Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γλωσσολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γλωσσολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

4 Φεβρουαρίου 2014

Μητρικής γλώσσης εγκώμιον

Μπαμπινιώτης Γεώργιος                                                                 http://www.tovima.gr/
Η Διεθνής Ημέρα για τη μητρική γλώσσα που θα εορτασθεί σε λίγες μέρες δίνει ευκαιρία για μερικές σκέψεις πάνω σ' αυτό το καίριο θέμα. Κάθε άνθρωπος όπου γης διαθέτει ένα κοινό γνώρισμα: μαθαίνει εξ απαλών ονύχων τη μητρική του γλώσσα. Πρόκειται για ένα προνόμιο τού ανθρώπινου είδους που συμβαδίζει και ανατροφοδοτείται από το έτερο μεγάλο χάρισμα τού ανθρώπου, τον νου. Νόηση και μητρική γλώσσα ξεχωρίζουν τον άνθρωπο και μέσα από τη συγκρότηση κοινωνιών τού εξασφαλίζουν «ποιότητα ζωής». Αυτό το διπλό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι, άλλωστε, αυτό που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από όλα τα λοιπά έμβια όντα. Γιατί με τη μητρική του γλώσσα ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τον κόσμο, αφού πρώτα τον συλλάβει με τον νου του. Το υπαρξιακό τρίπτυχο όντα τού κόσμου, έννοιες τού νου (με τις οποίες υπάρχουν για μας τα όντα) και σημασίες / λέξεις τής μητρικής γλώσσας (με τις οποίες δηλώνονται οι έννοιες) περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο συστατικό τη γλώσσα.

Μιλώντας για γλώσσα αναφερόμαστε πρωτίστως στη μητρική γλώσσα που είναι κτήμα όλων. Αυτό δε που διακρίνει τη μητρική γλώσσα από οποιαδήποτε άλλη, από μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες που μαθαίνει κανείς, είναι ότι μόνο τη μητρική γλώσσα κατακτά εις βάθος, τόσο σε λογικό επίπεδο (γραμματική και συντακτική δομή - λεξιλόγιο) όσο και σε βιωματικό (συνθήκες πραγματικής χρήσης στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα). Γι' αυτό οι γλωσσολόγοι επιφυλάσσουν για τη μητρική γλώσσα τον όρο κατάκτηση (acquisition), ενώ για τη γνώση μιας ξένης γλώσσας χρησιμοποιούν σκόπιμα έναν πιο «ήπιο» όρο, τον όρο (εκ) μάθηση (learning). Κατακτάς μόνο τη μητρική σου γλώσσα, ενώ κάθε άλλη απλώς την μαθαίνεις, περισσότερο ή λιγότερο καλά. Για τη συνέχεια του άρθρου δείτε εδώ

26 Μαρτίου 2013

Πίτερ Μάκριτζ: «Κοιτάτε προς τα πίσω, χάνετε το μέλλον»


PETER MACKRIDGE
Οι Ελληνες δεν έχουν να φοβούνται τίποτε σχετικά με τη γλώσσα τους, που είναι ευέλικτη, πλούσια και δυναμική, λέει ο Πίτερ Μάκριτζ, ομότιμος καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Γλώσσα και εθνική ταυτότητα στην Ελλάδα 1766-1976 (εκδ. Πατάκης) εξηγεί γιατί η γλωσσική διαμάχη απέκτησε τέτοια πολιτική βαρύτητα στην Ελλάδα και ποιες αλλαγές επέφεραν οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις στη σημερινή γλώσσα μας. Το θέμα του βιβλίου είναι ιδιαίτερα επίκαιρο σήμερα που η ανάδυση μιας πολυπολιτισμικής Ελλάδας θέτει αναπόφευκτα το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας σε μια νέα βάση.

Κύριε καθηγητά, τι είναι για εσάς η εθνική ταυτότητα;
«Είναι σημαντικό ένα έθνος, ένας λαός, να έχει τη δική του ταυτότητα, αρκεί να μη δίνει αυτή η ταυτότητα κάποια αίσθηση ανωτερότητας αυτού του λαού έναντι των γειτόνων του. Στην Αγγλία έχουμε πικρή πείρα από την "αγγλική ταυτότητα", όπου ως και πριν από μερικές δεκαετίες, λόγω της ισχύος της αποικιοκρατίας, οι Αγγλοι πίστευαν ότι ήταν ανώτερος λαός. Βέβαια κάτι ανάλογο θα έπρεπε να έχει εκλείψει εδώ και καιρό, αλλά δυστυχώς βλέπουμε να αναβιώνει σε ορισμένες περιοχές. Η εθνική ταυτότητα περιλαμβάνει τις ιστορικές μνήμες από το παρελθόν για τα κατορθώματα ενός λαού. Πρόκειται για ένα υγιές αίσθημα περηφάνιας αλλά και παρηγοριάς για έναν λαό που υποφέρει, όπως υποφέρει σήμερα ο ελληνικός λαός. Αρκεί να μην περιοριστεί αυτή η περηφάνια στο παρελθόν αλλά να είναι μια δύναμη και για το παρόν, πράγμα δύσκολο σε κρίσιμες συνθήκες, αλλά δεν είμαι ο αρμόδιος για να σας δώσω συμβουλές».

Θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει τη γλωσσική διαμάχη;
«Η πηγή της γλωσσικής διαμάχης στην Ελλάδα είχε ως αφορμή την υπερβολική προσκόλληση στο παρελθόν, γι' αυτό οι Ελληνες είχαν την καθαρεύουσα, την αρχαϊκή και όχι την καθομιλουμένη, τη δημοτική. Το γλωσσικό ζήτημα ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις ανασταλτικός παράγοντας, καθώς εμπόδισε τους Ελληνες να μπουν στη νεωτερικότητα για πολλές δεκαετίες, ιδίως στην αρχή του 20ού αιώνα. Αν οι Ελληνες είχαν επιλέξει τη δημοτική γλώσσα από την αρχή του ελληνικού κράτους, θα προόδευαν γρηγορότερα, και στην οικονομία και στους κοινωνικούς θεσμούς, αλλά και η πολιτική ζωή θα γινόταν ώριμη πιο νωρίς. Βέβαια το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι η αιτία αλλά ένα σύμπτωμα προσκόλλησης στο παρελθόν». Για τη συνέχεια του άρθρου διαβάστε Εδώ

31 Μαΐου 2012

Μπαμπινιώτης, Γεώργιος Γλωσσικές καταχρήσεις

                                                                                                                                         20/09/1998
Ο τρόπος που χρησιμοποιεί ένας λαός τις λέξεις της γλώσσας του καθορίζεται πρωτίστως από τις ανάγκες της επικοινωνίας του, αλλά συνδέεται άμεσα με τη νοοτροπία και την παράδοση ενός λαού όσο και με ένα ήθος που διαμορφώνεται από τη χρήση ή και την κατάχρηση των λέξεων από ορισμένες κοινωνικές ή και επαγγελματικές ομάδες. Μερίδιο και «ευθύνη» στην καταχρηστική χρήση ορισμένων λέξεων έχουμε όλοι, ωστόσο την πρωτοβουλία την παίρνουν ­ όπως συμβαίνει συνήθως στη γλώσσα ­ μερικές ομάδες που πρωτοχρησιμοποιούν ή πολυχρησιμοποιούν τις αντίστοιχες λέξεις. Δείγματος χάριν θα αναφερθώ στις γραμμές που ακολουθούν σε δύο γλωσσικές ομάδες καταχρηστικής χρήσης: στα μπάτσος - ράμπο - μπλακ-άουτ καθώς και στα γράφω - πηδώ - το κάνω.

25 Σεπτεμβρίου 2011

Το Λεξικό στη διδασκαλία τής γλώσσας

Το Λεξικό στη διδασκαλία τής γλώσσας

Δουλεύοντας τα τελευταία χρόνια σ' ένα λεξικό για το σχολείο (και το γραφείο), που άρχισε να κυκλοφορεί από τον περασμένο μήνα, είχα την ευκαιρία πολλές φορές να ξανασκεφθώ και να προβληματισθώ για ένα θέμα που θίγω συχνά και στα μαθήματά μου στο Πανεπιστήμιο: για το πώς μπορούν να αξιοποιηθούν τα λεξικά σε μια πραγματικά δημιουργική, ανα-καλυπτική και πιο απο-καλυπτική διδασκαλία τής γλώσσας.
Μεταξύ πολλών άλλων που μπορεί να σκεφθεί ο γλωσσικά και διδακτικά ευαισθητοποιημένος δάσκαλος/καθηγητής, διδάσκοντας τη γλώσσα στη Γενική Εκπαίδευση (Δημοτικό-Γυμνάσιο-Λύκειο), είναι οι εξής κύριες λεξικογραφικές προσεγγίσεις και χρήσεις λεξικού στην τάξη:
1. Εννοιολογική προσέγγιση. Κατάλληλα καθοδηγούμενος ο μαθητής μπορεί να ανακαλύψει τη δύσκολη αλλά ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την κατανόηση τής γλώσσας πορεία διατύπωσης τού ορισμού τής σημασίας μιας λέξης. Δεν υπάρχει δυσκολότερο πεδίο δοκιμασίας τής γνώσης αλλά συγχρόνως και πεδίο άσκησης στην γλώσσα από τη διατύπωση τού ορισμού τής σημασίας, δηλαδή τής εννοίας μιας λέξης. Στη διαδικασία αυτή αρετές και κατακτήσεις τής γλώσσας, όπως η ακριβολογία, η λιτότητα (οικονομία στην έκφραση), η δηλωτικότητα (σημασιολογική ευθυβολία), η επιλογή των εννοιολογικά καίριων και σημασιολογικά κύριων χαρακτηριστικών τής λέξης, καλλιεργούνται συγκρίνοντας και σχολιάζοντας τους ορισμούς των μαθητών τής τάξης με εκείνους των (ερμηνευτικών) λεξικών. Εκεί θα συνειδητοποιήσει ο μαθητής το περιττό και το χρήσιμο, το γενικόλογο και το συγκεκριμένο, το σκολιό και το ευθύβολο, το άκαιρο και το καίριο. Εκεί θα διδαχθεί «το μέγιστον μάθημα» τής σύνθετης δια-νοητικής διαδικασίας (γνωστικής, σημειολογικής, πραγματολογικής και, τελικά, γλωσσικής) που είναι ο ορισμός τής σημασίας μιας λέξης.
2. Σημασιολογική προσέγγιση. Ας ρωτήσει ο δάσκαλος τους μαθητές μέσα στην τάξη αν γνωρίζουν πόσες σημασίες έχει η τάδε λέξη και πόσες πάγιες φράσεις χρησιμοποιούμε στη γλώσσα μας μ' αυτή τη λέξη. Αυτό που θα ακολουθήσει προς μεγάλη έκπληξη (από την οποία αρχίζει πάντοτε η γνώση) μαθητών και δασκάλου είναι, για τις περισσότερες λέξεις, ο μεγάλος αριθμός των σημασιών που δηλώνει η λέξη και (για πολλές λέξεις) ο μεγάλος αριθμός των παγίων φράσεων που σχηματίζουμε στη γλώσσα μας μ' αυτές. Αναλογισθείτε λ.χ. και αναζητήστε πόσες σημασίες έχει η λέξη κόσμος (ο γύρος τού κόσμου η συντέλεια τού κόσμου υπάρχουν και άλλοι κόσμοι — ο κόσμος αλλάζει — τι θα πει ο κόσμος — ο μάταιος τούτος κόσμος — εγκατέλειψε τον κόσμο — ο εσωτερικός μας κόσμος — ο καλλιτεχνικός κόσμος — τα προβλήματα τού ισλαμικού κόσμου — είχε πολύ κόσμο κ.λπ.) και πόσες φράσεις σχηματίζουμε μ' αυτή τη λέξη με διαφορετικές πάλι σημασίες (έφαγα τον κόσμο — δεν χάλασε κι ο κόσμος — εδώ ο κόσμος καίγεται... — από καταβολής κόσμου — ο κόσμος τό 'χει τούμπανο... — για τα μάτια τού κόσμου — κόσμος και κοσμάκης — φέρνω στον κόσμο — ζει στον κόσμο του — Τρίτος Κόσμος — ο Νέος Κόσμος — τού κόσμου τα καλά/τις ανοησίες... κ.λπ.). Όλες αυτές τις σημασίες και, δι' αυτών, τον πλούτο και τις εκφραστικές δυνατότητες τής γλώσσας μπορεί να τις ανακαλύψει μόνος του ο μαθητής ανοίγοντας ένα καλό λεξικό και να νιώσει άμεσα τι δίνει μια γλώσσα και εν προκειμένω η μητρική του γλώσσα. Μ' αυτή την ευκαιρία ο δάσκαλος, ο ευαισθητοποιημένος και προετοιμασμένος για ένα τέτοιο μάθημα, θα οδηγήσει τους μαθητές του να καταλάβουν τι θα πει πολυσημία και, δι' αυτής, οικονομία στη γλώσσα (μία λέξη μπορεί να δηλώνει πολλές σημασίες κι έτσι να εστιάζουμε τη γνώση και την επικοινωνία μας στις σημασίες παρά στους τύπους που δηλώνουν αυτές τις σημασίες). Επίσης θα έχει την ευκαιρία —γιατί θα το παρατηρήσουν οι μαθητές— να εξηγήσει τι είναι σημασία και τι χρήση στη γλώσσα και πόσο (με τη γνωστή διδασκαλία τού Wittgenstein και άλλων) η σημασία μιας λέξης καθορίζεται από τις χρήσεις της στην επικοινωνία.
3. Συγκριτική προσέγγιση. Ο ευαισθητοποιημένος δάσκαλος, για να δείξει πόσο οι γλώσσες αλληλοεπηρεάζονται («επαφή/συνάντηση των γλωσσών», το λένε οι γλωσσολόγοι), θα υποδείξει στους μαθητές να ανοίξουν ένα καλό αγγλικό κι ένα καλό γαλλικό λεξικό στη λ. cosmo-. Εκεί θα διαπιστώσουν οι ίδιοι οι μαθητές ότι υπάρχουν λ.χ. στην Αγγλική οι λέξεις cosmic/ cosmical(ly), cosmochemi-stry/-cal/-ist, cosmogon-y/-ic/-ist, cosmograph-y/-er/-ist/-ic/-ical(ly), cosmolog-y/-er/-ist/-ic/-ical(ly), cosmonaut, cosmopolis, cosmopolitan/-ism, cosmopolit-e/-ism, cosmos (πληθ. cosmos και cosmoses), αλλά και ως β΄ συνθετικό όπως micro-cosm. Τις ίδιες λέξεις θα βρουν και στο γαλλικό λεξικό (π.χ. στο Larousse), όπου δίδεται επιπλέον και η λέξη cosmodrome. Στο Larousse μάλιστα θα βρει τη λέξη να περιλαμβάνεται στην αρχή, στον πίνακα των στοιχείων που προέρχονται από την Ελληνική και τη Λατινική, ως cosmo- και -cosme.
Παίρνοντας αφορμή ο δάσκαλος και από τις αγγλικές λέξεις όπως cosmetic, cosmetics, cosmetician, cosmeti(ci)ze, cosmetology και τις αντίστοιχες γαλλικές (όπου και cosmetologue), μπορεί να εξηγήσει στους μαθητές τη λειτουργία τής ετυμολογίας, τής καταγωγής των αρχικών τύπων και σημασιών, περνώντας στην:
4. Ετυμολογική προσέγγιση. Έτσι θα καταλάβει ο μαθητής ότι η αρχική και αρχαία ελληνική λέξη δήλωσε δύο βασικές σημασίες: τον «κόσμο» (τη Γη) και τον «διάκοσμο, στολισμό/στολίδι» (πβ. το ρήμα κοσμώ). Από την α΄ πλάστηκε το «αστρονομικό» cosmos των ξένων, από τη β΄ το «αισθητικό» cosmetics κ.λπ. Εδώ ο δάσκαλος —με αναδρομή πάλι σε κατάλληλα λεξικά— θα εξηγήσει πώς οι Έλληνες είδαν και δήλωσαν τον κόσμο ως «τάξη» (που ήταν η αρχική σημασία τού κόσμος αντίθετα προς το χάος) και πώς η τάξη, η κατάλληλη και αισθητική διάταξη των πραγμάτων, αποτελεί «στολισμό, διάκοσμο» που έδωσε το κοσμώ, ακόμη και τις συναφείς νεότερες ξένες λέξεις.
Μια προσέγγιση τής γλώσσας με αυτό το πνεύμα (που θα μπορούσε να επεκταθεί στη γραμματική και στη σύνταξη), δηλ. με τη χρήση λεξικών μέσα στην τάξη (και με εργασίες στη βιβλιοθήκη ή στο σπίτι), αποτελεί, πιστεύω, δημιουργική, ανα-καλυπτική («ανευρετική»), απο-καλυπτική και, κυρίως, ελκυστική για το παιδί (και γιατί όχι για τον δάσκαλο;) διδασκαλία και μάθηση τής γλώσσας.
 
Εφημερίδα το ΒΗΜΑ, 4 Ιουλίου 2005

Μια ή δυο λεξεις;

Μία ή δύο λέξεις;

Ο διορθωτής τού «Βήματος», που θα διορθώσει λ.χ. αυτό το κείμενο αφού «χτυπηθεί» στον υπολογιστή, ο διορθωτής τής «Καθημερινής», των «Νέων», τής «Ελευθεροτυπίας», ο διορθωτής κάθε εφημερίδας, περιοδικού ή έντυπου κειμένου (βιβλίου κ.λπ.) αλλά και κάθε Έλληνας, μαθητής, δάσκαλος, επιστήμονας, δημόσιος υπάλληλος κ.λπ. που γράφει Ελληνικά, όλοι θα σταθούν στο πρόβλημα αν θα γράψουν ως μία ή ως δύο λέξεις φράσεις όπως: απ' ευθείας - απευθείας, εν τούτοις - εντούτοις, επί μέρους - επιμέρους, κατ' εξοχήν - κατεξοχήν, εν πρώτοις - ενπρώτοις, εν τω μεταξύ - εντωμεταξύ, επί κεφαλής - επικεφαλής, εξ αφορμής - εξαφορμής, όλως διόλου - ολωσδιόλου, εις βάρος - εισβάρος, συν τω χρόνω - συντοχρόνω κ.τ.ό.
Σε προηγούμενο κείμενό μου στο «Βήμα» (10/1/1999) είχα θέσει το θέμα τής ανάγκης να υπάρξει ενιαία ορθογραφία μερικών «προβληματικών» λέξεων τής Ελληνικής με πρωτοβουλία τής Ακαδημίας ή διαπανεπιστημιακής επιτροπής γλωσσολόγων και άλλων ειδικών ή όποιου άλλου έγκυρου επιστημονικού οργάνου. Στο άρθρο μου εκείνο είχα θίξει το πρόβλημα τής ορθογραφίας τριακοσίων περίπου λέξεων τής σύγχρονης Ελληνικής που έχω συγκεντρώσει (σε ειδικό πίνακα) και σχολιάσει στο Λεξικό μου, λέξεων με διφορούμενη ορθογραφία. Υπάρχει ακόμη το πρόβλημα τής ορθογραφίας των κυρίων ονομάτων που προέρχονται από ξένες γλώσσες (Σαίξπηρ, Γκαίτε, Μονταίν, Τσώρτσιλ, Λυντς, Ουγκώ, Βατερλώ κ.ά.), τα οποία δεν επιδέχονται απλογράφηση, όπως συμβαίνει με τις απλές ξένες λέξεις (τα προσηγορικά ονόματα: γκολ, σοφέρ, ταμπλό, πορτρέτο κ.λπ.). Εξίσου (ή εξ ίσου;) οξύ όμως είναι το πρόβλημα τής ορθογραφίας των φράσεων που αναφέραμε αρχίζοντας αυτό το άρθρο, με το οποίο θα ασχοληθούμε εφεξής.
Οι φράσεις αυτές αποτελούνται, κατά κανόνα, από μία πρόθεση και ένα όνομα (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, αριθμητικό)· π.χ. εν αγνοία, εις μνήμην, παρ' όλο, αφ' υψηλού, με μιας, εξ αιτίας. Μπορεί επίσης να αποτελούνται από παρεμφερούς λειτουργίας στοιχεία: π.χ. έως ότου, τουτ' έστιν, κατά πως, απ' έξω, τω όντι. Ερωτήματα που προκύπτουν κατά την ορθογράφησή τους είναι: Θα γραφούν ως μία ή ως δύο λέξεις; Θα ισχύσει το ίδιο για όλες τις φράσεις αυτού τού τύπου; Υπάρχουν σταθερά κριτήρια για να προτιμηθεί η μία ή άλλη ορθογραφία; Μπορούν να υπάρξουν κανόνες για τη γραφή τους; Σ' αυτά τα ερωτήματα θα απαντήσουμε με μεγάλη συντομία, γιατί αυτά τα ζητήματα επιδέχονται μακρά συζήτηση και αντίστοιχης έκτασης χώρο που δεν διαθέτουμε εδώ.
Γλωσσολογικά ο απαραίτητος όρος, το κύριο κριτήριο για να γραφούν δύο λέξεις ως μία είναι να αποτελούν μία τονική ενότητα, να συμπεριφέρονται σαν να ήταν μία λέξη (αφενός, εξάλλου, εφόσον, αφότου, επιτέλους). Ένα δεύτερο κριτήριο είναι να δηλώνουν από κοινού μια σημασία, πέρα από τη σημασία των συστατικών μερών τής φράσης (μολονότι, προπάντων, τουτέστι, ωστόσο). Τρίτο κριτήριο είναι κατά πόσον και τα δύο συστατικά τής φράσης απαντούν αυτοτελώς στον λόγο (επ' ευκαιρία, εξ ολοκλήρου, εν αγνοία). Τα κριτήρια αυτά συνδυαστικώς εφαρμοζόμενα με συνεξέταση τής «ορθογραφικής συνήθειας», πώς δηλ. έχει καθιερωθεί να γράφονται αρκετές από αυτές τις φράσεις, οδηγούν στην ορθογράφηση που προτείνεται ακολούθως για τις πιο συχνές από αυτές τις φράσεις:
α) Φράσεις που γράφονται ή μπορούν να γραφούν ως μία λέξη: απαρχής, απεναντίας, απέξω, απευθείας, αφενός, αφετέρου, αφότου, διαμιάς, διόλου, ειδάλλως, ειδεμή, ενόσω, εντάξει, εντούτοις, εξαιτίας, εξάλλου, εξάπαντος, εξαπίνης, εξαρχής, εξίσου, εξού, επιπλέον, επιτέλους, εφάπαξ, εφεξής, εφόσον, καθαυτό, καθεξής, καθόλα (είναι καθόλα εντάξει), καθότι, καθόσον, κατευθείαν, καταγής, καταπώς, κατεξοχήν, μολαταύτα, μόλο (που), μεμιάς, μολονότι, μονομιάς, παρόλο (που), παρότι, προπάντων, προπαντός, τωόντι, τουτέστι(ν), υπόψη (αλλά: υπ' όψιν), φερειπείν, ωσότου, ωστόσο.
β) Φράσεις που γράφονται ή μπορούν να γραφούν ως δύο λέξεις: αφ' εαυτού, αφ' υψηλού, διά βίου, διά ζώσης, διά παντός, διά ταύτα, εις βάρος, εις μάτην, εις μνήμην, εκ μέρους, εκ νέου, εν αγνοία, εν ανάγκη, εν αντιθέσει, εν γένει, εν γνώσει, εν είδει, εν ενεργεία, εν κατακλείδι, εν λευκώ, εν λόγω, εν μέρει, εν μέσω, εν ολίγοις, εν ονόματι, εν πολλοίς, εν προκειμένω, εν συνεχεία, εν συντομία, εν σχέσει, εν τέλει, εν τω μεταξύ, εξ αδιαιρέτου, εξ αίματος, εξ ανάγκης, εξ αφορμής, εξ ολοκλήρου, εξ ορισμού, εξ όψεως, επ' αυτοφώρω, επ' ευκαιρία, επί κεφαλής (έτσι θα αποφεύγεται η κλίση της «τού επικεφαλή»! «τον επικεφαλή»!), επί μέρους, επί τούτω, επ' ωφελεία, έως ότου, κατ' ανάγκην, κατ' αρχάς, κατ' αρχήν, κατ' ιδίαν, όλως διόλου, παρ' ολ' αυτά, συν τοις άλλοις, συν τω χρόνω, τέλος πάντων, υπ' όψιν, ως εκ τούτου, ως επί το πλείστον.
Ας σημειωθεί, ωστόσο, με σαφήνεια και αίσθηση πραγματικότητας ότι απόλυτη συνέπεια στο ετερόκλιτο (όχι ετερόκλητο!) πλήθος των φράσεων δεν υφίσταται ούτε μπορεί να υπάρξει αφού —το είπαμε στην αρχή— ουδέποτε ένα σώμα ειδικών μελέτησε και ρύθμισε συστηματικά το θέμα στο σύνολό του.
 

Και ομως ειναι ελληνικες

Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
Κείμενα για τη γλώσσα και τα λεξικά

Και όμως είναι ελληνικές

Αν σας ρωτήσει κανείς, θέλοντας να ελέγξει τις ετυμολογικές γνώσεις σας στην Αγγλική ή στην Ελληνική, αν λέξεις όπως λ.χ. butter «βούτυρο», paper «χαρτί», church «εκκλησία», sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς», bomb «βόμβα», clergy «κληρικός» και clerk «υπάλληλος», chart «χάρτης» και card «κάρτα», calm «νηνεμία, γαλήνη», pain «πόνος», pirate «πειρατής», diploma «δίπλωμα», channel «δίαυλος», priest «ιερέας», buffalo «βουβάλι», monk «μοναχός», bishop «επίσκοπος» κ.ά. προέρχονται από την Ελληνική ή είναι αμιγώς αγγλικές, μη βιαστείτε να απαντήσετε ότι δεν σας φαίνονται ελληνικές. Η πραγματικότητα είναι ότι περνώντας μέσα από διάφορους, συχνά δαιδαλώδεις και σκολιούς, γλωσσικούς δρόμους οι λέξεις αυτές έφτασαν στην Αγγλική, έχοντας ξεκινήσει από την ελληνική γλώσσα. Είναι δάνειες λέξεις τής Αγγλικής από την Ελληνική. Μια ματιά σε έγκυρα λεξικά τής Αγγλικής (Webster, Random House, Longman, Oxford κ.ά.) μπορεί να σας πείσει.
Το αρχ. ελληνικό βούτυρον / βούτυρος (βους + τυρός), μέσω τού λατιν. butyrum, έδωσε το αρχ. αγγλ. butere, απ' όπου το σύγχρονο αγγλ. butter (και τα γερμ. Butter, γαλλ. beurre, ιταλ. burro κ.ά). Το αρχ. ελλην. πάπυρος, που δήλωσε την πρώτη μορφή γραφικής ύλης από το ομώνυμο φυτό το οποίο ευδοκιμούσε στην Αίγυπτο, έδωσε το αγγλ. paper (γαλλ. papier, γερμ. Papier κ.ά.) μέσω τού λατιν. papyrum, απ' όπου το μεσαιων. γαλλ. papier και το μεσαιων. αγγλ. papir. Πιo σύνθετη είναι η προέλευση τής λέξης που δήλωσε στην Αγγλική «την εκκλησία», τής λ. church. Ξεκίνησε από το ελληνιστ. κυριακόν (δώμα) «ο οίκος τού Κυρίου» (από το Κύριος), το οποίο, μέσω τού αρχ. γερμ. kirihha (απ' όπου το νέο γερμ. Kirche «εκκλησία») και των αρχ. αγγλ. cirice και μεσαιων. αγγλ. chirche, έδωσε το νέο αγγλ. church. Οι ίδιοι οι Έλληνες χριστιανοί χρησιμοποίησαν το αρχ. εκκλησία (εκκλησία τού δήμου «η συγκέντρωση τού λαού / των πολιτών ως θεσμικό όργανο») με νέο περιεχόμενο: χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί για να λατρεύσουν τον Θεό (ενώ οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λ. ναός, με την αντίληψη ότι αποτελεί χώρο όπου ναίουν, όπου κατοικούν οι θεοί).
Ενδιαφέρον έχει, για τις περιπέτειές της, η λέξη sketch «σκαρίφημα - θεατρικό σκετς». Ποιος το φαντάζεται, εκ πρώτης όψεως, ότι προέρχεται από την ελλην. λ. σχέδιο; Η αρχαία ελλ. λ. σχέδιον (από το αρχ. σχέδιος που σήμαινε «προσωρινός, αυτοσχέδιος», προερχόμενη από τη λ. σχεδόν κι αυτή από το έχω), μέσω τού λατιν. schedium, έδωσε το ιταλ. schizzo, που πέρασε στα oλλανδικά ως schets, από όπου το αγγλ. sketch. Το περίεργο για τη ζωή των λέξεων είναι ότι το ελλην. σχέδιο επανήλθε στους νεότερους χρόνους στην Ελληνική, δηλ. ως «αντιδάνειο» (ως δάνειο δανείου!), μέσα από δύο ξένες γλώσσες: από την Ιταλική ως σκίτσο και από την Αγγλική ως σκετς. Ανάλογη είναι η περίπτωση τού αγγλ. scene «σκηνή». Προέρχεται από το ελλην. σκηνή, μέσω τού λατιν. scaena / scena. Από το υποκοριστικό τού λατιν. scena, από το scenarium, προήλθε το ιταλ. scenario που πέρασε σε διάφορες γλώσσες (αγγλ. scenario, γαλλ. scenario κ.ά.) και επανήλθε στα Ελληνικά ως σενάριο (αντιδάνειο). Από το θέμα σχ- (τού έχω, πβ. κατά-σχ-ω, παρά-σχ-ω, σχ-εδόν), που είδαμε και στο σχέδιο, προήλθε και η λ. σχήμα που έδωσε, μέσω τού λατιν. schema, το αγγλ. scheme.
Μια λέξη που θα ξάφνιαζε ίσως όταν κανείς διαπιστώσει ότι είναι ελληνική είναι η αγγλική λ. pain «πόνος». Η λέξη αυτή προήλθε από την ελλην. λ. ποινή που σήμαινε αρχικά «τιμή αίματος, εκδίκηση (για έγκλημα)» και μετά «τιμωρία». Μέσω τού λατ. poena, που έδωσε το γαλλ. peine (αρχικά σήμαινε «τα βασανιστήρια των μαρτύρων τής πίστεως»), προήλθε το αγγλ. pain με τη σημ. «πόνος» ως απόρροια των πόνων από τα βασανιστήρια και ως επακόλουθο τής τιμωρίας γενικότερα. Εξίσου ίσως θα ξάφνιαζε και η αγγλική λ. calm «κάλμα, νηνεμία». Κι αυτή προήλθε από ελληνική λέξη, το αρχ. καύμα, που δήλωνε τον καύσωνα και το θέρος, οδηγώντας συνεκδοχικά στη σημ. τής ηρεμίας τής θάλασσας, τής έλλειψης δυνατών ανέμων. Στην Αγγλική έφτασε η λέξη από το ιταλ. calma που ανάγεται σε όψιμο λατιν. cauma από το καύμα. Ότι η λ. ξαναγύρισε στην Ελληνική μέσω τής Ιταλικής ως κάλμα, δηλ. ως αντιδάνειο, είδαμε ότι αποτελεί συχνό φαινόμενο. Το αρχ. πειρώμαι «προσπαθώ, αποπειρώμαι, τολμώ» έδωσε στη μεταγενέστερη Ελληνική τη λ. πειρατής που προφανώς θα σήμαινε αρχικά αυτόν που αποτολμά παράτολμα και παράνομα εγχειρήματα. Μέσω τού λατιν. pirata η λ. έδωσε το αγγλ. pirate.
Στην εκκλησιαστική γλώσσα μια σειρά από αγγλικές λέξεις προέρχονται από την Ελληνική, χωρίς αυτό να είναι αμέσως αισθητό στον μη ειδικό. Τέτοιες είναι οι αγγλικές λέξεις priest, clergy (και clerc), bishop, monk κ.ά. Συγκεκριμένα το ελλην. πρεσβύτερος (αρχική σημ. «γεροντότερος») έδωσε το όψιμο λατ. presbyter. Από αυτό, με ορισμένες μεταβολές, προήλθε το αρχ. αγγλ. preost και κατόπιν το μεσαιων. αγγλ. preist, που έδωσε το νεότ. αγγλ. priest. Το ελλην. κληρικός (από τη λ. κλήρος) «αυτός που τού πέφτει ο κλήρος, που τού ανατίθεται ένα έργο» έδωσε το όψιμο λατιν. clericus απ' όπου τα αρχ. αγγλ. cleric και clerc. Από αυτά προήλθε το αγγλ. clerk «λόγιος» - «υπάλληλος εξουσιοδοτημένος με συγκεκριμένο έργο» - «απλός υπάλληλος». Το αρχ. αγγλ. clerc έδωσε και τον εκκλησιαστικό όρο clergy «κληρικός, ιερωμένος». Το ελλην. επίσκοπος είναι η λέξη απ' όπου προήλθε το αγγλ. bishop «επίσκοπος», μέσω τού όψιμου λατιν. episcopus, απ' όπου τα αρχ. αγγλ. bisceop και μεσαιων. αγγλ. bishhop που προηγήθηκαν τού νεότερου αγγλικού bishop. Ως προς το αγγλ. monk «μοναχός» προήλθε από το μεταγεν. ελλην. μοναχός μέσω τού όψιμου λατιν. monachus, απ' όπου το αρχ. αγγλ. munuc και μετέπειτα το νεοτ. αγγλ. monk.
Το αγγλ. chart «χάρτης» αλλά και το card «κάρτα» προήλθαν από το ελλην. χάρτης. Το bomb «βόμβα» από το αρχ. ελλην. βόμβος. Το «πολύ αμερικάνικο» buffalo από το ελλην. βούβαλος. Το ελλην. δίπλωμα (από διπλώνω, διπλούς) με τη σημ. «επίσημο έγγραφο» έδωσε το diploma και από αυτό το diplomat «διπλωμάτης» κ.ο.κ.
Όπως έγινε, ελπίζω, φανερό, ένα πλήθος από ξένες λέξεις, εν προκειμένω αγγλικές, έλκουν την καταγωγή τους από την ελληνική γλώσσα, απευθείας ή, πιο συχνά, μέσω τής λατινικής γλώσσας. Όσα γράφονται εδώ δεν δίδονται για να αποτελέσουν αφορμή κομπασμού αλλά ως νύξεις για γλωσσική αυτογνωσία και περίσκεψη, για το πόσα έχει κανείς να κερδίσει από μια ετυμολογική περιδιάβαση στους δρόμους τής γλώσσας μας.
 
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 12 Μαρτίου 2000
Copyright © 2011 Lexicon.gr

6 Απριλίου 2011

Etymology of the English word democracy

Etymology of the English word democracy

the English word democracy
derived from the French word democratie
derived from the Latin word democratia (democracy)
derived from the Greek word demokratia, δημοκρατία
derived from the Late Greek word demos, δῆμος (the public (as bound together socially))
derived from the Proto-Indo-European root *da-
derived from the Proto-Indo-European root *dā-
derived from the Greek word kratos, κράτος (vigor ('great'))
derived from the Proto-Indo-European root *kar-
using the Greek suffix -kratia, -κρατία
derived from the Greek word kratein

Date

The earliest known usage of democracy in English dates from the 16th century.

Cognates

Dutch democratie, French démocratie, German Demokratie, Icelandic demókrati, Swedish demokrati

Usage

Word found in Modern English


http://www.myetymology.com/english/democracy.html

Tsunami, raz de marée et mascaret

Tsunami, raz de marée et mascaret  

30 mars, 2011

Posté par breizhdesign dans : Vocabulaire, Etymologie , ajouter un commentaire Le mot tsunami vient du même mot japonais qui signifie ” vague portuaire “. Les tsunamis se produisent en général dans l'océan Pacifique. Un tsunami est donc un raz de marée (écrit aussi raz-de-marée), mais provoqué quant à lui par une éruption volcanique, un séisme ou un glissement de terrain. Le mot raz de marée est plutôt le terme général désignant de grosses vagues qui peuvent aller jusqu'à 20 ou 30 mètres de hauteur, et provoquées également par les tempêtes, ce qui ne concerne pas le tsunami dont les trois origines possibles sont précisées plus haut. Le mascaret (du gascon mascaret), quant à lui, est également assimilé au raz de marée, mais se caractérise par une énorme vague qui remonte un fleuve, et se produit notamment en France (sur la Dordogne et la Garonne), en Chine, en Angleterre et au Brésil, aux embouchures des grands fleuves à marée montante et au moment des équinoxes. Le mascaret est beaucoup moins haut que le tsunami, mais peut aller jusqu'à 2 mètres de hauteur (Indonésie).
http://alorthographe.unblog.fr/

Différence entre incident et accident

Différence entre incident et accident  

4 avril, 2011

Posté par breizhdesign dans : Vocabulaire, Etymologie , trackback Le mot ” incident ” date du XIIIème siècle et vient du latin scolastique incidens, du verbe incidere qui signifie ” survenir, tomber sur…” et désigne un événement qui arrive par hasard, mais également et surtout un événement fâcheux qui perturbe une action. Exemple : un incident diplomatique.
Le mot ” accident ” est plus ancien, datant du XIIème siècle. Il vient du latin accidens = ” qui arrive “, du verbe accidere qui signifie ” survenir “.  Le sens actuel date cependant du XVIIIème siècle (J.J. Rousseau), à savoir ” un événement provoquant des dommages matériels “. Un accident est plus fort qu'un incident. Exemple : un accident de travail.
http://alorthographe.unblog.fr/2011/04/04/difference-entre-incident-et-accident/

Vocabulaire Utiles

Le 21/02/2007 à 02:43
Vocabulaire Utiles
Roman n. m.
On appelle ainsi une oeuvre en prose d'assez bonne longueur (plus long que la nouvelle) qui raconte l'histoire d'un ou plusieurs personnages. Parce qu'il propose un récit, le genre romanesque utilise évidemment principalement le discours narratif. On distingue le roman d'apprentissage, le roman-feuilleton, l'autobiographie, le roman picaresque, le roman réaliste (qui concerne le réalisme ) etc.
Thèse n. f.

On désigne ainsi une prise de position par rapport à un problème, dans un texte argumentatif. C'est en fait ce que l'auteur veut prouver, son point de vue, l'idée qu'il veut défendre, son avis.

Roman à thèse. Roman qui cherche à illustrer une théorie, des idées.

Réquisitoire n. m.

Discours qui dresse la liste des méfaits ou des crimes commis par un individu. Le réquisitoire sert à attaquer, contrairement au plaidoyer, qui permet de défendre.
Hypothèse n. f.

Conjecture, supposition concernant l'explication ou la possibilité d'un événement, supposition. En mathématiques, proposition admise comme donnée d'un problème ou pour la démonstration d'un théorème. La conjonction si peut introduire une hypothèse : si nous étions plus âgés...


Polémique adj. ou n. f.

Nom : Argumentation agressive dirigée contre un adversaire particulier.
Débat violent opposant des idées.
Adj: qui suppose une attitude critique.

Registre polémique : il se manifeste à partir d'un désaccord profond sur un sujet donné, l'auteur combattant des personnes ou des thèses sur un ton violent. On peut y trouver les procédés de l'exagération (hyperboles, superlatifs), des termes dont les connotations sont très négatives ou dévalorisants (péjoratifs), de figures de l'ironie, des critiques etc.
Le roman à thèse

Le roman à thèse est une œuvre d’abord littéraire mais à travers laquelle l’auteur défend une thèse qui a une portée universelle, le roman à thèse est un roman réaliste qui selon Susan Rabin «  se signale au lecteur comme porteur d’un renseignement, tendant à démontrer la vérité d’une doctrine politique, philosophique, scientifique ou religieuse. »
Le roman à thèse propose des valeurs qui existent indépendamment du texte romanesque et qui lui servent des références intellectuelle et idéologique. Le roman à thèse impose au lecteur une thèse à laquelle il doit adhérer et des arguments qui justifient la position de l’auteur.
On peut aussi considérer le dernier jour d’un condamné comme un roman autobiographique ou un journal intime.



LE DERNIER JOUR D UN CONDAMNE

Le 21/02/2007 à 02:47
 
LE DERNIER JOUR D UN CONDAMNE
ILLUSTRATIONS DE L OEUVRE

Le dernier jour d’un condamné Éditions Pocket

Le 21/02/2007 à 02:48
Le dernier jour d’un condamné Éditions Pocket
 
Victor Hugo a été fortement marqué par le spectacle d'un homme qu'on mène à l'échafaud. Le lendemain, il se mit à écrire Le Dernier jour d'un condamné, qu'il termina en trois semaines ! « Encore six heures et je serai mort. Est-il bien vrai que je serai mort avant la fin du jour ? » Bientôt sa tête roulera dans la sciure. Jugé , emprisonné, enchaîné, il attend dans l'épouvante. Sa grâce lui a été refusée. « J'ai peur » - et notre peur grandit avec la sienne. L'aumônier viendra, puis les assistants du bourreau. Il montera dans la charrette, traversera la foule hideuse buveuse de sang. Au bout de la marche au supplice, l'apparition de la guillotine et l'échelle qui mène à l'échafaud. On dit qu'on ne souffre pas, que c'est une fin douce, mais qui le sait ? On ne sait rien de cet homme que la justice va assassiner, sinon qu'il est trop jeune pour mourir. Avec lui, nous vivons ce cauchemar, cette absurdité horrifiante de la peine capitale que personne avant Victor Hugo n'avait songé à dénoncer.
C'était un acte courageux à l'époque, à contre courant. Ce roman engagé et réaliste est donc un plaidoyer contre la peine de mort. Sous la forme d'un journal intime, Hugo évoque la mort programmée d'un homme dont on ne sait rien de sa condamnation si ce n'est qu'il est coupable. Désarroi, révolte, fatalisme, résignation, espoir en un paradis, peur de l'enfer, destinée. Je n'ai pu m'empêcher de penser à Meursault dans L'Étranger qui s'était laissé aller à penser - pour supporter le supplice - qu'il ne s'agissait que de mourir un peu plus tôt que d'autres, que la ville était pleine de gens qui mourraient avant lui, sans pour autant avoir été condamné. Une écriture simple, descriptive, puissante, vive, captivante : « - Condamné à mort ! dit la foule ; et tandis qu'on m'emmenait, tout ce peuple se rua sur mes pas avec le fracas d'un édifice qui se démolit. Moi, je marchais, ivre et stupéfait. Une révolution venait de se faire en moi. Jusqu'à l'arrêt de mort, je m'étais senti respirer, palpiter, vivre dans le même milieu que les autres hommes ; maintenant je distinguais clairement comme une clôture entre le monde et moi. » La beauté du texte, la force des images en font un ouvrage terrible, noir et dur, qui ne peut qu'interpeller, suscitant à l'époque et encore aujourd'hui les plus vives passions.
http://peinedemort.blogs.fr/index.html#a69444

