23 Νοεμβρίου 2013

«Οταν πλάκωσε ο αδελφοσκοτωμός...»

«Θέλει, λέει, να 'ναι λεύτερος. Σκοτώστε τον!» Η φράση που νίκησε την εντοπιότητα, τον χρόνο, τον σπαραγμό. Η φράση που διασώθηκε σαν τη μοναδική ελεύθερη κραυγή όταν όλα, και με πολλούς νεκρούς, από κάθε πλευρά, τελειώνουν κάθε φορά.

«Οι «Αδερφοφάδες» μιλούν για την αδελφοκτόνο σύγκρουση σε ένα χωριό κατά τον ελληνικό εμφύλιο στα τέλη τής δεκαετίας τού 1940. Πολλοί από τους χωριανούς, μαζί και ο Καπετάν Δράκος, ο γιος του εφημέριου, ο παπα-Γιάνναρος, πήραν τα βουνά και ενώθηκαν με τους κομμουνιστές αντάρτες. Είναι Μεγάλη Εβδομάδα και, με τον φόνο, τον θάνατο και την καθημερινή καταστροφή, ο παπα-Γιάνναρος αισθάνεται ότι κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες τού κόσμου», αναφέρει η γαλλική έκδοση του βιβλίου, «Les freres enemis».
Και συνεχίζει: «Ενα χωριό τραχύ, στο χρώμα της στάχτης, μαυρειδερά σπίτια κάτω από τον ανήλεο ήλιο των νησιών της Μεσογείου, κάτοικοι καμένοι από τη μιζέρια και τα πάθη. Σήμερα, το κυρίαρχο πάθος είναι το μίσος. Ενα πολιτικό μίσος φονικό, που ρίχνει τον αδερφό ενάντια στον αδερφό του. Και μπροστά σ' αυτή τη θύελλα των ανομιών, στέκει ένας ηλικιωμένος άντρας, απελπισμένος, γιατί η φωνή του είναι «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Για τον παπα-Γιάνναρο αυτό το κύμα φρίκης δεν μπορεί παρά να σημαίνει την ίδια την ανικανότητα της ιερωσύνης του: ο διάβολος κυβερνά τον κόσμο... Αυτό το επιθανάτιο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη είναι, ανάμεσα σε όλα τα έργα του, το πιο κοντινό στον κόσμο μας, που σπαράζεται από αδελφοκτόνες μάχες».
Στις σελίδες του, μια ολοζώντανη ιστορία που θα μας βάζει δύσκολα σε κάθε εποχή: Ξεκινά με τις ανταλλαγές των πληθυσμών (από την Μικρά Ασία εδώ και απ' εδώ οι Τουρκοκρήτες εκεί) και με τον παπα να καίει τις εικόνες και να μοιράζει την στάχτη σαν φυλακτό.
Μετά περιπλανάται από χωριό σε χωριό, πηγαίνει στο Άγιον Όρος αλλά δεν βρίσκει εκεί παρά καλοπέραση και όχι τον Θεό, επιλέγει να ριζώσει σε ένα πέτρινο, αγέλαστο χωριό όπου ξεσπά ο εμφύλιος...
Ενας λαός που ελπίζει, αγωνίζεται, κι ανάμεσά τους κόσμος και κοσμάκης που ευκαιρία βρίσκει να ντύσει ιδεολογικά τα προσωπικά: μικρές ανθρώπινες ιστορίες που γονατίζουν μπροστά στη μεγάλη Ιστορία, άλλοι στις πόλεις κι άλλοι στα βουνά. Κι ο παπα-Γιάνναρος να αγωνίζεται «ιδεολογικά ύποπτος» και να σκοτώνεται, σαν τον Εσταυρωμένο Χριστό στο τέλος: «Πόλεμος ακατάπαυτος με τον Θεό, με τους αγέρηδες, με το χιόνι, με τον θάνατο είναι η ζωή τους, γι' αυτό, όταν πλάκωσε ο αδελφοσκοτωμός, δεν ξαφνιάστηκαν οι Καστελιανοί, δεν τρόμαξαν, δεν άλλαξαν συνήθειες μονάχα ό,τι ως τότε κουφόβραζε μέσα τους, βουβό κι αφανέρωτο, ξεσπούσε τώρα κι αυθαδίαζε λεύτερο, τινάχτηκε απ' τα στήθια τους αχαλίνωτη η αρχέγονη λαχτάρα του ανθρώπου να σκοτώσει. Καθένας είχε κι ένα γείτονα ή κι ένα φίλο ακόμα ή κι αδελφό, που τον μισούσε, χρόνια, χωρίς αφορμή?». «Ο φόνος, η παμπάλαιη ανάγκη του ανθρώπου, έπαιρνε ένα υψηλό μυστικό νόημα, κι άρχισε το αδελφοκυνηγητό». «Ενας μονάχα στέκουνταν ανάμεσά τους ξαρμάτωτος, απελπισμένος, με τις αγκάλες ανοιγμένες κι αδειανές, ο ιερέας του χωριού, ο παπα- Γιάνναρος».
Σύμβολο
Μυθιστόρημα εξαιρετικής κινηματογραφικής ροής με φιλοσοφικά διλήμματα και διαλόγους οικουμενικούς και διαχρονικούς: «-Τι βλέπεις παππού; -Τη ζωή μου που τρέχει και χάνεται». Με τον παπα-Γιάνναρο σύμβολο να προσδοκά και να πιστεύει στον δικό του Θεό: που κατεβαίνει από τον θρόνο και αγωνίζεται στα κατσάβραχα, που πεινάει κι αδικείται και κάθε μέρα σταυρώνεται.
Το αποτέλεσμα, ένα βαθύτατα υπαρξιακό μυθιστόρημα με τα διλήμματα και τους εμφύλιους σπαραγμούς που δεν τελειώνουν ποτέ σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Με την καρδιά του ανθρώπου να εμπεριέχει το σύμπαν, Κόλαση και Παράδεισο αλλά και τον ίδιο τον Θεό. Με την αιώνια κραυγή του «Χριστέ μου, Χριστέ μου, πάλι σε σταυρώνουν οι ανθρώποι».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου