Υπολογίζεται ότι ένας μορφωμένος ομιλητής μιας γλώσσας γνωρίζει περί τις 20.000 λεξικές οικογένειες τής μητρικής του γλώσσας. Αυτό σημαίνει ότι ο ομιλητής μιας γλώσσας όπως είναι η Ελληνική που κάθε λεξική της οικογένεια - από τη φύση, την παράδοση και την καλλιέργεια τής γλώσσας αυτής - έχει ένα πλήθος παραγώγων και συνθέτων λέξεων, δηλ. ο μέσος μορφωμένος Ελληνας, γνωρίζει (χρησιμοποιεί και καταλαβαίνει) τριπλάσιο τουλάχιστον αριθμό λέξεων. Ο,τι συνήθως αποκαλούμε «πλούτο» τής ελληνικής γλώσσας, δεν έχει μόνο να κάνει με την καλλιέργεια που ευτύχησε να έχει η Ελληνική λόγω τής μακραίωνης, αδιάκοπης και ποιοτικής για μεγάλα διαστήματα χρήσης της, αλλά και με την ίδια τη δομή της, με τους υψηλούς βαθμούς παραγωγής και σύνθεσης λέξεων που αυξάνουν τη συνοχή, τη διαφάνεια και τη δηλωτική της ικανότητα και αποτελούν κύρια πλευρά τής δύναμής της.
Θα εστιάσω τον λόγο σε ένα μόνο παράδειγμα γλωσσικής οικογένειας, το παράδειγμα τού (αρχαίου και νέου) οίκος. Ως πρώτο συνθετικό το οίκος έδωσε το αρχαίο οικογενής, «ο γεννημένος και αναθρεμμένος σε συγκεκριμένο οίκο», απ' όπου το αρχαίο και νεότερο (με άλλη, τη σημερινή σημασία) οικογένεια. Το νεότερο οικογένεια έδωσε παράγωγα και σύνθετα που δεν απαντούν στην αρχαία: οικογενειακός, οικογενειάρχης και οικογενειοκρατία. Ας σημειωθεί ότι η λέξη οικογένεια με τη σημερινή σημασία της αναβίωσε μόλις από τις αρχές τού 19ου αιώνα, για να αντικαταστήσει την ξενική λέξη φαμίλια, που ήταν η μόνη που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε. Από το οίκος προήλθαν και τα αρχαία και νέα οικοδεσπότης και οικοδέσποινα. Στην αρχαία χρησιμοποιήθηκαν και παράγωγα που δεν επιβίωσαν: οικοδεσποσύνη, οικοδεσποτεία, οικοδεσποτώ, οικοδεσπότησις και οικοδεσποτικός. Αρχαίο και νέο το οικοδίαιτος. Νεότερα μόνο το οικοδιδάσκαλος και οικοδιδασκάλισσα. Αρχαία και νέα τα οικοδόμος, οικοδομώ, οικοδομή, οικοδόμημα, οικοδόμηση και οικοδομικός. Νεότερο μόνο το οικοδομήσιμος και μόνο αρχαία τα οικοδομημάτιον, οικοδομητέον, οικοδομητικός, οικοδομία, οικοδομιστήριος και οικοδομεύς που όπως και το οικοδόμος σήμαιναν στην αρχαία ιδίως τον «αρχιτέκτονα». Τα σύνθετα οικοκυρά (απ' όπου το νοικοκυρά), νοικοκύρης, οικοκυρικός και οικοκυροσύνη (νοικοκυροσύνη) είναι μόνο νεότερα. Οπως μόνο νεότερα είναι όσα αναφέρονται στον χώρο όπου ζει ένα σύνολο οργανισμών, όπως η λέξη οικοσύστημα (και οικοσυστηματικός) και οικότυπος καθώς και η μελέτη τού οικοσυστήματος, η οικολογία μαζί με τα οικολόγος και οικολογικός. Διαφορετικό είναι το πρόσφατο οικοσελίδα τής πληροφορικής (homepage). Αρχαία και νέα είναι τα οικονόμος, οικονομία, οικονομικός και οικονομώ. Ωστόσο, έναντι δύο συνθέτων οικονόμημα και οικονόμισσα που δεν επιβίωσαν στη νεότερη Ελληνική, ένα πλήθος συνθέτων και παραγώγων πλουτίζουν τη Νέα Ελληνική: οικονομικά, οικονομολόγος, οικονομολογία, οικονομετρία, οικονομετρικός, οικονομισμός, οικονομικότητα, οικονομοτεχνικός, οικονομικοπολιτικός μαζί με τα αρνητικής σημασίας οικονομικιστικός και οικονομίστικος. Αρχαία και «χαρακτηριστικά» νεοελληνικά το οικόπεδο· το ίδιο και το οικοπεδικός. Οι Νεοέλληνες όμως προχωρήσαμε πολύ περισσότερο. Πλάσαμε το οικοπεδοφάγος, το οικοπεδούχος και το ρήμα οικοπεδοποιώ (απ' όπου και οικοπεδοποίηση)! Νεότερα και τα οικόσημο και οικοσημολογία. Αρχαία και νέα τα: οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος (αλλά μόνο νεότερο το οικοτροφείο). Νεότερο το οικοτεχνία και πολύ πρόσφατα τα οικοτουρισμός και οικοτουρίστας. Αρχαία και νέα τα οικουμένη και οικουμενικός, νεότερο το οικουμενισμός. Αρχαίο και νέο το οικουρώ, ενώ μόνο αρχαία τα οικουρός, οικουρία, οικουρικός, οικούριος.
Από το έξοχο «Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής» τού αείμνηστου καθηγητή τής Γλωσσολογίας Γ. Κουρμούλη που επανεκδόθηκε εφέτος φωτομηχανικώς στις εκδόσεις Παπαδήμα, λεξικό στο οποίο οι λέξεις είναι κατατεταγμένες αλφαβητικώς από το τέλος προς την αρχή, και από τα πολύτιμα στατιστικά στοιχεία που περιέχει, μαθαίνουμε (σελ. 746) ότι στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται 52 σύνθετα τού οίκος (τα βρίσκουμε συγκεντρωμένα στο Αντίστροφο Λεξικό τής αρχαίας Ελληνικής των Paul Kretschmer και Ernst Locker), από τα οποία 14 είναι νέα (12 από αυτά έχουν παραδοθεί και 2 είναι νεότερα). Πρόκειται για τα: οίκος, φερέοικος, περίοικος, ένοικος, σύνοικος, άποικος, έποικος, πάροικος, δουλοπάροικος, αγροίκος, κάτοικος, εγκάτοικος, συγκάτοικος και μέτοικος. Στην αρχαία μαρτυρούνται επιπλέον σύνθετα όπως άοικος, νέοικος, αερίοικος, ωλεσίοικος, ορεσίοικος, πλησίοικος, σωσίοικος, φιλίοικος, μόνοικος, ομόοικος, φθορόοικος, εύοικος, ουρανοκάτοικος κ.ά. Στη Νέα Ελληνική παραδίδονται 18 ρήματα σε -οικώ: διοικώ (συνδιοικώ, κακοδιοικώ), περιοικώ, ενοικώ, συνοικώ, αποικώ, εποικώ, παροικώ, αγροικώ (γροικώ, κρυφαγροικώ, καλογροικώ), κατοικώ (εγκατοικώ, συγκατοικώ, ιδιοκατοικώ), μετοικώ. Στην αρχαία μαρτυρούνται 32 τέτοια σύνθετα με τη μεγάλη ποικιλία προρρηματικών (προθέσεων σύνθετων με ρήματα), όπως λ.χ. διοικώ, παραδιοικώ, μεταδιοικώ, εκδιοικώ, συνδιοικώ, προδιοικώ, προσδιοικώ - κατοικώ, εγκατοικώ, συγκατοικώ, επικατοικώ, προκατοικώ, συνεισκατοικώ.
Ο κατάλογος θα γίνει πολύ μακρύς αν περάσουμε στα οικία (οικίσκος, οικιακός), οικείος (οικειότης, εξοικειώνομαι, οικειοποιούμαι), εποικίζω, οικιστής, οικισμός κ.ο.κ. μαζί με τα σύνθετα και τα παράγωγά τους.
Οπως είναι φανερό, γύρω από κάθε βασική ελληνική λέξη σχηματίζονται πολλοί ομόκεντροι λεξιλογικοί κύκλοι με πλήθος παραγώγων και συνθέτων που εκτείνονται σε μια μεγάλη κλίμακα εξειδίκευσης (τροποποίησης, διεύρυνσης, στένωσης κ.λπ.) τής κύριας σημασίας μιας λέξεως. Το πλήθος των μορφολογικών τύπων (κλιτικών και παραγωγικών καταλήξεων) και η ποικιλία ειδών συνθέσεως κατά σημασιολογικές κατηγορίες και μέρη τού λόγου συνιστούν τη μεγάλη εκφραστική δύναμη τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Θα εστιάσω τον λόγο σε ένα μόνο παράδειγμα γλωσσικής οικογένειας, το παράδειγμα τού (αρχαίου και νέου) οίκος. Ως πρώτο συνθετικό το οίκος έδωσε το αρχαίο οικογενής, «ο γεννημένος και αναθρεμμένος σε συγκεκριμένο οίκο», απ' όπου το αρχαίο και νεότερο (με άλλη, τη σημερινή σημασία) οικογένεια. Το νεότερο οικογένεια έδωσε παράγωγα και σύνθετα που δεν απαντούν στην αρχαία: οικογενειακός, οικογενειάρχης και οικογενειοκρατία. Ας σημειωθεί ότι η λέξη οικογένεια με τη σημερινή σημασία της αναβίωσε μόλις από τις αρχές τού 19ου αιώνα, για να αντικαταστήσει την ξενική λέξη φαμίλια, που ήταν η μόνη που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε. Από το οίκος προήλθαν και τα αρχαία και νέα οικοδεσπότης και οικοδέσποινα. Στην αρχαία χρησιμοποιήθηκαν και παράγωγα που δεν επιβίωσαν: οικοδεσποσύνη, οικοδεσποτεία, οικοδεσποτώ, οικοδεσπότησις και οικοδεσποτικός. Αρχαίο και νέο το οικοδίαιτος. Νεότερα μόνο το οικοδιδάσκαλος και οικοδιδασκάλισσα. Αρχαία και νέα τα οικοδόμος, οικοδομώ, οικοδομή, οικοδόμημα, οικοδόμηση και οικοδομικός. Νεότερο μόνο το οικοδομήσιμος και μόνο αρχαία τα οικοδομημάτιον, οικοδομητέον, οικοδομητικός, οικοδομία, οικοδομιστήριος και οικοδομεύς που όπως και το οικοδόμος σήμαιναν στην αρχαία ιδίως τον «αρχιτέκτονα». Τα σύνθετα οικοκυρά (απ' όπου το νοικοκυρά), νοικοκύρης, οικοκυρικός και οικοκυροσύνη (νοικοκυροσύνη) είναι μόνο νεότερα. Οπως μόνο νεότερα είναι όσα αναφέρονται στον χώρο όπου ζει ένα σύνολο οργανισμών, όπως η λέξη οικοσύστημα (και οικοσυστηματικός) και οικότυπος καθώς και η μελέτη τού οικοσυστήματος, η οικολογία μαζί με τα οικολόγος και οικολογικός. Διαφορετικό είναι το πρόσφατο οικοσελίδα τής πληροφορικής (homepage). Αρχαία και νέα είναι τα οικονόμος, οικονομία, οικονομικός και οικονομώ. Ωστόσο, έναντι δύο συνθέτων οικονόμημα και οικονόμισσα που δεν επιβίωσαν στη νεότερη Ελληνική, ένα πλήθος συνθέτων και παραγώγων πλουτίζουν τη Νέα Ελληνική: οικονομικά, οικονομολόγος, οικονομολογία, οικονομετρία, οικονομετρικός, οικονομισμός, οικονομικότητα, οικονομοτεχνικός, οικονομικοπολιτικός μαζί με τα αρνητικής σημασίας οικονομικιστικός και οικονομίστικος. Αρχαία και «χαρακτηριστικά» νεοελληνικά το οικόπεδο· το ίδιο και το οικοπεδικός. Οι Νεοέλληνες όμως προχωρήσαμε πολύ περισσότερο. Πλάσαμε το οικοπεδοφάγος, το οικοπεδούχος και το ρήμα οικοπεδοποιώ (απ' όπου και οικοπεδοποίηση)! Νεότερα και τα οικόσημο και οικοσημολογία. Αρχαία και νέα τα: οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος (αλλά μόνο νεότερο το οικοτροφείο). Νεότερο το οικοτεχνία και πολύ πρόσφατα τα οικοτουρισμός και οικοτουρίστας. Αρχαία και νέα τα οικουμένη και οικουμενικός, νεότερο το οικουμενισμός. Αρχαίο και νέο το οικουρώ, ενώ μόνο αρχαία τα οικουρός, οικουρία, οικουρικός, οικούριος.
Από το έξοχο «Αντίστροφον Λεξικόν τής Νέας Ελληνικής» τού αείμνηστου καθηγητή τής Γλωσσολογίας Γ. Κουρμούλη που επανεκδόθηκε εφέτος φωτομηχανικώς στις εκδόσεις Παπαδήμα, λεξικό στο οποίο οι λέξεις είναι κατατεταγμένες αλφαβητικώς από το τέλος προς την αρχή, και από τα πολύτιμα στατιστικά στοιχεία που περιέχει, μαθαίνουμε (σελ. 746) ότι στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται 52 σύνθετα τού οίκος (τα βρίσκουμε συγκεντρωμένα στο Αντίστροφο Λεξικό τής αρχαίας Ελληνικής των Paul Kretschmer και Ernst Locker), από τα οποία 14 είναι νέα (12 από αυτά έχουν παραδοθεί και 2 είναι νεότερα). Πρόκειται για τα: οίκος, φερέοικος, περίοικος, ένοικος, σύνοικος, άποικος, έποικος, πάροικος, δουλοπάροικος, αγροίκος, κάτοικος, εγκάτοικος, συγκάτοικος και μέτοικος. Στην αρχαία μαρτυρούνται επιπλέον σύνθετα όπως άοικος, νέοικος, αερίοικος, ωλεσίοικος, ορεσίοικος, πλησίοικος, σωσίοικος, φιλίοικος, μόνοικος, ομόοικος, φθορόοικος, εύοικος, ουρανοκάτοικος κ.ά. Στη Νέα Ελληνική παραδίδονται 18 ρήματα σε -οικώ: διοικώ (συνδιοικώ, κακοδιοικώ), περιοικώ, ενοικώ, συνοικώ, αποικώ, εποικώ, παροικώ, αγροικώ (γροικώ, κρυφαγροικώ, καλογροικώ), κατοικώ (εγκατοικώ, συγκατοικώ, ιδιοκατοικώ), μετοικώ. Στην αρχαία μαρτυρούνται 32 τέτοια σύνθετα με τη μεγάλη ποικιλία προρρηματικών (προθέσεων σύνθετων με ρήματα), όπως λ.χ. διοικώ, παραδιοικώ, μεταδιοικώ, εκδιοικώ, συνδιοικώ, προδιοικώ, προσδιοικώ - κατοικώ, εγκατοικώ, συγκατοικώ, επικατοικώ, προκατοικώ, συνεισκατοικώ.
Ο κατάλογος θα γίνει πολύ μακρύς αν περάσουμε στα οικία (οικίσκος, οικιακός), οικείος (οικειότης, εξοικειώνομαι, οικειοποιούμαι), εποικίζω, οικιστής, οικισμός κ.ο.κ. μαζί με τα σύνθετα και τα παράγωγά τους.
Οπως είναι φανερό, γύρω από κάθε βασική ελληνική λέξη σχηματίζονται πολλοί ομόκεντροι λεξιλογικοί κύκλοι με πλήθος παραγώγων και συνθέτων που εκτείνονται σε μια μεγάλη κλίμακα εξειδίκευσης (τροποποίησης, διεύρυνσης, στένωσης κ.λπ.) τής κύριας σημασίας μιας λέξεως. Το πλήθος των μορφολογικών τύπων (κλιτικών και παραγωγικών καταλήξεων) και η ποικιλία ειδών συνθέσεως κατά σημασιολογικές κατηγορίες και μέρη τού λόγου συνιστούν τη μεγάλη εκφραστική δύναμη τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Βέρα Δακανάλη-φιλόλογος 16/2/2011 19:39