Του Ιωάννου Κ. Νεονάκη MD, MSc, PhD.
Ίσως να αναρωτηθεί κανείς «μα καλά, είμαστε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και θα ασχολούμαστε με τη γλώσσα και το κρητικό ιδίωμα» ή «περί τριχών αγγέλων», όπως θα το έλεγαν οι παλαιότεροι; Και όμως πιστεύω ακράδαντα ότι ίσα ίσα τώρα είναι η ώρα για μάς τους Ρωμηούς να αναστοχαστούμε την ταυτότητά μας, την ιδιοπροσωπία μας, να γνωρίσομε και να αγαπήσομε τον πολιτισμό μας και να συνειδητοποιήσομε την τεράστια διαστρέβλωση που υπέστη το πρόσωπό μας τα τελευταία 180 χρόνια, διαστρέβλωση η οποία, κατά τη γνώμη μου, μάς οδήγησε σ’ αυτήν την κρίση που πρωτίστως είναι πολιτισμική. Και όταν, με τη βοήθεια του Θεού, σε λίγο διάστημα, ξεπεράσομε την κρίση, ο δικός μας Ρωμαίικος πολιτισμός θα είναι αυτός που θα μάς δώσει λύσεις και δυναμική ώθηση προς το μέλλον.
Η γλώσσα πέρα από την περιγραφή των πραγμάτων και την απλή χρηστικότητά της, εκφράζει και υπερασπίζεται ένα συγκεκριμένο πολιτισμό και τρόπο ύπαρξης. Και καμιά φορά σε ορισμένους τόπους δίνει και πολιτικές απαντήσεις και ο νοών νοείτω. Τη γλώσσα μας τη σεβόμαστε και την αγαπάμε, και οφείλομε να την προστατεύομε από κάθε αλλοίωση και βαρβαρισμό.
Το Κρητικό ιδίωμα αποτελεί έναν ανεκτίμητο γλωσσικό, αλλά και εν γένει πολιτιστικό, θησαυρό. Εν πολλοίς παραμένει άγνωστο και ανεξερεύνητο ακόμη και από μάς τους ίδιους τους Κρητικούς. Η αστικοποίηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η επίδραση των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του διαδικτύου, αλλά και μια ακατανόητη και συμπλεγματική αποστροφή, που διακατέχει πολλούς από μάς, ως προς κάθε στοιχείο της ρωμαίικης παράδοσης και αυτοσυνειδησίας του λαού μας, οδήγησαν στον περιορισμό της χρήσης του ιδιώματος αυτού από την καθημερινή μας βιωτή. Πολλοί από μάς αγνοούν το γεγονός ότι οι περισσότερες λέξεις του Κρητικού μας ιδιώματος προέρχονται απευθείας από τα αρχαία ελληνικά και ενέχουν μια νοηματοδότηση πεποικιλμένη με εμπειρία αιώνων.
Παρότι δεν είμαι φιλόλογος, πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να «επισκεφτούμε» τις λέξεις αυτές και να τις γνωρίσομε εκ νέου τόσο σε επίπεδο ετυμολογίας, ορθογραφίας, αλλά και νοήματος και ορθής χρήσης. Να αγαπήσομε και πάλι τις λέξεις των πατέρων μας και ει δυνατόν να τις επανεντάξομε ή να τις χρησιμοποιήσομε περισσότερο στο λεξιλόγιό μας. Στα πλαίσια του παρόντος άρθρου (το οποίο αποτελεί το πρώτο από μια σειρά ανάλογων άρθρων) θα προσεγγίσουμε ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από το άλφα έως το κάπα. Θα αναλύσομε πιο διεξοδικά 30 λέξεις και επίσης θα αναφέρομε περιληπτικά την προέλευση μερικών δεκάδων επιπλέον λέξεων. Το σύνολο σχεδόν των πληροφοριών προέρχεται από το εξαιρετικό πόνημα «Λεξικό Ερμηνευτικό και Ετυμολογικό του Δυτικοκρητικού Γλωσσικού Ιδιώματος» του συγγραφέα Αντωνίου Ξανθινάκη [Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης], το οποίο και προτείνεται ανεπιφύλακτα για τον τεράστιο πλούτο του και τη συστηματική προσέγγιση του θέματος. Για τυχόν παρατηρήσεις, διορθώσεις ή και προτάσεις παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου στην ηλεκτρονική διεύθυνση: ineonakis@gmail.com.
- Αλισάχνη. Η άχνη της θάλασσας, ράντισμα από άχνη θαλασσινή. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για να υποδηλώσει ένα πολύ αλατισμένο φαγητό. Προέρχεται από το αρχ. «αλοσάχνη» εκ της φρ. «της αλός (=θαλάσσης) άχνη»
- Αθιβολή. Η κουβέντα, η συζήτηση. Εκ του «αντιβολή». Πβ. το «τίνες οι λόγοι ούτοι ούς αντιβάλλετε προς αλλήλους περιπατούντες» (Λουκά 17, 24). Ομοίως και τα αναθιβάνω καιαναθιβάλλω εκ του «αντιβάνω» και «αντιβάλλω» με επίδραση του «αναθυμούμαι».
- Αμάλαγος. Ο άθικτος, ο ανέπαφος. Από το αρχ. επίθ. «αμάλακτος» (α- στερητικό + μαλάσσω).
- (Α)μπώθω και (α)μπώχνω. Από το ρ. «απωθώ» με ανέβασμα του τόνου και ηχηροποίηση του π σε μπ.
- Αναγαβρώνω. Αναζωογονούμαι, βελτιώνεται η υγεία μου. Ανα- + αρχ. ρ. «γαυριάω – ώ» (επαίρομαι).
- Αναδράμω (συντάσσεται συνήθως με αιτ. προσωπ.). Προκαλώ ερεθισμό (κοκκίσμα, φαγούρα) στο δέρμα κάποιου. Από την υποτ. του αόρ. β΄ «ανέδραμον» του αρχ. ρ. «ανατρέχω»
- Ανάκαρα και νάκαρα. (ακλ.) Οι σωματικές δυνάμεις, η σωματική αντοχή. Πιθανότατα, προέρχεται από το αρχ. επίρρ. «ανάκαρ», το οποίο σημαίνει «προς την κεφαλή (κάρα)».
- Ανα(ε)κέρωση. Ναυτία, τάση προς εμετό. Εκ του αρχ. ρ. «ανακεράννυμι» (ανακατώνω) με παραγωγική κατάληξη –ώση, η οποία υποδηλώνει ασθένεια ή πάθηση.
- Ανα(ε)ντρανίζω. Ανορθώνομαι, ανυψώνομαι, ανασηκώνομαι. Από το ρ. «ανεντρανίζω» [προθ. ανά- + μσν. εντρανίζω (=κοιτάζω επίμονα), εκ του εντρανής (έντονος), εν- + τρανής] με αφομ. του ε από το αρχικό α.
- Αναστουλουχώ και αναστουλουχίζω. Κλαίω με αναφιλητά, κλαίω με λυγμούς. Από το αρχ. ρ. «αναστοναχέω» (=αναστενάζω) με τροπή του ν σε λ από ανομ. δύο έρρινων.
- Ανωνίδα. Μικρός ακανθώδης θάμνος. Από την αιτ. «ονωνίδα» του αρχ. ουσ. «ονωνίς» με τροπή του αρκτικού ο σε α.
- (Α)ξώνω και (α)ξιώνω. Ταλαιπωρώ, βασανίζω. Εκ του αρχ. «αξιώ» εκ του «άξιος».
- Απής. Αφού, αφότου (χρον. σύνδ.). Από την αρχ. φρ. «αφ’ ής» (ενν. «στιγμής» ή «ώρας»)
- Απόι. Η πρωινή ψύχρα, το αγιάζι. Από το ουδ. του επιθ. «απόγειος» (από + γη). Το απόγειον > το απόγει > το απόι με σίγηση του μεσοφ. γ.
- Αποσκύβαλα. Τα απορριπτόμενα από το κοσκίνισμα ως άχρηστα. Από το αρχ. ρ. «αποσκυβαλίζω» (απορρίπτω κάτι ως άχρηστο σκύβαλο)
- (Α)φουνάρα. Μεγάλη φλόγα. Από το ουσ. «φανάρα» μεγεθ. του φανός με προθετ. α- (πβ μαστάρα – μουστάρα).
- Αρφουγκάζομαι, καθώς και οι τύποι, αφουργκάζομαι αφρουκάζομαι, αφουκράζομαι, αφουγκρούμαι και φρουκούμαι. Ακούω με προσοχή, υπακούω. Από το αρχ. ρ. «επακροώμαι» > επακρώμαι > εφακρούμαι > αφουκρούμαι > αφουκράζομαι και με ανάπτ. του ρ > αρφουγκάζομαι.
- Βρούχος. Βρόντος, ρόγχος. Από το ρήμα βρουχούμαι, εκ του αρχ. ρ. «βρυχώμαι».
- Γεις. Ένας. Από το αρχ. «είς» με ανάπτυξη ευφων. γ.
- Γλακώ. Τρέχω. Από το αρχ. «εκλακώ» [εκ + δωρ. λακώ αντί ληκώ (τσακίζομαι)].
- Γούζιομαι ή γούζομαι. Θρηνώ γοερά. Από το αρχ. ρ. «γοάω» > γοΐζω > γοΐζομαι > γούζομαι.
- Διόχνει (απρόσ.) Πάντοτε με γεν. προσ. αντων. Μού διόχνει από το αρχ. «δοκεί μοι» (μου φαίνεται καλό, νομίζω).
- Εγόη και εγούγια (επιφ.). Πάντα με γεν. προσ. αντων πχ. εγόη μου. Αλίμονό μου. Το πλέον πιθανό είναι να προέρχεται από το αρχ. ρ. «γοώ» (θρηνώ) > γόος > γοή > εγόη με προθετ. ε-.
- Επά (τοπ. επίρρ.). Εδώ. Από το αρχ. δωρ. «πά» (αττ. «πή») = κάπου. Το ε από επιδρ. επιρρ. που αρχίζουν από ε (εδώ, εκεί κλ).
- Ζάλο. Εκ του μσν. «ζάλον» εκ του αρχ. «σάλος» (θόρυβος). Πβ τα ρ. σαλ-εύω (περπατώ) και σαλ-αγώ (οδηγώ κοπάδι θορυβωδώς)
- Καμ(ν)ιώ. Μισοκλείνω τα μάτια από νύστα. Εκ του αρχ. ρ. «καμμύω».
- Κάσα. Η λέρα ή ο ρύπος, ο οποίος επικάθεται σταθερά και για μεγάλο χρονικό διάστημα στο δέρμα και δύσκολα βγαίνει. Εκ του αρχ. ουσ. ο «κάσας» που σημαίνει δέρμα ή ύφασμα που ρίχνεται πάνω στην ράχη του αλόγου κάτω από τη σέλα.
- Κατσούνι. είδος καμπυλωτού σουγιά. Εκ του αρχ. «γαμψός» μέσω του βενετσιάνικου ganzone
- Κοκκοσάλι. Από τα κόκκος + σάλος, το οποίο όταν έγινε β΄ συνθετικό μετέπεσε σε ουδέτερο γένος
- Κουλάφτης. Αυτός πού έχει υπερβολικά μεγάλα αυτιά. Εκ του αρχ. επιθ. «κυλλός» (κεκαμμένος, γυρτός) + αυτί. http://www.anogi.gr/archives/category/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82