18 Ιανουαρίου 2012

Η ελληνικότητα της γλώσσας του Σεφέρη

  Ο Γιώργος Σεφέρης (δεξιά) με τον αμερικανό ποιητή, σημαντικό εκπρόσωπο του αγγλοσαξωνικού μοντερνισμού, Εζρα Πάουντ, σε φωτογραφία της δεκαετίας του ‘60



Η ελληνικότητα της γλώσσας του Σεφέρη
Μια ογκώδης µελέτη για το πολιτισµικό στίγµα του ελληνοκεντρισµού και για τη µεταµόρφωση της παράδοσης στο έργο του νοµπελίστα ποιητή
Η ελληνικότητα  της γλώσσας του Σεφέρη
 
Η συζήτηση για το εγχείρηµα του Σεφέρη να εγκαταστήσει στο κέντρο της ποιητικής του τη διακαή υπεράσπιση της ελληνικότητας είναι µακρά, αλλά όχι υπερήλικη. Προηγήθηκε µια άλλη συζήτηση, που πλευροκόπησε τον Σεφέρη και γενικότερα τη Γενιά του ‘30 από την ακριβώς αντίθετη σκοπιά. Αν οι κριτικοί της Γενιάς του ‘30 µετά το 1974 συγκέντρωσαν τα πυρά τους στο ελληνοκεντρικό πολιτισµικό της στίγµα, οι προκάτοχοί τους, που υπήρξαν σύγχρονοι του Σεφέρη, του Ελύτη και του Θεοτοκά ή του Τερζάκη, ερµήνευσαν τη γενιά µε όρους πολιτικοκοινωνικού φαινοµένου και την κατηγόρησαν για µεγαλοαστισµό και πολιτικό παχυδερµισµό, συνταιριασµένο µε µια δουλική πρόσδεση στο µοντερνιστικό άρµα της Εσπερίας η οποία ερχόταν σε θανάσιµη αντίθεση µε τα εθνικολαϊκά ή τα κοµµουνιστικά ιδανικά τους.

Με την ογκώδη µελέτη του Ο µοντερνισµός και οι «∆οκιµές» του Σεφέρη, η οποία αποτελεί σίγουρα προϊόν µεγάλου ερευνητικού µόχθου, ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος πιάνει από την αρχή τη συζήτηση για το πολιτισµικό στίγµα του ελληνοκεντρισµού. Συνδέοντας ευθέως τη σεφερική σύλληψη της ελληνικότητας µε τη θεωρία του µεσοπολεµικού αγγλοσαξονικού µοντερνισµού, ο Γιαννουλόπουλος θέλει να αποδείξει ότι ενώ ο Ελιοτ και ο Πάουντ συνδύασαν την ποιητική τους υπέρβαση (κατάργηση της χρονικής και της νοηµατικής ακολουθίας, ακαριαία δράση της λέξης και της εικόνας, άµεση επαφή της γλώσσας µε το αντικείµενό της, υψηλή έκρηξη της φόρµας, αυτοσυνείδηση της τέχνης) µε µια ανακαινιστική προσφυγή στην παράδοση, αντιπαραβάλλοντας το αρχέτυπο και τον µύθο στην αποσπασµατικότητα και στην παρακµή του παρόντος, ο Σεφέρης µετακινήθηκε από την ποίηση στη γλώσσα και στην ελληνικότητα, για να µεταµορφώσει την παράδοση σε κληροδότηµα και αρραγή συνέχεια του έθνους.

Μολονότι χρωµατίζει το σχήµα του µε πολλές ενδιάµεσες πινελιές, ο Γιαννουλόπουλος καταλήγει να µιλήσει για χάσµα ανάµεσα στον Σεφέρη και στους αγγλοσάξονες µοντερνιστές: εκείνος αναλαµβάνει εθνική υπηρεσία ενώ οι πηγές του προασπίζονται µια παράδοση που υπάρχει χάρη στην ικανότητά της να ενσωµατώνει την καινοτοµία.

Ισχυρή βεβαιότητα
∆εν ξέρω αν µπορώ να ασπαστώ ως το τέλος των συλλογισµών της µια τόσο ισχυρή βεβαιότητα. ∆εν οδηγείται και ο Ελιοτ από ένα σηµείο και µετά σε µια φυλετική αντίληψη της λογοτεχνικής παράδοσης, που τείνει να µετατραπεί και στη δική του σκέψη σε κληροδότηµα, µε τον Σεφέρη να λέει ότι η παράδοση είναι καινοτόµος επειδή δεν έχει πεθάνει; ∆εν οµνύει και ο Πάουντ σε ένα καθοδηγητικό λογοτεχνικό παρελθόν, έστω κι αν το θεµελιώνει σε ένα σύνολο αυστηρά ατοµικών µονάδων; Και αν ο Σεφέρης αφαιρεί από την ελληνικότητα την ιστορική της διάσταση, επινοώντας ένα αδιαφοροποίητο όλο, δεν πιστεύει και ο αγγλοσαξονικός µοντερνισµός πως ο χρόνος δεν είναι σε τελευταία ανάλυση σε θέση να επιφέρει τη δραστική µεταβολή των πραγµάτων; Και ακόµα, µήπως η ελλη νικότητα του Σεφέρη δεν είναι µια αναπαραγωγή της αδιαίρετης ιστορικής τριάδας του Παπαρρηγόπουλου, αλλά µια µυθική και αρχετυπική µεταφορά που µας κατευθύνει και πάλι στην κοιτίδα του αγγλοσαξονικού µοντερνισµού; Και ύστερα, πόσο ενιαία είναι πράγµατι η παράδοση του Σεφέρη όταν από το corpus της έχει κρατηθεί µόνο η δηµώδης γραµµή της; Επίσης, τι νόηµα έχει να υποψιαζόµαστε τον δηµοτι-κισµό του Σεφέρη για χτυπήµατα κάτω από τη µέση όταν στα χρόνια του η έκβαση του γλωσσικού ζητήµατος δεν έχει κριθεί οριστικά;

Κατά τα άλλα, το βιβλίο του Γιαννουλόπουλου µοιάζει δυσανάλογα αναπτυγµένο: µια γενική εισαγωγή στον αγγλοσαξονικό µοντερνισµό, από την οποία µπορεί να αντλήσει κανείς πλήθος επιχειρήµατα για να αναιρέσει τις θέσεις περί Σεφέρη της τελευταίας ενότητας, που µάλλον συνθλίβεται από τον όγκο των όσων έχουν προηγηθεί. Επιπροσθέτως, ο Γιαννουλόπουλος επιµένει ότι οι ∆οκιµές, στις οποίες στηρίζεται αποκλειστικά ο ίδιος, θα πρέπει κάποτε να συνεξεταστούν µε την ποίηση του Σεφέρη. Σύµφωνοι, αλλά πολλά από τα θέµατα της ανά χείρας µελέτης είναι δύσκολο να απαντηθούν δίχως µια κάποια αίσθηση και του ποιητικού του λόγου.

∆εν είναι ο παρίας της ∆ύσης
Για το ότι ο Σεφέρης διασκεύασε τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό σύμφωνα με τις ανάγκες του ελληνικού Μεσοπολέμου δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία.

Αυτό όμως δεν τον απομακρύνει από τους μοντερνιστές ούτε τον καθιστά παρία της uni0394ύσης, που αντιγράφει τα διεθνή του πρότυπα για να λύσει τα τοπικά του προβλήματα. Το σεφερικό μοντέλο συνιστά ένα μοντέλο διπλής κοπής: προς τα έξω επιζητεί την προβολή ενός πολιτισμού με αναγνωρίσιμα και περιεκτικά χαρακτηριστικά, ενώ προς τα μέσα επιδιώκει έναν εγκλιματισμό της ελληνικής ταυτότητας στα δυτικά ζητούμενα της εποχής της. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον να συμβεί χωρίς ιδεολογικές επιπτώσεις, η σοβαρότερη από τις οποίες είναι, όπως το δείχνει ο Γιαννουλόπουλος, η ιδέα του Σεφέρη για το προαιώνιο της ελληνικής γλώσσας.

Την ίδια ωστόσο ώρα, για να μείνω σ’ ένα μόνο παράδειγμα, ο σεφερικός «Ελπήνορας» δεν είναι, όπως κι αν τον ζυγίσουμε, μια φλογερή εθνική διακήρυξη, αλλά ένας θρήνος για μία υπεριστορική, πέραν φυλετικών ορίων, ελληνική τραγωδία.
http://www.tovima.g


1 σχόλιο: