6 Νοεμβρίου 2010

Η μόνη αλήθεια για τη Σπιναλόγκα

Δύο ελληνικά κείμενα στις αρχές του 20ού αιώνα παρουσιάζουν τον καθημερινό αγώνα των χανσενικών Της Τιτικας Δημητρουλια
ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Η άρρωστη πολιτεία
Επίμετρο: Κέλη Δασκαλά
εκδ. Ελληνικά Γράμματα

ΘΕΜΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ - ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Το νησί των σημαδεμένων. Σπιναλόγκα – Η άρρωστη πολιτεία
Επιλεγόμενα: Μ. Λουκάκης εκδ. Καστανιώτη
Αντιγράφω από το «Νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ, που διασκευασμένο προβάλλεται φέτος τον χειμώνα και στην τηλεόραση: (η Σπιναλόγκα) «ήταν παράδεισος. Πρόσφερε ελευθερία που δεν την είχαν φανταστεί, με τον καθαρό αέρα, το κελάηδημα των πουλιών και ένα δρόμο ιδανικό για βόλτες· εδώ θα μπορούσαν να ανακαλύψουν ξανά τη χαμένη ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους» (σ.120). Η Χίσλοπ ξεκινά την αφήγησή της το 1939, όταν έχουν αρχίσει οι μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν σημαντικά τη ζωή των χανσενικών, οι οποίοι από το 1894 ήδη κατέληγαν στη Σπιναλόγκα – πριν δηλαδή ιδρυθεί από την κρητική Πολιτεία επισήμως το λεπροκομείο το 1903. Οσο και αν η ιστορία της Χίσλοπ προάγει την εξάλειψη της προκατάληψης, η Σπιναλόγκα ουδέποτε υπήρξε παράδεισος. Οπως επισημαίνει η Κέλη Δασκαλά στο επίμετρό της στη νουβέλα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, «η Αγγλίδα πεζογράφος δεν στέκεται στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ασθενείς, παρά φωτίζει την “αλήθεια” που εκείνοι κατέκτησαν». Η μόνη αλήθεια, όμως, ήταν αυτές οι δυσκολίες, η ζωή των χανσενικών που άλλαζε μαζί με την εικόνα τους στον καθρέφτη, καθώς ως ατομικά και κοινωνικά υποκείμενα έρχονταν αντιμέτωποι με ακραίες προκλήσεις. Τον αγώνα των ασθενών ενάντια στις υλικές αλλά και τις ψυχικές δυσκολίες της παραμόρφωσης, της απόρριψης, πρώτα από τον εαυτό και δευτερευόντως από την κοινωνία, της απομόνωσης, της ταλάντευσης ανάμεσα στην ελπίδα της θεραπείας και την απόγνωση, την αποκτήνωση και την υπέρβαση τις αποτυπώνουν ανάγλυφα δύο πολύ σημαντικά ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, στις αρχές του 20ού αιώνα ήδη, η «Αρρωστη πολιτεία» της Γαλάτειας Καζαντζάκη και η «Σπιναλόγκα» του Θέμου Κορνάρου.
Κρητικοί και οι δύο, με άμεση εποπτεία του θέματος, δημοσιεύουν τα κείμενά τους με περίπου είκοσι χρόνια διαφορά: το 1914 η Καζαντζάκη, με το ψευδώνυμο Πετρούλα Ψηλορείτη, το 1933 ο Κορνάρος. Στο «ρομάντζο» της, όπως η ίδια το ονομάζει, η Καζαντζάκη εστιάζει στην ψυχολογία της νεαρής, άρρωστης ηρωίδας της, η οποία βιώνει την ανεξήγητη, ανίατη ασθένειά της ως όνειδος και ο εκφυλισμός του σώματός της την οδηγεί σε διπλή περιθωριοποίηση. Από τη μια το «νησί» και από την άλλη η δική της εκούσια απομόνωση από τους άλλους, των οποίων περιφρονεί την ίδια την προσαρμοστικότητα, τη δύναμή τους να ζουν την κάθε στιγμή παρά την παραμόρφωση, τον διαμελισμό, τον πόνο.
Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η Καζαντζάκη συσχετίζει το σωματικό με το ηθικό, το χαλασμένο σώμα με την άρρωστη ψυχή. Τη θέση της αυτή θα την αναιρέσει η ίδια, στη δεκαετία του 1930, όπως μας πληροφορεί η Δασκαλά, όταν θα επισκεφτεί τη Σπιναλόγκα ξανά για ένα ρεπορτάζ και θα διαπιστώσει πως οι λεπροί θεωρούνται ηθικά επικίνδυνοι και κομμουνιστές ακόμα λόγω της ασθένειάς τους. Θα αρχίσει μάλιστα να αναθεωρεί πιο συστηματικά το έργο της, αλλά δεν θα ολοκληρώσει ποτέ την προσπάθεια αυτή. Δεν θα συμμεριστεί, όμως, παρά το γεγονός ότι κινούνται στον ίδιο ιδεολογικό χώρο, τον καταγγελτικό τόνο του Κορνάρου, που στην εισαγωγή της δικής του Σπιναλόγκας καλεί, με αφορμή τους λεπρούς και τα βάσανά τους, σε εργατική επανάσταση: οι λεπροί γίνονται μια εφιαλτική προεικόνιση του προλεταριάτου, όταν το πετά, αφού πρώτα το έχει ξεζουμίσει, ο καπιταλισμός.
Στη νουβέλα της Καζαντζάκη, η ηρωίδα ανοίγει ένα σχολείο για τα παιδιά του νησιού και το κλείνει μετά από λίγο, απογοητευμένη, αηδιασμένη από τη μορφή και το ήθος των ασθενών, μικρών και μεγάλων, και απόλυτα πεπεισμένη για το ανίατο της ασθένειας. Ξανανιώθει την ελπίδα όταν συναντά έναν δάσκαλο και σχεδόν τον ερωτεύεται. Συναινεί σε έναν συμβατικό γάμο, για να υπαναχωρήσει την τελευταία στιγμή, επιλέγοντας μια ελεύθερη ένωση και κατακτώντας την υπέρβαση στην οποία εξαρχής αποσκοπούσε μέσα από μια κατάφαση, τελικά, στη ζωή – η ερμηνεία της τελευταίας σκηνής στη σπηλιά ως σκηνής αυτοκτονίας από τη Δασκαλά προσωπικά δεν με πείθει διόλου.
Στο βιβλίο του Κορνάρου, ο ήρωας είναι επίσης δάσκαλος και ταλαντεύεται εξίσου ανάμεσα στη μόνωση και τη συμβίωση, την απέχθεια και τη συμπόνια. Ο Κορνάρος περιγράφει με ιδιαιτέρως μελανά χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης και περίθαλψης των ασθενών, τη στάση της εξουσίας, της τοπικής κοινωνίας, των γιατρών, της Εκκλησίας (ας μην ξεχνάμε ότι πολύ πρόσφατα ξαναήρθε στην επικαιρότητα με το βιβλίο του «Οι άγιοι χωρίς μάσκα» με αφορμή το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις). Οι σκηνές με τον γιατρό του νησιού και οι θέσεις του για την ιατρική δεοντολογία αποδεικνύονται δυστυχώς διαχρονικά επίκαιρες. Από την άλλη, ο Κορνάρος κλείνει το βιβλίο του με την εικόνα ενός θανάτου που διδάσκει την αξία της ζωής, επίσης με την ελπίδα δηλαδή, μέσα σε όλο τον ζόφο που έχει ήδη περιγράψει με μια ακρίβεια που δημιουργεί αισθήματα ναυτίας στον αναγνώστη αλλά και ενάντια σ’ αυτόν.
Δύο πολύ δυνατά κείμενα που δίνουν το μέτρο αυτής της άνισης μάχης με μια αρρώστια που υπονομεύει την ίδια την ανθρωπινότητα. Το κατατοπιστικό επίμετρο της Δασκαλά, παρά τις όποιες ενστάσεις. Κι ένα κείμενο πολύ προσωπικό όσο και δυνατό: το επίμετρο του Μάνου Λουκάκη, που θέτει καίρια ζητήματα για την αρρώστια και την ετεροτοπία που συνιστά το «Απέναντι», για τους τόπους που μας κατοικούν και τον Αλλον που μας ορίζει. Εικόνες δύσκολες, σκηνές ζόρικες, λόγια ασήκωτα από όλα εκείνα που δεν λέγονται. Τα συμπληρώνει όσο γίνεται το σελιλόιντ, το «Νησί της σιωπής» της Λίλας Κουρκουλάκου το 1958, οι εξαιρετικές «Τελευταίες λέξεις» («Letzte Worte») του Βέρνερ Χέρτζογκ το 1968, για τον τελευταίο κάτοικο της Σπιναλόγκας που δεν ήθελε να επιστρέψει στον πολιτισμό (αναζητήστε το στο YouTube), η μικρού μήκους «Σπιναλόγκα» του Κώστα Αθουσάκη το 2007…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου