25 Ιουλίου 2014

Peter Mackridge, «Συμβολικές και ειρωνικές δομές στην Eroica»

Στην περίπτωση της Eroica ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο στην ιστορία. Ονομάζεται Παρασκευάς κι αφηγείται στο πρώτο πρόσωπο. Είκοσι χρόνια όμως χωρίζουν την εποχή της ιστορίας από την εποχή της αφήγησης· ο Παρασκευάς-ήρωας είναι έφηβος ενώ ο Παρασκευάς-αφηγητής είναι μεσήλικας. Πρώτα ο Παρασκευάς-έφηβος παρακολουθεί τα γεγονότα από την οπτική γωνία του παιδιού που τα ζει από κοντά, κι ύστερα ο Παρασκευάς-μεσήλικας αφηγείται αυτά τα γεγονότα (τα οποία ήδη υπέστησαν μια επεξεργασία στη συνείδηση του εφήβου) από την οπτική γωνία του ώριμου άντρα που τα έζησε μεν, αλλά στο μεταξύ απέκτησε μεγαλύτερη πείρα ζωής. Και ο Παρασκευάς-ήρωας και ο Παρασκευάς-αφηγητής βλέπουν την ιστορία με διφορούμενο τρόπο· άλλοτε την εξωραΐζουν κι άλλοτε την ειρωνεύονται. 
Ο έφηβος ήρωας, όπως είναι φυσικό, τείνει να εξιδανικεύσει τα πρόσωπα που αγαπάει, χωρίς όμως να λείψουν ορισμένες ειρωνικές νύξεις, ενώ ο μεσήλικας αφηγητής, παρά τη νοσταλγία-του για τα παιδικά-του χρόνια, έχει γίνει περισσότερο κυνικός και συχνά ειρωνεύεται τα πρόσωπα. Αυτή η διπλή οπτική γωνία δημιουργεί την πολλαπλότητα των σημασιών στο κείμενο της Eroica.
 Peter Mackridge, «Συμβολικές και ειρωνικές δομές στην Eroica». Κοσμάς Πολίτης, Eroïca, επιμ. Peter Mackridge, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1999, κε΄-κστ΄.πηγή




Απόστολος Σαχίνης, «Το μυθιστόρημα της εφηβικής ηλικίας»

[…] Η Eroïca αποτελεί ένα όριο για τη νεοελληνική πεζογραφία· ένα όριο όπου η πεζογραφία προσεγγίζει και πλουτίζει από την ποίηση, χωρίς να χάνεται μέσα στο ρευστό και το απεριόριστο της λυρικής ουσίας της· […]. Ο πεζογράφος που χάραξε το όριο αυτό παρακολουθείται από ιδιότητες της ψυχής, από λυρικά και μορφοπλαστικά χαρίσματα και από δυνατότητες της έκφρασης όχι συνηθισμένες στην πεζογραφία μας. Είναι αυτός και το μυθιστόρημά του η Eroïca που έθεσαν για πρώτη φορά συνειδητά το πρόβλημα και το θέμα της εφηβικής ηλικίας στη νεοελληνική λογοτεχνία· είναι αυτός και το μυθιστόρημά του που αποτέλεσαν το πρότυπο και άσκησαν μια σημαντική επίδραση στους νέους μυθιστοριογράφους μας. […]
Ο Κοσμάς Πολίτης σαν πεζογράφος βρίσκεται στους αντίποδες του ρεαλισμού· έτσι η Eroïca δεν έχει κεντρική υπόθεση και πλοκή και ίσως η αξία και η γοητεία της να οφείλεται περισσότερο στις λεπτομέρειες. Όλα μέσα στο μυθιστόρημα αυτό μετεωρίζονται με χάρη ανάμεσα στην υλική ζωή και την αϋλοσύνη, όλα συμβαίνουν σε μια σφαίρα ιδεατή, όπου εξανεμίστηκαν οι αισθήσεις. […] Η εξέλιξη και η χρονική διαδρομή του μυθιστορήματος δεν καλύπτει παρά το σύντομο διάστημα των δυο μηνών, όμως «πόσα δε γίνηκαν μέσα σε τόσο δα μικρό διάστημα», όπως γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας. Και θέλει να υποδηλώσει: πόσα γίνηκαν μέσα στις ψυχές των νέων ανθρώπων, πόσο προχώρησε η διαμόρφωση και πόσο ολοκληρώθηκε ο πλουτισμός του εσωτερικού τους κόσμου.
 Απόστολος Σαχίνης, «Το μυθιστόρημα της εφηβικής ηλικίας». Η σύγχρονη πεζογραφία μας, Ίκαρος, Αθήνα 1951, 25-26, 28.πηγή












«Ποιος είναι ο πρωταγωνιστής της Eroica; Ο Λοΐζος; Ο Αλέκος; Ή και οι δυο;»

Ανασυνθέτοντας τον άξονα της χρονικής οργάνωσης του μυθιστορήματος Eroica, τοποθετώντας δηλαδή στη σειρά τα γεγονότα που ανακαλεί η μνημονική αναδρομή, η μοναδική πράξη του κειμενικού αφηγητή, του ενήλικα Παρασκευά, «διαβάζουμε» την ιστορία που σφράγισε τη ζωή και την προσωπικότητά του. Προφανώς μια τέτοια ανάγνωση θέτει από την αρχή το ερώτημα «ποιος είναι τελικά ο ήρωας;». Τόσο στα πρώτα κριτικά άρθρα όσο και σε κατοπινές αναφορές στο μυθιστόρημα κανείς δεν αντιμετωπίζει τον ορισμό του ήρωα ως ιδιαίτερο πρόβλημα. Μόνο ο Peter Mackridge αναρωτιέται: «Ποιος είναι ο πρωταγωνιστής της Eroica; Ο Λοΐζος; Ο Αλέκος; Ή και οι δυο;»
Μια από τις εντυπώσεις που αποκομίζει ο αναγνώστης του Eroicaείναι ότι οι βασικές γραμμές της δράσης διαγράφουν ένα μοντέλο γνωστό και από ευρωπαϊκά αφηγήματα με πρωταγωνιστές εφήβους, το οποίο οικοδομείται πάνω στη σχέση δύο φίλων: ενός αγοριού που με πολλούς τρόπους και για πολλούς λόγους ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα και ενός αγοριού επιφανειακά συμβατικού, δέσμιου των κανόνων της τάξης του και της εποχής του. […] Ο Πολίτης αναπαράγοντας αυτό το μοντέλο, συνειδητά ή όχι, παράγει ταυτόχρονα και μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή του όταν αντί για ένα ζεύγος φίλων δημιουργεί δύο: Λοΐζος-Αλέκος και Αλέκος-Παρασκευάς. Στην περιπέτεια του έφηβου Αλέκου ήρωας είναι ο Λοΐζος. Στην περιπέτεια του έφηβου Παρασκευά ήρωας είναι ο Αλέκος. Ο Αλέκος ακολουθεί το Λοΐζο και προσπαθεί να ταυτισθεί με την εξιδανικευμένη μορφή του υιοθετώντας παράτολμες συμπεριφορές, ενώ ο εσωστρεφής Παρασκευάς ακολουθεί τον Αλέκο. Τόσο ο Λοΐζος όσο και ο Αλέκος εξαφανίζονται, ο ένας στην αχλύ του μύθου και ο άλλος με ένα πραγματικό θάνατο. Ο θάνατος, όμως, του Αλέκου συμβαίνει μέσα στην ιστορία του Παρασκευά και ο Παρασκευάς τον βιώνει ως το τέλος της περιπέτειας και ως το τέλος των παιδικών χρόνων.
Αν συγκεντρώσουμε τα μέρη της αφήγησης όπου μιλά ο ενήλικας Παρασκευάς σε πρώτο ενικό και πρώτο πληθυντικό πρόσωπο διαπιστώνουμε ότι η περιπέτεια που έχει καταγραφεί στην παιδική συνείδηση του αφηγητή λειτούργησε ως το όχημα για το πέρασμά του από την αχρονικότητα της παιδικής ηλικίας στη συνειδητοποίηση του κόσμου και του χρόνου και ως μια αποκαλυπτική εμπειρία που θα τον ακολουθεί στην υπόλοιπη ζωή του. Γι’ αυτό αντικαθιστώντας τη λέξη πρωταγωνιστής με τη λέξη ήρωας θα απαντούσα στο ερώτημα του Mackridge ότι ήρωας του μυθιστορήματος Eroica είναι ο Παρασκευάς. Εφόσον δε η περιπέτειά του είναι και μαθητεία στα μυστικά της ζωής και επιπλέον διαπλέκεται με παράγοντες που εξ ορισμού καθορίζουν τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού ατόμου, όπως την κοινωνία με τους κανόνες της, την εκπαίδευση και τη σχολική ζωή, τα διάφορα διαβάσματα, τις μαθητικές ομάδες, τους λογοτεχνικούς και εθνικούς μύθους, τη συμμετοχή στον ασυνθηκολόγητο αγώνα των παιδιών, το μυθιστόρημα Eroica ανταποκρίνεται στη βασική προϋπόθεση του τύπου Bildungsroman.
 Γ. Μελισσαράτου, «Το μυθιστόρημα Eroica ως Bildungsroman: Κριτικά ξαναδιαβάσματα και μια πρόταση τυπολογικού προσδιορισμού», περ.Ελίτροχος, τχ. 11 (Χειμ. 1996/1997) 116-118.

16 Ιουλίου 2014

"Η Μεγάλη Χίμαιρα" του Μ.Καραγάτση


O Δημήτρης Τάρλοου, ο σκηνοθέτης της 
θαλασσογραφία Wagner
παράστασης και εγγονός του Μ. Καραγάτση αναφέρει  στην εφημερίδα τα Νέα ότι «Η Μεγάλη Χίμαιρα είναι η κόντρα Ελλάδας-Δύσης». Είπε, επίσης, δύο λόγια για τον παππού του και για το μυστηριώδες «Μ» πριν το επίθετο του: «Το «Μ. Καραγάτσης» είναι λογοτεχνικό ψευδώνυμο – Δημήτρη Ροδόπουλο τον έλεγαν, το όνομά του πήρα. Το σκαρφίστηκε για να μην πάρει είδηση ο πατέρας του πως ασχολιόταν με τη λογοτεχνία. Ο παππούς μου λάτρευε τον Ντοστογιέφσκι. Συνήθιζε να διαβάζει τα έργα­ του κάτω από μια μεγάλη φτελιά, ένα μαυροδέντρι, «καραγάτσι» στα τούρκικα. Και το «Μ» αναφέρεται στον αγαπημένο του ντοστογιεφσκικό χαρακτήρα, τον Μίτια των «Αδερφών Καραμάζοφ». Ο Καραγάτσης ήταν όντως παράξενος. Ευχάριστος στις παρέες και με δαιμονικό χιούμορ, αλλά βαρύθυμος στο σπίτι του κι ευερέθιστος – συχνά αφόρητος. Δεν πίστεψε ποτέ στην αγάπη. Στην παράστασή μας, μόνο για μία στιγμή, θα με δείτε να τον ερμηνεύω» είπε στο αθηνόραμα.

Το μυθιστόρημα «Η Μεγάλη Χίμαιρα» παρουσιάζει αρκετές αντιστοιχίες με το  μυθιστόρημα «Η Μικρά Αγγλία» της Ιωάννας Καρυστιάνη καθώς και στα δύο κυριαρχεί το υδάτινο στοιχείο, η αδυσώπητη θάλασσα με τις χαρές και τις πίκρες που χαρίζει. Δεσπόζουν τα ελληνικά νησιά (Σύρος,  Άνδρος), ο παράνομος έρωτας υποβόσκει (Σπύρος και οι αδερφές Όρσα-Μόσχα, Μαρίνα και τα αδέρφια Γιάννης και Μηνάς) με τα ολέθρια αποτελέσματα του. Σε αυτό το επικό ερωτικό μυθιστόρημα παρακολουθούμε την ιστορία μιας Γαλλίδας, της Μαρίνας Μπαρέ, που έρχεται να ζήσει στην Ελλάδα, ερωτευμένη και παντρεμένη με έναν Έλληνα εφοπλιστή, αλλά και συνεπαρμένη από την ελληνική κλασσική παιδεία και τους αρχαίους έλληνες κλασικούς. Η επαφή όμως με την ίδια την χώρα των ονείρων της, τη φέρνει αντιμέτωπη με τις δικές της Χίμαιρες παρασύροντας τη στο πάθος  και στην αυτοκαταστροφή. Ο Καραγάτσης σε αυτό το μυθιστόρημα που κλείνει την γνωστή τριλογία «Γιούγκερμαν- Λιάπκιν- Χίμαιρα», μελετάει την δυνατότητα προσαρμογής των ξένων στην ελληνική πραγματικότητα.




14 Ιουλίου 2014

Μπορεί επιτέλους η βαθμολόγηση της Ν. Γλώσσας στις Πανελλαδικές να γίνει ακριβοδίκαιη;

Φιλόλογοι της διαδικτυακής κοινότητας agathi.pbworks.com
Ο βαθμός της «Έκθεσης» στις Πανελλήνιες είναι ο άγνωστος  χ μιας πολύ κρίσιμης διαδικασίας.  Είναι εκείνος που συχνά ανατρέπει  προσδοκίες αλλά και χρόνιες αξιολογήσεις, που αποκαλύπτει αλλοπρόσαλλες κρίσεις, που αφήνει πίκρα, θυμό κι απορίες, σε υποψηφίους, γιατί  δεν καταλαβαίνουν σε τι απέτυχαν, σε γονιούς, γιατί δεν καταλαβαίνουν πώς διαψεύστηκαν, σε δασκάλους,  γιατί  δεν καταλαβαίνουν τι δεν δίδαξαν σωστά.  Το Γλωσσικό μάθημα – όσο σπουδαίο κι αν είναι δυνητικά - είναι υπόλογο: δεν είναι μετρήσιμο αντικειμενικά  παρ’ εκτός κι αν ευτελιστεί σε μια φόρμα τυποποιημένων απαντήσεων κλειστού τύπου. Οπότε  καλύτερα να εξαιρεθεί από τον διαγωνισμό επιλογής φοιτητών.
Εκτός κι αν δεν είναι το μάθημα υπόλογο αλλά ο τρόπος της βαθμολόγησής του. Αν αυτός  αλλάξει μεθοδικά, δεν χρειάζεται να θυσιαστεί  ένας πολύτιμος δείκτης  της γλωσσικής και πνευματικής ωριμότητας του υποψηφίου. Συγκεκριμένα, κι από τα πιο απλά στα πιο σύνθετα:
  1.       Το κριτήριο πρέπει να επιμεριστεί σε θέματα μικρής  βαρύτητας. Όσο υπάρχουν θέματα που καλύπτουν το 40% της συνολικής βαθμολογίας, η βαθμολόγηση θα είναι ρευστή.
  2.       Τα ζητούμενα του κριτηρίου πρέπει να διατυπώνονται με την απαιτούμενη σαφήνεια, ακρίβεια και πληρότητα , ώστε να μην επιτρέπουν  αποκλίνουσες («αυστηρές» ή «επιεικείς») ερμηνείες και θεωρήσεις κατά την αξιολόγηση.  
  3.       Σε μια πιθανή αναβαθμολόγηση πρέπει ο τελικός βαθμός να προκύπτει από τον Μέσο όρο των δύο πλησιέστερων μεταξύ τους βαθμολογιών. Όσο προστατεύονται οι υψηλότερες βαθμολογίες, παράγονται αδικίες.
  4.       Για την  αξιολόγηση του παραγόμενου λόγου είναι αναγκαίο να αξιοποιηθούν ως επιμορφωτές και ως μέλη του Κεντρικού φορέα των εξετάσεων και Γλωσσολόγοι που ασχολούνται με την διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στο σχολείο .  Η διδασκαλία και τα εξεταστικά κριτήρια γενικά  πρέπει να εναρμονίζονται με τα Προγράμματα Σπουδών και να μην παλινδρομούν ανάμεσα σε επιστημονικά έγκυρες αρχές και  σε παραδοσιακές συνταγές και παγιωμένες εξωθεσμικά φόρμες αξιολόγησης. Για τη συνέχεια του άρθρου μπορείτε να δείτε εδώ