20 Μαρτίου 2011

Ετυμολογικά της κρίσεως

Επειδή το τού Αντισθένους «αρχή επιστήμης η των ονομάτων επίσκεψις» είναι πάντοτε χρήσιμο, θα επιχειρήσουμε μια αναγωγή στην προέλευση των λέξεων που χρησιμοποιούμε αυτόν τον καιρό για την οικονομική κρίση. Εν πρώτοις η ίδια η λέξη κρίση (< κρίνω ) έφυγε από εμάς ως «νοητική διεργασία που καταλήγει σε εκτιμήσεις, σκέψεις και αποφάσεις» αλλά και ως «κακή κατάσταση για νόσους» ( κρίσιμη )και μάς γύρισε πίσω ως «κακή έκβαση στα οικονομικά», μέσω των γαλλ. crise και αγγλ. crisis, ευτυχώς όχι ως δάνειο, αλλά ως «αντιδάνειο»!
Το δάνειο, ο οικονομικός μας εφιάλτης, ανάγεται στο ρήμα δίδω (αρχ. δίδωμι ), ξεκινώντας από τη λέξη δάνος (το), μια λέξη που- κατά τραγική ειρωνεία- σήμαινε «το δώρο»! Αμποτε το δάνειό μας να ήταν δώρο των Ευρωπαίων εταίρων μας με πιο ανθρώπινους όρους, αντίδωρον ανθ΄ ων έλαβον... Μακάρι να είχαν πραγματικά «ευρείς ώπας», ώστε να μπορούν να δουν ότι ως Ευρ-ώπη άλλη στάση θα έπρεπε να τηρούν στους «πρωτοτυπικά» Ευρωπαίους.
Είναι να διερωτάται κανείς πώς μια «άγια λέξη» τής Ελληνικής, η λέξη χρη, που δήλωσε το «πρέπει, ό,τι γεννά υποχρέωση ή ανάγκη», έδωσε δύο λέξεις-κλειδιά τής καθημερινής ζωής των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τις λέξεις χρήμα και χρέος. Χρήματα είναι ό,τι χρειάζεται κανείς, ό,τι αποκτά (η κινητή περιουσία), ό,τι χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές και τις ανάγκες του (τα λεφτά < λεπτόν νόμισμα ) και γενικότερα ό,τι χρησιμοποιεί (τα πράγματα): χρήματα δε λέγομεν πάντα όσων η αξία νομίσματι μετρείται (Αριστοτέλης)· αλλού (στον Ισοκράτη) λέγεται η φράση «ούτε πήρα ούτε ακούμπησα τα λεφτά»: εγώ δ΄ υμίν παρέξομαι μάρτυρας ως ούτ΄ επελαβόμην ούτ΄ εφηψάμην των χρημάτων (σαν κάτι να μας θυμίζει...). Χρέος εξάλλου είναι ό,τι υποχρεούται να χρησιμοποιήσει κανείς για να καλύψει ανάγκες, η οφειλή από δάνειο ( χρέος διδόναι, χρέος λαμβάνειν, χρέος αποδιδόναι ). Οι δανειστές μας το επί την τράπεζαν χρέως (Δημοσθένης)και χρέα επί τόκοις οφειλόμενα (Ισαίος)απαιτούν σήμερα εκπληρώσαι το χρέος άπαν (Πλάτων). Αναδιάρθρωση τού χρέους (< απόδοση τού αγγλ. restructuring) δεν είναι επιθυμητή. Προτιμούμε την επιμήκυνση (όχι- προς Θεού- τού χρέους, αλλά) τού χρόνου αποπληρωμής τού χρέους. Ωστόσο, θα επιθυμούσαμε περισσότερο χρειών λύσιν (Ησίοδος) και ακόμη περισσότερο (και για τις εσωτερικές μας οικονομικές υποχρεώσεις) τη Σολώνεια σεισάχθεια (την απόσειση κάθε άχθους, κάθε βάρους). Τι ανακούφιση θα ήταν για τη χώρα μας, αν οι Ευρωπαίοι και οι τού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δανειστές μας μιμούνταν τον Καίσαρα, ο οποίος σεισαχθεία τινί τόκων εκούφιζε τους χρεωφειλέτας ! Αντ΄ αυτού ακόμη και γνωστοί Ευρωπαίοι ηγέτες εκστομίζουν ότι «δεν έχουν κανένα χρέος στον Ελληνα», επαναλαμβάνοντας το τού Δαρείου έχω χρέος ειπείν ουδέν ανδρός Ελληνος (Ηρόδοτος), που μεταφράζεται στο λεξικό Liddell- Scott «Ι know of nothing that Ι owe to any man of Greece»!
Σκέπτομαι πως ίσως οι αγγλόφωνοι ιδίως Ευρωπαίοι να μάς έχουν χρεώσει ότι διά τού αρχαίου τάξις, που σήμαινε και «την αναλογική φορολόγηση, αποτίμηση», τους φορτώσαμε μέσω τού λατινικού taxa «φόρος» τη λέξη και την απεχθή σημασία tax «φόρος» και taxation «φορολογία». Βεβαίως, φόρο (< φέρω )και φορολογία είχαμε στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων και φόρου υποτελείς έχουμε υπάρξει για χρόνια και κεφαλικό φόρο έχουμε πληρώσει, το λεγόμενο χαράτσι (από το τουρκ. harac, που προέρχεται από το αραβικό haradj, το οποίο ίσως ανάγεται στο ελληνικό χορηγία ), αλλά δάσκαλοι τής φοροδιαφυγής φαίνεται ότι ήταν οι Αγγλοι, από τους οποίους πήραμε τη λέξη tax evador, που αποδώσαμε ως φοροφυγάς. Βέβαια, ελληνικότατο είναι το φορομπήχτης (εφημ. «Αστυ», 1892), επικρατήσαν τής ευγενέστερης λέξης φοροτόκος κυβέρνησις (εφημ. «Ακρόπολις», 1886).
Επ΄ ευκαιρία, τα τέλη που πληρώνουμε πάνε πολύ πίσω στην κλασική περίοδο και η ετυμολογική σύνδεση τής λέξης με τη ρίζα απ΄ όπου τα τάλας, ταλανίζω, ταλαίπωρος δείχνει πώς έβλεπαν από παλιά τέτοιες επιβαρύνσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο εισπράκτωρ τελών των χρόνων εκείνων, ο τελώνης, απέκτησε αρνητική σημασία ( «πάντες τελώναι, πάντες εισίν άρπαγες» ) και συνδέθηκε ακόμη και με τα τελώνια, τα στοιχειά, τα δαιμόνια, γιατί τάχα δαίμονες άρπαζαν ψυχές νεκρών από τους αγγέλους για να τους «φορολογήσουν»!
Ενδιαφέρον έχει και η λέξη ασύδοτος (και ασυδοσία )που πλάστηκε το 1805 από τον Αδαμάντιο Κοραή, για να δηλώσει αυτόν που δεν πληρώνει φόρους, που δεν «συν-δίδει», που είναι φορολογικά α-σύνδοτος ( > ασύδοτος ), δεν συνεισφέρει στα φορολογικά βάρη και γενικότερα δεν έχει συναίσθηση των υποχρεώσεών του. Τέλος, ας δούμε την προέλευση τής λέξης συνδικαλιστής που είναι επίσης στην επικαιρότητα. Πρόκειται για την αρχαία ελληνική λέξη σύνδικος «συνήγορος, υπερασπιστής», που στη δημώδη Λατινική έγινε syndicus «ο εκπρόσωπος πόλεως», για να περάσει (ήδη το 1257) στη Γαλλική ως syndique «ο υπερασπιστής των δικαιωμάτων μιας κοινότητας (αρχικά εκκλησιαστικής)», απ΄ όπου ξαναγύρισε αργότερα στην Ελληνική («αντιδάνειο») με τα ομόρριζα συνδικάτο, συνδικαλισμός, συνδικαλιστής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία οι σύνδικοι ήταν συνήγοροι και εκπρόσωποι τού δημοσίου (πόλεως, φυλών), ιδίως ενώπιον ξένων δικαστηρίων, αργότερα δε και δικαστές. Οι νομικοί υπερασπιστές ιδιωτών αποκαλούνταν συνήγοροι και οι τού δημοσίου σύνδικοι. Ετσι και οι συνδικαλιστές (κυρίως από τον 16ο αιώνα) ξεκίνησαν ως εκπρόσωποι και υπερασπιστές των συμφερόντων ομάδων εργαζομένων με υψηλό τότε κύρος και γενικότερη εκτίμηση.
Θα τελειώσω με την τρόικα. Ρωσική λέξη, ξεκίνησε ως «άμαξα με τρία άλογα» και εξελίχθηκε μεταφορικά στη σημασία «τριανδρία», ειδικότερα σε «πολιτική ηγεσία τριών προσώπων» (Ιωσήφ Στάλιν, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ και Λέων Καμένεφ). Για τους Ελληνες σήμερα έχει αποκτήσει πλήθος συνδηλώσεων και υφολογικών αποχρώσεων.
www.babiniotis.gr
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

16 Μαρτίου 2011

στα άκρα- Μπαμπινιώτης-νέμω-αριθμός

νέμω-αριθμός(αραρίσκω)
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΕΩΣ «ΑΡΙΘΜΟΣ»:
 ΕΚ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ «ΑΡΑΡΙΣΚΩ» ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ
«ΤΑΞΙΝΟΜΩ, ΣΥΜΠΥΚΝΩΝΩ, ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΩ, ΣΥΝΑΠΤΩ, ΤΑΙΡΙΑΖΩ, ΤΑΞΙΝΟΜΟΥΜΑΙ, ΣΥΜΠΥΚΝΟΥΜΑΙ» Κ.Λ.Π.. ΕΚ ΤΟΥ «ΑΡΑΡΙΣΚΩ» ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ «ΑΡΙΣΤΟΣ, ΑΡΕΤΗ, ΑΡΕΣΚΕΙΑ»
αρετή<αραρίσκω=συναρμόζω
άρθρον<αραρίσκω=αρμόζω, ταιριάζω
αριθμός< αραρίσκω=αρμόζω, ταιριάζω
 πηγή:
http://sites.google.com/site/thetidiolarisa/

  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΡΕΤΗ >
    • Η λ. πιθανώς να συνδέεται με το ρ. ἀραρίσκω (=συνδέω, συνταιριάζω, συνενώνω).
    πηγή:http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/lexicon/lemma.html?id=41

στα άκρα-Μπαμπινιώτης


στα άκρα -Μπαμπινιώτης- διαχρονία της γλώσσας- πχ "ουσία"

διαχρονία της γλώσσας- πχ "ουσία"
λεωφορείο

Στα άκρα- ουρανός

 ουρανός- μπακάλης

Στα άκρα- Μπαμπινιώτης- οι προθέσεις-δημιουργικότητα

Στα άκρα- Μπαμπινιώτης- οι προθέσεις-δημιουργικότητα-θέατρο-
χορηγός- δράμα- ορχήστρα- ηθοποιός- μουσική-
διαφάνεια-επαφή με τις πρώτες έννοιες και ρίζες

Στα άκρα- η αξία της ελληνικής γλώσσας - η λέξη "πολιτισμός- αστυνόμος"

Στα άκρα- η αξία της ελληνικής γλώσσας