «Εχεις τη δυνατότητα να συζητήσεις παθιασμένα για ένα βιβλίο που δεν έχεις διαβάσει, ακόμα και (κατά προτίμηση) με κάποιον που επίσης δεν το έχει διαβάσει», λέει στο «Πώς να μιλάτε για βιβλία που δεν έχετε διαβάσει» (2007), προσθέτοντας ότι αυτού του είδους η μπλόφα βρίσκεται μάλιστα «στο κέντρο της δημιουργικής διαδικασίας».

Οι αργοί αναγνώστες είναι στα μαχαίρια με τον Μπαγιάρ. Η Τρέισι Σίλεϊ λέει ότι «πιθανόν να μπορείς να κάνεις μια στοιχειώδη συζήτηση για ένα βιβλίο αν έχεις διαβάσει μόνο μια περίληψή του, αλλά όσον αφορά το διάβασμα που θέλω να κάνουν οι φοιτητές μου, οι λέξεις έχουν σημασία. Το συγκεκριμένο σχήμα των προτάσεων έχει σημασία». (εκδ. Πατάκης)
πηγή:http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_48_22/08/2010_411922

Καποδιστριακο και Αριστοτελειο στα 500 καλυτερα Πανεπιστημια του Κοσμου

Δύο Ελληνικά Πανεπιστήμια, το Εθνικό Καποδιστριακό της Αθήνας και το Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης, περιλαμβάνονται στη λίστα της Ακαδημαϊκής Ταξινόμησης των Παγκόσμιων Πανεπιστημίων (ARWU) για το 2010 με τα 500 καλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμού. Την πρώτη θέση καταλαμβάνει για όγδοη συνεχή χρονιά το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

Το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας βρίσκεται στην 221η θέση σε παγκόσμιο επίπεδο και στην 85η σε ευρωπαϊκό, ενώ το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης καταλαμβάνει την 124η θέση στην κατάταξη με τα καλύτερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και την 301η θέση παγκοσμίως.

Σημειώνεται ότι στις 10 πρώτες θέσεις βρίσκονται οκτώ αμερικανικά πανεπιστήμια, ενώ ακόμα 54 καταλαμβάνουν θέσεις μεταξύ των 100 κορυφαίων Πανεπιστημίων του κόσμου.

Αναλυτικά, μαζί με το Χάρβαρντ στις πρώτες 10 θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης βρίσκονται το Μπέρκλεϊ, το Στάνφορντ, το MIT, το Κέμπριτζ, το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνιας, το Πρίνστον, το Κολούμπια, τα πανεπιστήμια του Σικάγου και της Οξφόρδης.

Η ARWU χρησιμοποιεί έξι δείκτες για να κατατάξει τα πανεπιστήμια, όπως είναι ο αριθμός των αποφοίτων και καθηγητών τους που έχουν κερδίσει βραβείο Νόμπελ, ο αριθμός σημαντικών ερευνητών που διδάσκουν σε αυτά, ο αριθμός των άρθρων που έχουν δημοσιεύσει καθηγητές των πανεπιστημίων και έχουν αναφερθεί σε μεγάλες εφημερίδες και η απόδοση των φοιτητών τους.

πηγή:http://tvxs.gr/

19 Αυγούστου 2010

Τρωάδες: Η Λυδiα Κονιoρδου «ζωντανευει» τη σπαρακτικη Εκαβη

http://www.in2life.gr/culture/theatre/articles/181952/article.aspx?singlepage=1

της Κατερίνας Σφοντούρη

Από την αρχή της σαιζόν το ενδιαφέρον ήταν στραμμένο σε ορισμένες ενδιαφέρουσες θεατρικές συνεργασίες. Μία από αυτές, η συνεργασία του σκηνοθέτη Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, «ψυχή» του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, με την καταξιωμένη -κυρίως στο αρχαίο δράμα- ηθοποιό, Λυδία Κονιόρδου. «Καρπός» ετούτης της ένωσης δυνάμεων είναι η παράσταση «Τρωάδες» του Ευριπίδη, που παρουσιάζεται στον Πάνω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.
Ανάμεσα στα ερείπια, οι φωνές των γυναικών
Έχουμε συνηθίσει να παρακολουθούμε παραστάσεις αρχαίου δράματος σε υπαίθρια θέατρα. Όμως, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος απέδειξε ότι το αρχαίο δράμα μπορεί να παρουσιαστεί ακόμη και σε κλειστούς χώρους. Χάνοντας ίσως κάτι σε ό,τι αφορά την ατμόσφαιρα, το κοινό έχει την ευκαιρία να δει λεπτομέρειες και να έρθει πιο κοντά στα πάθη των ηρώων της τραγωδίας.

Επιλέγει μια συγκρατημένη γραμμή στη σκηνοθεσία του, αφήνοντας το μεγαλείο του κειμένου να φανεί. Η σκουρόχρωμη σκηνή χωρίζεται σε δύο επίπεδα: στο κατώτερο όπου κινούνται κυρίως η Εκάβη κι ο Χορός, μία σκάλα και το ανώτερο επίπεδο από το οποίο οι Θεοί παρουσιάζονται σαν απειλή. Βλέπουν, περιγράφουν τη βαρβαρότητα των Ελλήνων και προειδοποιούν.

Με την παρουσία του Ποσειδώνα και της θεάς Αθηνάς ξεκινά η παράσταση. Οι δυο τους κρίνουν όσα έχουν συμβεί στην Τροία. Ερείπια μιας κατεστραμμένης πόλης και πολλές χαμένες ζωές. Μια πικραμένη -από την κακή της τύχη – γυναίκα κάθεται μαυροφορεμένη και μοιρολογεί. Είναι η Εκάβη, η σύζυγος του βασιλιά της Τροίας Πριάμου. Στενάζει για τον χαμό του συζύγου της στον Τρωικό πόλεμο, αλλά και για το θάνατο του Έκτορα. Μόνη παρηγοριά της, ο Χορός. Γυναίκες, Τρωαδίτισσες μαυροφορεμένες που αγωνιούν για την τύχη τους. Τα νέα δεν αργούν να φτάσουν.

