16 Νοεμβρίου 2011

Τα φύλα στη λογοτεχνία- ποιήματα για τον έρωτα


Σαραντάρης -Ὄνειρο

Σὰν ἄσπρο σύννεφο
σκιά σου σκεπάζει τὸν ὕπνο
ποὺ σ᾿ ἕνα δυσεύρετο παράδεισο κοιμᾶμαι·
ἀκούω πὼς τραγουδᾶς κάτω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο,
μὰ μὲς στὴ φωνή σου λιγώνω
καὶ δὲ βλέπω τὸν οὐρανό

Σαραντάρης -  Ἦταν γυναίκα, ἦταν όνειρο...

«J'i cueilli ce brin de bruyère»
G. Apollinaire
Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
ὕπνος μ᾿ ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ ῾λεγε πὼς μ᾿ ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ ῾λεγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία
Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη

Νικηφόρος Βρεττάκος -

Δίχως ἐσέ

Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς Θεὸς στὶς βρύσες του
Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.

Μαρῖνος Φαλιέρος - Ἐρωτικὰ ὄνειρα

Μαρῖνος Φαλιέρος (περ. 1395-1474). Κρητικός ποιητής.
<...>
Κι ἐγὼ ὁ φτωχὸς ἐστέναξα κι ἐδάκρυσεν τὸ φῶς μου
ἀκόντα τέτοιο ρώτημα παράξενον ὀμπρός μου-
φιλῶντα τὰ ματάκια της καὶ τὰ ῾μνοστά της χείλη
ἐπέφτασιν τὰ δάκρυά μου στ᾿ ὡριόν της τὸ τραχήλι.
Γλυκιά, μὲ παραπόνεση, πολλὰ τῆς ἀπεκρίθη:
Τί ἔν᾿ τὸ παράξενον αὐτὸ στὸ νοῦ σου ὁπογεννήθη,
ὦ σπλαχνικό μου σκάνδαλο, γλυκὸ καὶ πειρασμέ μου,
ἴντα δηγᾶσαι, τί ἔν᾿ τὸ λὲς στὲς ἀναγάλλιασές μου;
Ρωτᾶς με ἂν ἔν᾿ καὶ σ᾿ ἀγαπῶ μὲ δίχως δολοσύνη;
Ἄλλην οὐκ ἔχω παρὰ σέν. Τὶς νὰ τὸ ξεδιαλύνῃ
καὶ τέτοιον πράγμα μὲ λαλεῖς; Ἄδικον μέγαν ἔχεις
καὶ θὲς νὰ δείχνῃς ἄγνωρη σ᾿ ἐκεῖνο τὸ κατέχεις.
Τόσος καιρὸς δὲν σ᾿ ἔσωσεν οὐδὲ τὰ τόσα πάθη,
ὁ νοῦς σου τὴν ἀγάπη μου ἀκόμη νὰ τὴ μάθῃ;
Δὲ μὲ θωρεῖς, δὲν τ᾿ ἄκουσες μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη
τὸ πῶς τὸν πόθο σου βαστῶ μ᾿ ὅλην τὴν δικιοσύνη;
Ἀλίμονον, Μαροῦσα μου, σφάζεις με νὰ σ᾿ ἀκούγω
καὶ ἀπὸ τὴν κάψα βλέπεις με ἐμὲν κι ἐσὲ νὰ λούγω.
<...>


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου