10 Αυγούστου 2010
Το παιδι της αγαπης της Μαριας Τζιριτα
Το παιδί της αγάπης
Διάβασα το βιβλίο απνευστί και δάκρυσα με την ανθρώπινη ιστορία του. Bαθιά ανθρωπιστικό το πνεύμα του βιβλίου εκπέμπει μηνύματα αλτρουισμού, αγάπης και αλληλεγγύης και διεγείρει τα συναισθήματά μας! Η γραφή είναι απλή και το ύφος κατανοητό. Η βασική ηρωίδα η Μαρίνα κυριαρχεί με την αφειδώλευτη αγάπη της προς το Στέλιο, ο οποίος φαίνεται να μην μπορεί να διαχειριστεί το εύρος της μοναδικής αγάπης που δέχτηκε ανιδιοτελώς σε όλη τη ζωή του από τη γέννηση μέχρι και τον «άδικο» θάνατό του. Το βιβλίο θίγει κι άλλα θέματα όπως εκείνο της ομοφυλοφιλίας, της μοναξιάς, του σύγχρονου τρόπου ζωής που λειτουργεί ανασταλτικά για τις εργαζόμενες μητέρες που αδυνατούν να εκπληρώσουν επάξια τους πολυάριθμους ρόλους που έχουν αναλάβει, τα κοινωνικά στερεότυπα που είναι πιο έντονα στην επαρχία, η λειτουργία των ιδρυμάτων και η λειτουργία του θεσμού της υιοθεσίας που απαιτεί μεγάλα ψυχικά αποθέματα.
Το βιβλίο μας γεννά έντονους προβληματισμούς για την «τύχη» και της εξέλιξη των παιδιών που μεγαλώνουν σε ιδρύματα καθώς ελλείπει η μέριμνα της πολιτείας αλλά και η κοινωνική ευαισθησία. Δυστυχώς, επικρατεί ο κοινωνικός στιγματισμός και κατ΄ επέκταση ο αποκλεισμός αυτών των ψυχών.
Αξίζει να αναφερθεί η μεγάλη αγάπη που τρέφει η Μαρίνα για το Στέλιο που δεν είναι βιολογικό παιδί της, εντούτοις τον αγαπά σαν να ήταν δικό της παιδί και κάποιες φορές αισθάνεται τύψεις και ενοχές που η καρδιά της μοιράζεται ανάμεσα στο βιολογικό της παιδί τον Αγγελο και το παιδί της καρδιάς της το Στέλιο.
Λυτρωτικό για τη Μαρίνα το ύστατο γράμμα του Στέλιου που αποκαθιστά έστω και αργά την αλήθεια και επιτρέπει στην ηρωίδα να διαχειριστεί το πένθος της και να προχωρήσει τη ζωή της.
Ο χαρακτήρας του Στέλιου
Πρόκειται για το «παιδί ενός κατώτερου θεού» το οποίο γεννιέται, μεγαλώνει και πεθαίνει κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες. Βιώνει την απόρριψη, την εγκατάλειψη όχι μία αλλά πολλές φορές στη ζωή του. Μοναδικό του στήριγμα η Μαρίνα, που επάξια θα πάρει τον τίτλο της «μάνας» του. Η Μαρίνα πάντα δίπλα του αρωγός στις προσπάθειες του δεν τον εγκαταλείπει παρ΄όλο που η παρουσία της γίνεται πιο διακριτική με το πέρασμα του χρόνου. Η ζωή του μια περιπέτεια, μια οδύσσεια, χωρίς αίσιο τέλος. Οι δυσκολίες τελικά τον κάμπτουν τον λυγίζουν και η επαγγελματική του επιτυχία δε στηρίζεται μόνο στο ταλέντο του αλλά και στον καιροσκοπισμό του. Η Μαρίνα προσπαθεί να τον προστατέψει ακόμη και τότε που μεθυσμένος από την επιτυχία φτάνει στην αλαζονεία και την ύβρη. Η νέμεσις είναι εκεί κοντά.
Κατω τα καλα βιβλια!
Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Είθισται να δημοσιεύονται αυτή την εποχή στοιχεία για την κίνηση των πιο ευπώλητων βιβλίων της χρονιάς που τέλειωσε ή τελειώνει. Και κάθε φορά ανακύπτουν τα ίδια ερωτήματα. Πώς είναι δυνατό να υπάρχουν τέτοιες αποκλίσεις ανάμεσα στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού και της κριτικής; Πώς γίνεται και βιβλία που εκθειάστηκαν σχεδόν ομόθυμα από τους κριτικούς δεν μπόρεσαν να σπάσουν το φράγμα των 5.000 αντιτύπων, που συνιστά μια μέτρια εκδοτική επιτυχία σήμερα, ενώ βιβλία που αποδοκιμάστηκαν ή, ακόμα χειρότερα, αγνοήθηκαν από τους «ειδικούς» σάρωσαν σε πωλήσεις; Τόσο ανίδεο και απαίδευτο είναι λοιπόν το κοινό που αγοράζει βιβλία; ΄Η μήπως οι κριτικοί, κλεισμένοι στον φιλντισένιο πύργο τους, δεν μπορούν να καταλάβουν τις ανάγκες και τις ανησυχίες του κόσμου; Είναι πολύ εύκολο να ταχθεί κανείς, ανάλογα με τα επαγγελματικά και τα συναισθηματικά συμφέροντά του, υπέρ της μιας ή της άλλης από αυτές τις δύο εξηγήσεις, χωρίς να κινδυνεύει άμεσα να διαψευστεί. Λιγότερο εύκολο είναι, όπως πάντα άλλωστε, να προχωρήσει πέρα από τις εντυπώσεις και να διακρίνει στη γενική εικόνα (η οποία βέβαια δεν διαμορφώνεται μόνον από νούμερα, αλλά και από ποιοτικά γνωρίσματα των βιβλίων, καθώς και των κειμένων που αναφέρονται στα βιβλία) ορισμένες αφώτιστες λεπτομέρειες, ορισμένα αφανή στοιχεία μιας βαθύτερης δομής, που μπορεί να υποδεικνύουν πολύ διαφορετικές ερμηνείες. Πρώτα πρώτα, οι αποκλίσεις για τις οποίες μιλάμε δεν συνθέτουν την εικόνα του χάσματος, που καταγράφει μια βιαστική ματιά. Υπάρχουν στους καταλόγους των ευπώλητων βιβλία συγγραφέων καταξιωμένων από την κριτική. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι σχετικά λίγοι οι συγγραφείς που ανήκουν στους αγαπημένους των κριτικών, αλλά όχι και του κοινού. ΄Επειτα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου κριτική και κοινό έχουν συγκλίνει πανηγυρικά στην επιβράβευση βιβλίων του «μέσου γούστου», η οποία από την πλευρά της κριτικής υπήρξε και κυριολεκτική, με την υπερψήφισή τους από τις επιτροπές των κρατικών βραβείων ή των βραβείων του Διαβάζω (επιτροπές στις οποίες, θυμίζω, έχουν θητεύσει σχεδόν όλοι οι έγκυροι βιβλιοκριτικοί).
Μια στιγμή, σας ακούω να λέτε καχύποπτα. Πού το πας; Προσπαθείς να ψηλώσεις το επίπεδο της μάζας κονταίνοντας το επίπεδο των κριτικών; Ισχυρίζεσαι ότι τα καλά βιβλία βρίσκουν έτσι κι αλλιώς τον δρόμο τους προς το κοινό, ότι για την επιτυχία των μέτριων βιβλίων το κοινό δεν ευθύνεται περισσότερο από τους κριτικούς και ότι τα κακά βιβλία που γίνονται μπεστ σέλερ δεν είναι δα τόσο συχνό και ανησυχητικό φαινόμενο όσο νομίζουμε;
Όχι. Ισχυρίζομαι κάτι πολύ χειρότερο! Ισχυρίζομαι ότι σήμερα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα κακά βιβλία και ότι το πλατύ κοινό συμπίπτει με την κριτική στη μεγάλη εκτίμηση που τρέφουν και οι δύο για το «καλό» βιβλίο, στη θέρμη με την οποία το αγκαλιάζουν και το προωθούν. Τα κριτήριά τους βέβαια μπορεί να διαφέρουν, αν και όχι τόσο πολύ όσο λέγεται. Οι κριτικοί, φερειπείν, μπορεί να προτιμούν βιβλία με περισσότερο υπαινικτική γλώσσα, περισσότερες διακειμενικές αναφορές, πιο σύνθετη αφηγηματική δομή. Το κοινό, πάλι, προτιμά βιβλία άμεσης συγκίνησης, με χαρακτήρες που προσφέρονται για ταύτιση κ.λπ. Αλλά ξέρετε πολλούς κριτικούς που να βγαίνουν και να λένε, τεκμηριώνοντας τη θέση τους, ότι το τάδε βιβλίο που έκανε ρεκόρ πωλήσεων είναι κακό; Το πολύ πολύ να πουν ότι κολακεύει τον μέσο αναγνώστη. Και, φυσικά, ο μέσος αναγνώΤης στης δεν θα υποστηρίξει ποτέ ότι ένα βιβλίο που επαινέθηκε από την κριτική, αλλά δεν τράβηξε το δικό του ενδιαφέρον, είναι κακό. Θα πει απλώς ότι είναι εγκεφαλικό ή κουλτουριάρικο.
Μ ε τόσα εργαστήρια «δημιουργικής γραφής» που υπάρχουν σήμερα, τόσους διαγωνισμούς διηγήματος για την προσέλκυση «νέων ταλέντων», τόσες αναγνωστικές εμπειρίες όλο και περισσότερων ανθρώπων, τόση «λογοτεχνίτιδα» γύρω μας (για να δανειστώ έναν όρο του Βασίλη Βασιλικού), είναι δύσκολο πια να γραφτούν κακά βιβλία. Σχεδόν όλα τα βιβλία που εκδίδονται στις μέρες μας είναι καλογραμμένα, έχουν στρωτή, σε όχι σπάνιες περιπτώσεις ζωηρή γλώσσα, έχουν ικανοποιητική αφηγηματική τεχνική, γλαφυρές περιγραφές, χιούμορ, πολύ συχνά έχουν και έξυπνες ιδέες.
Μόνον ένα πράγμα δεν έχουν: ειδικό βάρος. Πρωτοτυπία. Προσωπικότητα.
Από τότε που πλημμυρίσαμε από καλά βιβλία χάθηκαν τα ξεχωριστά βιβλία, τα βιβλία που αισθανόμαστε πως είναι σημαντικά και προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί, συζητώντας με άλλους. Ακούμε συχνά στις παρέες τους φίλους και τους γνωστούς μας να λένε για το α ή το β βιβλίο ότι είναι καλό, ότι μου άρεσε ή ότι πέρασα καλά μαζί του τρεις ομόρροπες δηλώσεις που σχηματίζουν φθίνουσα σειρά, ως προς τον βαθμό βεβαιότητας του ομιλητή ή τη διάθεσή του να υπερασπίσει την άποψή του, αλλά αύξουσα σειρά ως προς τη συχνότητα με την οποία γίνονται. Εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν ποτέ δεν ακούμε κάποιον να μιλάει μ΄ ενθουσιασμό για ένα βιβλίο ή με τρόπο που να φανερώνει ότι αυτό που διάβασε τον προβλημάτισε.
Αλλά μήπως είναι διαφορετική η κυρίαρχη στάση της κριτικής; Κι εκεί επίσης πρυτανεύει η λογική του «καλού» βιβλίου, η οποία εκφράζεται με σχόλια όπως ότι το καινούργιο βιβλίο του τάδε αναγνωρισμένου συγγραφέα είναι ισάξιο ή καλύτερο ή λιγότερο καλό από τα προηγούμενα (αλλά σπανιότατα ότι είναι διαφορετικό από αυτά), με την ανάλωση του κριτικού σε καλολογικές αναλύσεις και τεχνικές παρατηρήσεις, με την επισήμανση μιας «ενδιαφέρουσας» και «ελπιδοφόρας» νέας φωνής κ.λπ. κ.λπ. Σχεδόν ποτέ δεν μας μεταδίνεται η αίσθηση πως ένα βιβλίο αποτέλεσε πρόκληση για τον κριτικό, πως τον αναστάτωσε κι έβαλε σε δοκιμασία τα παγιωμένα κριτήριά του, πως ανάγκασε τη σκέψη του να κινηθεί σε καινούργια μονοπάτια. Σχεδόν ποτέ δεν θα διαβάσουμε για ένα βιβλίο ότι μας αποκαλύπτει κάτι που δεν είχαμε σκεφτεί ή δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ή δεν τολμούσαμε να παραδεχτούμε ή ότι μας παρουσιάζει κάτι που (νομίζαμε πως) ξέρουμε σε καινούργιο φως. Σχεδόν ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί ένα βιβλίο πρέπει να μας απασχολήσει πέρα από το ότι είναι «καλό».
Τα καλά βιβλία είναι σαν τα καλά παιδιά: φρόνιμα, υπάκουα, επιμελή, συμβατικά (ακόμα και στα παιχνίδια ή τα καλαμπούρια τους, που αποδέχονται τα κυρίαρχα πρότυπα) και, εννοείται, αφόρητα βαρετά. Όπως τα καλά παιδιά, έτσι και τα καλά βιβλία δεν αμφισβητούν ουσιαστικά τον κόσμο στον οποίο πρόκειται να ενταχθούν και, ακόμα και όταν δυσφορούν γι΄ αυτόν, το εκφράζουν με τρόπους προαποφασισμένους, εγκεκριμένους και υπαγορευμένους από αυτόν ακριβώς τον κόσμο. Δεν έχουν εκείνη την τρέλα, εκείνη την απρόβλεπτη, παρεκκλίνουσα ή παραβατική συμπεριφορά που μπορεί και να δείχνει υγεία.
Χωράει αρκετή συζήτηση γύρω από το αν τα καλά βιβλία πράγματι δεν είναι τίποτε άλλο από καλά ή αν έτσι τα προσλαμβάνουν σήμερα το κοινό και η κριτική. ΄Ο, τι από τα δυο και αν συμβαίνει, εμείς που αγαπάμε με πάθος το βιβλίο κι εξακολουθούμε να πιστεύουμε στη σπουδαιότητά του είναι καιρός ν΄ αναφωνήσουμε: κάτω τα καλά βιβλία!
Είθισται να δημοσιεύονται αυτή την εποχή στοιχεία για την κίνηση των πιο ευπώλητων βιβλίων της χρονιάς που τέλειωσε ή τελειώνει. Και κάθε φορά ανακύπτουν τα ίδια ερωτήματα. Πώς είναι δυνατό να υπάρχουν τέτοιες αποκλίσεις ανάμεσα στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού και της κριτικής; Πώς γίνεται και βιβλία που εκθειάστηκαν σχεδόν ομόθυμα από τους κριτικούς δεν μπόρεσαν να σπάσουν το φράγμα των 5.000 αντιτύπων, που συνιστά μια μέτρια εκδοτική επιτυχία σήμερα, ενώ βιβλία που αποδοκιμάστηκαν ή, ακόμα χειρότερα, αγνοήθηκαν από τους «ειδικούς» σάρωσαν σε πωλήσεις; Τόσο ανίδεο και απαίδευτο είναι λοιπόν το κοινό που αγοράζει βιβλία; ΄Η μήπως οι κριτικοί, κλεισμένοι στον φιλντισένιο πύργο τους, δεν μπορούν να καταλάβουν τις ανάγκες και τις ανησυχίες του κόσμου; Είναι πολύ εύκολο να ταχθεί κανείς, ανάλογα με τα επαγγελματικά και τα συναισθηματικά συμφέροντά του, υπέρ της μιας ή της άλλης από αυτές τις δύο εξηγήσεις, χωρίς να κινδυνεύει άμεσα να διαψευστεί. Λιγότερο εύκολο είναι, όπως πάντα άλλωστε, να προχωρήσει πέρα από τις εντυπώσεις και να διακρίνει στη γενική εικόνα (η οποία βέβαια δεν διαμορφώνεται μόνον από νούμερα, αλλά και από ποιοτικά γνωρίσματα των βιβλίων, καθώς και των κειμένων που αναφέρονται στα βιβλία) ορισμένες αφώτιστες λεπτομέρειες, ορισμένα αφανή στοιχεία μιας βαθύτερης δομής, που μπορεί να υποδεικνύουν πολύ διαφορετικές ερμηνείες. Πρώτα πρώτα, οι αποκλίσεις για τις οποίες μιλάμε δεν συνθέτουν την εικόνα του χάσματος, που καταγράφει μια βιαστική ματιά. Υπάρχουν στους καταλόγους των ευπώλητων βιβλία συγγραφέων καταξιωμένων από την κριτική. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι σχετικά λίγοι οι συγγραφείς που ανήκουν στους αγαπημένους των κριτικών, αλλά όχι και του κοινού. ΄Επειτα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου κριτική και κοινό έχουν συγκλίνει πανηγυρικά στην επιβράβευση βιβλίων του «μέσου γούστου», η οποία από την πλευρά της κριτικής υπήρξε και κυριολεκτική, με την υπερψήφισή τους από τις επιτροπές των κρατικών βραβείων ή των βραβείων του Διαβάζω (επιτροπές στις οποίες, θυμίζω, έχουν θητεύσει σχεδόν όλοι οι έγκυροι βιβλιοκριτικοί).
Μια στιγμή, σας ακούω να λέτε καχύποπτα. Πού το πας; Προσπαθείς να ψηλώσεις το επίπεδο της μάζας κονταίνοντας το επίπεδο των κριτικών; Ισχυρίζεσαι ότι τα καλά βιβλία βρίσκουν έτσι κι αλλιώς τον δρόμο τους προς το κοινό, ότι για την επιτυχία των μέτριων βιβλίων το κοινό δεν ευθύνεται περισσότερο από τους κριτικούς και ότι τα κακά βιβλία που γίνονται μπεστ σέλερ δεν είναι δα τόσο συχνό και ανησυχητικό φαινόμενο όσο νομίζουμε;
Όχι. Ισχυρίζομαι κάτι πολύ χειρότερο! Ισχυρίζομαι ότι σήμερα δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα κακά βιβλία και ότι το πλατύ κοινό συμπίπτει με την κριτική στη μεγάλη εκτίμηση που τρέφουν και οι δύο για το «καλό» βιβλίο, στη θέρμη με την οποία το αγκαλιάζουν και το προωθούν. Τα κριτήριά τους βέβαια μπορεί να διαφέρουν, αν και όχι τόσο πολύ όσο λέγεται. Οι κριτικοί, φερειπείν, μπορεί να προτιμούν βιβλία με περισσότερο υπαινικτική γλώσσα, περισσότερες διακειμενικές αναφορές, πιο σύνθετη αφηγηματική δομή. Το κοινό, πάλι, προτιμά βιβλία άμεσης συγκίνησης, με χαρακτήρες που προσφέρονται για ταύτιση κ.λπ. Αλλά ξέρετε πολλούς κριτικούς που να βγαίνουν και να λένε, τεκμηριώνοντας τη θέση τους, ότι το τάδε βιβλίο που έκανε ρεκόρ πωλήσεων είναι κακό; Το πολύ πολύ να πουν ότι κολακεύει τον μέσο αναγνώστη. Και, φυσικά, ο μέσος αναγνώΤης στης δεν θα υποστηρίξει ποτέ ότι ένα βιβλίο που επαινέθηκε από την κριτική, αλλά δεν τράβηξε το δικό του ενδιαφέρον, είναι κακό. Θα πει απλώς ότι είναι εγκεφαλικό ή κουλτουριάρικο.
Μ ε τόσα εργαστήρια «δημιουργικής γραφής» που υπάρχουν σήμερα, τόσους διαγωνισμούς διηγήματος για την προσέλκυση «νέων ταλέντων», τόσες αναγνωστικές εμπειρίες όλο και περισσότερων ανθρώπων, τόση «λογοτεχνίτιδα» γύρω μας (για να δανειστώ έναν όρο του Βασίλη Βασιλικού), είναι δύσκολο πια να γραφτούν κακά βιβλία. Σχεδόν όλα τα βιβλία που εκδίδονται στις μέρες μας είναι καλογραμμένα, έχουν στρωτή, σε όχι σπάνιες περιπτώσεις ζωηρή γλώσσα, έχουν ικανοποιητική αφηγηματική τεχνική, γλαφυρές περιγραφές, χιούμορ, πολύ συχνά έχουν και έξυπνες ιδέες.
Μόνον ένα πράγμα δεν έχουν: ειδικό βάρος. Πρωτοτυπία. Προσωπικότητα.
Από τότε που πλημμυρίσαμε από καλά βιβλία χάθηκαν τα ξεχωριστά βιβλία, τα βιβλία που αισθανόμαστε πως είναι σημαντικά και προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί, συζητώντας με άλλους. Ακούμε συχνά στις παρέες τους φίλους και τους γνωστούς μας να λένε για το α ή το β βιβλίο ότι είναι καλό, ότι μου άρεσε ή ότι πέρασα καλά μαζί του τρεις ομόρροπες δηλώσεις που σχηματίζουν φθίνουσα σειρά, ως προς τον βαθμό βεβαιότητας του ομιλητή ή τη διάθεσή του να υπερασπίσει την άποψή του, αλλά αύξουσα σειρά ως προς τη συχνότητα με την οποία γίνονται. Εδώ και πολλά χρόνια, σχεδόν ποτέ δεν ακούμε κάποιον να μιλάει μ΄ ενθουσιασμό για ένα βιβλίο ή με τρόπο που να φανερώνει ότι αυτό που διάβασε τον προβλημάτισε.
Αλλά μήπως είναι διαφορετική η κυρίαρχη στάση της κριτικής; Κι εκεί επίσης πρυτανεύει η λογική του «καλού» βιβλίου, η οποία εκφράζεται με σχόλια όπως ότι το καινούργιο βιβλίο του τάδε αναγνωρισμένου συγγραφέα είναι ισάξιο ή καλύτερο ή λιγότερο καλό από τα προηγούμενα (αλλά σπανιότατα ότι είναι διαφορετικό από αυτά), με την ανάλωση του κριτικού σε καλολογικές αναλύσεις και τεχνικές παρατηρήσεις, με την επισήμανση μιας «ενδιαφέρουσας» και «ελπιδοφόρας» νέας φωνής κ.λπ. κ.λπ. Σχεδόν ποτέ δεν μας μεταδίνεται η αίσθηση πως ένα βιβλίο αποτέλεσε πρόκληση για τον κριτικό, πως τον αναστάτωσε κι έβαλε σε δοκιμασία τα παγιωμένα κριτήριά του, πως ανάγκασε τη σκέψη του να κινηθεί σε καινούργια μονοπάτια. Σχεδόν ποτέ δεν θα διαβάσουμε για ένα βιβλίο ότι μας αποκαλύπτει κάτι που δεν είχαμε σκεφτεί ή δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ή δεν τολμούσαμε να παραδεχτούμε ή ότι μας παρουσιάζει κάτι που (νομίζαμε πως) ξέρουμε σε καινούργιο φως. Σχεδόν ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί ένα βιβλίο πρέπει να μας απασχολήσει πέρα από το ότι είναι «καλό».
Τα καλά βιβλία είναι σαν τα καλά παιδιά: φρόνιμα, υπάκουα, επιμελή, συμβατικά (ακόμα και στα παιχνίδια ή τα καλαμπούρια τους, που αποδέχονται τα κυρίαρχα πρότυπα) και, εννοείται, αφόρητα βαρετά. Όπως τα καλά παιδιά, έτσι και τα καλά βιβλία δεν αμφισβητούν ουσιαστικά τον κόσμο στον οποίο πρόκειται να ενταχθούν και, ακόμα και όταν δυσφορούν γι΄ αυτόν, το εκφράζουν με τρόπους προαποφασισμένους, εγκεκριμένους και υπαγορευμένους από αυτόν ακριβώς τον κόσμο. Δεν έχουν εκείνη την τρέλα, εκείνη την απρόβλεπτη, παρεκκλίνουσα ή παραβατική συμπεριφορά που μπορεί και να δείχνει υγεία.
Χωράει αρκετή συζήτηση γύρω από το αν τα καλά βιβλία πράγματι δεν είναι τίποτε άλλο από καλά ή αν έτσι τα προσλαμβάνουν σήμερα το κοινό και η κριτική. ΄Ο, τι από τα δυο και αν συμβαίνει, εμείς που αγαπάμε με πάθος το βιβλίο κι εξακολουθούμε να πιστεύουμε στη σπουδαιότητά του είναι καιρός ν΄ αναφωνήσουμε: κάτω τα καλά βιβλία!
7 Αυγούστου 2010
Για τη ζωη - Ναζιμ Χικμετ
ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ
Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος.
Δίχως απ' όξω ή από πέρα
να προσμένει τίποτα
Δε θα'χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.
Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε,
ακουμπισμένος σ'έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ' αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα
και μαύρα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις,
για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ
δε θα'χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο,
τίποτα πιο αληθινό απ'τη ζωή δεν είναι
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σα να πούμε,
ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι, γιατί το θάνατο
δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν φοβάσαι
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει
πιότερο στη ζυγαριά
Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος
Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος.
Δίχως απ' όξω ή από πέρα
να προσμένει τίποτα
Δε θα'χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.
Η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που έτσι, να πούμε,
ακουμπισμένος σ'έναν τοίχο
Με τα χέρια σου δεμένα
Ή μέσα στ' αργαστήρι
Με λευκή μπλούζα
και μαύρα ματογυάλια
Θε να πεθάνεις,
για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ
δε θα'χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο,
τίποτα πιο αληθινό απ'τη ζωή δεν είναι
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
Τόσο μα τόσο σοβαρά
Που θα φυτεύεις, σα να πούμε,
ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
Όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου
Μα έτσι, γιατί το θάνατο
δε θα τονε πιστεύεις
Όσο κι αν φοβάσαι
Μα έτσι, γιατί η ζωή θε να βαραίνει
πιότερο στη ζυγαριά
Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος
Αργοπεθαινει Pablo Neruda
Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι" αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει.
Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο "ι" αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια, που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές.
Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.
Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή.
Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
6 Αυγούστου 2010
Αθηνα, ευτυχως που δεν γεννηθηκα ομορφη Κωστας Καρακασης
Αθηνά, ευτυχώς που δεν γεννήθηκα όμορφη
Ένα κλασικό και πολυεπίπεδο βιβλίο γεμάτο περιπέτεια και συγκινήσεις…
Πρόκειται για ένα από τα πιο ολοκληρωμένα και επιτυχημένα βιβλία που έχω διαβάσει…η γραφή του Καρακάση είναι μοναδική, οι περιγραφές αναλυτικές, οι ιστορικές αναφορές αξιοσημείωτες, η γλώσσα που χρησιμοποιεί σε αρκετά σημεία είναι η καθαρεύουσα …
δυνατό κείμενο …εξαιρετικό…
η κεντρική ηρωίδα η Αθηνά καταφέρνει με γενναιότητα και ψυχραιμία να ξεπεράσει τα εμπόδια και τους σκοπέλους που συναντά και συνεχίζει ακάθεκτη τη ζωή της παραδίνοντας σ΄ όλους μας μαθήματα ανθρωπιάς, ήθους και αξιοπρέπειας...
η ζωή της μας θυμίζει αρχαία τραγωδία με την έννοια της αριστοτελικής περιπέτειας...
η ζωή της είναι γεμάτη αλλαγές και ανατροπές που τις περισσότερες φορές δυστυχώς δεν είναι ευχάριστες...
η σύγκριση με την αδερφή της Υακίνθη (αντιήρωας?)είναι αναπόφευκτη…
ο έρωτας καταλαμβάνει κεντρική θέση στην υπόθεση χωρίς να είναι προκλητικός αλλά απόλυτος, ουσιαστικός και ανυπέρβλητος….
Τα μηνύματα που λαμβάνει ο σύγχρονος αναγνώστης είναι πολλά και ποικίλα…
κυρίως, όμως, προβάλλεται ο δυνατός χαρακτήρας και η επιβλητική προσωπικότητα της Αθηνάς που καταφέρνει να κυριαρχήσει στους γύρω της όχι εξαιτίας της ασυναγώνιστης ομορφιάς και του εξαίρετου κάλλους της, αλλά λόγω της εσωτερικής της καλλιέργειας και του ανώτερου ήθους της…
Το τέλος αν και λυτρωτικό μας αφήνει μια γλυκόπικρη αίσθηση…
Τωρα θα κοιταζεις μια θαλασσα.
Τώρα θα κοιτάζεις μία θάλασσα.
Η διάθεση να σε εντοπίσω
στη συστρεφόμενη εντός μου γη των απουσιών
έτσι σε βρίσκει:
πικρή παραθαλάσσια αοριστία.
Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ
των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φώς και ούτε φώς,
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω απ το τζάμι του νερού.
Τα ρηχά, έχουν κι αυτά
τα βάσανά τους και τα γλέντια τους.
Τώρα θα έχουν λύσει τα μαλλιά τους
οι αγνές ησυχίες τριγύρω
με τη σιωπή σου θα τις κάνεις
γυναίκες σου εκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στον αέρα
κι ανεβαίνει. Σε κρατάει στο ράμφος της.
Που ξέρω εγώ τα ευαίσθητα σημεία του πελάγους
για να σε καταλάβω;
Θα κοιτάζεις μία έρημη θάλασσα.
Το βλέμμα σου δεν παραλλάζει
από πλαγιά που γλυκά
και με ανακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μες στην απομάκρυνση.
Αναπνέεις με το στέρνο των μακρινών ηρεμιών,
που έχω γι αυτές διαβάσει
στους πολύτομους κόπους που έδεσα.
Σ' ένα αβαθή σου στεναγμό βούλιαξε ένα βαπόρι.
Δεν θα ήτανε βαπόρι. Θα ήτανε σκιάχτρο
στα υγρά περβόλια της φυγής
να μην πηγαίνουν οι διαθέσεις
να την τσιμπολογάνε.
Η τερατώδης του πελάγους δυνατότητα,
η κίνηση του πλάτους,
φθάνει στα πόδια σου αφρός,
ψευτοεραστής στα πρώτα βότσαλα.
Τούς σκάει ένα φιλί και ξεμεθάει.
Τώρα, θα σου έχουν πει ό,τι είχαν να σου πουν
Οι αναδιπλώσεις των κυμάτων
και θα επιστρέφεις κάπου.
Θα παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μία άλλη άπλα,
αλλού γυμνή κι αλλού ντυμένη με βλάστηση.
Η σκέψη σου, μετά από τόση θάλασσα,
κατέβηκε από γλάρος,
βάζει το δέρμα της προσαρμογής και χάνεται.
Όπου είναι θάμνος, πράσινη
όπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Εκεί που οι καλαμιές σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
όπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
όπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι όπου δαγκώνει η πέτρα, πέτρινη.
Στην ψυχή σου δεν φθάνει κανείς
ούτε δια ξηράς ούτε δια θαλάσσης.
Kική Δημουλά
Η διάθεση να σε εντοπίσω
στη συστρεφόμενη εντός μου γη των απουσιών
έτσι σε βρίσκει:
πικρή παραθαλάσσια αοριστία.
Εκεί δεν έχει ακόμα νυχτώσει
κι ας νύχτωσε τόσο εδώ
των τόπων οι κρίσιμες ώρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σαν φώς και ούτε φώς,
η ώρα του εαυτού σου έχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω απ το τζάμι του νερού.
Τα ρηχά, έχουν κι αυτά
τα βάσανά τους και τα γλέντια τους.
Τώρα θα έχουν λύσει τα μαλλιά τους
οι αγνές ησυχίες τριγύρω
με τη σιωπή σου θα τις κάνεις
γυναίκες σου εκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στον αέρα
κι ανεβαίνει. Σε κρατάει στο ράμφος της.
Που ξέρω εγώ τα ευαίσθητα σημεία του πελάγους
για να σε καταλάβω;
Θα κοιτάζεις μία έρημη θάλασσα.
Το βλέμμα σου δεν παραλλάζει
από πλαγιά που γλυκά
και με ανακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μες στην απομάκρυνση.
Αναπνέεις με το στέρνο των μακρινών ηρεμιών,
που έχω γι αυτές διαβάσει
στους πολύτομους κόπους που έδεσα.
Σ' ένα αβαθή σου στεναγμό βούλιαξε ένα βαπόρι.
Δεν θα ήτανε βαπόρι. Θα ήτανε σκιάχτρο
στα υγρά περβόλια της φυγής
να μην πηγαίνουν οι διαθέσεις
να την τσιμπολογάνε.
Η τερατώδης του πελάγους δυνατότητα,
η κίνηση του πλάτους,
φθάνει στα πόδια σου αφρός,
ψευτοεραστής στα πρώτα βότσαλα.
Τούς σκάει ένα φιλί και ξεμεθάει.
Τώρα, θα σου έχουν πει ό,τι είχαν να σου πουν
Οι αναδιπλώσεις των κυμάτων
και θα επιστρέφεις κάπου.
Θα παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μία άλλη άπλα,
αλλού γυμνή κι αλλού ντυμένη με βλάστηση.
Η σκέψη σου, μετά από τόση θάλασσα,
κατέβηκε από γλάρος,
βάζει το δέρμα της προσαρμογής και χάνεται.
Όπου είναι θάμνος, πράσινη
όπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Εκεί που οι καλαμιές σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
όπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
όπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι όπου δαγκώνει η πέτρα, πέτρινη.
Στην ψυχή σου δεν φθάνει κανείς
ούτε δια ξηράς ούτε δια θαλάσσης.
Kική Δημουλά
Η ΘΑΛΑΣΣΑ - Ντινος Χριστιανοπουλος
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)