Ο κήρυκας Ταλθύβιος τις πληροφορεί σε ποιον δόθηκε η καθεμιά ως λάφυρο: η Εκάβη στον Οδυσσέα, η Κασσάνδρα στον Αγαμέμνονα. Ευθύς η Κασσάνδρα, μορφή εκστατική, εισβάλλει στη σκηνή με πυρσούς, χορεύοντας και τραγουδώντας. Προβλέπει τι θα συμβεί. Έπειτα, η Ανδρομάχη μαθαίνει για το μέλλον του παιδιού της, του Αστυάνακτα.

Η ωραία Ελένη κάνει αισθητή την παρουσία της όταν ζητά να μιλήσει, ρίχνοντας στην Εκάβη και τον Πάρη το φταίξιμο για ό,τι συνέβη. Όσο τραχύς κι αν είναι ο λόγος της Εκάβης όμως, τίποτα πλέον δεν μπορεί να αλλάξει. Ο Μενέλαος θα πάρει μαζί του πίσω στο Άργος την Ελένη, ο Αστυάνακτας είναι πια νεκρός και το δράμα κορυφώνεται με τις Τρωαδίτισσες που τραβούν το δρόμο για τα καράβια.

Συνεπείς απέναντι στο κοινό τους
Στον γεμάτο από κόσμο Πάνω Χώρο του θεάτρου, η φετινή συνεργασία-έκπληξη φαίνεται ότι απέδωσε εξαιρετικούς καρπούς. Η Λυδία Κονιόρδου ως Εκάβη, πραγματικά καθηλώνει ακόμη και τους πιο απαίδευτους θεατές. Εκφραστικά μέσα πλήρως αποτελεσματικά ακόμη και σε κλειστό θέατρο, φανερώνουν την ερμηνευτική δύναμη της ηθοποιού. Επιβλητική η παρουσία της, χωρίς να γίνεται μελοδραματική. Έξοχος ο τόνος της φωνής της κατά την στιχομυθία με την Ελένη.

Μια Κασσάνδρα άκρως εκστατική, είναι η Μαρία Κίτσου. Ντυμένη νύφη, πλέκει το «εγκώμιο» μιας Δημοκρατίας ξεπεσμένης. Αναμφισβήτητα μια καλή ηθοποιός σε έναν ακραίων στιγμών ρόλο.

Μαζί τους, ως Μενέλαος ο Μιχάλης Οικονόμου (πρόσφατα κέρδισε το βραβείο Χορν). Ξενίζει με την «κωμική γραμμή» που ακολουθεί σε ένα κατά τα άλλα τραγικό έργο, ενώ ως Ελένη η όμορφη Αμαλία Τσεκούρα θεωρούμε πως αποτελεί μια πολύ καλή επιλογή. Βοηθά η εξωτερική εμφάνιση και το ανέκφραστο στοιχείο στο πρόσωπό της.

Αν κα την παράσταση σίγουρα κλέβει η Λυδία Κονιόρδου, δεν μπορούμε παρά να συγχαρούμε τον μεταφραστή Παντελή Μπουκάλα. Οι «Τρωάδες» μεταφέρονται στο σήμερα με τρόπο άμεσο, επιτρέποντας να διαφανεί η διαχρονικότητα του αρχαίου δράματος.

Φεύγοντας
Τι κι αν μιλάμε για μια ιστορία τόσο μακρινή; Όσο ζούμε, θα βιώνουμε καταστάσεις λύπης, συμφοράς, απόγνωσης. Κι αν δεν είναι ο Ποσειδώνας ή η θεά Αθηνά αυτοί από τους οποίους θα ζητήσουμε βοήθεια, τότε θα είναι κάποιες άλλες -ανώτερες ή μή- δυνάμεις. Είτε ο ίδιος μας ο εαυτός είτε οι γύρω μας. Έτσι η ιστορία των παθών των ανθρώπων συνεχίζεται.

Μια παράσταση που μέσα σε λίγα λεπτά μας συνεπήρε, μάς οδήγησε στην ερειπωμένη Τροία. Ένα αντιπολεμικό έργο αλλά και μια κραυγή για τον εκφυλισμό της Δημοκρατίας, εκείνη και κατ’επέκτασιν ετούτη εδώ την εποχή.

INFO:
Τρωάδες του Ευριπίδη
Θέατρο του Νέου Κόσμου-Πάνω Χώρος, Αντισθένους 7 και Θαρύπου, Νέος Κόσμος, τηλ: 210 9212900
Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21:15, Κυριακή 19:00
Τιμές εισιτηρίων: 23 €, φοιτητικό 16 €, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη 18 € και φοιτητικό 12 €.
Διάρκεια: 110'
Εώς 2 Μαίου 2010
Δημοσίευση | 6 Απριλίου 2010

"Τρωαδες" με μαυρες καμπαρντινες

«Τρωάδες» με μαύρες καμπαρντίνες
Δόθηκαν χθες και προχθές το βράδυ οι δύο επίσημες πρεμιέρες της τραγωδίας του Ευριπίδη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, με τη Λυδία Κονιόρδου στον ρόλο της Εκάβης
ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ | Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Φορώντας μπεζ καμπαρντίνα, ο Ποσειδώνας του Ορέστη Τζιόβα άνοιξε την προχθεσινή παράσταση καθισμένος στα σκαλιά, ενώ λίγα λεπτά αργότερα, με την Ιωάννα Κανελλοπούλου (Αθηνά) ντυμένη στους ίδιους τόνους, ολοκλήρωσαν τον Πρόλογο των «Τρωάδων» στο θεολογείο- το ψηλότερο επίπεδο. Κάτω, επί σκηνής, μια μαυροντυμένη γυναίκα, σαν σκιά, σωριασμένη στο πάτωμα, η Εκάβη: ηγετική μορφή του είδους, η Λυδία Κονιόρδου διέσχισε με την ερμηνεία της την αρχαία τραγωδία και καθόρισε την παράσταση με το μέγεθός της- τόσο στους υψηλούς όσο και στους χαμηλούς τόνους. Ηταν και βασίλισσα και πατρίδα-Τροία, ήταν η μάνα του Εκτορα και η σύζυγος του Πριάμου, ήταν η γυναίκα που «λύγισε» μόνο μπροστά στον νεκρό εγγονό της. Σαν όλες τις γυναίκες μαζί ήταν η Εκάβη της. Σαν όλες τις Τρωαδίτισσες.

Μέσα στο λιτό μαύρο σκηνικό ο οκταμελής Χορός των Τρωάδων με τις μαύρες καμπαρντίνες ακολουθούσε τους ρυθμούςστην ενδιαφέρουσα μουσική μείξη του Τάκη Φαραζή και στην κίνηση που με ακρίβεια είχε ορίσει η Αγγελική Στελλάτου. Από τον Χορό αποχωρούσαν για να ερμηνεύσουν τους ρόλους τους η Μαρία Κίτσου - Κασσάνδρα, λευκοντυμένη παρθένα, η Μαρία Καλλιμάνη - Ανδρομάχη, στα μαύρα και με νύξεις κόκκινου στο κοστούμι της, και η Αμαλία Τσεκούρα - Ελένη, με το αλαβάστρινο βαθύ ντεκολτέ της, ως καταστροφικό αντικείμενο πόθου. Εξαιρετικός ο Ταλθύβιος του Γιάννη Τορτσέκη, ενώ ο Μενέλαος, τον οποίο υποδύθηκε ο Μιχάλης Οικονόμου, προσέφερε στο κοινό μια αχτίδα γέλιου, στον διάλογό του με την Ωραία Ελένη.

Την παράσταση, στη μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα, που δόθηκε στον Πάνω Χώρο, χειροκρότησε ξανά και ξανά το κοινό που είχε από νωρίτερα γεμίσει την αυλή και το φουαγέ του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Ανάμεσα στους θεατές, καθισμένος, όπως το συνηθίζει, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος υποκλίθηκε μαζί με τον θίασο. Η δουλειά του, μεστή, αυστηρή, άγρια, απέπνεε τα συντρίμμια της καταστροφής και του πένθους.

Τ ην ίδια ώρα στον Κάτω Χώρο και στο Δώμα παίζονταν δύο ακόμη έργα, συμπληρώνοντας έτσι το θεατρικό παζλ που χαρακτηρίζει το θέατρο, Αντισθένους και Θαρύπου γωνία. Ανάμεσα στους καλεσμένους η υπουργός Οικονομίας Λούκα Κατσέλη με τον Γεράσιμο Αρσένη και την κόρη τους Αμαλία, ο πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου Γιώργος Παπαλιός με τη σύζυγό του Μαίρη, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, οι συνθέτες Γιώργος Κουρουπός και Θάνος Μικρούτσικος, η Τζένη Μαστοράκη, ο Διονύσης Καψάλης, η Σούλα Αθανασιάδου , ηθοποιοί, φίλοι και συγγενείς του θιάσου. Και φυσικά, η οικογένεια του σκηνοθέτη, η Κοραλία και ο Μίλτος Σωτηριάδης , καθώς και η σταθερή συνεργάτις του Μαρία Παπαλέξη , που φρόντισε για όλα.

«Πρώτη φορά παίζω την Εκάβη» έλεγε η Λυδία Κονιόρδου όταν, μετά την παράσταση, οι καλεσμένοι με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι τσιμπολογούσαν στον μπουφέ. «Ημουν όμως μέλος στον Χορό των “Τρωάδων” όταν τις ανέβασε ο Κουν το 1978 με την Αλέκα Παΐζη στον ρόλο της Εκάβης» είπε και θυμήθηκε τον δάσκαλό της- του οποίου απεδείχθη άξια μαθήτρια.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=310968&ct=4&dt=22/01/2010#ixzz0xSjL0RaS

18 Αυγούστου 2010

Στον ισκιο των πουλιων της Αλκυονης Παπαδακη


Στον ίσκιο των πουλιών
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο με ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία. Ο ανθρώπινος πόνος είναι ο βασικός θεματικός άξονας και το βιβλίο κινείται ανάμεσα στο ρεαλισμό, την ηθογραφία και τη δραματικότητα. Οι ήρωες είναι άνθρωποι του περιθωρίου που δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους αλλά ταλανίζονται από τα αλλεπάλληλα χτυπήματά της. Ο χαρακτήρας της Φροφρώς είναι ολοκληρωμένος και συνεπής από την αρχή ως το τέλος. Ακόμα και όταν έχασε την φυσική όρασή της, δεν έχασε την όραση της ψυχής της, αλλά κατάφερε να καταλάβει ακόμα περισσότερο τους συνανθρώπους της και να τους πλησιάσει. Η κόρης η Ελλάς (΄Ελλη) φαίνεται να είναι ένα αυτοκαταστροφικό άτομο χωρίς σταθερές, αξίες, συναισθήματα. Η αναπηρία της λειτουργεί ανασταλτικά όχι μόνο στην ψυχολογία της αλλά και στην ανθρωπιά της κάνοντάς τη να δρα ανάλγητα, εκδικητικά και επιθετικά ακόμα και στα οικεία πρόσωπά της (Φροφρώ – Μαρίκος). Η προδοσία και η εκμετάλλευση από το Γιάρεκ θα είναι το τελειωτικό χτύπημα, που θα τη ρίξει ακόμα πιο χαμηλά και θα την κάνει να χάσει την όποια αυτοεκτίμηση της είχε απομείνει.
Μόνη νότα αισιοδοξίας και ελπίδας τελικά μας δίνει ο γάμος του Μαρίκου. Η γλώσσα της συγγραφέα είναι απλή και τολμηρή, απόλυτα εναρμονισμένη με τους ήρωες που τη χρησιμοποιούν. Αγωνία δημιουργείται στο τέλος με το θάνατο της ΄Ελλης. Θα ήθελα να είναι λίγο πιο αισιόδοξο και να περιέχει λιγότερο πόνο και θλίψη.

κριτική : Βέρα Δακανάλη

15 Αυγούστου 2010

Μεγαλες πωλησεις παρα την κριση



http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4581800&enthDate=26062010

Η οικονομική κρίση δεν άφησε ανέγγιχτο ούτε τον χώρο του βιβλίου και ο Μάιος θορύβησε τους εκδότες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι βιβλία δεν πωλούνται. Το αντίθετο. Η παραγωγή παραμένει αρκετά μεγάλη και υπάρχουν πολλά βιβλία που γίνονται οι ατμομηχανές της
Για πολύ μεγάλα νούμερα βαδίζει, λ.χ., το νέο μυθιστόρημα της πολυδιαβασμένης Λένας Μαντά Το Τελευταίο τσιγάρο (Ψυχογιός), που κυκλοφόρησε τον Μάιο και πήγε γρήγορα στα 60.000 αντίτυπα. Οι Εκδόσεις Ψυχογιός προτείνουν αρκετά βιβλία αυτής της κατηγορίας, δηλαδή μυθιστορήματα με ρομαντικές ή δραματικές ανθρώπινες ιστορίες, με ιδιαίτερη επιτυχία. Το Μερσέντες Χιλ της Χρυσηίδας Δημουλίδου πούλησε 40.000 αντίτυπα, η Λευκή ορχιδέα της Καίτης Οικονόμου 29.000, το Αν δεν υπήρχε αύριο της Μαρίας Τζιρίτα 23.000, το Η νύφη φορούσε μαύρα της Σόφης Θεοδωρίδου 17.000, το Αγαπώ θα πει χάνομαι της Ρένας Ρώσση-Ζαΐρη 15.000 και η Δωροθέα ντε Ροπ του Γιώργου Πολυράκη 13.000. Το μυθιστόρημα της Νικόλ-Αννας Μανιάτη Το τίμημα (Ωκεανίδα) έχει πουλήσει σε δύο μήνες 10.000 αντίτυπα.

Η φετινή σοδειά έχει και άλλου τύπου μυθιστορήματα: πολύ καλά ξεκίνησε το Ενα πεινασμένο στόμα της Λένας Διβάνη (Καστανιώτης) με 14.000 αντίτυπα και πολύ καλά πηγαίνουν τα βιβλία των ίδιων Εκδόσεων Νύχτες με ουρά του Αντώνη Σουρούνη (11.000) και Πανωλεθρίαμβος του Κωνσταντίνου Τζούμα (9.000). Το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου Απόψε δεν έχουμε φίλους (Μεταίχμιο) έχει πουλήσει από ντο Μάρτιο 10.000 αντίτυπα, ενώ και ο Ανθρωπος του Τείχους του δημοσιογράφου Κώστα Βαξεβάνη (Μεταίχμιο) πούλησε σε ένα μήνα 9.000 αντίτυπα.

Το Logicomix των Απόστολου Δοξιάδη, Χρίστου Παπαδημητρίου (Ικαρος), το πρώτο ελληνικό γκράφικ νόβελ που χτύπησε την πόρτα του μεγάλου κοινού, έχει πουλήσει συνολικά 55.000 αντίτυπα, από τα οποία τα 25.000 το 2010. Το Ο χρόνος πάλι της Σώτης Τριανταφύλλου (Πατάκης) πούλησε από τον Νοέμβριο 16.500 αντίτυπα, η Εκδίκηση της Σιλάνας του Γιάννη Ξανθούλη (Ελληνικά Γράμματα)

πούλησε από τον Νοέμβριο 15.000. Το βραβευμένο με Βραβείο Διαβάζω Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή του Βασίλη Γκουρογιάννη (Μεταίχμιο) πούλησε σε ένα χρόνο 8.000 αντίτυπα. Το πρόσφατο ιστορικό μυθιστόρημα του Ευάγγελου Μαυρουδή Η θάλασσά μας (Κέδρος) έχει πουλήσει 10.000 αντίτυπα. Τα μικρά πεζά με τίτλο Γυναικών του ποιητή Μιχάλη Γκανά (Μελάνι) έφτασαν τα 7.000 αντίτυπα. Το καινούργιο μυθιστόρημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου Το ξυπόλητο σύννεφο (Ωκεανίδα) πούλησε από τον Απρίλιο 5.000 αντίτυπα.

Η νέα ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά Τα εύρετρα (Ικαρος) πούλησε σε ένα μήνα 4.000

αντίτυπα, αριθμός εντυπωσιακός για την ποίηση. Οπως εντυπωσιακή είναι και η απήχηση του Πάμπλο Νερούδα. Τα Ερωτικά Ποιήματα που αποδόθηκαν από την Αγαθή Δημητρούκα και κυκλοφόρησαν σε δίγλωσση έκδοση (Πατάκης) πούλησαν από το φθινόπωρο 11.000 αντίτυπα (τα 5.000 το 2010). Οσο για τους κλασικούς: ο Λεωνής του Γ. Θεοτοκά (Εστία) πούλησε φέτος 6.000 αντίτυπα.

Δεκάχρονες ζωντοχήρες
Στο ξένο μυθιστόρημα, ένα από τα μεγάλα εμπορικά φαινόμενα των τελευταίων χρόνων είναι η Στέφανι Μέγιερ, συγγραφέας της σειράς Τwilight. Στην Ελλάδα, τα τέσσερα βιβλία της σειράς (Εκδ. Πλατύπους) έχουν πουλήσει από 70.000 αντίτυπα, ενώ και το πολύ πρόσφατο Η σύντομη δεύτερη ζωή της Μπρι Τάνερ έφτασε ήδη τα 20.000 αντίτυπα. Μεγάλη επιτυχία έχει και η αστυνομική τριλογία Μillennium του πρόωρα χαμένου Στιγκ Λάρσον (Ψυχογιός). Φέτος βγήκε το τρίτο μέρος της τριλογίας, Το κορίτσι στη φωλιά της σφήκας και πούλησε ήδη 23.000

αντίτυπα. Συνολικά τα τρία βιβλία έχουν πουλήσει 96.000 αντίτυπα. Εντυπωσιακότερη από όλες ήταν όμως φέτος η επιτυχία του βιβλίου Δέκα ετών διαζευγμένη, Νοζούντ Αλι της Ντελφίν Μινουί (Μodern Τimes) που από τον Απρίλιο πούλησε 39.000 αντίτυπα. Χωρίς να ξεχνάμε το μεγάλο μπεστ σέλερ της Βικτόρια Χίσλοπ Το νησί (Διόπτρα) που διαδραματίζεται στη Σπιναλόγκα, το οποίο πούλησε και φέτος 21.000 αντίτυπα έχοντας ξεπεράσει πλέον τα 200.000! Το Αριστερό χέρι του Θεού του Πολ Χόφμαν (Διόπτρα) πούλησε από τον Φεβρουάριο 15.000 αντίτυπα. Το Στην καρδιά των μουσώνων της Τζούλια Γκρέγκσον (Διόπτρα) που διαδραματίζεται στην Ινδία έφτασε από τον Οκτώβριο τα 30.000 αντίτυπα. Το Μουσείο της αθωότητας του Ορχάν Παμούκ (Ωκεανίδα) πούλησε 21.000 αντίτυπα από τον Δεκέμβριο. Το μυθιστόρημα της Ιζαμπέλ Αλιέντε Το νησί κάτω από τη θάλασσα (Ωκεανίδα) πούλησε από τον Απρίλιο 12.000 αντίτυπα, όσα και το O Φρόιντ στο Μανχάταν του Λυκ Μποσί (Καλέντης).

Βυζάντιο και Νορμανδία
Εξαιρετική ήταν η επιτυχία του δοκιμίου της βυζαντινολόγου, άλλοτε πρύτανη της Σορβόννης, Ελένης Γλύκατζη- Αρβελέρ Γιατί το Βυζάντιο (Ελληνικά Γράμματα), που από τον Οκτώβριο έχει πουλήσει 35.000 αντίτυπα (τα 25.000 το 2010). Το D-Day. Η απόβαση στη Νορμανδία του πάντα δημοφιλούς Αντονι Μπίβορ (Γκοβόστης) πούλησε 6.500 αντίτυπα. Το Η με γάλη εκκλησία εν αιχμαλωσία του Στίβεν Ράνσιμαν (Γκοβόστης)

5.700 αντίτυπα.

Ιδιαίτερη επιτυχία έχουν στην εποχή μας, όπου το εκκρεμές ανάμεσα στην ευδαιμονία και στην απογοήτευση δεν εννοεί να σταθεροποιηθεί κάπου, τα βιβλία του ευ ζην και της εκλαϊκευμένης ψυχολογίας. Στην περιοχή αυτή αλλά και γενικώς στον τομέα του non fiction, το αδιαμφισβήτητο μπεστ σέλερ του 2009 ήταν το βιβλίο του Νίκου Σιδέρη Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν! (Μεταίχμιο) που πούλησε 50.000 αντίτυπα. Αλλά και το καινούργιο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα, Δεν παίζεις εσύ. Υπάρχουν κι άλλοι! (Μεταίχμιο) έφτασε από τον Απρίλιο τα 10.000

αντίτυπα. Η Φυσική της ψυχής του Φάμπιο Μαρκέζι (Ενάλιος) πούλησε 6.500 αντίτυπα από τα μέσα Δεκεμβρίου, η Συναισθηματική ευδαιμονία του «γκουρού» Οσσο (Ενάλιος) 5.000 αντίτυπα τις πρώτες ημέρες κυκλοφορίας του. Ενώ τα δύο βιβλία της Κατερίνας Τσεμπερλίδου Η ευτυχία είναι απόφαση (2008) και Τα μονοπάτια της ευτυχίας (2009) των Εκδόσεων Μodern Τimes έχουν πουλήσει συνολικά 26.000 αντίτυπα. Κατά τα άλλα, η Τελευταία διάλεξη του Ράντυ Πάους (Πατάκης) πούλησε 20.000 αντίτυπα σε έναν χρόνο. Το βιβλίο του Θεόδωρου Παναγόπουλου Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας (Ενάλιος), βιβλίο για αποσιωπημένες πτυχές του ΄21, πούλησε σε ένα χρόνο κυκλοφορίας 12.000 αντίτυπα. Η βιογραφία Αϊνστάιν, η ζωή του και το Σύμπαν του Βάλτερ Ισάακσον (Μodern Τimes) πούλησε 5.000 αντίτυπα. Το Τι να κάνουμε; του Ντανιέλ Κον Μπεντίτ (Κέδρος) πούλησε 3.000

αντίτυπα, αριθμό τον οποίο πλησίασε και η ιστορική αυτοβιογραφία του Ισπανού Αρτούρο Μπαρέα Ο αντάρτης (Γκοβόστης). Το ιστορικό Μόσχα 1941 του Αντριου Ναγκόρσκι (Γκοβόστης) ξεπέρασε σε ένα μήνα τα 2.200 αντίτυπα. Ο τρίτος τόμος των Στιγμών του Λεωνίδα Κύρκου (Εστία) πούλησε 2.000 αντίτυπα.

Βραβείο Gates με 1 εκατ. δολαρια στην Κεντρικη Βιβλιοθηκη Βεροιας

Με το Βραβείο «Πρόσβαση στη Μάθηση» από το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates τιμήθηκε η Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας, για τη «δημιουργική χρήση των υπηρεσιών πληροφόρησης και τεχνολογίας για την ικανοποίηση των οικονομικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών αναγκών». Το βραβείο συνοδεύεται από χρηματική ενίσχυση 1 εκατομμυρίου δολαρίων.

Παγκοσμιο προτυπο η δημοσια βιβλιοθηκη Βεροιας


Παγκόσμιο πρότυπο η δημόσια βιβλιοθήκη Βέροιας

Το βραβείο Πρόσβασης στη Μάθηση «Access to Learning Award (ATLA)» συνοδευόμενο από το χρηματικό έπαθλο των ενός εκατομμυρίου δολαρίων απονεμήθηκε από το ίδρυμα «Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς» στη δημόσια βιβλιοθήκη Βέροιας τιμώντας τη ως πρότυπο βιβλιοθήκης στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο.

Η υποψηφιότητα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Βέροιας ήταν μια από τις τρεις που είχαν επιλεγεί για την τελική φάση αξιολόγησης από 250 και πλέον υποψηφιότητες από όλο τον κόσμο, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας.

Η αξιολόγηση έγινε από εξωτερικούς (αλλοδαπούς) αξιολογητές του Ιδρύματος. Το ετήσιο βραβείο Πρόσβασης στην Μάθηση «Access to Learning Award (ATLA)» αναγνωρίζει τις καινοτόμες προσπάθειες βιβλιοθηκών και παρόμοιων οργανισμών εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών στην παροχή δωρεάν πρόσβασης σε υπολογιστές και το Διαδίκτυο.

Αποτελεί μέρος της διεθνούς πρωτοβουλίας του Ιδρύματος για τις βιβλιοθήκες (Global Libraries Initiative), η οποία προσπαθεί να καταστήσει τον κόσμο της γνώσης, της πληροφορίας και των ευκαιριών προσβάσιμα σε όλους και κυρίως σε φτωχά και μειονεκτούντα άτομα στις αναπτυσσόμενες χώρες, προκειμένου να βοηθήσει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Η Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βέροιας έχει ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που θέτει το βραβείο:

-Αναπτύσσοντας ένα δίκτυο υπηρεσιών βιβλιοθήκης και πληροφόρησης στην περιοχή της Βέροιας και όχι μόνο.

-Παρέχοντας στους 50.000 και πλέον κατοίκους της Βέροιας και ακόμα σε 130.000 πολίτες των γύρω περιοχών δωρεάν πρόσβαση σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στο Διαδίκτυο.

-Προσεγγίζοντας ανθρώπους σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές με κινητές βιβλιοθήκες εξοπλισμένες με βιβλία και φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

-Αναδεικνυόμενη σε κέντρο συνάντησης και ανταλλαγής ιδεών για τους κατοίκους, κέντρο προώθησης της δημιουργικής έκφρασης και καινοτομίας.

Τέλος, η Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βέροιας δίνει έμφαση στους νέους ανθρώπους με το τμήμα για παιδιά και εφήβους, «τα Μαγικά Κουτιά», παρέχοντας τη δυνατότητα πρόσβασης στη γνώση και την ανάπτυξη της δημιουργικότητας με εκφραστικά μέσα νέας τεχνολογίας.

Διευθυντής και "ψυχή" της βιβλιοθήκης είναι ο Ιωάννης Τροχόπουλος, ο οποίος υπέβαλε και την αίτηση υποψηφιότητας. Η τελετή βράβευσης έγινε στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας.

(Πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Αν - Kipling


Αν - Kipling

Αν μπορείς να κρατάς τα λογικά σου όταν όλοι γύρω σου χάνουν
τα δικά τους και ρίχνουν το φταίξιμο σε σένα
Αν μπορείς να εμπιστευθείς τον εαυτό σου όταν όλοι αμφιβάλλουν για σένα
αλλά συγχωρείς και την αμφιβολία τους
Αν μπορείς να περιμένεις και να μην σε κουράζει η αναμονή
ή όταν λένε ψέματα για σένα να μην ανακατεύεσαι με τα ψέματα
ή όταν σε μισούν να μην αφήνεις να περάσει το μίσος και μ'όλα αυτά
να μην δείχνεις υπερβολικά καλός ούτε τον έξυπνο να κάνεις

Αν μπορείς να ονειρεύεσαι και να μην κάνεις τον αφέντη στα όνειρά σου
Αν μπορείς να σκέφτεσαι και να μην κάνεις στόχους τις σκέψεις σου
Αν συναντήσεις το θρίαμβο και την καταστροφή και μπορέσεις να
φερθείς και στους δυο απατεώνες με τον ίδιο τρόπο
Αν μπορείς να αντέξεις την αλήθεια των λόγων σου διαστρεβλωμένη
από απατεώνες για να κάνουν παγίδα για χαζούς
ή να βλέπεις σε όσα έδωσες τη ζωή σου σπασμένα,
και να σκύψεις να τα ξαναχτίσεις με φθαρμένα εργαλεία

Αν μπορείς να κάνεις ένα σωρό από όλα σου τα κέρδη και να τα ρισκάρεις
μ'ενα κορώνα ή γράμματα και να χάσεις και να ξαναρχίσεις πάλι απο την αρχή
και να μην πεις ουτε μια λέξη γι'αυτά που έχασες
Αν μπορείς να επιβάλλεις στην καρδιά, το θάρρος και τα νεύρα σου
να σε υπηρετούν πολύ μετά, αφού έχουν φύγει και έτσι να κρατιούνται
όταν δεν υπάρχει τίποτε άλλο μέσα σου εκτός από τη θέληση σου που τους
λέει : Κρατηθείτε

Αν μπορείς να μιλάς με το πλήθος και να κρατάς την αρετή σου
ή να περπατάς με βασιλιάδες χωρίς να χάνεις την ταπεινή επαφή σου
Αν ούτε οι εχθροί ούτε οι αγαπητοί φίλοι σου μπορούν να σε πονέσουν
Αν όλοι μετράνε για σενα αλλά κανένας πιο πολύ απ'ότι πρέπει
Αν μπορείς να γεμίσεις το άτεγκτο λεπτό με τρέξιμο αξίας εξήντα δευτερολέπτων
Δικιά σου τότε θα ‘ναι η Γη κι όλα εκείνα που κατέχει, και –ό,τι αξίζει πιο πολύ- Άντρας σωστός τότε θε να ‘σαι, γιε μου!

"If" Kipling

"If"

If you can keep your head when all about you
Are losing theirs and blaming it on you,
If you can trust yourself when all men doubt you
But make allowance for their doubting too,
If you can wait and not be tired by waiting,
Or being lied about, don't deal in lies,
Or being hated, don't give way to hating,
And yet don't look too good, nor talk too wise:

If you can dream--and not make dreams your master,
If you can think--and not make thoughts your aim;
If you can meet with Triumph and Disaster
And treat those two impostors just the same;
If you can bear to hear the truth you've spoken
Twisted by knaves to make a trap for fools,
Or watch the things you gave your life to, broken,
And stoop and build 'em up with worn-out tools:

If you can make one heap of all your winnings
And risk it on one turn of pitch-and-toss,
And lose, and start again at your beginnings
And never breathe a word about your loss;
If you can force your heart and nerve and sinew
To serve your turn long after they are gone,
And so hold on when there is nothing in you
Except the Will which says to them: "Hold on!"

If you can talk with crowds and keep your virtue,
Or walk with kings--nor lose the common touch,
If neither foes nor loving friends can hurt you;
If all men count with you, but none too much,
If you can fill the unforgiving minute
With sixty seconds' worth of distance run,
Yours is the Earth and everything that's in it,
And--which is more--you'll be a Man, my son!

By Rudyard Kipling (1865-1936).

14 Αυγούστου 2010

Φωνη απ την Θαλασσα

Φωνη απ την Θαλασσα
Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,
όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη
σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.

Φέρνει μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα
η μελωδία της. Τα περασμένα νειάτα
θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό.
Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,
αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε
μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,
σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,
τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός,
γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει
το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει
και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.
Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη
της θάλασσας ο πόθος· θα σε ’πη μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη
με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.



Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.


Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαίν για ταις γυναίκες των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,


σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,
από την αγωνία των την υστερνή.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;—
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,
και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.

Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,
που κάποτε κανένας ιερεύς θα παή
θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή.
Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται
ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.
Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται
πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή.

(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)
πηγή: http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=181&cat=2

Γιαννης Ριτσος, Το Εμβατηριο του ωκεανου (αποσπασμα)

Γιάννης Ρίτσος, Το Εμβατήριο του ωκεανού (απόσπασμα)

Νυχτερινό λιμάνι
φώτα πνιγμένα στα νερά
πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια

κι ύστερα βυθισμένα στη σκιά του ταξιδιού
λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου
σαν τις ραγισμένες φτερούγες των αγγέλων που αμάρτησαν
οι στρατιώτες με τις κάσκες
ανάμεσα στη νύχτα και στο κάρβουνο
τραυματισμένα χέρια σαν τη συγνώμη που έφτασεν αργά.

Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες
ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα
κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών
και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.

Κ' είναι τα κατάρτια που επιμένουνε
να μετρήσουν τα' άστρα
με τη βοήθεια της ήρεμης ανάμνησης
μια ανθοδέσμη γλάρων στην αυγινή ευδία.

Φεύγει το χρώμα απ' το πρόσωπο της ημέρας
και το φως δε βρίσκει ένα άγαλμα
να κλειστεί να δοξαστεί να γαληνέψει.

Θα υποθάλπουμε λοιπόν ακόμη
την ανοιχτή πληγή του ήλιου
που αναβρύζει σπόρους λουλουδιών
στην ίδια πορεία
στην ίδια ερώτηση
στις γόνιμες φλέβες της άνοιξης
που επαναλαμβάνει τους γύρους των χελιδονιών
γράφοντας ερωτικά μηδέν
στο ακατανίκητο στερέωμα;
Ποια πληγή
δεν μας δωρήθηκε ακόμη
για να συμπληρώσουμε
του θεού τη θεότητα;

Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ' τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τ' ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια.

Εσύ δεν είχες έλθει ακόμη.
Κοιτούσα τη δύση και σ' έβλεπα
- μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
- ένα μειδίαμα σκιάς βαθιά στη θάλασσα.

Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω απ' τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ' τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά μ' ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα.

Μενης Κουμανταρεας «Δεν φοβαμαι να εκτεθω»

Κυμα φυγης απο δασκαλους και καθηγητες



Τριπλασιάστηκε εφέτος ο αριθμός των εκπαιδευτικών που ζήτησαν να συνταξιοδοτηθούν- «πονοκέφαλος» στο υπουργείο Παιδείας
ΠΑΝΟΣ ΜΠΟΥΛΟΥΚΟΣ | Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Φόβους για την κάλυψη των κενών στα σχολεία τη νέα σχολική χρονιά προκαλεί ο πρωτόγνωρος αριθμός εκπαιδευτικών που ζήτησε να συνταξιοδοτηθεί εφέτος προκαλώντας «πονοκέφαλο» στο υπουργείο Παιδείας. Υπό την πίεση των περικοπών στις συντάξεις που φέρνουν τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης χιλιάδες δάσκαλοι και καθηγητές που είχαν θεμελιώσει δικαιώματα αποφάσισαν να τερματίσουν άμεσα την καριέρα τους και να βγουν τώρα στη σύνταξη. Συγκεκριμένα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση έχουν κατατεθεί 3.930 αιτήσεις συνταξιοδότησης έναντι 1.745 πέρυσι, ενώ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ο αριθμός των αιτήσεων ανέρχεται εφέτος σε 7.536 έναντι μόλις 2.610 πέρυσι. Συνολικά εντός του 2010 στις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου κατατέθηκαν 11.466 αιτήσεις αποχώρησης για λόγους συνταξιοδότησης, σχεδόν τρεις φορές περισσότερες σε σχέση με πέρυσι, όταν είχαν κατατεθεί 4.355 αιτήσεις.

Το κύμα φυγής ήταν γνωστό τον τελευταίο καιρό στο υπουργείο Παιδείας, ωστόσο σύμφωνα με πληροφορίες ουδείς περίμενε ότι θα εκτοξευθεί σε τέτοια ύψη. Η υπουργός Παιδείας κυρία Αννα Διαμαντοπούλου έχει διαβεβαιώσει πάντως ότι τα κενά θα καλυφθούν, αφού είναι χιλιάδες οι δάσκαλοι και καθηγητές που ως τώρα ήταν αποσπασμένοι σε διάφορες υπηρεσίες και γραφεία και επιστρέφουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Μαζί με τους αποσπασμένους που υπηρετούσαν στο εξωτερικό οι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί που βρίσκονταν εκτός σχολείου φθάνουν τους 5.000 και εφόσον αυτοί επιστρέψουν «στις 13 Σεπτεμβρίου που θα ξεκινήσει η νέα σχολική χρονιά δεν θα υπάρξουν ελλείψεις στα σχολεία» ανέφερε χθες σε δηλώσεις της και η υφυπουργός Παιδείας κυρία Εύη Χριστοφιλοπούλου .

Σύμφωνα με το σχέδιο του υπουργείου για την κάλυψη των κενών προβλέπεται:

* Δραστική περικοπή των αποσπασμένων εκπαιδευτικών εκτός τάξης.

* Κατανομή του εκπαιδευτικού δυναμικού κατά τρόπο ορθολογικό, έτσι ώστε να μην έχουμε αλλού υπεραριθμίες και αλλού κενά.

* Οι διορισμοί, που αν και εφέτος θα είναι λιγότεροι, θα γίνουν σε πραγματικά κενά στα σχολεία.

Η ΟΛΜΕ από την πλευρά της εκφράζει πάντως την ανησυχία της και τονίζει ότι ο σχεδόν τριπλάσιος αριθμός εκπαιδευτικών που συνταξιοδοτούνται σε συνδυασμό με τον χαμηλότερο αριθμό διορισμών εκπαιδευτικών της τελευταίας 15ετίας (1.425 στη Δευτεροβάθμια) θα δημιουργήσει εκρηκτικές συνθήκες στην εκπαιδευτική διαδικασία του δημόσιου σχολείου την ερχόμενη σχολική χρονιά.

Το συνδικαλιστικό όργανο των καθηγητών ζητεί να γίνει επιπλέον διορισμός τουλάχιστον ίσου αριθμού μόνιμων εκπαιδευτικών (πάνω από 6.000) για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν από την παραπάνω κατάσταση, ενώ προσθέτει ότι «σεκαμιά περίπτωση δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα με αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα στα σχολεία».

Το καμπανάκι κρούουν και εκπρόσωποι της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας εκτιμώντας ότι θα υπάρξουν χιλιάδες κενά τον Σεπτέμβριο στα δημοτικά σχολεία. Σε όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί και η ανάγκη για επαρκή στελέχωση των 800 ολοήμερων δημοτικών σχολείων, τα οποία θα λειτουργήσουν πιλοτικά από εφέτος με ενιαίο αναμορφωμένο πρόγραμμα, το οποίο θα στηρίζεται στις ανάγκες των μαθητών. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό το εβδομαδιαίο υποχρεωτικό πρόγραμμα του σχολείου τροποποιείται και αυξάνονται οι ώρες κατά δέκα στις τάξεις α΄ και β΄ (από 25 γίνονται 35), κατά πέντε στις τάξεις γ΄ και δ΄ (από 30 γίνονται 35) και κατά τρεις στις τάξεις ε΄ και στ΄ (από 32 γίνονται 35) με το σύνολο των διδακτικών ωρών να διαμορφώνεται από 174 ώρες σε 210.

Στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούν ότι το σχέδιο το οποίο έχει επεξεργαστεί η υπουργός Παιδείας θα αποδώσει, και επιθυμούν να λάβει κάθε δυνατή στήριξη ώστε να κλείσουν εγκαίρως όλα τα μέτωπα στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Το υπουργείο περίμενε ότι ο αριθμός των αποχωρήσεων θα υπερβεί τις 11.000 και έχει σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις προκειμένου τον Σεπτέμβριο να αποφευχθεί το «εκρηκτικό μείγμα», με τους συνδικαλιστές και τους αδιόριστους να ετοιμάζονται για δυναμική αντιπαράθεση, τους πρυτάνεις υπ΄ ατμόν και τους φοιτητές σε αναβρασμό.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=32&artId=348201&dt=12/08/2010#ixzz0wasXwNGR