29 Μαρτίου 2013

Θάλασσα Κ. Γ. Καρυωτάκης


Τα σύννεφα τα γιγάντικα φαντάζουν κι ασημένια
στο μολυβένιο ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως' σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.

Κι είναι θερίο η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της - μπλάβο εκεί μακρυά, 
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο-
κάποια παράξενη θωριά.

Τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλάβα,
πέρα, απ' του πελάου τα φαρδιά,
τα φέρνει ρήγας ο βοριάς, μπατσίζουνε τα βράχια,
μπατσίζουνε την αμμουδιά.

Τις βάρκες τις ψαρόβαρκες ο φόβος κυβερνήτης
μες στο λιμάνι τις κρατεί'
μα η σκέψη μου όλο σέρνεται στα γαλανά τα πλάτια
μ' ένα χρυσόνειρο δετή.

Σα γλάρος μαυροφτέρουγος πετά η ψυχή μου, σμίγει
με την ψυχούλα του νερού
και τήνε πάει ο άνεμος και τήνε πάει το κύμα
κι είναι παιχνίδι του καιρού.

Κι ενώ πονώ τον πόνο σου και πάω προς το βυθό σου
και χάνομαι με τον αφρό,
ύστερα, στο γαλήνεμα, την ηλιακή χαρά σου,
θάλασσα, δεν θαν τη χαρώ. 
                         Κ. Γ. Καρυωτάκης
                        Ο πόνος των πραγμάτων      



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου